Σαρκίς Αγαμπατιάν Τεύχος: Oκτώβριος - Δεκέμβριος 2009
Στην Ιερουσαλήμ, νοτιοδυτικά της παλιάς πόλης, η αρμενική συνοικία, μια περιοχή φαινομενικά ήσυχη, περιβάλλεται από ένα πέπλο μυστηρίου. Δεν είναι εύκολο να μπει κάποιος μέσα. Μόνο μια πόρτα εξυπηρετεί αυτό το σύνολο των κτιρίων όπου συνωστίζονται το μοναστήρι, η ιερατική σχολή και οι κατοικίες του μεγαλύτερου μέρους του αρμενικού πληθυσμού της πόλης. Πόσοι είναι οι Αρμένιοι της Ιερουσαλήμ σήμερα; Δύσκολο ν’ απαντήσει κάποιος. Ίσως δυο με τρεις χιλιάδες, εξασφαλίζουν όμως τη συνέχεια μιας παρουσίας που χρονολογείται από παλιά στην ιερή πόλη.
Οι πρώτες εμπορικές και στρατιωτικές επαφές ανάμεσα στην Αρμενία και την Ανατολή αναπτύχθηκαν από τα προχριστιανικά χρόνια. Κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. η αυτοκρατορία του Μέγα Τιγράνη (95-55) εκτεινόταν μέχρι τα σύνορα της Ιουδαίας. Ωστόσο μόνο μετά τον εκχριστιανισμό της Αρμενίας στις αρχές του 4ου αιώνα οι προσκυνητές άρχισαν να επισκέπτονται τους Αγίους Τόπους. Κάποιοι απ’ αυτούς όπως ο Ευθύμιος (377-473) που καταγόταν από τη Μελιτινή, εγκαταστάθηκαν και ίδρυσαν μονές. Την πρώτη περίοδο οι Αρμένιοι μοναχοί συμμετείχαν σε μικτές κοινότητες, όπως η λαύρα του Αγίου Σάββα και το κοινόβιο του Αγίου Θεοδώρου. Ωστόσο πολύ γρήγορα ίδρυσαν αρμενικά μοναστήρια και επιδόθηκαν στη μετάφραση των κειμένων των Πατέρων της Εκκλησίας. Ψηφιδωτά με αρμενικές επιγραφές που χρονολογούνται από τον 5ο μέχρι και τον 7ο αιώνα μαρτυρούν την ύπαρξη μιας οργανωμένης αρμενικής κοινότητας. Οι διωγμοί των «μονοφυσιτών» την περίοδο της βασιλείας του Ιουστινιανού (527-565) προκάλεσαν ένα σχίσμα στο εσωτερικό των μοναστικών κοινοτήτων και της ιεραρχίας στους Αγίους Τόπους. Πολλοί μοναχοί που ήταν αντίθετοι στη Σύνοδο της Χαλκηδώνας έφυγαν από την Ιερουσαλήμ και παραχώρησαν στους Έλληνες τα μοναστήρια τους. Ο αυτοκέφαλος Αρμένιος επίσκοπος που εγκαταστάθηκε στην Ιερουσαλήμ μετά το σχίσμα και έφερε τον τίτλο του πατριάρχη από τον 7ο αιώνα και μετά, ασκούσε την εξουσία του σε όλες τις μη χαλκηδονικές κοινότητες – αρμενική, συριακή, κοπτική, αιθιοπική – των Αγίων Τόπων και σ’ ένα τμήμα της Συρίας. Λίγο αργότερα, οι Αρμένιοι κατάφεραν να επιβάλλουν την παρουσία τους ιδρύοντας πολλά καινούργια μοναστήρια. Μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τους Άραβες, το 637, τα αρμενικά μοναστηριακά ιδρύματα έπεσαν σε παρακμή, λόγω της αυξημένης φορολογίας. Οι αρμενικές επιγραφές του Σινά μαρτυρούν την αδιάλειπτη αρμενική παρουσία μέχρι το 13ο αιώνα, παρά τις επιδρομές των Βεδουίνων και τους πολέμους ανάμεσα στους χαλίφιδες και τους κυβερνήτες της Αιγύπτου που διεξάγονταν στα εδάφη της Παλαιστίνης. Το 12ο αιώνα, κατά την περίοδο των Σταυροφοριών, το Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας (1080-1375) διατηρούσε στενούς δεσμούς με τα γαλλικά πριγκιπάτα της Ανατολής και, ιδιαίτερα, με το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ (1099-1187), του οποίου όλες οι βασίλισσες και πολλές πριγκίπισσες ήταν αρμενικής καταγωγής. Επί πλέον, το βασίλειο διατηρούσε ένα σώμα αρμενικού πεζικού. Μέσα σ’ αυτές τις ευνοϊκές συνθήκες, ο αρμενικός πληθυσμός της Ιερουσαλήμ αυξήθηκε. Αναπτύχθηκαν πολλές αρμενικές συνοικίες (η «οδός Αρμενίων» χρονολογείται από το 1222). Στα μέσα του 12ου αιώνα, κτίστηκαν ο μεγάλος πατριαρχικός ναός αφιερωμένος στον Άγιο Ιάκωβο καθώς και άλλες εκκλησίες. Ο καθεδρικός ναός του Αγίου Ιακώβου απέκτησε σημαντικό κύρος ανάμεσα στους λατρευτικούς χώρους της πόλης. Τα αρμενικά χειρόγραφα που προσφέρονταν από διάφορους προσκυνητές στη διάρκεια των αιώνων, δημιούργησαν μια από τις πιο πλούσιες συλλογές στον κόσμο.
Οι Αρμένιοι φύλακες των Αγίων Τόπων
Ο Σαλαδίνος που κατέλαβε την Ιερουσαλήμ το 1187, για να αποδυναμώσει τις θέσεις των Λατίνων και των Ελλήνων, ευνόησε τους Αρμενίους ανάμεσα στις άλλες κοινότητες που κατοικούσαν στην πόλη. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους χριστιανούς, οι Αρμένιοι δεν εκδιώχθηκαν ούτε έγιναν σκλάβοι. Επί πλέον, εκχωρήθηκε στην αρμενική κοινότητα μια χάρτα που αναγνώριζε τον έλεγχό της στην περιοχή και της εξασφάλιζε την ασφάλεια και την ελευθερία της πίστης σε όλους τους Αγίους Τόπους. Ο Αρμένιος βασιλιάς Χετούμ (1226-1269) συνήψε στρατιωτική συμμαχία με τον Μογγόλο ηγεμόνα Μανγκού Χαν, ο οποίος του είχε υποσχεθεί να αποδώσει τους Αγίους Τόπους στους χριστιανούς. Ο συμμαχικός στρατός κατόρθωσε να φτάσει μέχρι την Ιερουσαλήμ, αλλά αναγκάστηκε να υποχωρήσει λόγω του πρόωρου θανάτου του Χαν το 1259. Κατά τον 15ο αιώνα, η αυξανόμενη μισαλλοδοξία των Μαμελούκων έναντι των χριστιανών και οι άδικες πράξεις που επιβάλλονταν στα εκλησσιαστικά ιδρύματα από τους φοροεισπράκτορες υπήρξε η αιτία της παρακμής της αρμενικής κοινότητας. Η αφύπνιση θα έλθει κατά το 19ο αιώνα στο πλαίσιο των εθνικών κινημάτων και θα φτάσει μέχρι την ιστορική Αρμενία. Εκείνη την εποχή, οι Αρμένιοι που σπούδαζαν στην Ευρώπη δημιουργούν ένα τεράστιο δίκτυο σχολείων και εκδίδουν πολλά περιοδικά και εφημερίδες παντού σ’ όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία. Η αρμενική πνευματική ζωή γνωρίζει μια καινούργια ανάπτυξη. Στην Ιερουσαλήμ ιδρύονται σχολείο αρρένων (1846), θηλέων (1862) καθώς κι ένα τυπογραφείο (1833) που είναι το πρώτο της πόλης. Μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τυπώνονται 400 περίπου βιβλία. Το 1866 εκδίδεται το μηνιαίο περιοδικό Σιόν. Η συνοικία που εφάπτεται στο μοναστήρι του Αγίου Ιακώβου καταλαμβάνει το ένα έκτο της έκτασης της πόλης. Εκεί, κατοικούν πολλές αρμενικές οικογένειες που είχαν εγκατασταθεί από παλιά. Μετά τον πόλεμο το πατριαρχείο υποδέχτηκε 4000 πρόσφυγες που γλίτωσαν από τη γενοκτονία του 1915. Όσοι έμειναν, εγκαταστάθηκαν στους γύρω χώρους της κλειστής συνοικίας.
Μέσα στον περιβάλλοντα χώρο του πατριαρχείου
Το οχυρωμένο περιτείχισμα του αρμενικού πατριαρχείου, οι πόρτες του οποίου κλείνουν στις δέκα το βράδυ, περικλείει ένα μικρόκοσμο στον οποίο βρίσκονται, ανάμεσα στα άλλα, ένα σχολείο, μια πλούσια βιβλιοθήκη, δύο λέσχες νεολαίας και διάφορες κοινοτικές υπηρεσίες. Η διαρκής παρουσία του κλήρου δημιουργεί ένα είδος συντηρητικής ζωής. Το επίπεδο εκπαίδευσης των Αρμενίων είναι από τα πιο υψηλά της παλιάς πόλης. Το μικτό σχολείο των Αγίων Μεταφραστών, που προήλθε από τη συγχώνευση των δυο σχολών το 1929, ξεκινάει από το δημοτικό και φτάνει μέχρι το λύκειο. Εκτός από την αρμενική, διδάσκονται επίσης η αραβική, η εβραϊκή, η αγγλική και η γαλλική γλώσσα. Η θρησκευτική εκπαίδευση στην Ιερουσαλήμ θεσμοθετήθηκε το 1843, με τη δημιουργία του ιερατικού σεμιναρίου. Σήμερα οι απόφοιτοι της σχολής αυτής στελεχώνουν το ιερατικό προσωπικό της αρμενικής διασποράς. Τη δεκαετία του 70, φιλοξένησε τα ορφανά αρμενόπουλα της Τουρκίας και τη δεκαετία του 80 αυτά του Λιβάνου. Τα κυριότερα επαγγέλματα των Αρμενίων της Ιερουσαλήμ, είναι η κεραμική, η αδαμαντουργία και η φαρμακευτική. Δυστυχώς το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Αμερική και την Αυστραλία έχει στερήσει την κοινότητα από τα νέα και πιο δυναμικά μέλη της.
Τα στοιχεία που αναφέρονται στο παρόν κείμενο προέρχονται από το βιβλίο του Κεβόρκ Χιτλιάν, History of the Armenians in the Holy Land, Αρμενικό Πατριαρχείο, Ιερουσαλήμ, 1989, και από τη σχετική ξενάγηση που μας έκανε ο συγγραφέας κατά την επίσκεψή μας προ τριετίας στην ιερή πόλη.
|