Οι Αρμένιοι στη Κέρκυρα |
Μια παρουσία 5 αιώνων
Αζνίβ Γεραμιάν Αρμενικά Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2000 Τευχος 16 Πριν αρκετά χρόνια, ξεφυλλίζοντας τα αρχεία του πατέρα μου βρήκα ένα ετήσιο ημερολόγιο του 1924, τυπωμένο στη Γαλλία από τον Τεοτίκ, ο οποίος καταγόταν από την Πόλη και ήταν μέλος της αρμενικής διανόησης της εποχής. Αναφέρεται στα πεπραγμένα των ετών 1922-1923, στα δύσκολα χρόνια της προσφυγιάς των Αρμενίων ανά τον κόσμο, μετά την Μικρασιατική καταστροφή, εποχή κατά την οποία δημιουργούνται οι μεγάλες αρμενικές κοινότητες σε Ευρώπη και Αμερική. Εκτενής αναφορά γίνεται για τον αρμενισμό της Κέρκυρας. Μεγάλος αριθμός προσφύγων εγκαταστάθηκε στο νησί, μαζί με πολλά ορφανοτροφεία, καθώς και δασκάλους και λόγιους της εποχής. Αυτοί οι άνθρωποι το 1923 περιόδευσαν το νησί, συνέλεξαν και κατέγραψαν την ιστορία των Αρμενίων από το 1550 μέχρι τη δεκαετία του 1920.
Ένα ξεχασμένο αρμενικό χωριό 32 χιλ. βόρεια της πόλης της Κέρκυραςβρίσκεται το χωριό Αρμενάδες. Η ετοιμολογία της λέξης μας κίνησε έντονο ενδιαφέρον και μας ώθησε να μάθουμε εάν οι κάτοικοί του είχαν όντως αρμενική καταγωγή (αναφέρεται στο βιβλίο του Τεοτίκ). Έτσι, προχωρημένο φθινόπωρο, μια ομάδα δασκάλων από την παροικία μας επισκέφθηκε το χωριό. Μας πληροφόρησαν ότι η παλαιά αρμενική παροικία ζούσε λίγο μακρύτερα, στο εξίσου παλιό χωριό, Pαχτάδες. Σε αυτό συναντήσαμε το δάσκαλο του χωριού κ. Σ. Κουρτελέση, ο οποίος μας ξενάγησε και μας έδωσε πολύτιμες πληροφορίες. Οι μνήμες του προέρχονταν από μια παλιά εφημερίδα που κυκλοφόρησε και το σχετικό άρθρο το υπέγραφε ο κ. Δημήτρης Κολάσης. «Το 1550, εξαιτίας της τουρανικής θηριωδίας, οι Αρμένιοι μαζί με άλλους χριστιανικούς πληθυσμούς αποβιβάζονται στις ακτές της Κέρκυρας. Οι πλούσιοι Κερκυραίοι τους στέλνουν κατά ομάδες στους ελαιώνες τους για να δουλέψουν. Μετά από κάποιο διάστημα όλοι αυτοί οι πρόσφυγες έστησαν τα νοικοκυριά τους στα μέρη που βρέθηκαν και σιγά-σιγά οργανώθηκαν σε χωριά και τα ονό-μασαν με τα ονόματα των τόπων καταγωγής τους: Αρκαδάδες (Αρκάδες), Λιαπάδες (Ηπειρώτες), Δουκάδες και Σκριπερό (Αλβανοί), Σφακερά (Κρήτες) κ.ά.. Οι Αρμένιοι αρχικά ίδρυσαν το χωριό Αρμενάδες. Όταν κάποια στιγμή βρέθηκαν σταυροφόροι σε αυτά τα μέρη, παρέμειναν στα υψώματα των Ραχτάδων, προσέλαβαν τους Αρμενίους των Αρμενάδων ως μισθοφόρους. Μετά την αποχώρηση των Σταυροφόρων, οι Αρμένιοι εγκαταστάθηκαν στα σπίτια τους στους Ραχτάδες. Σ΄ αυτή την απομακρυσμένη γωνιά της Κέρκυρας ζούσαν εδώ και 5 αιώνες Αρμένιοι και ήμασταν οι πρώτοι που επισκεφθήκαμε τον αφομοιωμένο σήμερα, αρμενικό πληθυσμό. Με αμοιβαία συγκίνηση κοιταχτήκαμε στα μάτια. Όλοι, στα πλαίσια των μακρινών πατριωτικών και εθνικών τους καταβολών, κατέκτησαν μια θέση στην καρδιά μας. Μια ομάδα γυναικών, όρθιες αφού μας άκουσαν με μεγάλη συγκίνηση και προσοχή να τραγουδάμε τον εθνικό μας ύμνο, μας φιλοξένησαν στρώνοντας τραπέζι με καρπούς των αμπελιών τους και εδέσματα των νοικοκυριών τους. Τα πατριωτικά αισθήματα ήταν διάχυτα, όλοι οι κάτοικοι με υπερηφάνεια ομολογούσαν την αρμενική τους καταγωγή. Το μόνο λυπηρό ήταν, που με την πάροδο του χρόνου είχαν χάσει τη μητρική τους γλώσσα... Το χωριό των Ραχτάδων βρίσκεται ακριβώς απέναντι από τον Παντοκράτορα, στη δυτική πλευρά του νησιού, μια ώρα μακριά από τη θάλασσα πάνω σε ένα πανέμορφο βράχο, από τον οποίο έχει πάρει και το όνομά του, που σημαίνει «ψηλή φωλιά». Έχει 550 κατοίκους από τους οποίους οι 350 είναι Αρμένιοι, ενώ οι υπόλοιποι έχουν μετοικίσει από τα διπλανά χωριά. Τελευταία γίνονται γάμοι και από πιο μακρινά χωριά. Οι κοπέλες μετά τα 25 παντρεύονται και ακολουθούν τους συζύγους τους στις αγροτικές ασχολίες, κυρίως αμπελοκαλλιέργειες, ελαιοκαλλιέργειες και κτηνοτροφία. Έχουν και μία ολοκαίνουργια εκκλησία αφιερωμένη στην Αγ. Βαρβάρα. Η παλαιά, που χρονολογείται πριν από κάποιους αιώνες, κάηκε από κεραυνό μαζί με τα βιβλία και τα αρχεία της κοινότητας που ήταν ό,τι πιο πολύτιμο για εμάς. Το κηπάκι δίπλα στην εκκλησία είναι το νεκροταφείο του χωριού, με μερικές δεκάδες ξύλινους σταυρούς. Η αυλή της παλιάς εκκλησίας χρησίμευσε σαν σχολείο του χωριού». Ο πάτερ Παναγιώτης, του οποίου η φυσιογνωμία μας θυμίζει χαρακτηριστικά Αρμένιου από το Μους, μας είπε, ότι ο προηγούμενος ιερέας πέθανε το 1912 και ήταν αδελφός του Δαμιανού, του αρμένιου δασκάλου του χωριού. Συναντήσαμε, επίσης, τον αρχιψάλτη, ο οποίος ονομαζόταν Αλέξης Αρμένης. Ήταν μια χούφτα Αρμένιοι που είχαν από πολύ καιρό ξεχάσει τη μητρική τους γλώσσα, ζούσαν μια ήρεμη ζωή, άλλοι κτίστες, οι περισσότεροι αγρότες. Αυτοί οι απλοί άνθρωποι φύλαγαν σαν κόρη οφθαλμού κάτι πολύ σπουδαίο, τη «φωνή του έθνους» την καταγωγή τους. Μας διηγούνται: «Το όνομα Αρμένης, που είναι το κυρίαρχο επίθετο σ΄ αυτά τα δύο χωριά, είναι δημιούργημα των κατοίκων τους. Βλέποντας να αλλοιώνεται το εθνικό τους στοιχείο, έθεσαν όρο στις κοπέλες, ότι εάν παντρευτούν με αλλοεθνή, να κληροδοτήσουν στα παιδιά τους σαν δεύτερο επίθετο το «Αρμένης», εάν δεν το κάνουν θα αποκληρωθούν από την οικογένειά τους. Οι κοπέλες σεβάσθηκαν και διατήρησαν την κορυφαία εντολή. Έτσι, γόνος της γνωστής κερκυραϊκής οικογένειας των Βραΐλα νυμφεύεται Αρμένια, η οποία δίνει το όνομα «Αρμένης» στα παιδιά της, στον Ιωάννη Βραΐλα Αρμένη και τον Πέτρο Βραΐλα Αρμένη. Ο πρώτος γιατρός και συγγραφέας, ο δε δεύτερος προσωπικότητα διεθνούς φήμης στον οποίο αξίζει να αναφερθούμε. Είναι απόφοιτος της φυσικής σχολής των Παρισίων, σπούδασε φιλοσοφία στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο της Κέρκυρας. Διατέλεσε πρέσβης της Ελλάδος στο Παρίσι, στην Αγ. Πετρούπολη και στο Λονδίνο, όπου και πέθανε. Η σορός του μεταφέρθηκε στη γενέτειρά του και θάφτηκε σ΄ έναν επιβλητικό τάφο στο νεκροταφείο Κέρκυρας. Για να εξιχνιάσουμε τα απομεινάρια μιας παλιάς, ναυαγισμένης κοινότητας, περιπλανηθήκαμε και σε άλλα μέρη. Τριάμισι χιλιόμετρα από την πόλη, στο χωριό Ποταμός μέσα στον ελαιώνα και πάνω σε ένα λόφο, βρίσκεται ένα αρμενικό παρεκκλήσι ο Αγ. Νικόλαος. Σήμερα ανήκει σε δύο οικογένειες που φέρουν το όνομα «Αρμένης», είναι οι μοναδικοί που υπάρχουν από μια παροικία που είχε δημιουργηθεί εκεί παλιά. Στο χωριό Γαστούρι συναντήσαμε τον Σωκράτη Αρμένη, επίτροπο στην εκκλησία, ο οποίος με υπερηφάνεια μας ομολόγησε την αρμενική του καταγωγή. Σε κάθε γωνιά του νησιού βρήκαμε πολλούς οι οποίοι είχαν παραμείνει Αρμένιοι μόνο στο επίθετο. Όλοι τους μαζί με τη μητρική τους γλώσσα, είχαν χάσει τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμά τους.
Η αρμενική παροικία στην πόλη της Κέρκυρας Ο πυρήνας της νέας αρμενικής παροικίας στην πόλη, είχε δημιουργηθεί πριν από 16 χρόνια από τους αδελφούς Μαρκοσιάν και τον Μπογός Τζαρουκιάν από το Κεμάχ. Στο κεντρικότερο σημείο της πόλης είχαν εργαστήριο καφέ και υπήρξαν το στήριγμα των συμπατριωτών τους προσφύγων, οι οποίοι κατέφθασαν τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο 1922, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Υπολογίζονται περίπου 3.000 άτομα, κατά τα 2/3 γυναικόπαιδα, χωρίς να λογαριάσουμε τον αριθμό των ορφανών. Προέρχονταν κυρίως από τις πόλεις Ακσέρ, Κόνια και Καισαρεία. Ο αριθμός των χριστιανών εξόριστων, οι οποίοι έφθασαν στην Κέρκυρα από την τουρκική ενδοχώρα και τον Πόντο, αρχικά ήταν 22.000. Παρέμειναν περίπου 17.000, ενώ 5.000 έφυγαν για τη Θεσσαλία, ανάμεσά τους και 400 Αρμένιοι. Οι αρχές παρεχώρησαν ανά οικογένεια 20-40 τ.μ. γης για να ασχοληθούν με τη γεωργία. Οι δικοί μας ήταν σκορπισμένοι στις συνοικίες της πόλης, στο χωριό Ποταμό, κάποιες οικογένειες σε μακρυνά χωριά όπως οι Συναράδες, ήταν έτοιμοι για όλες τις βαριές εργασίες όμως αντιμετώπισαν την αδιαφορία και την άρνηση των ντόπιων για οποιαδήποτε εργασία. Αρκετοί έχασαν τη ζωή τους από τις κακουχίες και την ταλαιπωρία. Πάντως θα μας μείνει αξέχαστη η περίθαλψη και η φιλοξενία την οποία επέδειξε στα δύο έθνη, χωρίς καμία διάκριση, ο δήμαρχος Ν. Φαρμάκης.
Φιλανθρωπικά ιδρύματα Ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός με ε-πικεφαλής τον Δρ. Γκοντέφρεϊγ, υπήρξε ο πρώτος αρωγός των αρμενίων προσφύγων. Mε τη βοήθειά του μοιράστηκαν τρόφιμα και φάρμακα. Στο τέλος του καλοκαιριού του1924, ο Δρ. Γκοντέφρειγ μεταβίβασε τις δραστηριότητές του στα τοπικά φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Η αγγλική Φιλική Εταιρεία Διευθύντριά της η δις Μπέρτζες, μια νε-αρή δραστήρια Αγγλίδα με φιλανθρωπική δράση στην Κωνσταντινούπολη, φίλη των Αρμενίων. Το 1922 έφυγε μαζί με είκοσι νεαρές Αρμένιες, σπουδάστριες οικοτεχνίας του Μίτσεν Χάουζ της Πόλης, τις εγκατέστησε σε μία βίλα στο χωριό Αλεπού της Κέρκυρας όπου, υπό τη διεύθυνση της δις Κριστίν, συνέχισαν τις σπουδές τους, ενώ παράλληλα συμμετείχαν στη φιλανθρωπική δράση του ιδρύματος. Το Μίτσεν Χάουζ εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Γαρίτσας. Εκεί, τις Κυριακές, κήρυττε ο πάστορας Οβανές Τζετζιζιάν και η δις Μπέρτζες της οποίας η ομιλία για τη συνθήκη της Λωζάνης προκάλεσε μεγάλη αίσθηση. Παράλληλα με τα φιλανθρωπικά ιδρύματα λειτουργούσαν στο νησί και αρκετά ορφανοτροφεία αρρένων και θηλέων υπό αγγλική και αμερικάνική διεύθυνση, τα οποία κυριολεκτικά έσωσαν τα Αρμενόπαιδα από τη θηριωδία. Στα ορφανοτροφεία αυτά δίδαξαν μεγάλοι δάσκαλοι και λόγιοι που επέζησαν της καταστροφής, δίνοντας μόρφωση υψηλού επιπέδου για την εποχή, καλλιεργώντας το πατριωτικό φρόνημα και δίνοντάς τους εφόδια για τη ζωή.
Lord Major’s foundation Μετέφεραν 750 ορφανά αγόρια και κορίτσια υπό την προεδρία του Δρ. Κένεντυ. Στο ορφανοτροφείο αρρένων διευθυντής είναι ο Σερ Ρόμπερτ Κρέβσι, ενώ παιδαγωγός του σχολείου ο λόγιος και μουσικολόγος, Κεβόρκ Γκαρβαρέντς, που διετέλεσε διευθυντής για οκτώ μήνες και τον διαδέχτηκε ο καθηγητής Σ. Χατσαντουριάν. Τα κορίτσια φοιτούν στο σχολείο υπό τη διεύθυνση της κας Φένζι και διδάσκονται από την κα Ντιρατσιάν. Παράλληλα ο Μ. Φρεντ ίδρυσε τεχνικές σχολές στα πρότυπα των αμερικανικών τεχνικών σχολών υποδηματοποιών, ραπτών, επιπλοποιών όπου διδάσκονται και δουλεύουν τα ορφανά. Ο πρόεδρος αυτής της οργάνωσης διέθεσε στη διάρκεια του χειμώνα, τρόφιμα και ρουχισμό αξίας 500 στερλινών σ΄ αυτούς που είχαν ανάγκη.
Fabre boys home Είναι το μικρό ορφανοτροφείο από το Σκούταρι με 16 ορφανά, που όπως και τα άλλα ιδρύματα απομακρύνθηκε αθόρυβα από την Κωνσταντινούπολη όταν ξέσπασαν εκεί οι πολιτικές ταραχές. Επικεφαλής η κα Νοεμί και ο διευθυντής του σχολείου Αγκόπ Αλοτζιάν. Αυτή η φιλαρμένια και αρμενομαθής Αγγλίδα εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα και παράλληλα με τη φροντίδα των ορφανών, επί οκτώ μήνες συνεχώς έφτιαχνε σούπα και τη μοίραζε στις προσφυγικές οικογένειες που ήταν σκορπισμένες από το Μαντούκι μέχρι τη Βίλλα Γιάννη. Ο Ιανουάριος του 1923 είναι η δυσκολότερη περίοδος για τα ορφανά της στην Κέρκυρα, οπότε και η κα Νοεμί υιοθέτησε σχεδόν όλα τα ορφανά. Κατά τον Αύγουστο, όταν και έφυγε για την Ευρώπη, σταμάτησε τις δραστηριότητές της.
Εργοστάσιο ταπητουργίας Εκτός από την περίθαλψη και τη μόρφω-ση των ορφανών Αρμενοπαίδων, οι διεθνείς οργανώσεις φρόντισαν στο μέτρο του δυνατού και για την εργασιακή αποκατάσταση των προσφύγων. Έτσι ιδρύεται ένα καινούργιο εργοστάσιο ταπητουργίας στην περιοχή του Μαντουκιού που κόστισε 4.000 στερλίνες. Το ίδρυσαν ο πρόξενος της αγγλικής πρεσβείας στην Κέρκυρα ο Τζ. Γκρέιβς και ο Μάρκος Κεσισιάν ένας γνωστός φαρμακοποιός από το αμερικανικό πανεπιστήμιο της Βηρυτού, ο οποίος ήταν και ο εμπνευστής της επιχείρησης, μαζί με το δραστήριο διευθυντή του εργοστασίου Μ. Φρέντυ. Ασχολούνται 300 Αρμένιες με 7-8 δρχ. μεροκάματο και τα προϊόντα που παράγουν εξάγονται στην Αμερική και τον Καναδά. Την επιμέλεια των σχεδίων των υπέροχων ανατολίτικων χαλιών, εμπνευσμένα από την αρμενική μικρογραφία, είχε ο ζωγράφος Αρμενάκ Τερ Αγκοπιάν.
Αρμενική Κοινοτική Επιτροπή Φυσικά δίπλα σε όλες αυτές τις οργανώσεις δεν ήταν δυνατόν να μην υπάρχει ο αρμενικός φορέας της κοινότητας, η οποία, μετά την έλευση των προσφύγων ήταν σημαντική σε αριθμό. Μεγάλο μέρος της αρμενικής διανόησης είχε βρεθεί στην Κέρκυρα. Το Φεβρουάριο του 1923, με πρωτοβουλία των Δρ. Νερσές Σανταλτζιάν, Αντρανίκ Κεοσελτζιάν και Αρντασές Ατταριάν, συστάθηκε μια επιτροπή με σκοπό να διευκολύνει τις διατυπώσεις των προσφύγων με τις αρχές και να συντονίσει τη διανομή της βοήθειας που έφθανε από το κέντρο. Αυτή η επιτροπή αργότερα οργανώθηκε σε κοινοτικό συμβούλιο με πρόεδρο τον Γκαρνίκ Μομτζιάν, ταμία τον Μπογός Τζαρουκιάν και γραμματέα τον Κεβόρκ Γκαρβαρέντς. Με πρωτοβουλία της ηγεσίας της κερκυραϊκής παροικίας, διοργανώθηκε στις 11 Απριλίου 1924, στην εκκλησία των Αγ. Ταξιαρχών, εκδήλωση μνήμης για τη Γενοκτονία του 1915 με συμμετοχή πλήθους κόσμου, τοπικών φορέων και εκπροσώπων ξένων κρατών. Κεντρικός ομιλητής ήταν ο αρμένιος πάστορας Ο. Τζετζιζιάν και ο διανοούμενος ποιητής Βαχάν Τεκεγιάν. Με στεφάνια και μεγάλα κεριά είχε στηθεί ένας συμβολικός τάφος των θυμάτων, ενώ η φιλαρμονική της Κέρκυρας περιοδικά παιάνιζε πένθιμα εμβατήρια και συμμετείχε η χορωδία των ορφανοτροφείων. Μέχρι τη Μεγάλη Εβδομάδα η παροικία της Κέρκυρας στερήθηκε εκκλησιαστικού ποιμένα. Τα μέλη της τελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα στις ελληνικές εκκλησίες, υπήρχαν δε περιπτώσεις που έθαβαν τους πρόσφυγες χωρίς καμία θρησκευτική τελετή. Ο τότε Μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών Αθηναγόρας, διέθεσε στους Αρμενίους την εκκλησία της Υπαπαντής, στην οποία την ημέρα της Ανάστασης, τελέστηκε για πρώτη φορά η θεία λειτουργία στην αρμενική γλώσσα από τον πατέρα Καρεκίν Χατσαντουριάν - επιζήσας και αυτός της Μικρασιατικής καταστροφής. Τον διαδέχθηκε αργότερα ο Γιεγισέ Ντρεζιάν, ένας μορφωμένος ενημερωμένος και δραστήριος παπάς, ο οποίος κατέλαβε τις καρδιές όλων, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες και δίνοντας λύσεις στις ανάγκες των αρμενίων προσφύγων στο μέτρο του δυνατού.
Διδακτήριο Αραράτ Η φροντίδα για τη μόρφωση και κυρίως την εκμάθηση της μητρικής γλώσσας, ήταν η επιθυμία των εξόριστων ακόμα και στις αντίξοες συνθήκες της προσφυγιάς. Ο πάτερ Γκιουρέγ Ζοχραμπιάν, ένας δραστήριος μορφωμένος εξόριστος καπουτσίνος από την Τραπεζούντα, ο οποίος υπηρέτησε τους λιγοστούς αρμενίους καθολικούς της Κέρκυρας, ίδρυσε με δικά του μέσα και πόρους κατά το Μάιο, μέσα στην πόλη, το διδακτήριο Αραράτ. Αρμένιοι δάσκαλοι του ορφανοτροφείου Near East Relief, που δεν υπηρετούσαν πλέον, με μεγάλο ζήλο αφοσιώθηκαν στην επιμόρφωση των αρμενοπαίδων πλαισιώνοντας το διδακτήριο Αραράτ. Οι πόροι κάλυψαν μετά βίας μια περίοδο 3 μηνών. Τα αποθέματα του Αραράτ είχαν ήδη εξαντληθεί με τους μισθούς των δασκάλων, τον εξοπλισμό του σχολείου και τη μίσθωση του κτηρίου. Οι μαθητές συμμετείχαν στη σχολική γιορτή που ήταν και το κύκνειο άσμα του σχολείου.
Αρμενικό θέατρο Ήταν απαραίτητο για τους πολυπαθείς Αρμενίους να ξεφύγουν από την καθημερινότητα. Ευτυχώς γι’ αυτό στην παροικία της Κερκύρας υπήρχαν οι κατάλληλοι άνθρωποι. Οι πρωτοβουλίες του λόγιου Κ. Γκαρβαρέντς και του ποιητή και ηθοποιού Νσαν Μπεστικτασλιάν, έδωσαν τη λύση και σε αυτό τον τομέα. Το Μάιο ανέβασαν την παράσταση «Τσάρσλ Αρτίν Αγά» στο θέατρο «Πουκιλιόν». Συντελεστές της ήταν θεατρόφιλες δεσποινίδες και νέοι, με την καθοδήγηση των δύο έμπειρων δασκάλων. Ο εξόριστος κακοζωισμένος Αρμένιος μπόρεσε να ζήσει αυτή τη μέρα και να χαρεί, όμως η Κέρκυρα δεν μπόρεσε να συντηρήσει ένα θέατρο. Από τα πενιχρά έσοδα του εισιτηρίου, έπρεπε να πληρωθούν οι φόροι στο κράτος. Οι δε δωρεές από την παροικία ήταν μηδαμινές ως προς τα έξοδα.
Near East Relief Αφήσαμε για το τέλος το αμερικανικό αυτό ίδρυμα, που για πολλούς μήνες είχε ταράξει τις αρμενικές εφημερίδες και την ηγεσία των αρμενικών κοινοτήτων ανά τον κόσμο. Ο Χαρουτιούν Χατσαντουριάν, πρόεδρος της αρμενικής κοινότητας της Πόλης, κινήθηκε στα πλαίσια των επιταγών της Relief και συγκέντρωσε, χωρίς να εξετάσει τις συνθήκες, όλα τα παιδιά των ορφανοτροφείων της Πόλης για να τα μεταφέρει στην Ελλάδα βιαστικά, χωρίς τον απαιτούμενο προγραμματισμό και τις εγγυήσεις που άρμοζαν, λαμβάνοντας υπ΄ όψιν και την ηλικία τους. Το Νοέμβριο του 1922 ο Γολγοθάς για τα χιλιάδες ορφανά μας έφθασε στο αποκορύφωμα του, όταν στοιβάχτηκαν σαν τα κοπάδια στα πλοία, έφθασαν στην ξηρά, όπου διαπίστωσαν για άλλη μια φορά εγκατάλειψη και αδιαφορία των υπευθύνων. Για μήνες περιπλανήθηκαν ξυπόλυτοι χωρίς κρεβάτια και σκεπάσματα, χωρίς τροφή και φροντίδα. Οι υπεύθυνοι της Relief, οι οποίοι και σκοπίμως διαστρέβλωναν την πραγματική κατάσταση, πολλαπλασίασαν το πρόβλημα. Το θέμα ανέλαβε να λύσει το Εθνικό Συμβούλιο της Γαλλίας, ορίζοντας ως επιθεωρητή τον Βαχάν Τεκεγιάν πρώην βουλευτή της κυβέρνησης της ανεξάρτητης Αρμενίας του 1918, ο οποίος με περιοδείες του και επισκέψεις σε όλα τα ορφανοτροφεία προσπάθησε να εντοπίσει το πρόβλημα από κοντά και να θέσει την Relief προ των ευθυνών της, πράγμα που κατέστη αδύνατον. Προ αυτής της κατάστασης πήγε στην Αίγυπτο και συνεργαζόμενος με άλλους φορείς, πέτυχε να δώσει οριστική λύση στο πρόβλημα των ορφανών. Το καλοκαίρι του 1922 ο αριθμός των ορφανών στην Κέρκυρα ήταν περίπου 5.000. Αρχικά είχαν στεγασθεί στο Παλάτι του Αχιλλείου μαζί με 27 αρμενίους δασκάλους. Το Φεβρουάριο άρχισε σταδιακά η μεταφορά των ενηλίκων ορφανών στην Καβάλα, τη Σύρο και αλλού με εξασφαλισμένη εργασία, ένταξη άλλων στις τεχνικές σχολές που ήδη λειτουργούσαν στο νησί, καθώς και η μεταφορά των καλύτερων μαθητών σε αρμενικά ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπως στην Κύπρο κ.ά.. Σε σύντομο χρονικό διάστημα ο αριθμός αυτός έφθασε σε 150 παιδιά και μόνο 2 δασκάλους, ενισχύθηκε όμως με 4 έλληνες δασκάλους, πράγμα απαραίτητο για την εκμάθηση των ελληνικών, εφόσον βρίσκονταν στην Ελλάδα. Από τους εναπομείναντες αρκετοί εξελληνίσθηκαν με μικτούς γάμους στο νησί, άλλοι παρέμειναν και εξάσκησαν βιοποριστικά επαγγέλματα και εντάχθηκαν ισάξια στην κερκυραϊκή κοινωνία διατηρώντας παράλληλα και την εθνική τους ταυτότητα.
|