Πόπη Αραπίνη |
![]() |
![]() |
Όποτε με ρωτούσαν πού γεννήθηκα, απαντούσα Η Πόπη Αραπίνη γεννήθηκε το 1952 στην Αθήνα, από τον Γιάννη Αραπίνη (πρόσφυγα από την Σμύρνη) και την Δήμητρα Αραπίνη, το γένος Παπαναστασίου από την Στρέζοβα (Δάφνη Καλαβρύτων). Μεγάλωσε στο προσφυγικό Δουργούτι. Ακολούθησε γυμνασιακές και λυκειακές σπουδές στην Ελληνογαλλική Σχολή «Saint Joseph». Σπούδασε Βιολογία στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και Βιοχημεία στο πανεπιστήμιο VII (Jussieu) στο Παρίσι, απ’ όπου πήρε και τον τίτλο του διδάκτορος στην Μοριακή Βιολογία. Εργάστηκε ερευνητικά στο Παρίσι (Institut Pasteur, Institut National de la Santé et de la Recherche Médicale, Centre National de la Recherche Scientifique, Centre National de Transfusion Sanguine) και στην Αθήνα (Νοσ. «Άγιος Σάββας», Ινστιτούτο Παστέρ, EKΠΑ). Γνώστης αγγλικών, γαλλικών και ισπανικών, σποραδικά ασχολήθηκε και με μεταφράσεις επιστημονικών βιβλίων από τα γαλλικά στα αγγλικά και από τα αγγλικά στα ελληνικά. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με την ιστορία του Δουργουτίου, όπου μεγάλωσε. Η συνάντηση με την Πόπη Αραπίνη έγινε με αφορμή την έκδοση του βιβλίου της, «Δουργουτι - Αρμένιοι και Έλληνες πρόσφυγες - Μνήμη και ιστορία» (έκδοση «Αρμενικά»). Η έρευνα της συγγραφέως στην οποία βασίστηκε το βιβλίο διήρκεσε πολλά χρόνια και αποτελεί την πληρέστερη τεκμηριωμένη καταγραφή της ιστορίας της προσφυγούπολης του Δουργουτίου έως σήμερα. Εμείς είχαμε την χαρά και την ικανοποίηση να εκδώσουμε το σπουδαίο αυτό έργο το οποίο είναι σίγουρα από τα σημαντικότερα βιβλία που έχουμε εκδώσει. Στον Μάικ Τσιλιγκιριάν Η προσφυγούπολη του Δουργουτίου αποτελεί μια συναισθηματικά φορτισμένη ανάμνηση για όσους την έζησαν. Εσάς πώς σας κέντρισε το ενδιαφέρον, τι σας ώθησε να κάνετε αυτή την πολυετή έρευνα; Γεννήθηκα στην προσφυγική πολυκατοικία που βρίσκεται σήμερα απέναντι από το ξενοδοχείο Ιντερκοντινένταλ, στην πολυκατοικία Ε΄, στην αρχή της αγοράς. Τα σπίτια γύρω ήταν παράγκες. Αλλά αυτό δεν μου προκάλεσε ποτέ αρνητικά συναισθήματα. Ήταν μέρος του κόσμου όπου κινούμουν, και παραμένει ένας τόπος γεμάτος αγαπημένες αναμνήσεις. Προφανώς υπήρχε φτώχεια, αλλά τη σκέπαζαν οι ανθρώπινες αξίες, που ήταν ισχυρές στην γειτονιά. Η γειτονιά σε αγκάλιαζε. Αν διψούσες, δεν χρειαζόταν να πας σπίτι σου για να πιεις νερό· ξεδιψούσες στο πλησιέστερο ανοιχτό σπίτι. Αν έπεφτες ως παιδί και χτυπούσες, οι γειτόνισσες ήταν εκεί για να βοηθήσουν πρώτες. Και οι οικογένειες ήταν και αυτές αλλιώτικες, διευρυμένες. Περιελάμβαναν τόσο τους στενούς συγγενείς όσο και λιγότερο στενούς, που ωστόσο ήταν εξίσου αγαπημένοι. Και περιελάμβαναν επίσης φίλους. Τότε, τριάντα-σαράντα αγαπημένα άτομα μπορούσαν να χωρέσουν σε έναν χώρο μόλις λίγων τετραγωνικών, για να φάνε, να διασκεδάσουν και να χορέψουν. Σήμερα, απορώ πώς το κάναμε αυτό. Όλα αυτά ήταν πάντα στη μνήμη μου τόσο γλυκά και τόσο συνδεδεμένα με το Δουργούτι που καμάρωνα για τον τόπο όπου γεννήθηκα και έζησα. Για αυτό, όποτε με ρωτούσαν πού γεννήθηκα, απαντούσα: «Στο Δουργούτι, την πρωτεύουσα της Αθήνας». Τόσο ζωντανό ήταν και παραμένει μέσα μου. Εκτός όμως από γειτονιά των αναμνήσεών μου, το Δουργούτι υπήρξε θέατρο ιστορικών γεγονότων κατά τη διάρκεια της Κατοχής και των Δεκεμβριανών, με τους Αρμένιους και τους Έλληνες να αγωνίζονται από κοινού για εθνική απελευθέρωση. Με τα λόγια της Μέλπως Αξιώτη, το 1945: «Εμείς στο Δουργούτι είμαστε οι Αρμένηδες. Σε όλη την Κατοχή μάς λέγανε Γερμανοί και χωροφύλακες “εσείς γιατί αγωνίζεστε, αφού δεν είναι πατρίδα σας η Ελλάδα”. Κι όμως, εμείς επρωτο φτιάσαμε τον ΕΛΑΣ της πόλης. Δεν είχαμε όπλο ούτ’ ένα. Κάμαμε εξορμήσεις και πήραμε απ’ τους Ιταλούς. Έχτοτες γίναμε πολλοί. Μονοκούκι το Δουργούτι ήτανε μαζί μας... Πρώτο το Δουργούτι. Πρώτες δηλαδή ποιες; Οι παράγκες!». Το γεγονός ότι τελευταία έχει ξαναζωντανέψει το ενδιαφέρον γύρω από το Δουργούτι μού προξενεί ιδιαίτερη χαρά. Ωστόσο, παρά την υπερηφάνεια που ανέκαθεν είχα για τη γειτονιά μου, η επιθυμία να γράψω για αυτή γεννήθηκε με τη συμμετοχή μου στην Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Δουργουτίου, οπότε και συνειδητοποίησα σε τι γειτονιά γεννήθηκα και μεγάλωσα. Θα μπορούσατε να μας περιγράψετε τη μεθοδολογία με την οποία εργαστήκατε; Με ποιον τρόπο επιλέξατε το υλικό, πώς διασταυρώσατε τις πληροφορίες, και πώς ξεχωρίσατε τα πραγματικά γεγονότα από τα διαστρεβλωμένα, τις «φήμες», και πολλές φορές τις σκοπιμότητες; Όταν αποφάσισα να γράψω για το Δουργούτι, με απασχολούσαν τα εξής τρία ερωτήματα: τι πλήθος προσφύγων έφτασε και έζησε εκεί, σε τι περιβάλλον έζησαν οι πρόσφυγες και πώς εξελίχθηκε η ζωή τους στο Δουργούτι, και πώς έζησαν και αγωνίστηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Τη μαγιά για το βιβλίο αποτέλεσαν οι πληροφορίες από την Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Δουργουτίου. Στη συνέχεια, επιδίωξα να πάρω συνέντευξη από όσο περισσότερους Δουργουτιώτες μπορούσα, εστιάζοντας περισσότερο σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, που θα μπορούσαν να μου δώσουν πληροφορίες για το Δουργούτι του πρώτου καιρού, που εγώ δεν γνώρισα. Παράλληλα, προσπάθησα αυτή η διαδικασία να γίνεται με τη μορφή αλυσίδας: ο κάθε πληροφορητής να με φέρνει σε επαφή με όσους νόμιζε ότι θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην έρευνα. Και μπορώ να πω ότι αυτό το έκανα με πείσμα, θα έλεγα εμμονικά. Κρατούσα σημειώσεις ακόμη και για «ασήμαντες» λεπτομέρειες: Ποιοι ήταν οι γείτονες; Με τι ασχολούνταν οι ίδιοι και οι γείτονές τους;Τι μουσική άκουγαν; Γνώριζαν άλλους που έπαιζαν κάποιο όργανο; Είχαν φωτογραφίες από τη γειτονιά; Όλες οι πληροφορίες ήταν ευπρόσδεκτες. Πολλοί πληροφορητές αγκάλιασαν από την αρχή την προσπάθειά μου. Αρκετοί έγιναν φίλοι μου. Άλλοι πάλι, κυρίως μεταξύ εκείνων με τους οποίους επικοινώνησα τηλεφωνικά, που ήταν πολλοί, ήταν από επιφυλακτικοί μέχρι εχθρικοί. Επρόκειτο για μια φυσική αντίδραση που ωστόσο με έθλιβε, καθώς και η παραμικρή πληροφορία είναι κομμάτι του παζλ που προσπαθούσα να ανασυνθέσω. Ανέτρεξα επίσης σε αρχεία από τον Τύπο της εποχής και τον σύγχρονο Τύπο, σε περιοδικές εκδόσεις και βιβλία. Πρόσβαση σε πληροφορίες από αρμενικές πηγές είχα με τη βοήθεια κάποιων πληροφορητών καθώς και χάρη στη συμβολή του περιοδικού «Αρμενικά». Έτσι, πολλές πληροφορίες μπόρεσαν να διασταυρωθούν είτε επειδή ανεξάρτητοι πληροφορητές μού εξέθεσαν ένα συγκεκριμένο γεγονός με τον ίδιο ή παραπλήσιο τρόπο είτε επειδή το γεγονός υπήρχε και σε γραπτές πηγές. Όλη αυτή η διαδικασία απαίτησε πολύ χρόνο. Πολλές φορές διαπίστωσα ότι χωρίς μαρτυρίες, τα αρχεία και ο Τύπος από μόνα τους δεν μπορούν να αποδώσουν την ιστορική αλήθεια για ορισμένα γεγονότα, ότι υπήρχε ασάφεια ή/και ανακρίβεια στον τρόπο που εκτίθενται αυτά. Έτσι, υπήρξαν φορές που αφού εξέθεσα όλες τις διαφορετικές περιγραφές για ένα γεγονός, πήρα θέση αναλύοντας τα στοιχεία και διαβάζοντας πίσω από τις γραμμές. Αυτό το έκανα όπου νόμιζα ότι ήταν δυνατό και επιβεβλημένο. Ένα τέτοιο παράδειγμα επίσημου σφάλματος περιέχεται στην απογραφή των προσφύγων του Δουργουτίου το 1928. Αυτή, σύμφωνα με όλα τα στοιχεία που έχω συγκεντρώσει, κατέγραψε συνολικά για τους πρόσφυγες του Δουργουτίου, και ειδικότερα για τους Αρμένιους πρόσφυγες, έναν αριθμό καταφανώς μικρότερο του πραγματικού. Μια άλλη περίπτωση, όπου έκρινα ότι υπήρξαν αποσιωπήσεις, είναι στα όσα έχουν γραφτεί γύρω από τη συμμετοχή του λόχου του ΕΛΑΣ του Δουργουτίου κατά την Κατοχή αλλά και ειδικότερα κατά τη διάρκεια του Μπλόκου. Από την ανάλυση όλων των πληροφοριών κατέληξα στο συμπέρασμα ότι πολλά από αυτά που γράφτηκαν υποτίμησαν, μάλλον εσκεμμένα, τον ρόλο του Δουργουτίου στον αγώνα. Προκειμένου να καταγραφεί η αλήθεια, μεγάλο στοίχημα με τον χρόνο ήταν και εξακολουθεί να είναι ο αριθμός και τα ονόματα όλων όσων σκοτώθηκαν στις 9 Αυγούστου 1944 στο Μπλόκο· είτε εκτελέστηκαν, είτε σκοτώθηκαν από αδέσποτες σφαίρες, είτε πέθαναν μαχόμενοι. Ειδικά για κάθε έναν που διαπιστωμένα σκοτώθηκε την ημέρα του Μπλόκου κατέγραψα όλες τις πληροφορίες που συγκέντρωσα. Όσον αφορά εκείνους που, πιθανόν αλλά όχι σίγουρα, σκοτώθηκαν καθώς και όσους παραμένουν ανώνυμοι, παραθέτω και το παραμικρό στοιχείο που βρήκα και που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ταυτοποίησή τους· αναφέρω, για παράδειγμα, το παρατσούκλι τους ή πώς λεγόταν και τι δουλειά έκανε ο πατέρας τους. Πιστεύω ότι ζουν ακόμη Δουργουτιώτες που μπορεί να θυμηθούν και να δώσουν σχετικές πληροφορίες, είτε επειδή γνωρίζουν τα πράγματα από πρώτο χέρι είτε επειδή άκουσαν για αυτά στο περιβάλλον τους. Είναι ένας φόρος τιμής που θεωρώ ότι οφείλουμε σε αυτούς που σκοτώθηκαν άδικα και με τόσο βάρβαρο τρόπο. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αυξημένο ενδιαφέρον για την ιστορία της περιοχής. Δημιουργήθηκε η Ομάδα Προφορικής Ιστορίας, κυκλοφόρησαν σχετικές εκδόσεις και πρόσφατα γυρίστηκε ένα ντοκιμαντέρ. Τι προσθέτει σε όλα αυτά το βιβλίο σας; Είναι αλήθεια ότι τον τελευταίο καιρό η ιστορία της περιοχής αποτέλεσε θέμα αρκετών μελετητών, τόσο με τη συγγραφή βιβλίων όσο και με την ταινία για το Δουργούτι. Ωστόσο, με εξαίρεση την περίοδο της Κατοχής, πουθενά δεν αναλύονται τα υπόλοιπα ζητήματα που με απασχόλησαν. Όσον αφορά, για παράδειγμα, το πλήθος των προσφύγων που έζησε στο Δουργούτι. Ή το πώς έζησαν αυτοί οι άνθρωποι, και τι συνθήκες επικρατούσαν τον πρώτο καιρό του ερχομού τους. Ή τη δραστηριότητα της Οργάνωσης Αμερικανίδων Κυριών στο Δουργούτι με το χτίσιμο νοσοκομείων. Και, εξαιτίας τής σχεδόν εμμονικής μου έρευνας, απέκτησα πρόσβαση σε σπάνιο φωτογραφικό υλικό, άγνωστο στην Ελλάδα, που προέρχεται από το αρχείο των Νοσοκομείων Αμερικανίδων Κυριών. Στο βιβλίο περιλαμβάνονται πολλές φωτογραφίες από αυτό το αρχείο. Επίσης, από τις πολλές και ποικίλες πηγές όπου ανέτρεξα προέκυψαν ενδιαφέροντα στοιχεία εντελώς απροσδόκητα. Όπως, για παράδειγμα, από πότε η περιοχή ονομάζεται Δουργούτι· ή η ύπαρξη Οθωμανού ιδιοκτήτη γης στην περιοχή που όμως δεν ονομαζόταν Δουργούτης(ή Ντουργκούτ αγάς)αλλά Γιουσούφ Μεμισαγάς· ή, ακόμη, στοιχεία για την ταπητουργική δραστηριότητα στην περιοχή, η οποία είναι άγνωστη μέχρι σήμερα. Προέκυψε, επίσης, ένα σπάνιο ντοκουμέντο-επιστολή ενός κατοίκου του Δουργουτίου, του Αρμένιου στρατιωτικού Στεπάν Τζακιντζή, προς τον Νικόλαο Πλαστήρα. Και πολλά άλλα. Κατά τη διάρκεια της έρευνας που κάνατε εντρυφήσατε στο θέμα της κοινοτικής ζωής των Αρμενίων του Δουργουτίου, ειδικότερα της εποχής του μεσοπολέμου. Δώστε μας μια γεύση από τη ζωή στο «γκέτο» των παραπηγμάτων. Διάφορες«ασήμαντες»λεπτομέρειες στις αφηγήσεις ήταν το έναυσμα για να ανακαλύψω στην πορεία πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, κάνοντας απανωτές συναντήσεις με κάποιους πληροφορητές. Μια τέτοια απρόσμενη ανακάλυψη ήταν η έντονη πολιτιστική δραστηριότητα των Αρμενίων ήδη από τις αρχές της εγκατάστασής τους, υπό αυτές τις συνθήκες της γκετοποιημένης περιοχής, με τις άθλιες παράγκες. Από τον Ιανουάριο του 1923 άρχισαν να ανεβάζουν θεατρικά έργα, έργα πεζού λόγου, όπερες και οπερέτες. Και αυτή η δραστηριότητα συνεχίστηκε για πολλά χρόνια. Η γειτονιά ήταν επίσης γεμάτη μουσική. Πολλοί έπαιζαν κάποιο μουσικό όργανο, ούτι, σάζι, σαντούρι, μπουζούκι, μπαγλαμά, κιθάρα, μαντολίνο, ακορντεόν, κλαρίνο, μπάντζο. Και πολλοί άλλοι τραγουδούσαν. Όπως μου είπε ο Βαγγέλης Ντερμιτζόγλου, οι γυναίκες τα απογεύματα έβγαιναν στα δρομάκια για να μιλήσουν και να τραγουδήσουν. Σύντομα δημιουργήθηκε από τους Αρμένιους πολυμελής χορωδία και ορχήστρα. Μάλιστα, η θεατρική ομάδα του Δουργουτίου «Αρταβάζντ» υπάρχει σε φωτογραφία του 1927. Σε άλλη φωτογραφία, του 1938, βρίσκεται η ορχήστρα «Δαβίγ», που διηύθυνε ο αυτοδίδακτος μουσικός Αρσαβίρ Καζαντζιάν. Και φαίνεται ότι ήταν ορχήστρα εκλεκτή. Αντίστοιχη πολιτιστική δραστηριότητα υπήρξε και στα μετακατοχικά χρόνια, κάτι που δείχνει το επίπεδο των ανθρώπων που κατέληξαν στο Δουργούτι. Ταυτόχρονα, αυτή η πολιτιστική δραστηριότητα ήταν ένας τρόπος να διατηρήσουν οι Αρμένιοι την ταυτότητά τους. Ο Ιωσήφ Γεβοντιάν, που ήταν μέλος της χορωδίας, μου είπε χαρακτηριστικά ότι μετά την πρόβα, πήγαιναν όλοι μαζί σινεμά. Τριάντα άτομα! Σαράντα άτομα! Τόσα που η ταμίας τρελαινόταν όταν τους έβλεπε. Το Δουργούτι είχε γίνει επίσης γνωστό για τους αρμενικούς μεζέδες του. Και για αυτό εξελίχθηκε σύντομα σε τόπο διασκέδασης για την καλή κοινωνία. Πλούσιοι λεφτάδες και γνωστοί ηθοποιοί έρχονταν στις παράγκες για να φάνε μερακλίδικους μεζέδες και να διασκεδάσουν, αφού υπήρχαν και συγκροτήματα με μπουζούκια και ακούγονταν τραγούδια της Ανατολής, αμανέδες. Όπως έμαθα, μεταξύ των επισκεπτών ήταν και ο Αριστοτέλης Ωνάσης. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό για το οποίο έγινε από νωρίς γνωστό το Δουργούτι ήταν οι «φαλτσήδες», οι μάγοι, τα μέντιουμ όπως λέμε σήμερα. Αυτοί ήταν και Έλληνες και Αρμένιοι. Ο Βαγγέλης Ντερμιτζόγλου μού διηγήθηκε ότι όταν έβλεπαν να πλησιάζει ένα ταξί, οι πιτσιρικάδες καταλάβαιναν ότι κάποιος ματσωμένος ερχόταν για να δει έναν φαλτσή, και τρέχανε να τον οδηγήσουν μέσα από τον λαβύρινθο των παραγκών για να πάρουν το ταλιράκι ως πουρμπουάρ. Τέτοια ήταν η ατμόσφαιρα της γειτονιάς. Κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων και της συλλογής πληροφοριών, τι θα λέγατε ότι ήταν αυτό που σας εξέπληξε, σας χαροποίησε και ενδεχομένως σας στεναχώρησε; Πολλά με εξέπληξαν κατά τη διάρκεια συλλογής των στοιχείων. Ένα από αυτά είναι εκείνο που ανέφερα παραπάνω σχετικά με την έντονη πολιτιστική δραστηριότητα στο Δουργούτι, κυρίως επειδή αυτή ξεκίνησε σε συνθήκες πλήρους ανέχειας, πριν καν χτιστούν οι παράγκες. Και εκτίμησα πολύ το ότι, κατά τη διάρκεια αυτής της διαδρομής, πολλοί πληροφορητές μού προσέφεραν με μεγάλη ευχαρίστηση πληροφορίες για τη ζωή τους στο Δουργούτι, συμμετέχοντας έτσι στην προσπάθειά μου. Κάποιοι μάλιστα έγιναν στην πορεία πολύ καλοί μου φίλοι. Πολλές φορές έψαξα να βρω Δουργουτιώτες από τον τηλεφωνικό κατάλογο, και πράγματι βρήκα αρκετούς. Σε αυτές τις περιπτώσεις, με στενοχωρούσε κάθε φορά που ένιωθα τον συνομιλητή μου επιφυλακτικό ή ακόμη περισσότερο εχθρικό, ή όταν ακόμη μου έκλειναν απότομα το τηλέφωνο. Καταλαβαίνω την αντίδραση, αλλά παρόλα αυτά με στενοχωρούσε. Ένιωθα όμως ακόμη πιο μεγάλη απογοήτευση όταν συνειδητοποιούσα ότι δεν πρόλαβα, ότι άργησα. Γιατί δεν ήταν λίγες οι φορές που μου έλεγαν ότι μόλις πριν λίγο καιρό είχε πεθάνει ο πατέρας, η μητέρα ή η γιαγιά που τα είχε ζήσει όλα αυτά… |