ΑΚΙΜ ΤΑΜΙΡΟΦ Ο Αρμένιος καρατερίστας με τις χίλιες… εθνικότητες |
Του Αρμάν Μενετιάν Τεύχος: Aπρίλιος-Ιούνιος 2011
Το 1919 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντροου Γουίλσον, έστειλε στην Αρμενία μια ομάδα αμερικανών στρατιωτικών υπό την εποπτεία του στρατηγού Τζέιμς Τζ. Χάρμπορντ. Σκοπός της ήταν να διερευνήσει τους πολιτικούς, γεωγραφικούς, οικονομικούς, στρατιωτικούς και άλλους παράγοντες που θα έπρεπε να λάβουν υπ’ όψη οι ΗΠΑ σε περίπτωση που επέλεγαν να διοικήσουν προσωρινά συγκεκριμένες περιοχές της Ανατολίας και ειδικότερα τα αρμενικά εδάφη. Έπειτα από έξι εβδομάδες συνεχών ερευνών, συναντήσεων και συζητήσεων με τον τοπικό πληθυσμό, ο Χάρμπορντ έστειλε μια αναφορά με όλα τα συμπεράσματά του. Επιστρέφοντας όμως στην Αμερική έφερε μαζί με τις αποσκευές του και κάτι ακόμα… μια ταινία 15 λεπτών, τραβηγμένη από την Ραδιοτηλεοπτική Υπηρεσία του αμερικανικού στρατού, η οποία περιείχε κινούμενες εικόνες των αρμένιων ηγετών της εποχής εκείνης. Κάπως έτσι, με μια ταινία τόσο μικρής διάρκειας (η πρώτη «made in USA» ταινία με αρμενικό στοιχείο) έμελλε να ξεκινήσει μια αναμφισβήτητα μακρά πορεία στενής σχέσης μεταξύ των Αρμενίων και του αμερικανικού κινηματογράφου. Μέσα στις επόμενες δεκαετίες, θα περνούσαν μέσα από τις αμερικανικές κινηματογραφικές αίθουσες (και πίσω από τις κάμερες φυσικά), πέραν από τις ταινίες αρμενικού ενδιαφέροντος, ένας διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός αρμενίων ηθοποιών, σκηνοθετών, σεναριογράφων, επιμελητών ταινιών και τεχνικών οι οποίοι διέδωσαν, ο καθένας με τον τρόπο του, το αρμενικό στοιχείο στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ο Ρουπέν Μαμουλιάν, ο Αράμ Αβακιάν, ακόμα και ο Ουίλιαμ Σαρογιάν (ως σεναριογράφος) ήταν και είναι μερικά από τα δημοφιλή πρόσωπα της Αρμενο-Αμερικανικής μεγάλης οθόνης. Όμως ανάμεσα στους πολλούς «ιαν» που αφίχθησαν στην αμερικανική ήπειρο, υπήρξε και ένας νεαρός του οποίου το όνομα θα έλεγε κανείς πως μόνο αρμενικό δεν είναι και ο οποίος θα καταλάμβανε δίκαια μέσα σε λίγες δεκαετίες μια τιμητική θέση στο πάνθεον των μεγάλων ηθοποιών του Χόλυγουντ.
Ένας Αρμένης στο Μπρόντγουεϊ Ο Ακίμ Ταμίροφ πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του σε αμερικανικό έδαφος το 1923 σε ηλικία 24 ετών. Γεννημένος στην Τιφλίδα, είχε διπλή καταγωγή - αρμενική και ρωσική. Ως ηθοποιός ξεκίνησε την πορεία του με την ένταξή του στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, όπου μαθήτευσε υπό τη διδασκαλία του Στανισλάβσκι, ενός εκ των ιδρυτών του πασίγνωστου αυτού θεάτρου. Το θέατρο αυτό είχε από παλιά στις τάξεις του αρκετούς Αρμενίους, οι οποίοι έβαλαν και αυτοί το λιθαράκι τους στην καθιέρωσή του ως ένα από τα πιο πρωτοπόρα της υφηλίου. Αφού αποφοίτησε επιτυχώς, περιόδευσε για ένα διάστημα με ένα θίασο παρουσιάζοντας αξιόλογα έργα μεγάλων ρώσων συγγραφέων όπως ο Τολστόι, ο Τσέχοβ και ο Γκόρκι. Λίγο αργότερα, το 1923, ο θίασος αποφάσισε να δώσει μερικές παραστάσεις στη Νέα Υόρκη κι έτσι ο Ταμίροφ κίνησε για τα ξένα, μη έχοντας την παραμικρή ιδέα για τη σπουδαία καριέρα που του επιφύλασσε το μέλλον. Φέρνοντας μαζί του τις νέες μοσχοβίτικες θεατρικές μεθόδους που είχε αναπτύξει ο Στανισλάβσκι και…τη βαριά ρωσική προφορά του, η οποία θα γινόταν μετά από λίγα χρόνια το σήμα κατατεθέν του, κατάφερε να γοητεύσει το φιλοθεάμον αμερικανικό, και όχι μόνο, κοινό του κινηματογράφου. Όταν ο Ταμίροφ αποφάσισε να ρισκάρει, να μην επιστρέψει στη Σοβιετική Ρωσία και αντ’ αυτού να εργαστεί στο Μπρόντγουεϊ, αναγκάστηκε να κάνει διάφορες δουλειές μέσα στο θέατρο του Νικήτα Μπαλιέφ. Παρ’ όλα αυτά κατάφερε να εμφανιστεί επί σκηνής σε μερικές παραστάσεις του Theatre Guild. Ύστερα από δέκα χρόνια όμως, όταν διέσχισε όλη την Αμερική για να φτάσει στην Καλιφόρνια και το Χόλυγουντ, ήρθε αντιμέτωπος με ένα πελώριο εμπόδιο που υψωνόταν μπροστά του. Σε μια εποχή που είχε μόλις αφήσει πίσω της το βουβό κινηματογράφο, οι παραγωγοί είχαν ανάγκη από ηθοποιούς με ευχέρεια λόγου και καθαρή προφορά, κάτι που δεν ίσχυε στην περίπτωση του Ταμίροφ. Δίχως όμως να πτοηθεί, μετέτρεψε το φαινομενικά σοβαρό μειονέκτημα της δυσκολίας του να μιλήσει καθαρά αγγλικά σε προτέρημα. Σε ένα μεγάλο αριθμό ταινιών όπου συμμετείχε, παρίστανε όλες τις εθνικότητες πλην της αμερικανικής, από Ισπανούς, Μεξικάνους, Ρώσους μέχρι και Ιταλούς. Κάποιοι μάλιστα πήγαν ένα βήμα παραπέρα, λέγοντας πως του έδιναν τους ρόλους των κακοποιών, των ληστών ή των χωριατών διότι ταίριαζαν στο μαυριδερό και κάπως θυμωμένο πρόσωπό του. Όλα αυτά όμως, δεν ήταν αρκετά για να τον καθιερώσουν ως έναν μεγάλο ηθοποιό στον κόσμο του κινηματογράφου. Ανεξαρτήτως του παρουσιαστικού και της προφοράς του, ο Ταμίροφ έτυχε με-γάλης αναγνώρισης για τον απλούστατο λόγω ότι ήταν ένα φυσικό ταλέντο. Τα πράγματα γίνονταν ακόμα πιο απλά όταν καλούταν να παίξει έναν οποιοδήποτε ρόλο. Είτε ως γάλλος κοσμηματοπώλης (Now and Forever, 1934), είτε ως ισπανός αντάρτης (For Whom the Bell Tolls, 1943), είτε ως τούρκος (μεθυσμένος) μάγειρας (Topkapi, 1964) είτε ως οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε κανείς να φανταστεί, ο Ταμίροφ άφηνε στους χαρακτήρες του το προσωπικό του στίγμα, δίνοντάς τους μια ιδιαίτερη ζωντάνια η οποία θα μπορούσε να έχει τις ρίζες της μόνο στην Ανατολή! Είναι πράγματι άξιο αναφοράς, το ότι από το 1932 (που έκανε το ντεμπούτο του στο Okay, America! σε έναν ασήμαντο ρόλο) έως το 1936 , ο Ταμίροφ είχε ήδη παίξει σε 40 ταινίες! Αν και στις περισσότερες ταινίες που συμμετείχε μέχρι το 1934 το όνομά του δεν αναφερόταν στους τίτλους, κατάφερε να ξεχωρίσει σε αρκετές από αυτές. Μια σημαντική περίπτωση ήταν η συμμετοχή του στην ταινία Queen Christina όπου μοιράστηκε το μεγαλείο της μεγάλης οθόνης με τον Τζον Γκίλμπερτ και τη θρυλική Γκρέ-τα Γκάρμπο - την οποία μάλιστα σκηνοθέτησε ο ομοεθνής Ρουπέν Μαμουλιάν. Και ήταν μόνο η αρχή…
Μια ανάσα από τα Όσκαρ Ο Ταμίροφ κατά τη διάρκεια της καριέρας του θα συνεργαζόταν με διακεκριμένους σκηνοθέτες όπως ο Έρνστ Λούμπιτς, ο Ρίτσαρντ Μπολεσλάβσκι και ο Κλάρενς Μπράουν, ενώ θα διέπρεπε μαζί με ηθοποιούς όπως ο Άντονι Κουίν, ο Χένρι Φόντα, η Kατρίν Χέρμπορν, η Άννα Μέι Γουονγκ. Το 1936 ήταν το έτος που πλησίασε για πρώτη φορά το όνειρο της κορυφαίας επιβράβευσης της Αμερικανικής Ακαδημίας του Κινηματογράφου. Στο ρόλο του κινέζου στρατηγού Γιανγκ στην ταινία The General Died at Dawn, ο Ταμίροφ για πρώτη φορά προτάθηκε για το βραβείο Όσκαρ, για την τότε νέα κατηγορία του Β’ Καλύτερου Ανδρικού Ρόλου. Το βραβείο όμως τελικά πήγε σε έναν άλλο μεγάλο ηθοποιό, τον Γουόλτερ Μπρέναν, για την καταπληκτική του ερμηνεία στην ταινία Come and Get It. Ο Αρμένιος με τη βαριά ρωσική προφορά, αργά και σταδιακά καθιερωνόταν ως επιτυχημένος ηθοποιός, έχοντας αναπτύξει ένα ιδιαίτερο στυλ ερμηνείας, το οποίο θα ζήλευαν πολλοί συνάδελφοί του και θα επιζητούσαν ακόμη περισσότεροι σκηνοθέτες. Αν και τις περισσότερες φορές έπαιρνε το δεύτερο-υποστηρικτικό ρόλο μιας ταινίας (κάτι στο οποίο θεωρούταν αυθεντία), έπαιξε επίσης και πρωταγωνιστικούς ρόλους: Στο The Great Gambini (1937) του Charles Vidor, ύστερα το 1938 στις ταινίες Dangerous to Know, Ride a Crooked Mile και The Buccaneer, ενώ έφτασε στο σημείο να έχει αναλάβει το 1939 τους πρωταγωνιστικούς ρόλους τριών (!) ταινιών:King of Chinatown, Disputed Passage και The Magnificent Fraud. Ήταν επομένως αναμενόμενο πως τα μέλη της κριτικής επιτροπής των Όσκαρ θα του ξαναχτυπούσαν την πόρτα. Έτσι κι έγινε. Το 1943 ήταν για ακόμη μια φορά υποψήφιος για το Όσκαρ του Β’ Καλύτερου Ανδρικού Ρόλου για την εξαιρετική του ερμηνεία στο For Whom the Bell Tolls, μυθιστόρημα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ μεταφερμένο στη μεγάλη οθόνη από τον σκηνοθέτη Σαμ Γουντ. Αν και προηγουμένως είχε παραλάβει το βραβείο Golden Globe για το ίδιο αυτό ακριβώς έργο, το βραβείο θα κατέληγε τελικά σε έναν άλλο ηθοποιό, τον Τσάρλς Κόμπουρν για την ταινία The More the Merrier. Επόμενη στάση το 1949. Το έτος αυτό οι μαγικές ικανότητες του Ακίμ Ταμίροφ συνάντησαν τη… Μαύρη Μαγεία (Black Magic), μια ταινία στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Όρσον Ουέλς και στην οποία ο Ταμίροφ είχε πάρει το ρόλο ενός τσιγγάνου. Η συνάντηση των δύο ηθοποιών έμελλε να γράψει ιστορία. Ταμίροφ και Ουέλς θα συνεργάζονταν για πολλά χρόνια σε ταινίες που έγραφε και σκηνοθετούσε ο ίδιος ο Ουέλς.
Ουέλς και Ταμίροφ Μια από αυτές ήταν η σχετική με τη Ρωσία ταινία Mr. Arkadin (1955) στην οποία ο Ουέλς θεωρούσε πως ο Ταμίροφ μεγαλούργησε με τις ερμηνευτικές του ικανότητες όσο ποτέ άλλοτε. Αναμενόμενο ήταν, επίσης, που του δόθηκαν ρόλοι για αρκετές ταινίες ρωσικού ενδιαφέροντος, αμερικανικής παραγωγής, όπως στις ταινίες The Scarlet Princess (1934), The Soldier and the Lady (1937) και στην Anastasia (1956) η οποία και κέρδισε το βραβείο Όσκαρ. Όποιος έχει διαβάσει τον Δον Κιχώτη, εύκολα πιθανόν θα μπορούσε να φανταστεί τον πιστό του υπηρέτη Σάντσο Πάντσα ως έναν κοντούλη και χοντρούλη συμπαθητικό ανθρωπάκο. Την ίδια χρόνια που το Mr. Arkadin προβαλλόταν στις κινηματογραφικές αίθουσες, ο Ταμίροφ μάλλον δίκαια, θα μπορούσαμε να πούμε χαριτολογώντας, ανέλαβε αυτόν ακριβώς το ρόλο του Σάντσο Πάντσα! Ήταν η ταινία Don Quixote που ετοίμαζε ο Ουέλς και η οποία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ λόγω οικονομικών δυσκολιών. Οι δυο τους θα συνεργάζονταν λίγα χρόνια αργότερα, το 1958, στην ταινία Touch of Evil, η οποία έχει συνδεθεί με το όνομα του Ταμίροφ λόγω της εξαιρετικής, και για πολλούς καλύτερης ερμηνείας του. Είναι βέβαια δύσκολο να επιλέξουμε την καλύτερη στιγμή του Ταμίροφ, την καλύτερη ατάκα του ή την καλύτερη σκηνή του. Ως πολυτάλαντος ηθοποιός, έδινε ρεσιτάλ είτε έπαιζε μια εύθυμη κωμωδία είτε ένα σοβαρό δράμα. Και το πιο αξιοθαύμαστο! άλλαζε χαρακτήρες και προσαρμοζόταν από ρόλο σε ρόλο με περίσσια ευκολία, ακόμα κι αν επρόκειτο να κάνει στιγμιαίες αλλαγές στην ίδια ακριβώς σκηνή. Αξίζει να μνημονεύσουμε εδώ και τη συμμετοχή του Ταμίροφ σε μια χολιγουντιανή ταινία αρμενικού ενδιαφέροντος (The Last Outpost, 1934). Αν και υπήρχαν διάφοροι «αρμενικοί» ρόλοι τους οποίους θα μπορούσε να είχε πάρει στο εν λόγω έργο, ο σκηνοθέτης είχε διαφορετική άποψη. Ο Ταμίροφ μετενσάρκωσε το χαρακτήρα του Ρώσου Μίροφ.
Η Ευρωπαϊκή πορεία Θα ήταν όμως, το λιγότερο άδικο, αν δεν αναφέραμε το πέρασμά του και από τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο στον οποίο πρόσφερε τις υπηρεσίες του κυρίως στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και τη δεκαετία του 1960, παίζοντας μαζί με ηθοποιούς όπως η Κλαούντια Καρ-ντινάλε, ο Νίνο Μανφρέντι, ο Ζαν-Πολ Μπελμοντό, η Τζεραλντίν Τσάπλιν, ο Μαξιμίλιαν Σελ, η Λίλα Κέντροβα και ο Αλέν Ντελόν. Ο ρόλος του στην ταινία Alphaville (1965) παραμένει μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της ευρωπαϊκής του πορείας. Ηθοποιός του θεατρικό σανιδιού πέραν της οθόνης, ο Ταμίροφ επέστρεψε το 1959 για μια τελευταία φορά στο Μπρόντγουεϊ για να παίξει το ρόλο ενός Γιαπωνέζου, στο έργο Rashomon του Akutagawa Ryunosuke για να επιβεβαιώσει για ακόμη μια φορά το ταλέντο του στην πιστή απεικόνιση οποιουδήποτε ρόλου του εμπιστεύονταν. Τα επόμενα χρόνια θα τον έβρισκαν απασχολημένο σε πολλά διαφορετικά έργα, ενώ για κάποιο διάστημα δούλεψε και στον ιταλικό κινηματογράφο. Η τελευταία του πινελιά στον καμβά της κινηματογραφικής του καριέρας ήταν ο ρόλος του ως ο επιθεωρητής Μεχνταλούν στη γαλλική ταινία Moto Shel Yehudi (1970), βασισμένη στο σενάριο του Συριο-Αρμένιου Βαχέ Χατσαντου-ριάν. Ο Ταμίροφ άφησε την τελευταία του πνοή στις 17 Σεπτεμβρίου του 1972 στο Παλμ Σπρίνγκς στην Καλιφόρνια. Μαζί με τον άντρα, απεβίωσε και ο μεγάλος ηθοποιός που κατάφερε να δώσει ζωή και πνεύμα σε όλους τους ρόλους που ανέλαβε, μικρούς ή μεγάλους, σημαντικούς ή ασήμαντους. Δεν είχε σημασία πόσο μεγάλη ήταν η πρόκληση, αλλά ποιος την αντιμετώπιζε. Αλλά εφόσον ήταν ο Ταμίροφ, τότε οι θεατές θα μπορούσαν πλέον ήσυχοι, να καθίσουν αναπαυτικά στις θέσεις τους και να απολαύσουν την παράσταση.
|