Συζητώντας με τον Ερβέ Ζορζελέν Εκτύπωση E-mail

Στην Κουήν Μινασιάν

Αρμενικά Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2013 τεύχος 79

Ο Ερ­βέ Ζορ­ζε­λέν (Herve Georgelin) εί­ναι γάλ­λος ι­στο­ρι­κός, ε­ρευ­νη­τής, βαλ­κα­-νιο­λό­γος, με­τα­φρα­στής και συγ­γρα­φέ­ας, δι­δά­κτωρ Ι­στο­ρί­ας και πο­λι­τι­σμών του Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales. Έ­χει δια­τε­λέ­σει ε­ρευ­νη­τής στην έ­δρα Ζαν Μο­νέ του Ευ­ρω­πα­ϊ­κού Πα­νε­πι­στη­μια­κού Ιν­στι­τού­του της Φλω­ρε­ντί­ας και ε­πι­στη­μο­νι­κό μέ­λος της Γαλ­λι­κής Σχο­λής Α­θη­νών. Έ­χει δη­μο­σιεύ­σει πολ­λά άρ­θρα για την ύ­στε­ρη πε­ρί­ο­δο της Ο­θω­μα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Η έ­ρευ­να τον ο­δή­γη­σε σε δύ­σβα­τα μο­νο­πά­τια, που α­παι­τού­σαν γνώ­σεις ι­διαί­τε­ρων γλωσ­σών, ό­πως Ελ­λη­νι­κά, Αρμε­νι­κά και Τουρ­κι­κά, τις ο­ποί­ες και έ­μα­θε ά­πται­στα. Ό­ντας πα­ράλ­λη­λα κα­λός γνώ­στης της γερ­μα­νι­κής και αγ­γλι­κής γλώσ­σας συν­δυά­ζει ι­κα­νό­τη­τες που έ­χουν λί­γοι ε­ρευ­νη­τές και συγ­γρα­φείς.

Η πρώ­τη μας «ά­τυ­πη» συ­νά­ντη­ση έ­γι­νε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, στα γρα­φεί­α των αρ­με­νι­κών εκ­δό­σε­ων Α­ράς, ό­που σκυμ­μέ­νος μπρο­στά στον υ­πο­λο­γι­στή ερ­γα­ζό­ταν πά­νω στη γαλ­λι­κή με­τά­φρα­ση του βι­βλί­ου του Ζα­βέν Μπι­μπε­ριάν. Η ε­πό­με­νη συ­νά­ντη­ση έ­γι­νε στην Α­θή­να, ό­ταν κα­λε­σμέ­νος στο Πνευ­μα­τι­κό Κέ­ντρο Κων­στα­ντι­νο­πο­λι­τών, πα­ρου­σί­α­σε τις ερ­γα­σί­ες και με­τα­φρά­σεις του για τους αρ­με­νί­ους συγ­γρα­φείς Α­ράμ Α­ντο­νιάν και Ζα­βέν Μπι­μπε­ριάν. Α­πό τις εκ­δό­σεις Κέ­δρος κυ­κλο­φο­ρεί στα Ελ­λη­νι­κά το βι­βλί­ο του «Σμύρ­νη: Α­πό τον κο­σμο­πο­λι­τι­σμό έ­ως τους ε­θνι­κι­σμούς», με α­φορ­μή το ο­ποί­ο ως κα­λε­σμέ­νος α­πό το Ε­λεύ­θε­ρο Πα­νε­πι­στή­μιο του Δή­μου Κη­φι­σιάς, έ­δω­σε διά­λε­ξη στη βι­βλιο­θή­κη της Έ­παυ­λης Δρο­σί­νη με θέ­μα «Ι­στο­ριο­γρα­φι­κοί στο­χα­σμοί για την πα­ρου­σί­α του ελ­λη­νι­κού κρά­τους στη Μι­κρά Α­σί­α 1919-1922 - Ο ρό­λος του Υ­πά­του Αρ­μο­στή, Α­ρι­στεί­δη Στερ­γιά­δη».

“Οι ση­μα­ντι­κοί άν­θρω­ποι εί­ναι σπα­νί­ως

εύ­κο­λοι και ά­νε­τοι. Η πέν­να τους δεν

κο­λα­κεύ­ει ού­τε τον ε­αυ­τόν τους ού­τε

τους άλ­λους και σί­γου­ρα

ό­χι τους ι­σχυ­ρούς!”

Κύ­ριε Ζορ­ζε­λέν, εί­στε Γάλ­λος και ε­κτός του ό­τι μι­λά­τε ά­πται­στα Γερ­μα­νι­κά και Αγ­γλι­κά, δια­πι­στώ­νου­με έκ­πλη­κτοι, ό­τι ε­ξί­σου κα­λά γνω­ρί­ζε­τε Ελ­λη­νι­κά, Αρ­με­νι­κά - τη δυ­τι­κή διά­λε­κτο- και Τουρ­κι­κά. Μι­λή­στε μας λί­γο για ε­σάς και τι σας ο­δή­γη­σε να μά­θε­τε τις ι­διαί­τε­ρες αυ­τές γλώσ­σες.

Θε­ω­ρώ ό­τι ο­φεί­λε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο στην τύ­χη. Τα Ελ­λη­νι­κά άρ­χι­σα να τα μα­θαί­νω στην ε­φη­βεί­α μου, ό­ταν ζού­σα σ’ έ­να προ­ά­στιο στο Πα­ρί­σι, ό­που εί­χα α­πο­κτή­σει Έλ­λη­νες φί­λους. Με­τά εγ­γρά­φη­κα στην γαλ­λι­κή «Ε­θνι­κή Σχο­λή Α­να­το­λι­κών Γλωσ­σών και Πο­λι­τι­σμών». Ση­μα­ντι­κό ρό­λο έ­παι­ξε, ε­πί­σης, ο τό­τε κα­θη­γη­τής και νυν φί­λος μου, δι­δά­κτωρ ι­στο­ρί­ας και γε­ω­γρα­φί­ας της Βαλ­κα­νι­κής χερ­σο­νή­σου Bernard Lory, ο ο­ποί­ος δί­νει έμ­φα­ση στα στοι­χεί­α της πε­ριο­χής α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό τα ε­θνι­κά σύ­νο­ρα που εμ­φα­νί­στη­καν τον δέ­κα­το έ­να­το αιώ­να. Δεν εί­χε τον κλασ­σι­κό τό­νο του μαρ­τυ­ρο­λο­γί­ου ό­ταν μι­λού­σε για την ο­θω­μα­νι­κή πε­ρί­ο­δο. Κα­τα­λα­βαί­νε­τε ό­τι οι σύγ­χρο­νες κοι­νω­νί­ες δεν ευ­νο­ούν την πο­λυ­γλωσ­σί­α. Γνω­ρί­ζου­με ό­μως ό­τι σε άλ­λες ε­πο­χές οι κα­νό­νες ή­ταν δια­φο­ρε­τι­κοί. Μο­νό­γλωσ­σοι Ρω­μιοί ή Αρ­μέ­νιοι ή­ταν για πα­ρά­δειγ­μα σπά­νιοι στην Ο­θω­μα­νι­κή αυ­το­κρα­το­ρί­α. Βέ­βαια, τί­θε­ται το ζή­τη­μα της α­ξιο­ποί­η­σης τέ­τοιων γνώ­σε­ων.

Προ­σω­πι­κά κα­τα­βά­λω κά­θε προ­σπά­θεια να τις α­ξιο­ποι­ή­σω τίμια και λογικά στο έρ­γο μου ως ι­στο­ρι­κός και με­τα­φρα­στής.

Υ­πάρ­χουν σί­γου­ρα κά­ποιες α­να­λο­γί­ες με­τα­ξύ της ι­στο­ρί­ας και του πο­λι­τι­σμού της πε­ριο­χής αυ­τής, με τις πνευ­μα­τι­κές μου α­να­ζη­τή­σεις. Ο­μο­λο­γώ ό­τι η ε­να­σχό­λη­σή μου με την ι­στο­ρί­α της Εγ­γύς Α­να­το­λής και της Βαλ­κα­νι­κής, με έ­φε­ρε σε ε­πα­φή με κα­λούς συγ­γρα­φείς, ε­νώ έ­θε­σε εν­δια­φέ­ρο­ντα ζη­τή­μα­τα ό­πως το αρ­με­νι­κό. Ε­πί­σης, εί­χα την τύ­χη να γνω­ρί­σω την πα­νε­πι­στη­μια­κό Ζα­νίν Αλ­του­νιάν, η ο­ποί­α γρά­φει δο­κί­μια λο­γο­τε­χνι­κής και ψυ­χα­να­λυ­τι­κής κρι­τι­κής, σχε­τι­κά με το α­νω­τέ­ρω ζή­τη­μα. Αν και αυ­τά που την προ­βλη­μα­τί­ζουν δεν εί­ναι του το­μέ­α μου, εν τού­τοις, σχε­τί­ζο­νται με τις α­να­ζη­τή­σεις μου ως α­τό­μου και γάλ­λου πο­λί­τη. Αρ­κούν οι συ­να­ντή­σεις αυ­τές, οι α­λη­θι­νές και πνευ­μα­τι­κές για να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σω, ό­τι δεν εί­ναι σπα­τά­λη χρό­νου η με­λέ­τη κει­μέ­νων στα Αρ­με­νι­κά ή η έ­ρευ­να του πα­ρελ­θό­ντος της ευ­ρύ­τε­ρης πε­ριο­χής.

Ό­σο για τα Τουρ­κι­κά μου, αυ­τά έ­μει­ναν μέ­τρια, ί­σως ε­πει­δή οι αν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις εί­ναι δύ­σκο­λες με αν­θρώ­πους που με­γά­λω­σαν σε έ­να εκ­παι­δευ­τι­κό σύ­στη­μα και έ­να ι­δε­ο­λο­γι­κό κλί­μα γε­μά­το «αρ­νη­τι­σμό». Ω­στό­σο ε­ξαι­ρέ­σεις υ­πάρ­χουν.

Με­τα­φρά­σα­τε τους Α­ράμ Α­ντο­νιάν και Ζα­βέν Μπι­μπε­ριάν, δυο «τι­τά­νες» των αρ­με­νι­κών γραμ­μά­των, που δυ­στυ­χώς, δεν εί­ναι τό­σο γνω­στοί στο ευ­ρύ κοι­νό. Ε­σείς ε­πι­λέ­ξα­τε να τους βγά­λε­τε α­πό την α­φά­νεια. Ας αρ­χί­σου­με με τον Α­ράμ Α­ντο­νιάν που εί­ναι ο πα­λαιό­τε­ρος. Πώς τον «συ­να­ντή­σα­τε» και τι σας ώ­θη­σε να τον με­τα­φρά­σε­τε στα Γαλ­λι­κά; Πώς φτά­σα­τε στις πη­γές;

Τον Α­ράμ Α­ντο­νιάν (1876-1951) τον «συ­νά­ντη­σα» σε μια α­πό τις πιο ση­μα­ντι­κό­τε­ρες αρ­με­νι­κές βι­βλιο­θή­κες ε­κτός Αρ­με­νί­ας, στη Βι­βλιο­θή­κη Νου­μπάρ του Πα­ρι­σιού, της ο­ποί­ας ο Α­ντο­νιάν ή­ταν ο πρώ­τος έ­φο­ρος. Τό­τε, διά­βα­σα το «Ε­κεί­νες τις μαύ­ρες μέ­ρες...», το ο­ποί­ο εί­ναι και το πρώ­το έρ­γο που με­τέ­φρα­σα στα Γαλ­λι­κά.

Ε­ρευ­νώ­ντας στη βι­βλιο­θή­κη Νου­μπάρ και στα αρ­χεί­α της α­ξιέ­παι­νης ε­φη­με­ρί­δας “Χα­ράτ­ς” για τον ε­κλι­πό­ντα συγ­γρα­φέ­α, βρή­κα ί­χνη και άλ­λων του κει­μέ­νων. Το έρ­γο του «Στο δρό­μο της ε­ξο­ρί­ας» εί­χα την τύ­χη να μου το δώ­σει ο Βα­χέ Τα­σντζιάν, συ­νερ­γά­της τό­τε της βι­βλιο­θή­κης, ο ο­ποί­ος τώ­ρα ερ­γά­ζε­ται στο πρό­γραμ­μα Χου­σα­μα­ντιάν. Το τρί­το, το «Σε ε­κεί­νη την κα­τα­χθό­νια φω­τιά», μού το έ­στει­λε ο ι­στο­ρι­κός, εκ­δό­της και νυν διευ­θυ­ντής του Ιν­στι­τού­του Κο­μι­τάς στο Λον­δί­νο, Α­ρά Σα­ρα­φιάν. Έ­τσι στα­δια­κά γνώ­ρι­σα και τους αν­θρώ­πους. Αυ­τό που με πα­ρα­κί­νη­σε να με­τα­φρά­σω κεί­με­νά του εί­ναι ό­τι Α­ντο­νιάν δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται στα τε­τριμ­μέ­να και ι­διαί­τε­ρα στη φθη­νή α­γα­νά­κτη­ση και αυ­το­θυ­μα­το­ποί­η­ση, κά­τι συ­νη­θι­σμέ­νο στους αρ­με­νι­κούς κύ­κλους.

Εν­νο­εί­ται ό­τι η κα­τα­στρο­φή του δυ­τι­κού αρ­με­νι­κού κό­σμου εί­ναι έ­γκλη­μα και θα πρέ­πει κά­ποια στιγ­μή να α­να­γνω­ρι­στεί α­πό τους κλη­ρο­νό­μους του ο­θω­μα­νι­κού κα­θε­στώ­τος. Πέ­ρα α­πό αυ­τό ό­μως, η συ­νε­χής α­πλο­ποί­η­ση του πα­ρελ­θό­ντος, η συ­στη­μα­τι­κή στά­ση του κα­τή­γο­ρου και ο χυ­δαί­ος ε­θνι­κι­σμός εκ μέ­ρους των Αρ­με­νί­ων προ­κα­λεί ψυ­χι­κή νέ­κρω­ση. Ο Α­ντο­νιάν δεν εί­ναι τέ­τοιος τύ­πος. Μέ­σω των κει­μέ­νων του, δια­πί­στω­σα πως δεν εί­ναι α­πλο­ϊ­κός κα­τή­γο­ρος.

Η πνευ­μα­τι­κή του ζω­ντά­νια θί­γει ζη­τή­μα­τα που δεν ε­ξαρ­τώ­νται πλέ­ον α­πό τους θύ­τες, αλ­λά έ­χουν σχέ­ση με την ψυ­χι­κή και κοι­νω­νι­κή κα­τάρ­ρευ­ση των θυ­μά­των, δη­λα­δή με την ε­σω­τε­ρι­κή φθο­ρά που συ­νέ­χι­σαν να προ­κα­λούν οι ί­διοι στο δρό­μο της ε­ξο­ρί­ας, στα κέ­ντρα ε­κτό­πι­σης στις ε­ρή­μους της Συ­ρί­ας και αρ­γό­τε­ρα στη δια­σπο­ρά.

Πο­νά­νε αυ­τά τα θέ­μα­τα αλ­λά εί­ναι ου­σια­στι­κές προ­σπά­θειες αυ­το­γνω­σί­ας. Κά­θε δι­ή­γη­μα της συλ­λο­γής «Ε­κεί­νες τις μαύ­ρες μέ­ρες...» δεί­χνει ό­τι, κα­τά δια­βο­λι­κό τρό­πο βέ­βαια, θύ­τες γί­νο­νται και οι ί­διοι οι Αρ­μέ­νιοι, άλ­λο­τε με την πα­θη­τι­κή τους στά­ση κι άλ­λο­τε προ­σπα­θώ­ντας με μια στρε­βλή ε­νερ­γη­τι­κό­τη­τα να πε­ριο­ρί­σουν, να ε­λέγ­ξουν και στη χει­ρό­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση να σκο­τώ­σουν ψυ­χι­κά ή α­κό­μη και σω­μα­τι­κά τον ό­ποιο αυ­θορ­μη­τι­σμό έ­μει­νε στη ζω­ή τους.

Θέ­λει πο­λύ θάρ­ρος για να α­σκή­σει κα­νείς σε τέ­τοιο βαθ­μό αυ­το­κρι­τι­κή, διό­τι εί­ναι πιο εύ­κο­λη και «κο­λα­κευ­τι­κή» η αυ­το­λύ­πη­ση και τα πα­ρά­πο­να. Για να μην πα­ρε­ξη­γη­θούν τα λε­γό­με­νά μου, το ζή­τη­μα δεν α­φο­ρά το κα­θε­στώς των θυ­μά­των του 1915.

Ε­δώ πρέ­πει να α­να­ρω­τη­θού­με πώς τα ε­πι­ζώ­ντα θύ­μα­τα εν­σω­μά­τω­σαν την κα­τα­στρο­φή του κό­σμου τους και πώς την κλη­ρο­νό­μη­σαν οι α­πό­γο­νοί τους. Στο ση­μεί­ο αυ­τό ο Α­ντο­νιάν εί­ναι γε­μά­τος ελ­πί­δα. Η ά­πο­ψή του εί­ναι ό­τι οι Αρ­μέ­νιοι έ­χουν στα χέ­ρια τους τη δυ­να­τό­τη­τα να μην γί­νουν α­συ­νεί­δη­τα συ­νερ­γά­τες των θυ­τών, να μην αυ­το­τραυ­μα­τι­στούν, ό­πως συ­χνά κά­νουν τα θύ­μα­τα με­γά­λων κα­τα­στρο­φών, αλ­λά να κρα­τη­θούν στη νέ­α πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ως υ­πεύ­θυ­νοι α­πό­γο­νοι των θυ­μά­των και διεκ­δι­κη­τι­κοί α­πέ­να­ντι στους θύ­τες. Ναι, η α­λη­θι­νή ζω­ή α­παι­τεί θάρ­ρος.

Ο δη­μο­σιο­γρά­φος και συγ­γρα­φέ­ας Ζα­βέν Μπι­μπε­ριάν εί­ναι ε­πί­σης μια «δύ­σκο­λη» πε­ρί­πτω­ση. Μά­λι­στα το έρ­γο του α­να­γνω­ρί­στη­κε α­κό­μη και α­πό τους ί­διους τους Αρ­με­νί­ους με­τά θά­να­τον. Ποιος εί­ναι ο Ζα­βέν Μπι­μπε­ριάν λοι­πόν και για­τί εί­ναι τό­σο ση­μα­ντι­κός κα­τά τη γνώ­μη σας;

Ναι, ο Ζα­βέν Μπι­μπε­ριάν (1921-1984) εί­ναι δύ­σκο­λη πε­ρί­πτω­ση. Οι ση­μα­ντι­κοί άν­θρω­ποι εί­ναι σπα­νί­ως εύ­κο­λοι και ά­νε­τοι. Η πέν­να τους δεν κο­λα­κεύ­ει ού­τε τον ε­αυ­τόν τους ού­τε τους άλ­λους και σί­γου­ρα ό­χι τους ι­σχυ­ρούς! Έ­μα­θα για τον Ζα­βέν Μπι­μπε­ριάν α­πό έ­να άρ­θρο του Μαρ­κ Νι­σα­νιάν, ο ο­ποί­ος εί­χε γρά­ψει για τον Κων­στα­ντι­νο­πο­λί­τη συγ­γρα­φέ­α στο “Χα­ράτ­ς”. Έ­πει­τα, χά­ρις στις εκ­δό­σεις “Α­ράς”, βρή­κα φω­το­τυ­πί­α της πρώ­της -μη ο­λο­κλη­ρω­μέ­νης- έκ­δο­σης του α­ρι­στουρ­γή­μα­τός του «Το Λυ­κό­φως των μυρ­μη­γκιών». Άρ­χι­σα λοι­πόν την α­νά­γνω­ση και με­τά ξα­να­διά­βα­σα το έρ­γο στην και­νούρ­για και ο­λο­κλη­ρω­μέ­νη έκ­δο­ση του Α­ράς. Α­πο­φά­σι­σα να με­τα­φρά­σω το βι­βλί­ο διό­τι το βρή­κα ε­ξαι­ρε­τι­κό α­πό πολ­λές α­πό­ψεις.

Εί­ναι έ­να α­προσ­δό­κη­το έρ­γο του δυ­τι­κού αρ­με­νι­κού κό­σμου, που συμ­με­τέ­χει πλή­ρως στη ρο­ή της διε­θνούς πνευ­μα­τι­κής ζω­ής, σαν μια συ­νέ­χεια της κων­στα­ντι­νο­πο­λί­τι­κης αρ­με­νι­κής ζω­ής. Εί­ναι έ­νας α­ντι­κα­το­πτρι­σμός μιας ζω­η­ρής αρ­με­νι­κής πνευ­μα­τι­κής ζω­ής σε α­στι­κό πε­ρι­βάλ­λον, έ­νας α­πό­η­χος α­πό την πρώ­ην αυ­το­κρα­το­ρι­κή πρω­τεύ­ου­σα, σε γό­νι­μη ε­πα­φή με τα ρεύ­μα­τα της δυ­τι­κής Ευ­ρώ­πης, χω­ρίς φθη­νό φολ­κλόρ και εν τού­τοις βα­θιά ρι­ζω­μέ­νο στη δυ­τι­κή αρ­με­νι­κή κοι­νω­νι­κή, λο­γο­τε­χνι­κή και ψυ­χο­λο­γι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Ο Μπι­μπε­ριάν μι­λά­ει για το πα­ρόν των Αρ­με­νί­ων της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης πλέ­κο­ντας έ­ντε­χνα το συλ­λο­γι­κό με το α­το­μι­κό. Αν και οι Αρ­μέ­νιοι υ­πο­φέ­ρουν α­πό την κρα­τι­κή κα­τα­πί­ε­ση, εί­ναι και οι ί­διες οι δο­μές τους που κά­νουν τη ζω­ή τους α­σφυ­κτι­κή και στην πε­ρί­πτω­ση του α­ντι-η­ρώ­α του, του Μπα­ρέ­ντ, α­λη­θι­νά κα­τα­χθό­νιες. Ο Μπα­ρέ­ντ ζει στο πε­τσί του τι ση­μαί­νει α­δι­κί­α εκ μέ­ρους του τουρ­κι­κού στρα­τού -τριά­μι­σι χρό­νια σε τάγ­μα­τα δή­θεν ερ­γα­σί­ας που στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ε­πρό­κει­το για α­νό­η­τες και βα­σα­νι­στι­κές αγ­γα­ρεί­ες.

Ω­στό­σο ε­πι­στρέ­φο­ντας α­ντι­με­τω­πί­ζει την οι­κο­γέ­νειά του, την κοι­νό­τη­τά του, την ευ­ρύ­τε­ρη κοι­νω­νί­α και α­πο­κα­λύ­πτο­νται μπρο­στά του μορ­φές αλ­λιώ­τι­κης αλ­λά ε­πί­σης στυ­γνής κα­τα­πί­ε­σης, αυ­τή τη φο­ρά α­πό τους δι­κούς του αν­θρώ­πους. Αυ­τό μ’ α­ρέ­σει. Ο Μπι­μπε­ριάν δεν κο­λα­κεύ­ει κα­νέ­ναν. Εκ­θέ­τει την πε­ρι­πλο­κό­τη­τα που υ­πάρ­χει στη φύ­ση των αν­θρώ­πων. Με­γά­λη τέ­χνη, α­πο­κά­λυ­ψη πα­ναν­θρώ­πι­νων α­λη­θειών. Τι άλ­λο ε­πι­θυ­μού­με α­πό τη λο­γο­τε­χνί­α στα Αρ­με­νι­κά ή σε ό­ποια άλ­λη γλώσ­σα;

Το βι­βλί­ο σας «Σμύρ­νη: Α­πό τον κο­σμο­πο­λι­τι­σμό έ­ως τους ε­θνι­κι­σμούς» φαί­νε­ται πως εί­ναι έ­να ε­ξαι­ρε­τι­κό ερ­γα­λεί­ο για ό­ποιον ε­ρευ­νά ή α­πλά εν­δια­φέ­ρε­ται για την τα­ραγ­μέ­νη ε­κεί­νη πε­ρί­ο­δο. Θα μπο­ρού­σα­τε να μας πεί­τε δύ­ο λό­για για το έρ­γο αυ­τό;

Το βι­βλί­ο εκ­δό­θη­κε το 2007 α­πό τον εκ­δο­τι­κό οί­κο Κέ­δρος. Α­πο­τε­λεί μια προ­σπά­θεια μη-κοι­νο­τι­κής ι­στο­ρι­κής προ­σέγ­γι­σης της πό­λης, της ύ­στε­ρης ο­θω­μα­νι­κής πε­ριό­δου. Α­ξιο­ποί­η­σα αρ­χεί­α της δύ­σης και της α­να­το­λής, ι­στο­ριο­γρα­φι­κή βι­βλιο­γρα­φί­α και τις τό­τε γλώσ­σες της πε­ριο­χής. Έ­δω­σα βα­ρύ­τη­τα ό­χι μό­νο στις πο­λι­τι­κές αλ­λά και στις κοι­νω­νι­κές και ι­δε­ο­λο­γι­κές με­τα­βο­λές της πε­ριό­δου. Δεν α­πέ­φυ­γα το ζή­τη­μα της κα­τα­στρο­φής του 1922 και βρή­κα ε­παρ­κές υ­λι­κό για την κα­τα­νό­η­ση του γε­γο­νό­τος.

Τα­ξι­δεύ­ε­τε συ­χνά στην Τουρ­κί­α και στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και πα­ρα­κο­λου­θεί­τε α­πό κο­ντά τις πο­λι­τι­κές και κοι­νω­νι­κές ε­ξε­λί­ξεις. Τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια εί­ναι φλέ­γον το ζή­τη­μα των «μειο­νο­τή­των», δη­λα­δή των γη­γε­νών πλη­θυ­σμών της Μι­κράς Α­σί­ας: Αρ­με­νί­ων, Ρω­μιών, Ασ­συ­ρί­ων, Πο­ντί­ων, Κούρ­δων και Α­λε­βι­τών.

Ως σύγ­χρο­νος ι­στο­ρι­κός, πώς κρί­νε­τε την άρ­νη­ση των τουρ­κι­κών κυ­βερ­νή­σε­ων να α­να­γνω­ρί­σουν τις γε­νο­κτο­νί­ες που έ­λα­βαν χώ­ρα στην πε­ριο­χή;

Οι ε­ξε­λί­ξεις στην Τουρ­κί­α σή­με­ρα εί­ναι ση­μα­ντι­κές αν και α­ντι­φα­τι­κές. Δη­λα­δή, ναι μεν η κα­θη­με­ρι­νή ζω­ή στα σχο­λεί­α των μειο­νο­τή­των, στις εκ­κλη­σί­ες ή συ­να­γω­γές δεν ή­ταν πο­τέ πριν τό­σο ε­λεύ­θε­ρη και οι εκ­δό­σεις βι­βλί­ων σχε­τι­κά με τους μη Λευ­κούς Τούρ­κους, δη­λα­δή για τους μη σου­νί­τες και μη τουρ­κό­φω­νους ό­πως τους ο­νο­μά­ζουν, δεν ή­ταν πο­τέ τό­σο ποι­κί­λες. Α­κό­μα και τα α­κα­δη­μα­ϊ­κά συ­νέ­δρια για πα­ρό­μοια θέ­μα­τα δεν ή­ταν πο­τέ πριν τό­σο πολ­λά. Ω­στό­σο, η γε­νι­κή α­τμό­σφαι­ρα της ι­σλα­μι­κής και ε­θνι­κι­στι­κής α­ντί­δρα­σης συ­νε­χί­ζει να πε­ριο­ρί­ζει τον ο­ρί­ζο­ντα των γη­γε­νών πλη­θυ­σμών.

Αυ­τή η α­τμό­σφαι­ρα πε­ρι­λαμ­βά­νει και συμ­βο­λι­κές ε­πεμ­βά­σεις στην ι­στο­ρί­α του τό­που, ό­πως με­τα­τρο­πές εκ­κλη­σιών σε τζα­μιά, -μι­λά­με τώ­ρα για την Α­γί­α Σο­φί­α της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, που πρέ­πει να πά­ψει να εί­ναι μου­σεί­ο- και για φο­νι­κές ε­πι­θέ­σεις κα­τά α­κτι­βι­στών ή χρι­στια­νών, ό­πως η δο­λο­φο­νί­α του δη­μο­σιο­γρά­φου Χρα­ντ Ντι­νκ και οι ε­πι­θέ­σεις κα­τά η­λι­κω­μέ­νων Αρ­με­νισ­σών στην πε­ριο­χή της Ψα­μά­θειας.

Η βί­α φαί­νε­ται να έ­χει στε­νούς δε­σμούς, αν ό­χι τη συμ­βο­λή του κρά­τους ή του πα­ρα­κρά­τους και με άλ­λες δη­μό­σιες ή κομ­μα­τι­κές ορ­γα­νώ­σεις. Προ­σπα­θώ προ­σω­πι­κά να πα­ρα­κο­λου­θώ τα γε­γο­νό­τα και να κρα­τώ ε­πα­φές με ό­σους δια­φω­νούν με τον ε­νερ­γη­τι­κό ε­θνι­κι­σμό, εί­τε τον κο­σμι­κό κε­μα­λι­σμό εί­τε το θρη­σκευ­τι­κό του τουρ­κι­κού κρά­τους. Φυ­σι­κά οι πο­λί­τες πρέ­πει να έ­χουν την πρω­το­βου­λί­α, το ζή­τη­μα δε μπο­ρεί να α­πα­σχο­λεί μό­νο τους Ευ­ρω­παί­ους.

Η ε­μπει­ρί­α μου ό­μως λέ­ει, ό­τι εί­ναι πολ­λοί αυ­τοί που εν­δια­φέ­ρο­νται να μά­θουν για το πα­ρελ­θόν και για το πα­ρόν της κοι­νω­νί­ας τους, ό­πως συμ­βαί­νει πά­ντο­τε ό­ταν έ­νας λα­ός βγαί­νει α­πό την «α­ντι­κει­με­νι­κή» του μι­ζέ­ρια.

Γι’ αυ­τό, αν και η τω­ρι­νή νί­κη του Ερ­ντο­γάν φαί­νε­ται α­πό­λυ­τη, κρα­τώ κά­ποιο βαθ­μό αι­σιο­δο­ξί­ας.

Τα σχέ­διά σας για το μέλ­λον;

Έ­χω κά­μπο­σα σχέ­δια για με­τα­φρά­σεις α­πό τα Αρ­με­νι­κά και τα Ελ­λη­νι­κά. Δου­λεύ­ω ε­πί­σης πά­νω σε ι­στο­ριο­γρα­φι­κά άρ­θρα που πρέ­πει να δη­μο­σιευ­θούν, αλ­λά πι­στεύ­ω ό­τι πρέ­πει να α­να­φέ­ρο­μαι στα μελ­λού­με­να μό­νο ό­ταν φτά­νουν στο στά­διο πραγ­μα­το­ποί­η­σης και ό­χι νω­ρί­τε­ρα.

Σας ευ­χα­ρι­στού­με για το χρό­νο σας.

Ε­γώ ευ­χα­ρι­στώ τις φι­λό­ξε­νες σε­λί­δες του πε­ριο­δι­κού σας.

Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 32 επισκέπτες συνδεδεμένους