| Αρμέν Τζιγκαρχανιάν - Ο τελευταίος των μεγάλων ηθοποιών της σοβιετικής εποχής |
|
|
|
Γεννήθηκε στις 3 Οκτωβρίου του 1935 στο Γερεβάν. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του ήταν δύσκολα, καθώς μεγάλωσε μέσα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο παππούς του προερχόταν από παλιά αρμενική οικογένεια της Τιφλίδας και ήταν ένας επαγγελματίας ταμαντά1. Του άρεσε να συνθέτει ποιήματα, αλλά επειδή ο ίδιος ήταν αναλφάβητος, τα υπαγόρευε στην κόρη του. Ο πατέρας του Τζιγκαρχανιάν τον εγκατέλειψε λίγο μετά τη γέννησή του. Τον συνάντησε πρώτη φορά όταν ήταν ήδη ενήλικος, αλλά δεν επικοινωνούσαν σχεδόν καθόλου. Τον μεγάλωσαν η μητέρα του Ελένα και ο πατριός του. Η μητέρα του ήταν φανατική θεατρόφιλη, δεν έχανε καμία όπερα ή θεατρική παράσταση, και ήταν εκείνη που τον εισήγαγε στον κόσμο της τέχνης. Έτσι, στη διάρκεια των σχολικών του χρόνων, ο σπόρος είχε ήδη μπει και άρχισε να αναπτύσσεται το ενδιαφέρον του για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Τελειώνοντας το σχολείο αποφάσισε να πάει στη Μόσχα και να δώσει εξετάσεις για να εισαχθεί στο GITIS, το κορυφαίο ινστιτούτο θεατρικής τέχνης. Η πρώτη αυτή απόπειρα, όπως συμβαίνει συχνά με τους σπουδαίους ανθρώπους, απέτυχε. «Όχι με την προφορά αυτή, νεαρέ» του είπαν οι εξεταστές. Έτσι, επέστρεψε στο Γερεβάν και εργάστηκε για ένα διάστημα στο στούντιο κινηματογράφου Armenfilm ως βοηθός οπερατέρ. Το 1954 εισήχθη στο κρατικό ινστιτούτο θεάτρου και κινηματογράφου στο Γερεβάν, στο τμήμα της υποκριτικής. Ξεκίνησε, σε πρώτη φάση, στην τάξη του Βαρτάν Ατζεμιάν, που ήταν διευθυντής του θεάτρου Σουντουκιάν. Σύντομα, όμως, μεταπήδησε στην τάξη του Αρμέν Γκουλακιάν, ο οποίος ήταν σημαντικός γνώστης του συστήματος Στανισλάβσκι. Και έτσι ξεκίνησαν όλα. Ήδη από το δεύτερο έτος των σπουδών του έγινε μέλος του θιάσου του Κρατικού Ρωσικού Θεάτρου «Κονσταντίν Στανισλάβσκι» στο Γερεβάν. Η ζωή επί σκηνής είχε βρει την αφετηρία της. Η παρθενική του παράσταση πραγματοποιήθηκε με το έργο «Ιβάν Ριμπάκοφ» του Βίκτορ Γκούσεφ. Ακολούθησε μια πορεία δέκα ετών με τον συγκεκριμένο θίασο, στη διάρκεια των οποίων έπαιξε τριάντα διαφορετικούς ρόλους, κωμικούς και δραματικούς. Ξεχώρισε ιδιαίτερα στους ρόλους του στα έργα «Η μπόρα» του Αλεξάντρ Οστρόφσκι, «Ιστορία του Ιρκούτσκ» του Αλεξέι Αρμπούζοφ και «Στον βυθό» του Μαξίμ Γκόρκι. Παράλληλα, έπαιξε και στο Θέατρο Νεανικού Κοινού, στην παράσταση «Στο όνομα της επανάστασης» του Μιχαήλ Σατρόφ, ενσαρκώνοντας τον ρόλο του Λένιν. Από την αρχή της σκηνικής του πορείας, ο Τζιγκαρχανιάν επέδειξε μια φοβερή ευελιξία ως ηθοποιός, καταφέρνοντας να παίξει πολλούς και διαφορετικούς ρόλους και διατρέχοντας κλασικά αλλά και σύγχρονα έργα. Πέραν των σύγχρονων Ρώσων συγγραφέων, το ρεπερτόριό του συμπεριελάμβανε και έργα ξένων συγγραφέων όπως ο Σαίξπηρ και ο Τενεσί Ουίλιαμς. Κινηματογραφική διαδρομή Ο πρώτος του ρόλος στον κινηματογράφο ήρθε το 1960. Στο έργο «Πλουζούμ» (κατάρρευση), σε σκηνοθεσία Κρικόρ Σαρκίσοφ, παραγωγή του Armenfilm, ενσαρκώνει τον ρόλο του Αγκόπ, ενός νεαρού εργάτη. Ωστόσο, ευρύτερα γνωστός έγινε με τον ρόλο του Αρτέμ Μανβελιάν, ενός νεαρού φυσικού, στην ταινία «Καλησπέρα, εγώ είμαι!» (1966), σε σκηνοθεσία Φρουνζέ Ντοβλατιάν. Η εμπνευσμένη ερμηνεία του εντυπωσίασε τους θεατές και του άνοιξε την πόρτα για μια εξαιρετικά παραγωγική κινηματογραφική καριέρα. Μάλιστα, την επόμενη χρονιά ακολούθησε μία ακόμη σημαντική ερμηνεία στον ρόλο του Ούστα Μουκούτς, ενός γέρου σιδερά, στην ταινία «Τρίγωνο», σε σκηνοθεσία Χενρίκ Μαλιάν. Για τις επόμενες δεκαετίες, η συμμετοχή του στην κινηματογραφική παραγωγή ήταν πολύ ενεργή. Με την ποικιλία των ρόλων που ενσάρκωνε αποδείκνυε συνεχώς την ευρύτητα της υποκριτικής του ικανότητας. Το 1973, στην κωμωδία του Εντμόντ Κεοσαγιάν «Οι άντρες» θα διαπρέψει ακόμη μία φορά. Η ταινία θα αποτελέσει μία από τις κορυφαίες αρμενικές ταινίες της απώτερης σοβιετικής εποχής μέχρι τις μέρες μας. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ο Τζιγκαρχανιάν έχει ήδη καταφέρει να γίνει ένας από τους πιο διάσημους ηθοποιούς της Σοβιετικής Ένωσης. Συμμετέχει σε ταινίες διαφορετικών ειδών, όπως κωμωδίες καταστάσεων, ιστορικές ταινίες, περιπέτειες, θρίλερ, ψυχολογικά δράματα. Πολύ σημαντικός σταθμός στην κινηματογραφική του πορεία υπήρξε η ταινία «Τεχεράνη 43», το έτος 1981, μια ρωσογαλλική παραγωγή σε σκηνοθεσία Αλεξάντρ Άλοβ και Βλαντίμιρ Νόμοφ. Παράλληλα εργάζεται και σε τηλεοπτικές παραγωγές, συμμετέχοντας σε σειρές και σε μεταγλωττίσεις παιδικών έργων. Μέχρι το τέλος της καριέρας του θα ενσαρκώσει περισσότερους από 200 κινηματογραφικούς ρόλους. Όσον αφορά τη θεατρική του πορεία, το 1967 ο Τζιγκαρχανιάν θα βρεθεί στη Μόσχα, μετά από πρόσκληση του σκηνοθέτη Ανατόλι Έφρος, για να εργαστεί στο θέατρο Λένκομ. Στο μικρό διάστημα που δούλεψαν μαζί έπαιξε τον ρόλο του Μολιέρου στο έργο «Η καμπαλά των υποκριτών» του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ. Ωστόσο, πολύ σύντομα ο Έφρος αποχώρησε από την καλλιτεχνική διεύθυνση του θεάτρου, και ενώ η νέα διεύθυνση παρότρυνε τον Τζιγκαρχανιάν να μείνει προσφέροντάς του νέους ρόλους στις επικείμενες παραστάσεις, εκείνος αρνήθηκε και αποχώρησε από το θέατρο. Το 1969, ο Αντρέι Γκοντσαρόφ τον προσκαλεί στο θέατρο Μαγιακόφσκι, όπου σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα θα καταφέρει να γίνει ο βασικός πρωταγωνιστής του θιάσου. Εκεί, ο Τζιγκαρχανιάν θα βρει μια μόνιμη στέγη για τα επόμενα σχεδόν τριάντα χρόνια, μέχρι το 1996. Πρωτοεμφανίστηκε στον ρόλο του Λέβινσον στο έργο «Η ήττα» του Αλεξάντρ Φαντέγιεφ. Στα μετέπειτα χρόνια εμφανίστηκε σε δύο έργα του Τενεσί Ουίλιαμς, αρχικά στον ρόλο του Στάνλει Κοβάλσκι στο έργο «Λεωφορείο ο Πόθος» και ύστερα στον ρόλο του Μπιγκ Ντάντι στη «Λυσσασμένη γάτα». Το 1975 έπαιξε τον Σωκράτη στο έργο «Συζητήσεις με τον Σωκράτη» του Έντβαρντ Ρατζίνσκι, ενώ το 1980 ανέλαβε τον ρόλο του στρατηγού Χλούντοφ στο έργο «Πτήση» του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ. Η ερμηνεία του στον ρόλο του Σωκράτη αποθεώθηκε από τους κριτικούς και τον κατέταξε ως έναν από τους πιο ενδιαφέροντες και δυνατούς ηθοποιούς της τότε θεατρικής σκηνής. Διέπρεψε ακόμη στους ρόλους του Άρχοντα Μπόθγουελ στο έργο «Ζήτω! Ζήτω η Βασίλισσα!» του Ρόμπερτ Μπολτ αλλά και ως Νέρωνας στο έργο «Το θέατρο την εποχή του Νέρωνα και του Σενέκα» του Έντβαρντ Ρατζίνσκι. Τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, κάθε του θεατρική εμφάνιση αποτελούσε πόλο έλξης των θεατρόφιλων, και οι ερμηνείες του ήταν πάντα στο επίκεντρο της συζήτησης των θεατρικών κύκλων. To Δραματικό Θέατρο της Μόσχας- Το 1989, ο Τζιγκαρχανιάν ξεκίνησε να διδάσκει στο Ινστιτούτο Κινηματογράφου «Γερασίμοφ», την κρατική σχολή κινηματογράφου της Ρωσίας, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1997. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 αποφάσισε να ιδρύσει ένα δικό του θέατρο, σκοπεύοντας να προσελκύσει σε αυτό τους μαθητές του από το ινστιτούτο. Το θέατρο «D», όπως ονομάστηκε αρχικά και αργότερα μετονομάστηκε σε «Δραματικό Θέατρο της Μόσχας του Αρμέν Τζιγκαρχανιάν», πολύ σύντομα κατέκτησε σημαντική θέση ανάμεσα στα μικρά θέατρα της Μόσχας. Ο ίδιος ανέλαβε φυσικά τον ρόλο του καλλιτεχνικού διευθυντή, ωστόσο έκανε και δικές του παραγωγές στις οποίες συμμετείχε άλλοτε ως σκηνοθέτης και άλλοτε ως ηθοποιός. Ανάμεσα σε άλλα, θα παίξει στην «Επιστροφή» του Χάρολντ Πίντερ και στο έργο «Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ» του Σάμουελ Μπέκετ. Παράλληλα συνεργάζεται και με το θέατρο «Λένκομ», όπου αναλαμβάνει επίσης σημαντικούς ρόλους, όπως του στρατηγού στο έργο «Ο παίκτης» του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι αλλά και του πρωταγωνιστή στο έργο «Φιλουμένα Μαρτουράνο» του Εντουάρντο Ντε Φιλίπο. Στη διάρκεια της καριέρας του έλαβε πολλές βραβεύσεις. Το 2010, μάλιστα, τιμήθηκε με βραβείο από τη Ρωσία για τη συνολική του προσφορά. Ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ, τότε πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, του απένειμε ο ίδιος το βραβείο, αναφέροντας στην ομιλία του: «Για δεκαετίες έχεις προσφέρει το ταλέντο σου στο κοινό και το κοινό το εκτιμά και στο ανταποδίδει με την αγάπη του. Έχεις ερμηνεύσει δεκάδες αμνημόνευτους ρόλους, αποδεικνύοντας κάθε φορά τη μαεστρία σου ως ηθοποιός». Ο Τζιγκαρχανιάν παντρεύτηκε τρεις φορές και απέκτησε δύο παιδιά: την Ελένα, από τον πρώτο γάμο, που πέθανε το 1987 σε ηλικία 22 ετών, και τον Στεπάν από τον δεύτερο. Ο ίδιος απεβίωσε στις 14 Νοεμβρίου 2020 στη Μόσχα, σε ηλικία 85 ετών, μετά από καρδιακή προσβολή. Στις 17 Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκε η αποχαιρετιστήρια τελετή στο Δραματικό Θέατρο της Μόσχας. Ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο Βαγκανκόβσκι, δίπλα στην κόρη του. Σχεδόν μέχρι το τέλος παρέμεινε αειθαλής και ενεργός. Όπως έλεγε και ο ίδιος «καλύτερα να φθείρεται κανείς παρά να σκουριάζει».
|