Αγκόπ Αγκοπιάν: Επαναπατρισμένος, πατριώτης, ζωγράφος Εκτύπωση E-mail

Mαρία Τιτιζιάν

Μετάφραση: Αγκόπ Χανικιάν

Τεύχος: Mάρτιος-Απρίλιος 2009

 

Όταν ρώτησα ένα φίλο μου για το τι θα πρέπει να γνωρίζω πριν τη συνάντησή μου με τον διάσημο καλλιτέχνη Αγκόπ Αγκοπιάν, μου είπε: “Το κύριο γνώρισμα του Αγκόπ είναι πως κουβαλά πάντα τον αιώνιο πόνο της Αρμενίας. Το γεγονός της γενοκτονίας έχει διαποτίσει όλη του την ύπαρξη”.

Καθ’οδόν προς τον 10ο όροφο του κτηρίου όπου διαμένει στο Ερεβάν, προσπάθησα να φανταστώ τη μορφή και την προσωπικότητα ενός Αρμενίου από τη Δύση, ο οποίος με δική του απόφαση επαναπατρίστηκε στη σοβιετική Αρμενία τη δεκαετία του 1960. Μόλις αρχίσαμε να συζητάμε, παρατήρησα πως, αν και έχουν περάσει 48 χρόνια από τον επαναπατρισμό του, έχει διατηρήσει σχεδόν αναλλοίωτη την προφορά και τον τρόπο ομιλίας των Αρμενίων της Δύσης, ενώ αντίθετα χρησιμοποιούσε ελάχιστες φράσεις και λέξεις των Αρμενίων της Ανατολής.

Σοβαρός, σεμνός και απλός στους τρόπους, με ευκολία που με εξέπληξε μου επέτρεψε να ταξιδέψουμε μαζί πίσω στα παιδικά του χρόνια, αποκαλύπτοντας λίγο από τον πόνο αλλά και τη σύγχυση που βίωσε στα πρώτα χρόνια της ζωής του και που αναμφίβολα τον οδήγησαν στην ανάδειξή του ως του μεγαλύτερου αρμένιου ζωγράφου της εποχής μας. Αυτή είναι η ιστορία του Αγκόπ Αγκοπιάν.

 


 

Υπάρχει και υπήρχε μονάχα μία Αρμενία. Δεν υπήρχε καπιταλιστική

Αρμενία ή μπολσεβίκικη Αρμενία. Υπήρχε μονάχα μία Αρμενία.

 

Καταστροφή, απώλεια, μοίρα

Ο Αγκόπ Αγκοπιάν γεννήθηκε το 1923 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά της οικογένειας. Οι γονείς του κατάγονταν από το Αϊντάπ. Στο σημείο αυτό περίμενα να ακούσω τη συνηθισμένη συνέχεια της ιστορίας, με τους γονείς του να εκτοπίζονται από τους Τούρκους, μετά βίας να καταφέρνουν να ξεφύγουν και στη συνέχεια να καταφεύγουν στην Αίγυπτο. Όμως, η μοίρα της οικογένειας είχε διαφορετική πορεία από την τρομακτική μοίρα τόσων και τόσων Αρμενίων. “Σταθήκαμε τυχεροί. Ελάχιστα μέλη της οικογένειάς μας είχαν την ατυχία να ζήσουν τις εκτοπίσεις και τις σφαγές. Οι περισσότεροι είχαν φύγει από την Αρμενία πριν τη γενοκτονία”, είπε.

Σε ηλικία επτά ετών χάνει τον πατέρα του και αμέσως μετά πηγαίνει για σπουδές στη σχολή Μελκονιάν στην Κύπρο. “Υποθέτω πως με έστειλαν στη σχολή για να μορφωθώ και να μην καταλήξω στους δρόμους. Ωστόσο, δεν κατάφερα να συνεχίσω τις σπουδές μου εξαιτίας του πολέμου. Στο ίδιο μοτίβο, με πολλές ανατροπές, συνεχίστηκε και η ζωή μου. Ειλικρινά, ποτέ μου δεν είχα κανένα πλάνο”, μου εξηγεί.

 

Η χαρά της αποκάλυψης

Μια μέρα ο πατέρας του Αγκοπιάν τον πήρε στην αγκαλιά του και του σχεδίασε έναν λαγό σε ένα κομμάτι χαρτί. “Για μένα αυτό ήταν κάτι σαν θαύμα, μιας και ποτέ πριν δεν είχα δει άλλον άνθρωπο να κάνει κάτι ανάλογο. Ο πατέρας μου με ρώτησε αν μπορούσα να σχεδιάσω και εγώ έναν. Προσπάθησα και κατάφερα να σχεδιάσω τον λαγό. Από τότε δεν έπαψα να σχεδιάζω”, είπε και παραδέχτηκε πως απολαμβάνει πάντα την προσοχή και τα θετικά σχόλια των ανθρώπων που βλέπουν τα σχέδιά του.

Ωστόσο, οι σπουδές στο Μελκονιάν διακόπτονται απότομα και αναγκάζεται να επιστρέψει στην Αίγυπτο το 1941, εξαιτίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. “Η ζωή ήταν δύσκολη και αναγκάστηκα να εργαστώ για να ζήσω. Είναι επικίνδυνο να διακόπτεις κάτι στην πορεία του”, είπε αναφερόμενος στην εκπαίδευσή του, την οποία και δεν κατάφερε ποτέ να ολοκληρώσει. “Στη ζωή μου πάντοτε επικρατούσε η αβεβαιότητα και η αταξία. Ακόμα και η ζωγραφική μου έχει αταξία”, παραδέχτηκε.

Μοναδικό του στήριγμα, στη διάρκεια όλων αυτών των δύσκολων χρόνων, αποτέλεσε η μεγάλη αγάπη του και ευχαρίστηση για ανάγνωση της αρμενικής λογοτεχνίας και ιστορίας. Το 1952 ταξιδεύει στο Παρίσι. Εκεί αποφασίζει να μην εγκαταλείψει τη ζωγραφική. “Ήταν πραγματικά ιδανικό -να μπορώ να ζωγραφίζω και με αυτό να μπορώ να στηρίζω οικονομικά την οικογένειά μου”.

Το ταξίδι στην πατρίδα

Η λαχτάρα να γυρίσει στην Αρμενία διακατέχει τον Αγκοπιάν από νεαρή ηλικία. “Η μοίρα μου με οδήγησε να εγκατασταθώ στην Αρμενία”, είπε. Του ήταν αδύνατο να γυρίσει στην Αρμενία κατά τη διάρκεια του μεγάλου επαναπατρισμού, από το 1946 έως το 1948, όταν περισσότεροι από 100,000 Αρμένιοι από όλες τις γωνιές της γης επιστρέφουν στη σοβιετική Αρμενία. Ακόμα και οι αφηγήσεις των επαναπατρισθέντων για τις δυσκολίες και την ταλαιπωρία τους δεν τον αποτρέπουν από τα σχέδιά του για επιστροφή, που πραγματοποιεί το 1962. Μαζί του έρχονται η σύζυγός του Μαρί και οι δυο τους κόρες ηλικίας πέντε και έντεκα ετών.

Μου αναφέρει πως σαράντα χρόνια μετά τον επαναπατρισμό του αρκετοί είναι αυτοί που τον ρωτούν ακόμα για τον λόγο που ξαναγύρισε στην Αρμενία. “Πάντα ήθελα να έρθω στην Αρμενία”, λέει απλά. Ο βασικός του πόθος υπήρξε πάντα να ζήσει στην πατρίδα και όχι στην ξενιτιά. “Υπάρχει και υπήρχε μονάχα μία Αρμενία. Δεν υπήρχε καπιταλιστική Αρμενία ή μπολσεβίκικη Αρμενία. Υπήρχε μονάχα μία Αρμενία. Την περίοδο εκείνη έτυχε να έχει κομμουνιστικό καθεστώς. Η Αρμενία υπήρχε πολύ πριν από το καθεστώς που την κυβέρνησε για εβδομήντα χρόνια, καθεστώς το οποίο έχει καταρρεύσει και εξαφανιστεί σήμερα. Η Αρμενία, όμως, εξακολουθεί να υπάρχει”, είπε.

Αν και γλυκομίλητος, με ευγενικά μάτια, ο τόνος της φωνής του σκλήρυνε, όταν άρχισε να μιλά για το σοβιετικό καθεστώς αλλά και τη συνεχιζόμενη επιρροή του στη νοοτροπία των ανθρώπων στην Αρμενία. “Σε όποιον δεν έχει ζήσει υπό το σοβιετικό καθεστώς του είναι εντελώς αδύνατο να αντιληφθεί πόσο τερατώδες καθεστώς ήταν. Ένα καθεστώς που όμοιό του δεν υπήρξε ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία. Ένα καθεστώς που “σάρωσε” εκατομμύρια ανθρώπων. Ελάχιστοι ήσαν αυτοί που του αντιστάθηκαν και βέβαια πλήρωσαν βαρύ τίμημα άλλοτε με την ίδια τους τη ζωή και άλλοτε με εξορία. Δείτε πώς σκότωσαν τον ποιητή Τσαρέντς”, είπε.

Με όλα αυτά που έχει δει και ζήσει στη ζωή του αυτός ο καλλιτέχνης δεν μετανοιώνει για τίποτε. “Ήταν η μοίρα μου να γυρίσω εδώ και ποτέ μου δεν το μετάνοιωσα. Ποτέ μου δε σκέφτηκα να φύγω από εδώ ή να ζήσω κάπου αλλού. Πάντα ήθελα να ζήσω στην πατρίδα μου, ανάμεσα στους δικούς μου ανθρώπους”, μου είπε.

Σήμερα η στάση του για το θέμα του επαναπατρισμού είναι μάλλον χαλαρή, σε αντίθεση με τη σθεναρή του άποψη για τη μετανάστευση. “Επαναπατρισμός σήμερα; Δεν νομίζετε πως θα ήταν καλύτερα για την πολιτεία να βρει πρώτα τρόπους να κρατήσει τον πληθυσμό στη γη του, αποτρέποντας τη μετανάστευση; Πετυχαίνοντας το στόχο αυτό, θα μπορούσαμε να ασχοληθούμε στη συνέχεια και με το θέμα του επαναπατρισμού”.

 

Νέο ξεκίνημα στο Γκιουμρί

Όταν η οικογένεια Αγκοπιάν επαναπατρίστηκε, εγκαταστάθηκε στο Γκιουμρί, τη δεύτερη μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη της Αρμενίας. Εκεί η οικογένεια διαμένει για πέντε χρόνια. Ο Αγκοπιάν είναι σε ηλικία σαράντα ετών και είναι ήδη γνωστός μεταξύ καλλιτεχνικών κύκλων, μιας και είχε προηγηθεί μερικά χρόνια νωρίτερα η δωρεά των δέκα καλύτερων έργων του στην Εθνική Πινακοθήκη της χώρας.

Η ζωή στο Γκιουμρί ήταν δύσκολη. “Δεν μου διέθεσαν ούτε ένα μικρό στούντιο για να μπορώ να ζωγραφίζω. Θα αντάλλασσα ευχαρίστως όλα τα βραβεία και την αναγνώριση που κέρδισα με ένα μικρό χώρο για να μπορώ να ζωγραφίζω, έτσι ώστε να μην αναγκάζομαι να δουλεύω σε μια γωνιά του μικρού μου διαμερίσματος”.

Όταν επαναπατρίστηκε, έφερε μαζί του αρκετούς καμβάδες. Μετά από λίγο καιρό, όμως, οι καμβάδες αυτοί τελείωσαν και αναγκάστηκε να αγοράσει ό,τι μπορούσε να βρει -τις περισσότερες φορές άθλιας ποιότητας. “Πολλά από τα πρώτα έργα που δημιούργησα στην Αρμενία έχουν καταστραφεί εξαιτίας της κακής ποιότητας του καμβά”. Ακόμα, θεωρεί ειρωνεία το γεγονός πως πολλές δημιουργίες του, που αξίζουν ίσως και δεκάδες χιλιάδες δολάρια, είναι ζωγραφισμένες σε κακής ποιότητας καμβά. “Τίποτα δεν είχε λογική”, μονολογεί κουνώντας το κεφάλι του.

“Έτσι ήταν η ζωή μας στο Γκιουμρί. Δεν θέλω να παραπονιέμαι για τις συνθήκες εργασίας μου, μιας και το σημαντικότερο για μένα ήταν να μπορώ να ζωγραφίζω στην Αρμενία. Και αυτό ακριβώς έκανα, χωρίς διακοπή και χωρίς να αφήνω περιθώρια στους ανθρώπους να σκεφτούν πως ίσως δεν τα καταφέρω“.

Αμέσως μετά την πρώτη του ατομική έκθεση ξεκινά και η καθιέρωσή του στην Αρμενία. Ακόμα και η τέχνη, όμως, ήταν υπό διωγμό επί σοβιετικού καθεστώτος, αν και ο Αγκοπιάν απέδειξε πως δεν είναι πάντα δυνατόν να καταπνίξεις την ανθρώπινη δημιουργία. “Κοίτα τον Μινάς Αβεντισιάν. Δεν καταφέρνεις πάντα να ξεριζώνεις την τέχνη που έχουν μέσα τους οι άνθρωποι”, μου είπε αναφερόμενος στο συνάδελφό του.

Τι θα είχε συμβεί, όμως, εάν δεν είχε γυρίσει στην Αρμενία; “Εάν είχα παραμείνει στην Αίγυπτο, ίσως είχα εξελιχθεί σε καλλιτέχνη με εντελώς διαφορετικό ύφος”, είπε.

Ήταν φανερό πως διέθετε την ευστροφία να καταλάβει πως, για να επιζήσει εντός του συστήματος, δεν θα έπρεπε να παραπονιέται ή να απαιτεί. “Δεν ήρθα σε αντιπαράθεση με κανέναν, διατήρησα όμως την αίσθηση της ελευθερίας μου μέσα από την τέχνη μου”.

 

Σκέψεις για το έθνος

“Έχω ζήσει τη μισή μου ζωή εκτός Αρμενίας, στη συνέχεια υπό σοβιετικό καθεστώς για 27 έτη και άλλα 17 με ανεξαρτησία”, είπε. Αισθάνεται πως έχουμε υποφέρει ως έθνος εξαιτίας του μεγέθους μας. “Εάν ήμασταν 30 εκατομμύρια και όχι 3, πιστεύετε πως οι Τούρκοι θα είχαν καταφέρει να μας σφαγιάσουν σαν τα πρόβατα; Γι’αυτό, το να είσαι μικρό έθνος είναι αμαρτία”, τόνισε.

Για τον Αγκοπιάν είναι σημαντικό να γίνει η ακόλουθη διάκριση, “η ανεξαρτησία μάς δόθηκε, δεν την κερδίσαμε. Στη διάρκεια των τελευταίων 600 ετών δεν υπήρξαμε ποτέ ανεξάρτητοι, ποτέ μας δεν την αναζητήσαμε αλλά ούτε και τη θέλαμε ποτέ. Έτσι, τώρα δεν ξέρουμε τι να την κάνουμε”, είπε. Και σχετικά με τις νίκες; “Ναι, νικήσαμε στο Καραμπάχ. Κοίτα, όμως, το τίμημα που πληρώσαμε. Χιλιάδες νεκρών, εκατοντάδες χιλιάδες ξεριζωμένοι και πάνω από ένα εκατομμύριο μετανάστες.

Εάν αυτό θεωρείται νίκη, τότε μπράβο μας, νικήσαμε”, είπε με ξεκάθαρη πικρία.

Και τι συμβαίνει με την κατάσταση του κράτους σήμερα; “Μετά από 600 χρόνια σκλαβιάς και αγώνα για την επιβίωση μάθαμε να επιβιώνουμε, αλλά στην πορεία καταλήξαμε να γίνουμε ατομικιστές. Σκεφτόμαστε και φροντίζουμε μονάχα τον εαυτό μας και αυτό μας εμποδίζει να προοδεύσουμε. Τα πάντα στρέφονται γύρω από το ατομικό. Δεν υπάρχουν πλέον στοιχεία που θα μπορούσαν να μας ενώσουν”.

“Αγαπητή μου, δεν διαθέτουμε ομαλές σχέσεις με τους γείτονες μας. Δύο εξ αυτών είναι εχθροί μας, τον γείτονα στα βόρεια σύνορα θέλουμε να τον κάνουμε εχθρό μας, ο γείτονας στα νότια είναι εχθρός ολόκληρου του υπόλοιπου κόσμου, ενώ η Ρωσία, με την οποία δεν συνορεύουμε και η οποία ήταν το πρώην αφεντικό μας, βρίσκεται στη χώρα μας προστατεύοντας τα σύνορά μας”.

Η απομυθοποίηση περιβάλλεται τώρα από ένα πέπλο θλίψης. Είναι απογοητευμένος, μια και είναι ο πρώτος που παραδέχεται πως είμαστε ένα ταλαντούχο έθνος.

“Ο Αρμένιος διαθέτει απεριόριστες δυνατότητες. Πριν από τους σοβιετικούς, ο Αρμένιος ήταν διαφορετικός τύπος ανθρώπου. Εντελώς διαφορετικός”, είπε. “Διαθέταμε διανόηση, αγροτιά, την οποία και μετέβαλαν σε μέλη συνεταιρισμών, τεχνίτες που τους μετέτρεψαν σε ανειδίκευτους εργάτες, ενώ οι επιχειρηματίες οδηγήθηκαν στην εξορία ή ακόμα και στο θάνατο. Αυτά μας κληροδότησε το σοβιετικό καθεστώς”.

 

Επίσκεψη στο στούντιο

Κατανοώντας πως η κουβέντα μας τον είχε εξουθενώσει, πρότεινα να επισκεφτούμε το στούντιό του για να δούμε τις νέες δημιουργίες του. Η διάθεσή του άλλαξε αμέσως, ενώ η απογοήτευση και η λύπη παραμερίστηκαν, καθώς μπαίναμε στην προσωπική του όαση.

Καθώς με ξεναγούσε στο χώρο του, με πληροφόρησε πως δουλεύει καθημερινά για αρκετές ώρες. Την περίοδο αυτή δημιουργεί περί τα 20-25 έργα το χρόνο. “Δεν διαθέτω τον ίδιο ενθουσιασμό, όπως παλιά, ωστόσο η δίψα για δημιουργία νέων πραγμάτων δεν με εγκαταλείπει”, είπε δείχνοντας ράφια που φιλοξενούσαν καινούργια μεταλλικά γλυπτά.

Κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου ο Αγκοπιάν ξεκίνησε τη δημιουργία γλυπτών χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη άχρηστα μέταλλα. “Κάθε βδομάδα πηγαίνω στο Βερνισάζ και αγοράζω κομμάτια μετάλλου. Στη συνέχεια δημιουργώ τα γλυπτά, τα οποία και συνδυάζω με τους πίνακές μου. Δημιούργησα περίπου 100 τέτοια γλυπτά το τελευταίο έτος”, μου είπε.

Όταν τον ρώτησα πώς εμπνεύστηκε να δημιουργήσει γλυπτά από άχρηστα μέταλλα, μου είπε “Δεν ξέρω. Απλώς μου ήρθε”.

Ακόμα και στην ηλικία των 87 ετών ο αξιοπρεπής ζωγράφος διαθέτει πηγαία έμπνευση και δημιουργικότητα. Η ζωγραφική του συνεχίζει να εξελίσσεται. Έχει εισαγάγει στους πίνακές του τα μεταλλικά γλυπτά που δημιουργεί καθώς και άλλα υλικά, όπως κούκλες ραπτικής και γάντια. Στέκεται για λίγο και χαμογελώντας μου λέει, ”είναι σαν ένα ενδιαφέρον παιχνίδι. Όταν συνδυάζω τα μεταλλικά κομμάτια μεταξύ τους, νιώθω να ξαναγίνομαι παιδί”.

Όλα έγιναν όπως τα σχεδίαζε και τον Απρίλιο πραγματοποιήθηκε στο Ερεβάν έκθεση ζωγραφικής με τα έργα του.

Ίσως ο Αγκόπ Αγκοπιάν διανύει την καλύτερη περίοδο της ζωής του, μιας και προσπαθεί να ξανακερδίσει τη χαμένη του παιδικότητα μέσα από νέες δημιουργίες σε μια πρωτόγνωρη εποχή.

 


Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 12 επισκέπτες συνδεδεμένους