Αναβιώνοντας το παρελθόν - Μνήμες του Δρ. Γκαρμπίς Μπορανιάν (Απόσπασμα) Εκτύπωση E-mail

Boranian family 600

 

Η μνήμη και κάθε πτυχή αυτής, ειδικότερα όταν σχετίζεται με τον τόπο και τις καταβολές μας, κεντρίζει το ενδιαφέρον, αναζητά μια βαθύτερη «ανάγνωση» και σίγουρα συμπληρώνει έστω ένα κομμάτι πληροφορίας, διόρθωσης ή αναδιατύπωσης στο περίτεχνο μωσαϊκό των αναμνήσεων που η γενιά μας προσπαθεί να φτιάξει.

«Μετά από επιμονή των δικών μου, ξεκινώ την αυτοβιογραφία μου στην Vallecrosia, στις 23 Ιουνίου 1993»

Η αυτοβιογραφία του Γκαρμπίς Μπορανιάν δεν είναι μια μεγάλη έκδοση, δεν περιέχει στοιχεία μυθοπλασίας και δεν έχει εμπορικό σκοπό. Είναι οι μνήμες που πολύ απλά αποτυπώθηκαν στο χαρτί για να μην χαθούν. Το βιβλίο, αφιερωμένο στα εγγόνια του, εκδόθηκε στο Γερεβάν το 1999 (87 σελίδες) στην αρμενική γλώσσα, σε μετάφραση από το ιταλικό πρωτότυπο.
Εδώ θα αποδώσουμε - σε μετάφραση από τα αρμενικά-  το πρώτο από τα τρία κεφάλαια, που είναι εστιασμένο στην «Έξοδο» και στα χρόνια που πέρασε ο συγγραφέας στο νησί της Κέρκυρας. Μέσα από τα βιώματα του τετράχρονου Γκαρμπίς, ξεπηδούν πληροφορίες, ονόματα κι εικόνες, ανέκδοτα γεγονότα και απόψεις που, διαβασμένα σήμερα, παίρνουν ένα νέο νόημα.

housher

Κείμενο, Μετάφραση, Επιμέλεια: Άρντα Τζελαλιάν

Γενέτειρα

Ονομάζομαι Γκαραμπέτ Μπορανιάν, έχω γεννηθεί στο Ακ-Σεχίρ στις 11 Αυγούστου 1916. Το Ακ-Σεχίρ είναι επαρχία της Κόνυας και βρίσκεται στη Μικρά Ασία.

Ο πατέρας μου Αγκόπ, μαρτύρησε από το χέρι των νεότουρκων στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η μητέρα μου Σιρανούς, γεννημένη Αβακιάν, ήταν από το Αφιόν Καραχισάρ. Είχα έναν νεώτερο αδελφό, τον Αρμενάκ, που πέθανε στην Κέρκυρα, στην Ελλάδα.
Είναι αχνές οι αναμνήσεις από τη γενέτειρά μου, σαν όνειρο, καθώς την άφησα πριν ακόμα συμπληρώσω τα τέσσερα. Ξέρω πως το σπίτι μας ήταν κοντά στο γνωστό αιωνόβιο δέντρο
«Τσινάρ αγάτς».

Μπροστά στο σπίτι μας έρεε ένα ποταμάκι που πήγαζε από τις καμάρες της οικίας Παραγαμιάν. Απέναντι από το σπίτι μας έστεκε ένα τεράστιο κτίριο που ανήκε σε Αρμένιους, περικυκλωμένο από έναν μεγάλο κήπο με πλούσια και καρποφόρα βλάστηση. Υπήρχε και ένα κτίσμα - εργαστήριο ταπήτων. Με διασκέδαζε το θέαμα από το πάνω παράθυρο του σπιτιού, των απλωμένων δεσμίδων μαλλιού, ανοιγμένες στον κήπο κάτω από τον ήλιο για να στεγνώσουν. Αυτά θα μετατρέπονταν σε χαλιά, κόκκινα, μπλε, κίτρινα. Μια άλλη έντονη ανάμνηση είναι ο μακρύς δρόμος που ξεκινούσε από την πόλη φτάνοντας στο σιδηροδρομικό σταθμό. Ο δρόμος είχε μια πυκνή αλέα από πλατάνους, με άπειρες φωλιές στην κορυφή τους, πουλιών που τρέλλαιναν τον διαβάτη με το κελάηδημά τους.

Μετανάστευση

Μετά το πέρας του 1ου Παγκόσμιου Πολέμου και τη Γενοκτονία για εμάς τους Αρμένιους, δεν ήταν πλέον εφικτό να ζουμε στη Μικρά Ασία. Έτσι, σφαλίσαμε το σπίτι μας, παραδώσαμε τα κλειδιά στο Δημαρχείο του Ακ-Σεχίρ, αφήνοντας πίσω μας εκτός από το σπίτι, τα χωράφια μας, τους εύφορους αμπελώνες, τις κερασιές και τις αμυγδαλιές, και πιάσαμε το δρόμο της προσφυγιάς. Πήραμε το τρένο και φτάσαμε στο λιμάνι της Μερσίνης, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την Κύπρο, όπου μας βόλεψαν σε μια αρμενική εκκλησία. Εκεί τυχαία συναντήσαμε τον παππού μου Σαρκίς Αβακιάν. Ήταν σε άσχημη κατάσταση, έχοντας γλιτώσει ως εκ θαύματος από τις σφαγές.

Εκείνα τα μεταπολεμικά χρόνια, πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ένας από τους καλύτερους διπλωμάτες της εποχής. Ήταν μια καλή προσωπικότητα. Έκανε συμφωνία με την Τουρκία ώστε αυτή να ανταλλάξει τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας με τους Τούρκους πρόσφυγες της Μακεδονίας. Έλληνες και Αρμένιοι πρόσφυγες, περιμέναμε στο λιμάνι τής Μερσίνης, να έρθει το ελληνικό πλοίο που θα μας μετέφερε στην Ελλάδα. Ο Τούρκος τελωνειακός έλεγξε σχολαστικά κάθε χριστιανό πρόσφυγα, παίρνοντας στην κατοχή του κάθε αντικείμενο αξίας. Για παράδειγμα, ο Τούρκος υπάλληλος έσπασε ένα-ένα τα σφραγισμένα σε σάκους καρύδια, βρήκε από μέσα πολύτιμους λίθους και τους πήρε! Στη γέφυρα του λιμανιού συνέβη ένα θλιβερό επεισόδιο που με κλόνησε. Η μητέρα μου Σιρανούς, που είχε μόλις περάσει τον τελωνειακό έλεγχο με ένα δέμα τυλιγμένο σε χαλί, συναντά πάνω στη γέφυρα έναν Τούρκο αστυνόμο που την προστάζει να ανοίξει το δέμα. Η μητέρα μου εξηγεί πως αυτό έχει ελεγχθεί. «Άνοιξε αυτόν το μποξά» φωνάζει ο αστυνόμος. Η μητέρα μου επαναλαμβάνει. Τότε εκείνος, με δυνατό μένος μαστιγώνει τη μητέρα μου. Ο Τούρκος σκύλος ήθελε να πάρει και το τελευταίο κόκκαλο από τον χριστιανό.

Επιτέλους φτάνει ένα πολύ παλιό εμπορικό πλοίο που θα μας μετέφερε στην Κέρκυρα. Είναι ο παππούς μου Σαρκίς, η θεία μου Αρουσιάκ, ο αδελφός μου Αρμενάκ, η μητέρα μου Σιρανούς κι εγώ. Εγώ διασκέδαζα τρέχοντας από την πρύμνη στην πλώρη στο πλοίο που πήγαινε με ρυθμούς ενός σαλιγκαριού, οι περισσότεροι όμως υπέφεραν από ναυτία και τους έβλεπες ξαπλωμένους κατά μήκος του πλοίου με ένα τσικάλι (δοχείο νυχτός) για μαξιλάρι.

Σε αυτό το πλοίο, υπεύθυνος για την καθαριότητα και την υγιεινή ήταν ο νεαρός Τακβόρ Κεμεντσετζιάν (που αργότερα στην Κέρκυρα θα παντρευόταν τη θεία μου Αρουσιάκ). Μέσα στις υποχρεώσεις του Τακβόρ ήταν να μαζεύει και να αδειάζει να τσικάλια, όμως κάθε που πλησίαζε κάποιον κινοπαθή για να του το πάρει, αυτός φώναζε «μην μου παίρνεις το χρυσό τσικάλι»...καθώς όλοι, πριν περάσουν το τελωνείο είχαν καταπιεί χρυσά νομίσματα, τα οποία ήθελαν να ανακτήσουν είτε μέσω του έμετου είτε της ευκοίλιας...

Τελικά, το πλοίο φτάνει στην Κέρκυρα τον Δεκέμβριο του 1919.

Κέρκυρα

Φτάνοντας στην Κέρκυρα, μας τοποθέτησαν σε έναν μεγάλο στρατώνα, που βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά του νησιού, στη συνοικία Μαντούκι. Στον πρώτο όροφο του στρατώνα υπήρχε μια πολύ μεγάλη αίθουσα, περίπου 300 μέτρα σε μήκος. Οι οικογένειες είχαν τακτοποιηθεί ανάμεσα στους δύο τοίχους, σχεδιάζοντας όρια με τις αποσκευές τους. Το κτίριο του στρατώνα που ήταν παραθαλάσσιο, ήταν περιστοιχισμένο από ένα λιθόστρωτο.

Μια μέρα, καθώς έπαιζα στο λιθόστρωτο, ένας νεαρός ονόματι Αγκόπ (μεταγενέστερα γνωστός ως «ο παγωτατζής Αγκόπ»), με σήκωσε και έλεγε χαριτωλογόντας πως θα με ρίξει στη θάλασσα.

Εγώ έκανα ελιγμούς για να... γλιτώσω και τελικά βρέθηκα μέσα στη θάλασσα! Ο Αγκόπ ρίχτηκε κι αυτός στη θάλασσα και μ΄έβγαλε στη στεριά. Τρόμαξαν όλοι, κι εγώ ήμουν σα βρεγμένος ποντικός. Με συνόδεψαν στην αίθουσα, και όπως άλλαζα τα ρούχα μου, μου παρουσίασαν ένα ποτήρι με ένα κίτρινο υγρό, το οποίο έπρεπε να πιω. Καθώς το έπινα, ένα σιωπηρό παιδάκι της ηλικίας μου με κοιτούσε κατάματα και με κορόιδευε κανονικά. Κατά τις ηλικιωμένες «μάγισσες» του στρατώνα, Νουνίκ, Βαρτούκ και Μανουσάκ, όπως και κατά τις ανατολίτικες πεποιθήσεις, ως αντίδοτο του φόβου κάποιος έπρεπε να πιεί τα ούρα ενός μικρού παιδιού. Να λοιπόν γιατί χασκογελούσε ο μικρός κωφάλαλος απέναντί μου!

***

Η Κέρκυρα είναι η βασίλισσα της Επτανήσου, ένας τόπος πανέμορφος, πλούσιος με τις πορτοκαλιές, τις ελιές, όλα τα οποροφώρα δένδρα και ειδικότερα με τα νόστιμα ψάρια της. Το νησί έχει μήκος περίπου 100χμ., πλάτος περίπου 30χμ., ανατολικά βρίσκεται απέναντι από την Ήπειρο και την Αλβανία, ενώ δυτικά κοιτά προς την ιταλική Απουλία. Στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού υπάρχει ένα χωριό που ονομάζεται «Αρμενάδες», το οποίο ιδρύθηκε πριν αιώνες από μια αρμενική κοινότητα που με το πέρασμα του χρόνου χάθηκε, αφού αναμείχθηκε με τους ντόπιους. Μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων, στο πέρας του Πολέμου το 1922, φτάνει στην Κέρκυρα από την Κωνσταντινούπολη ένα πυκνό κύμα Αρμενίων που αποτελείτο επίσης από τρία ορφανοτροφεία, δύο αμερικάνικα και ένα αγγλικό. Κι ένα άλλο επίσης, θηλέων ορφανών. Στους παραπάνω πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη, να θυμηθούμε τους εξής λόγιους, επιζήσαντες της Γενοκτονίας: τον άρχοντα της ποίησης Βαχάν Τεκεγιάν, τον μεγάλο συγγραφέα Αγκόπ Οσαγκάν κι τον Αρσάκ Αλμπογιατζιάν. Επίσης τον Τεοντίκ, τον Τσιφτέ Σαράφ, τον καθηγητή ζωγραφικής Αρμενάκ Ντερ Αγκοπιάν, τον καθηγητή Χατσατουριάν, τον Νισάν Μπεσικτασλιάν και τον πρώτο δάσκαλό μου στα αρμένικα Κεβόρκ Γκαρβαρέντς, μεγάλο ποιητή και μουσικό.

Έτσι, το 1924, βρίσκονταν στην Κέρκυρα περίπου 30.000 Αρμένιοι. Λόγω μεγάλης δυσκολίας επιβίωσης και εύρεσης εργασίας, η πλειοψηφία αυτών αναγκάστηκε να αφήσει το νησί φεύγοντας προς τη Γαλλία, την Αμερική ή την Αίγυπτο.

Εκείνα τα χρόνια, μία ομάδια λόγιων επισκέφθηκε το χωριό Αρμενάδες και βρήκε στην τοπική εκκκλησία ένα Ευαγγέλιο με αρμενικούς χαρακτήρες, όπως επίσης ένα μεταξωτό μαντήλι διακοσμημένο στο βελονάκι με χειροποίητα αρμένικα γράμματα. Αυτή είναι η μαρτυρία για τους προγόνους μας που ίδρυσαν το χωριό Αρμενάδες και που μετέπειτα δεν άφησαν καθόλου χνάρια. Στην Κέρκυρα υπήρχαν δύο μεγάλα φρούρια, το Νέο Φρούριο (κοντά στο λιμάνι) κι ένα άλλο τεράστιο, το Παλαιό Φρούριο. Αυτά ήταν κατασκευασμένα από τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας. Οι Κερκυραίοι μιλούν τραγουδιστά, κάτι που έχουν κληρονομήσει από τους Βενετσιάνους. Αγαπούν γενικά την κλασσική μουσική.

Πριν τον Πόλεμο, η Κέρκυρα είχε μια αρκετά πολυάριθμη κοινότητα Εβραίων, όπως επίσης πολλούς Μαλτέζους. Στο κέντρο της πόλης υπήρχε (και υπάρχει ακόμα) ένα μεγάλο καφεκοπτείο – γλυκοπωλείο δύο οικογενειών αρμενικής καταγωγής, των Τζαρουκιάν και Μαργκοσιάν. Αυτοί είχαν μεταναστεύσει από το Κεμάχ, το μακρινό 1908, ιδρύοντας την εταιρεία τους ειδικευμένοι στον καφέ. Στα χρόνια της προσφυγιάς, οι Αρμένιοι προσέτρεχαν σε αυτό το κατάστημα για να λύσουν οποιοδήποτε πρόβλημα, και το είχαν βαπτίσει «Αρμενικό Προξενείο»! Ας επιστρέψουμε όμως στη βιογραφία μου.

***

Από το Μαντούκι μας μετέφεραν στο Παλαιό Φρούριο. Εγώ έκανα φιλία με τη θάλασσα, καθώς περνούσα όλη την ημέρα με τα ορφανά παιδιά, κολυμπώντας στα «φιορδ» του Φρουρίου. Νοικιάσαμε ένα παλιό σπίτι με άλλες δύο οικογένειες Αρμενίων στο κέντρο, κοντά στο λιμάνι. Κεντρικά, κοντά στην Εταιρεία Τζαρουκιάν και Μαργκοσιάν, ιδρύθηκε σύντομα ένα αρμένικο σχολείο, η «Σχολή Αραρατιάν». Ιδρυτές ήταν κάποιος Πατέρας Στεπάν από τους Μεχιταριστές της Βιέννης, ο πασίγνωστος καπουτσίνος Πατέρας Γκιουρέγ Ζοχραμπιάν, ενώ έχρισαν ως διευθυντή τον πρεσβύτερο Κεβόρκ Γκαρβαρέντς. Θυμάμαι πάντα με αγάπη τη συμπαθητική του προσωπικότητα, με το μεγάλο μαύρο παπιγιόν φορεμένο στο λευκό πουκάμισο, ως γνήσιος Τασνάκ. Μια μέρα, στη Σχολή Αραρατιάν, στο μάθημα της μουσικής, θελησε να δοκιμάσει και τη φωνή μου. Όταν το εκλεπτυσμένο του αυτί άκουσε μια παραφωνία, με πήρε παραέξω και μου έδωσε να τραγουδήσω «ντο ντο». Δεν είχα επιτυχία, κι έτσι με συμβούλεψε να μην τραγουδώ. Με απάλλαξε χαριτολογώντας: «Εσύ να τραγουδάς μόνο κόνιαλι!».

Κυρία Περούζ Παπαζιάν

Γεννήθηκε στο Αφιόν-Καραχισάρ και πήγε νύφη στο Ακ-Σεχίρ σαν την μητέρα μου. Εκτός από συντοπίτισσες ήταν και καλύτερες φίλες οι δυο τους. Η χήρα Κα Περούζ είχε φτάσει στην Κέρκυρα με το ίδιο πλοίο, με τις δύο κόρες της Φιλόρ και Τακουή. Η Κα Περούζ, σπουδασμένη στη Σμύρνη, ήξερε και γερμανικά, εκτός από τα ελληνικά. Το ξενοδοχείο «Γκραντ Οτελ ντ’ Ινγκλιτέρ και Μπελ Βενίζ» που ήταν το καλύτερο της Κέρκυρας, ανήκε σε μία γερμανίδα. Εκείνη, εκτιμώντας τις ικανότητες της Κας Περούζ, την όρισε διευθύντρια στο ξενοδοχείο. Σύντομα η Κα Περούζ βρήκε θέσεις εργασίας για τους δικούς μου, βάζοντας την Σιρανούς στο βεστιάριο και την Αρουσιάκ στην κουζίνα. Έτσι εξασφαλίσαμε τα προς τα ζην.

Εκείνες τι μέρες, εγώ έπαιζα ολημερίς στο λιμάνι με τον συνομήλικο φίλο μου Σαρκίς (νομίζω Αραμπιάν). Τα παιχνίδια μας ήταν ή μια άσπρη κλωστή περασμένη σε μια λυγισμένη καρφίτσα για να βάζουμε το δόλωμα ψαρέματος, ή μια εξόρμηση στις δεσμίδες χαρτιού του λιμανιού για να μαζέψουμε γραμματόσημα. Σταδιακά η διασκέδαση εξελίχθηκε. Πόσοι καυγάδες με τα ελληνάκια προς τη διεκδίκηση των γραμματοσήμων! Έπειτα χαιρόμασταν φτιάχνοντας και πετώντας αυτοσχέδιους χαρταετούς με χρωματιστά φυλλαράκια και κομματάκια από καλάμι. Αυτό ενοχλούσε τα τηλεγραφεία που βρίσκονταν εκεί και δεχόμασταν το κυνηγητό των αστυνόμων, από το οποίο όμως καταφέρναμε, σαν καλοί κατεργάρηδες, να διαφεύγουμε πάντα, ώσπου μας έστειλαν αστυνόμους με πολιτικά! Μια μέρα, ένας από αυτούς με έπιασε και με πήγε στο τμήμα, βάζοντάς με στο κρατητήριο με κλέφτες κι απατεώνες για τρεις ώρες. Αυτή η φυλακή με πλήγωσε τόσο πολύ, ώστε ο επόμενος χαρταετός που θα πετούσα, θα ήταν αυτός που με πήγε στη Βενετία, όπως θα αφηγηθώ αργότερα!

Για αυτή μου την αταξία, με τιμώρησε και η μητέρα μου, βάζοντάς με υπό την επίβλεψη του Τακβόρ Κεμεντσετζιάν, ο οποίος σ΄ένα μικρό χώρο εκεί στην παραγκούπολη του λιμανιού, έφτιαχνε τσαρούχια για τους Αλβανούς. Σ΄αυτή την τρύπα, θα κάρφωνα κι εγώ καρφιά στα τσαρούχια. Κάρφωνα μια, κάρφωνα δυο, έφαγα τόσες τσεκουριές στα δάχτυλα, που μια μέρα παράτησα τη δουλειά κι έφυγα. Η Σιρανούς και η Κα Περούζ με ενέγραψαν σε ένα ελληνικό σχολείο που διηύθυναν ορθόδοξοι ιερείς με τα μαλλιά μαζεμένα σε σινιόν. Μια μέρα πήγα σχολείο, και τη δεύτερη δεν θέλησα να επιστρέψω, αφού το σχολείο βρισκόταν στον πάνω όροφο εκείνης της φυλακής!

Ιταλική Σχολή «Ρέτζια»

Εκείνα τα χρόνια, ιδρύθηκε στην Κέρκυρα η Ιταλική Σχολή «Ρέτζια» (Βασιλική Ιταλική Σχολή), όπου φοιτούσαν παιδιά αλβανών υπουργών, και γενικά η αλβανική «ελίτ». Ήταν μια πολυτελής σχολή με δίδακτρα. Ιδρυτής ήταν ο Καθηγητής Αλεσάντρο Μορέλλο, της Αδελφότητος των χριστιανικών σχολών Σαν Τζιοβάννι Μπατίστα ντε λα Σαλ. Ο Μορέλλο (γνωστός και ως αδελφός Αμπέλε), είχε ιδρύσει και την ιταλική σχολή στην Τρίπολη της Λιβύης.

Κατόπιν σκέψεων, η Σιρανούς και η Κα Περούζ αποφάσισαν να με εγγράψουν στην παραπάνω σχολή. Επί πληρωμή φυσικά, αφού η μητέρα μου έκανε κάθε θυσία για τη μόρφωση.

Ήταν το ακαδημαϊκό έτος 1926-1927. Στην πρώτη τάξη είμαστε περίπου 40 μαθητές. Μπαίνει στην τάξη ο διευθυντής, αδελφός Αμπέλε. Από τις πίσω σειρές όπου καθόμουν, με καλεί, ζητώντας να γράψω το όνομά μου στον μαυροπίνακα. Εγώ το γράφω με γαλλική ορθογραφία, όπως το είχα μάθει στη Σχολή Αραρατιάν. Ο Αμπέλε με πιάνει από το χέρι και με οδηγεί στη δευτέρα τάξη. Μάλλον επειδή ήμουν μεγαλύτερος από τους άλλους. Όπως έφευγε, είπε «Το μυστικό της επιτυχίας είναι ο ιδρώτας, δηλαδή η διαρκής εργασία».

Η δευτέρα τάξη αποτελείτο από Ιταλούς, Μαλτέζους, Αλβανούς, μερικούς Εβραίους και κάποιους Γιουκοσλάβους, 30 άτομα συνολικά. Ο μοναδικός Αρμένιος ήμουν εγώ.

Σε όλες τις καθολικές χώρες υπάρχουν σχολεία αυτού του Τάγματος. Οι Αδελφοί δεν είναι μόνο ιερωμένοι, είναι αφοσιωμένοι αρωγοί της μόρφωσης. Η συνήθεια είναι, στο τέλος της χρονιάς να απονέμονται τρία μετάλλια στους καλύτερους μαθητές. Ε λοιπόν την πρώτη χρονιά, όχι μόνο κέρδισα το χρυσό μετάλλιο, αλλά πήρα κι ένα βραβείο για τη μάθηση της ιταλικής γλώσσας. Το μυστικό της επιτυχίας ήταν η διαρκής εργασία όπως μας είχε πει ο διευθυντής, κι εγώ ξυπνούσα τα πρωϊνά στις 5 για να διαβάσω. Δεν ήμουν καλύτερος επειδή ήμουν ο πιο έξυπνος της τάξης, ένα μέτριο μυαλό είναι αρκετό, αλλά χρειάζεται επιμονή και θέληση. Πρέπει να ομολογήσω ότι μια μυστική δύναμη με ωθούσε για αυτές μου τις επιτυχίες. Κι αυτή δεν ήταν άλλη από τα δάκρυα της μητρός μου την ημέρα της απονομής. Έτσι, όντας ο πρώτος μαθητής για επτά συνεχόμενα έτη, το σχολείο δεν μου χρέωσε τα δίδακτρα ήδη από την τρίτη χρονιά!

Αρχιτέκτων Εντουάρτ Τερζιάν

Τη δεκαετία του 1930, εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα ο Εντουάρτ Τερζιάν, αρχιτέκτονας, αμερικανός υπήκοος, γιος του λόγιου Τοβμάς.

Ο Τοβμάς Τερζιάν, απόφοιτος του κολλεγίου Μουράτ Ραπαελιάν της Βενετίας, και άλλοι σύγχρονοί του διανούμενοι στην Κωνσταντινούπολη, όπως ο Μικιρδίτς Μπεσικτασλιάν, ο Τιγλιάν, ο Τανιέλ Βαρουζάν, είχαν σχηματίσει τη χρυσή εποχή της διανόησης. Ο Τοβμάς Τερζιάν, γνώστης της αρχαίας αρμενικής γλώσσας, υπήρξε ο δάσκαλος του Αρσάκ Τσομπανιάν. Ο Εντουάρτ, απόφοιτος του ιδίου κολλεγίου, σκόπευε να περάσει τα χρόνια του απολαμβάνοντας την Κέρκυρα. Ήταν ένας πράος και γλυκομίλητος άνθρωπος, πολύγλωσσος και κοσμοπολίτης. Γνωστός στους κύκλους, ήταν συχνά προσκεκλημένος στις επίσημες συγκεντρώσεις και πάντα παρών στις εορτές αποφοίτησης του ιταλικού μου σχολείου.

Εγώ, έχοντας αφήσει τη ζωή του «κατεργάρη του λιμανιού» ήμουν πλέον στο δρόμο της σύνεσης. Είχα καλές ασχολίες στις ελεύθερες ώρες μου. Για κάποιο διάστημα μαθήτευσα κοντά σε έναν Εβραίο μικρέμπορα που πουλούσε αρώματα με το γραμμάριο. Άλλοτε, μετά τις 4 το απόγευμα, βοηθούσα τον Κο Αγκοπιάν, που είχε κατάστημα στο κέντρο με μεταξωτά υφάσματα μάρκας Καλπακιάν και κάλτσες μάρκας Ντεβλετιάν. Έγραφα επίσης την αλληλογραφία τους στα ελληνικά. Κάποτε παρακολουθούσα και βραδινά μαθήματα ζωγραφικής. Έτσι απλά, ήμουν αρεστός στην αρμενική παροικία της Κέρκυρας. Κάποιες ευκατάστατες κυρίες (θυμάμαι την Κα Ανανιάν που μετέπειτα πήγε στην Αμερική) με καλούσαν σπίτι τους για να μου διδάξουν αρμενικά.

***

Εκείνη την εποχή, δεν είχαμε ιερέα της αρμενικής αποστολικής εκκλησίας στην Κέρκυρα. Όμως, στο δρόμο για το Κανόνι, υπήρχε μέσα σε έναν ολάνθιστο κήπο, η αρμενική ευαγγελική εκκλησία, όπου πάστορας ήταν ο Αιδεσιμότατος Τζετζιζιάν. Η ευαγγελική εκκλησία, υποστηριζόμενη από την Αγγλία, ήταν ο χώρος συγκέντρωσης της αρμενικής παροικίας για την κυριακάτικη λειτουργία. Εκεί, κάθε Κυριακή, κύρηττε ο Αιδεσιμότατος Τζετζιζιάν με θέματα που αντλούσε -κατα το ενενήντα τοις εκατό- από την Παλαιά Διαθήκη. Ο Αιδεσιμότατος, με τα βλέφαρα κλειστά και το κεφάλι υψωμένο, κύρηττε με μια φωνή βραχνή και κινήσεις θεατρικές. Η λειτουργία τελείωνε πάντα με το μονότονο άσμα «Έλα προς τον Χριστό, έλα προς τον Χριστό, στον Χριστό έλα σήμερα, στον Χριστό έλα σήμερα».

Θυμάμαι μια χρονιά που επισκέφθηκε την εκκλησία ο Βοσκάν Μπέη Μαρντικιάν, πρώην υπουργός Ταχυδρομείου και Επικοινωνιών της Οθωμανικής Κυβέρνησης, και έδωσε ένα υπέροχο κήρυγμα για την αρμενική ιστορία και οικογένεια.

***

Η ημερησία εφημερίδα της Αθήνας «Νορ Ορ», εκείνηςτης εποχής, εξέδωσε ένα άρθρο την 23η Ιουλίου 1930 με θέμα «Οι επιτυχίες των Αρμενίων μαθητών στα ξένα σχολεία». Το άρθρο ξεκινούσε με το όνομα της Κας Ζαρουχί Μπογοσιάν. Και συνέχιζε:

«Ο Γκαραμπέτ Μπορανιάν από την Κέρκυρα, με καταγωγή από το Ακ-Σεχίρ, 15 ετών, φοιτά στην Ιταλική Σχολή Κέρκυρας. Έχει λάβει πρωτιές και μετάλλια, δέκα ως σήμερα, το τελευταίο των οποίων είναι χρυσό και έχει κερδίσει διάφορα βραβεία την κάθε χρονιά. Τα εν λόγω μετάλλια και βραβεία αποστέλλονται στη Διεύθυνση της Σχολής από το Ιταλικό Υπουργείο Εξωτερικών, ώστε να διανεμηθούν στους επιτυχόντες μαθητές. Ο νεαρός, που είναι ορφανός από πατέρα και ζει με τη μητέρα του, έχει μεγάλη ικανότητα μάθησης. Ο Μπορανιάν, που είναι αυτοδίδακτος στη μητρική γλώσσα, διαβάζει κάθε βιβλίο ή έντυπο στην αρμενική γλώσσα. Είναι μετριόφρων, υπόσχεται όμως ένα λαμπρό μέλλον. Μακάρι να βρισκόταν κάποιος ευεργέτης ώστε να φροντίσει όλα τα έξοδα σπουδών του ταλαντούχου νεαρού».

Μετά από όλες αυτές τις κολακείες, ο πνευματικός της Ιταλικής Σχολής, προσπαθούσε να πείσει τη μητέρα μου να με στείλει στην Ιταλία, στο τάγμα Σαν Τζιοβάννι Μπατίστα ντε λα Σαλ.

Η μητέρα είπε «όχι».
Έπειτα, ο Αιδεσιμότατος Τζετζιζιάν, επιθυμούσε να με στείλει στην Αμερική για να με κάνει Πάστορα.
Η μητέρα είπε
«όχι».

Ο αρχιτέκτων Τερζιάν, που όπως είπα παρευρισκόταν στις σχολικές εορτές, άρχισε να δείχνει περισσότερο ενδιαφέρον προς εμένα, μου χάρισε ένα καλό λεξικό που ανήκε στον πατέρα του (και το φυλάω ως τώρα) και μου «άνοιξε το δρόμο» προς το Κολλέγιο Μουράτ Ραπαελιάν.

Κολλέγιο Μουράτ Ραπαελιάν

Το Κολλέγιο ιδρύθηκε το 1835 από δύο διαμαντέμπορους της Ινδίας, τον Μουράτ και τον Ραπαέλ, που έψαχναν ένα κέντρο στην Ευρώπη, με σκοπό τη δωρεάν μόρφωση άξιων μα άπορων αρμενίων μαθητών. Με δυο λόγια αυτή ήταν η παρακαταθήκη τους. Επέλεξαν τη Βενετία και παρέδωσαν τη διεύθυνση στους Μεχιταριστές του Αγίου Λαζάρου. Έλαβα την υποτροφία για το Κολλέγιο με ευεργέτη μου τον Αρχιτέκτονα Τερζιάν.

Έτσι λοιπόν, μετά το πρώτο τρίμηνο του σχολικού έτους 1932-1933, άνοιξα τα φτερα μου προς την Ιταλία. Την 1η Μαρτίου 1933 ένα πλοίο με μετέφερε στη Βενετία, μέσω Μπρίντιζι και Ρώμης.

Δεν πρέπει να ξεχάσω τις μνήμες της Κέρκυρας...

Το 1930, η μητέρα μου με έστειλε στα Λιπάσματα –συνοικία του Πειραιά- ως ένα ταξίδι επιβράβευσης. Εκεί, στις παράγκες, κατοικούσαν η θεία μου Ναζελί και η γιαγιά μου (εκ μέρος του πατρός μου). Στην αποσκευή μου η μητέρα μου είχε βάλει μερικά από τα μετάλλια για να τους τα δείξω. Κυριακή πρωΐ, οι θείες μου επέμεναν να πάω στην εκκλησία με τα μετάλλια φορεμένα στο στήθος! Φυσικά αρνήθηκα κατηγορηματικά αυτή την επίδειξη!

Τώρα που είμαι 77 ετών, αφηγούμαι όλα αυτά με αντικειμενικό τρόπο, χωρίς να καυχιέμαι. Σιώπησα ως τώρα, αλλά ήρθε η ώρα να πω τα πράγματα με ειλικρίνεια. Ζήτω η ειλικρίνεια, ζήτω η αλήθεια. Απεχθάνομαι τους αλαζόνες, προτιμώ να συνομιλώ με απλούς κι αυθεντικούς ανθρώπους, χωρικούς ή ψαράδες για παράδειγμα. Λατρεύω το μεγαλείο της απλότητας, όπως έλεγε ο (συγγραφέας) Αρπιάρ Αρπιαριάν. Η απλότητα μας οδηγεί προς την αγάπη, που δίχως αυτήν και την ένωση που προσφέρει, δεν υπάρχει δύναμη και κατ΄επέκταση δεν επέρχεται η νίκη. Όποιος δεν αγαπά, δεν νικά!

Μετά τις φιλοσοφίες, με τα χρόνια της εμπειρίας μου, επιτρέψτε μου να κάνω και την εξής παρατήρηση:

Ένας νέος Αρμένιος γεννημένος και μεγαλωμένος στη Μέση Ανατολή, έχει μεν «καλή πάστα» αλλά καθ΄ότι μυημένος «στην πιάτσα του εμπορίου», πράγμα πιο πρακτικό και προσοδοφόρο, αποκτά συνήθως μια προσωπικότητα πιο αυταρχική και πιο υλιστική. Ενώ ο γεννημένος στο ευρωπαϊκό περιβάλλον Αρμένιος, έχει πάλι «καλή πάστα», όμως ως χαρακτήρας είναι πιο εκλεπτυσμένος και λιγότερο υλιστής. Αυτές οι δύο προσωπικότητες συνήθως δεν μπορούν να συννενοηθόυν, όσο κι αν μιλάνε την ίδια γλώσσα.

Ως τώρα είχα μια αρκετά περιπετειώδη ζωή, με επεισόδια θλιβερά αλλά και κωμικοτραγικά. Πρέπει όμως να ομολογήσω πως ήταν τελικά μια από τις καλύτερες περιόδους της ζωής μου.

***

Ο Γκαρμπίς Μπορανιάν, αποφοιτώντας από το Κολλέγιο Μουράτ Ραπαελιάν, σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Πάρμα, αποφοιτώντας το 1942. Το 1943 πήρε την ειδικότητα στην παιδιατρική, την οποία και επαγγέλθηκε στο Μιλάνο. Το 1951 παντρεύτηκε την Αλίς Γκεντικιάν, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Μαζί απέκτησαν τρεις κόρες και τέσσερεις εγγονές. Ο Γκαρμπίς Μπορανιάν απεβίωσε στη Νίκαια της Γαλλίας το 2004.

Η αγάπη του για την Ελλάδα μεταδόθηκε σε όλη του την οικογένεια.

Ευχαριστώ από καρδιάς τις Κυρίες Σιράν Μπορανιάν (Μιλάνο), Αρμινέ Μπορανιάν (Λυών) και Σοσσύ Μπορανιάν (Μιλάνο) για τη βοήθεια, τις πληροφορίες και το φωτογραφικό υλικό που μου διέθεσαν.

Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"

Kantsaran Banner

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ

typografia


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 18 επισκέπτες συνδεδεμένους