Ζοζεφίνα Μαρκαριάν |
Στον Οβαννές Γαζαριάν Απρίλιος-Ιούνιος 2012 Τεύχος 73
Όταν συναντάς την Ζοζεφίνα σε κερδίζει αμέσως με το χαμόγελό της και σου δημιουργεί ένα πρωτόγνωρο αίσθημα οικειότητας σαν να την γνωρίζεις από πολλά χρόνια. Το πιστεύω της, ότι η τέχνη δεν είναι επάγγελμα αλλά τρόπος ζωής, δείχνει άνθρωπο μακριά από συμβιβασμούς και εξαρτήσεις. Όλα αυτά μαζί, συνδυασμένα με το αδιαμφισβήτητο ταλέντο που έχει φανεί από τις μέχρι τώρα δουλειές της, είναι τα εχέγγυα για μια επιτυχημένη πορεία στο χώρο της σκηνοθετικής δημιουργίας.
Η Ζοζεφίνα Μαρκαριάν γεννήθηκε το 1979 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία στη σχολή Σταυράκου και στην ΜΑFU στην Πράγα. Επίσης, σπούδασε Ιστορία της Τέχνης στη Σορβόννη. Έχει σκηνοθετήσει ταινίες μικρού μήκους μια από τις οποίες το «Ρartners» βραβεύτηκε το 2008 στο φεστιβάλ Δράμας με το πρώτο βραβείο μυθοπλασίας. Ζει μόνιμα στην Κωνσταντινούπολη. Είναι κόρη του γνωστού συγγραφέα Πέτρου Μάρκαρη.
“Η τέχνη δεν είναι επάγγελμα αλλά τρόπος ζωής”
Πώς βρέθηκες στην Κωνσταντινούπολη; Πρώτη φορά στην Κωνσταντινούπολη πήγα το 2002 μαζί την πολύ καλή μου φίλη τη Φωτεινή Σισκοπούλου η οποία τότε είχε αναλάβει ένα πρότζεκτ που θα ήταν η πρώτη ελληνο-τουρκική συμπαραγωγή κάτι το οποίο δεν έγινε τελικά επειδή οι πολιτικές συνθήκες της εποχής δεν το ευνοούσαν. Η προσπάθεια ξεκίνησε πάλι πριν από δύο χρόνια οπότε μετακόμισα μόνιμα εκεί μαζί της. Είχαμε συνεργαστεί παλαιότερα και έτσι αποφασίσαμε να κάνουμε μαζί κι αυτή τη δουλειά. Εδώ πρέπει να πω, ότι ο ρίζες της οικογένειάς μου είναι από την Κωνσταντινούπολη, ο πατέρας μου γεννήθηκε και μεγάλωσε εκεί. Πιστεύω ότι είναι εμπειρία να μένεις και να περπατάς σ’ αυτήν την πόλη, να βλέπεις παντού την κληρονομιά σου. Προσωπικά αισθάνομαι περηφάνια για ό,τι έχουμε κάνει εκεί και ως Έλληνες και ως Αρμένιοι.
Δηλαδή μιλάς και ως Ελληνίδα και ως Αρμένια; Πλέον ναι, πριν δύο χρόνια θα έλεγα ότι μιλάω μόνο ως Ελληνίδα, τώρα είμαι και τα δύο. Σ’ αυτό με βοήθησε πολύ η Κωνσταντινούπολη. Μέχρι τότε ήξερα απλά ότι έχω αρμενικές ρίζες και δεν το είχα ψάξει παραπάνω. Προέκυψε εκεί, όταν γνώρισα το σκηνοθέτη Έρικ Ναζαριάν με τον οποίο συνεργάστηκα σε μια παραγωγή, στην οποία η ταινία του «Μπολίς» είχε την ιδιαιτερότητα να είναι η πρώτη ταινία τουρκικής παραγωγής που χρησιμοποιούσε καθαρά και χωρίς περιστροφές τον όρο γενοκτονία. Η γνωριμία μου μαζί του, η βαθιά φιλία που μας ένωσε και οι συζητήσεις που είχαμε με έκανε να ανακαλύψω ότι ένα μέρος του εαυτού μου ανήκει εκεί πέρα, κάτι που πάντα υπήρχε και απλώς «κοιμόταν». Πέρσι το καλοκαίρι κατέθεσα ένα πρότζεκτ στο «Νταπ Φόρουμ» στο Ερεβάν και όταν πήγα εκεί αισθάνθηκα μια απίστευτη οικειότητα. Είπα αυτό είναι, ανήκω εδώ. Εκεί είχα την τύχη να γνωρίσω τον Ατόμ Εγκογιάν, ένα σκηνοθέτη που πάντα θαύμαζα πολύ πριν γίνει ευρύτερα γνωστός με την ταινία «Αραράτ».
Τι είναι αυτό που σε ώθησε στη σκηνοθεσία; Πήγαινα στην τρίτη τάξη του γυμνασίου και εκείνη την εποχή ο πατέρας μου έγραφε τα σενάρια για τη σειρά «Ανατομία ενός εγκλήματος». Μια μέρα με πήρε μαζί του όταν πήγε να παραδώσει ένα σενάριο, μείναμε για να δω πώς γίνονται τα γυρίσματα και αυτό ήταν, «κόλλησα». Δεν ξέρω πως έγινε, εκείνο το καλοκαίρι το πέρασα δουλεύοντας εκεί -μη φανταστείς τίποτα ιδιαίτερο, βοηθητικές δουλειές που θα μπορούσε να κάνει ένα 15χρονο κορίτσι- κι ήμουν ενθουσιασμένη. Στο λύκειο, συνδύαζα τα μαθήματα με τη δουλειά στα γυρίσματα. Στην τρίτη τάξη του λυκείου δεν μπήκα καν στη διαδικασία να δώσω εξετάσεις στις Πανελλήνιες. Είχα αποφασίσει ότι αυτό θέλω να κάνω. Μόλις τελείωσα το σχολείο είχα την τύχη να δουλέψω με τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο στο «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» όπου απέκτησα τρομερή εμπειρία, ακολούθως πήγα στη σχολή Σταυράκου και έκανα το μεταπτυχιακό μου στην ΜΑFU στην Πράγα.
Ποιοι σκηνοθέτες σε έχουν επηρεάσει στη δουλειά σου; Αν και είμαι πολύ νέα στη δουλειά για να μιλήσω για επιρροές, θεωρώ ότι η επαφή μου με τον Αγγελόπουλο ήταν καταλυτική και δεν ξέρω αν αυτό θα μου βγει αργότερα θεματικά. Μου αρέσει ο ιταλικός νεορεαλισμός, ο Αντονιόνι, ο Ντε Σίκα, ο Ροσελίνι και πιο πολύ σκηνοθέτες ανθρωποκεντρικοί όπως ο Τρυφώ, ο Παζολίνι και φυσικά ο Κισλόφσκι που είναι από τους αγαπημένους μου. Μελετώντας, επίσης, το έργο σκηνοθετών όπως ο Αϊζενστάιν και ο Παρατζάνωφ έχω μάθει πολλά και ίσως με επηρεάσουν σε μελλοντικές δουλειές. Φυσικά δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω τον Εγκογιάν που γνώρισα και προσωπικά, και τον θεωρώ από τους κορυφαίους σκηνοθέτες της εποχής μας.
Πόσο σε επηρέασε ο Πέτρος Μάρκαρης σε όλο αυτό; Όταν ένα παιδί μεγαλώνει περιτριγυρισμένο από βιβλία, ταινίες, σενάρια είναι αδύνατον να μην επηρεαστεί. Η αλήθεια είναι πως ο πατέρας μου ποτέ δεν επενέβη σε καμιά μου απόφαση. Ακόμα και όταν του είπα ότι δεν θα δώσω Πανελλήνιες, ακόμα και όταν του είπα ότι θα ασχοληθώ με τον κινηματογράφο και τη σκηνοθεσία, ακόμα και όταν του είπα ότι θα μετακομίσω στην Κωνσταντινούπολη. Πάντα μου έλεγε ότι η ζωή είναι δική μου κι εγώ θα αποφασίσω γι’ αυτήν. Ο ίδιος το μόνο που έκανε ήταν να είναι δίπλα μου πάντα, και να με στηρίζει. Το γεγονός ότι γνώρισα ανθρώπους όπως ο Αγγελόπουλος, ότι μπόρεσα να ακολουθήσω το όνειρό μου χωρίς προβλήματα, ότι δεν χρειάστηκε να δουλέψω έστω και ως βοηθός σε δουλειές που αισθανόμουν ότι δεν μου ταιριάζουν, το οφείλω σ’ αυτόν. Το ότι μπορώ να επιλέγω τις δουλειές μου και εν κατακλείδι το ότι έχω την ελευθερία μου σε ό,τι έχει σχέση με το αντικείμενό μου, το χρωστάω σ’ αυτόν εκατό τοις εκατό. Σε ανταπόδοση προσπαθώ να κάνω ό,τι μπορώ για να νιώθει περήφανος.
Γιατί Μαρκαριάν και όχι Μάρκαρη που σίγουρα με την αναγνωρισιμότητά του θα σε βοηθούσε πολύ περισσότερο στη δουλειά σου; Μα το επώνυμο της οικογένειάς μου είναι Μαρκαριάν, τον παππού μου τον έλεγαν Χοβσέπ Μαρκαριάν από τον οποίο έχω πάρει και τ’ όνομά μου. Το Μάρκαρης το υιοθέτησε ο πατέρας μου στην αρχή ως ψευδώνυμο, γιατί όταν ήρθε στην Ελλάδα και έπιασε δουλειά σε μια εταιρία δεν ήθελε να γνωρίζουν οι συνάδελφοί του ότι είναι και συγγραφέας καθώς η εποχή ήταν λίγο περίεργη, έγραφε και κάποια αριστερίστικα κείμενα οπότε για να μην έχει διάφορα σχόλια καθιερώθηκε στο συγγραφικό χώρο ως Μάρκαρης και αργότερα για πρακτικούς λόγους αναγκάστηκε να αλλάξει το επώνυμό του. Εγώ δεν είχα κανένα λόγο να το αλλάξω και έτσι διατήρησα το Μαρκαριάν. Ασυνείδητα πιστεύω ότι ήταν και μια προσπάθεια να αποκολληθώ από το αναγνωρίσιμο όπως είπες όνομα του πατέρα μου και η δουλειά μου να αξιολογηθεί βάσει της αξίας της και όχι λόγω του ονόματός μου. Με τα διαφορετικά μας επώνυμα ένα αστείο που κάνουμε οι δυο μας είναι όταν του λέω: «Άντε κάναμε γνωστό το Μάρκαρης, καιρός να κάνουμε και το Μαρκαριάν».
Που βλέπεις το σκηνοθετικό σου μέλλον, στην Τουρκία, στην Ελλάδα ή ίσως στην Αρμενία; Αυτή τη στιγμή δουλεύω στην Τουρκία. Ετοιμάζω ένα ντοκιμαντέρ για τον Δημήτρη Φραγκόπουλο, διευθυντή του Ζωγράφειου Λυκείου, μια από τις μεγαλύτερες μορφές του ελληνισμού στην Κωνσταντινούπολη. Επίσης, μαζί με μια φίλη μου, την Κούρδισσα με αρμενικές ρίζες, Ντεβρίν, ετοιμάζουμε μια ταινία που θα αναφέρεται στην οικογένειά της ξεκινώντας από τον προπάππου της, ο οποίος ήταν επιζών της γενοκτονίας του 1915 και υιοθετήθηκε από μια κουρδική οικογένεια. Γι’ αυτή μας την ταινία έχουμε πάρει επιδότηση από το A.T.C.P. (Armenian Turkish Cinema Platforms) που είναι μια πρωτοβουλία του Φεστιβάλ του Ερεβάν «Χρυσό Βερίκοκο» σε συνεργασία με το «Ανατολού Κουλτούρ» έναν πολιτιστικό οργανισμό στην Κωνσταντινούπολη και κάνουν από κοινού ένα Fund για αρμενο-τουρκικές παραγωγές δυο φορές το χρόνο στα δύο φεστιβάλ, του Ερεβάν και της Κωνσταντινούπολης. Είναι μια πολύ ωραία πρωτοβουλία που βοηθάει στη συμφιλίωση των δύο λαών. Αν προσθέσω τις ταινίες που έχω κάνει στην Ελλάδα, νομίζω ότι δραστηριοποιούμε και στις τρεις χώρες και είναι κάτι που με ευχαριστεί πολύ.
Θα έκανες μια ταινία βασισμένη σε ένα σενάριο του πατέρα σου; Όχι ακόμα, είναι μια ερώτηση που μου την κάνουν συχνά. Πιστεύω ότι έχω ανάγκη να δημιουργήσω τη δική μου γλώσσα, το δικό μου στυλ, να αισθανθώ εγώ ασφαλής μέσα σ’ αυτό, να αισθανθώ ότι και ο κόσμος θα το αναγνωρίσει και ίσως μετά να γίνει κι αυτό. Τελειώνοντας θα ήθελα να σε ρωτήσω αν έχει σκεφτεί να κάνεις μια δουλειά με θέμα καθαρά αρμενικό; Αυτό που φτιάχνουμε με την Ντεβρίν είναι κατά κάποιο τρόπο η αρχή, καθώς αναφέρεται σε έναν επιζώντα της γενοκτονίας. Για να κάνω όμως ένα έργο με μεγαλύτερη αναφορά σε αρμενικό θέμα θα ήθελα πρώτα να ψάξω αυτό το μέρος του εαυτού μου. Αυτή τη στιγμή δεν αισθάνομαι έτοιμη γιατί δεν το ξέρω ακόμα τόσο καλά. Όταν έρθει η ώρα σίγουρα ναι. Θα ήθελα πολύ να το κάνω, το οφείλω και στην οικογένειά μου και στον εαυτό μου και σ’ αυτό που τόσα χρόνια ήταν θαμμένο μέσα μου. Άλλωστε και ο πατέρας μου πολλές φορές μου λέει: «Εσύ τώρα πια είσαι Αρμένια».
|