Aπογραφή της επαρχίας του Καραμπάχ το 1823 |
![]() |
![]() |
H ρωσική απογραφή της επαρχίας του Καραμπάχ του 1823 και η εθνολογική σύνθεση της ορεινής ζώνης
Του Δρ. Ελευθέριου Π. Αλεξάκη Oκτωβριος – Δεκέμβριος 2014 τεύχος 83
Κατά τη διάρκεια του πρώτου ρωσο-περσικού πολέμου (1804-1813), οι Ρώσοι βαθμιαία πέτυχαν να προσαρτήσουν και να υποτάξουν έναν αριθμό Χανάτων βόρεια του Αράξη και νότια του Τερέκ. Με τη συνθήκη του Γκολεστάν (Γκουλιστάν) το 1813, ο Σάχης αναγνώρισε την κυριαρχία της Ρωσίας στα Χανάτα του Καραμπάχ, Γκανιέχ, Σακκί (Σεκί), Σιρβάν, Νταρμπάντ, Κομπέχ (Κουμπά), Μπακού και μέρος του Ταλές, τα οποία κατέχονταν ήδη από τους Ρώσους. Ειδικότερα, στις 14 Μαΐου του 1805 ο στρατηγός Παύλος Τσιτσιανόβ, στρατιωτικός διοικητής του Καυκάσου και ο Εμπραχίμ Χαν του Καραμπάχ υπέγραψαν συνθήκη με την οποία η επαρχία του Καραμπάχ έγινε ρωσικό προτεκτοράτο. Ο Εμπραχίμ Χαν υποσχέθηκε να είναι πιστός υπήκοος του Τσάρου και να πληρώνει ετήσιο φόρο 8.000 χρυσών ρουβλίων, ενώ θα έπρεπε να στείλει ένα γιο και έναν εγγονό του ως ομήρους στη Τιφλίδα, έδρα της ρωσικής διοίκησης. Αντίστοιχα η Ρωσία του υποσχέθηκε ότι αυτός και οι απόγονοί του ότι θα συνεχίσουν να είναι Χαν του Καραμπάχ. Στις 2 Ιουνίου του 1806 όμως ο Εμπραχίμ Χαν δολοφονήθηκε από ρώσους στρατιώτες, όταν επιχείρησε να διαφύγει στην Περσία και να ενωθεί με τον περσικό στρατό. Την ίδια τύχη είχε και ο στρα-τηγός Τσιτσιανόβ που δολοφονήθηκε το 1806 έξω από το Μπακού. Οι Ρώσοι τοποθέτησαν στη θέση του Εμπραχίμ Χαν έναν γιο του, τον Μαχντί-κολί με την υποχρέωση να τηρηθούν οι ίδιοι όροι. Τον Νοέμβρη του 1822 όμως, ο Μαχντί- κολί Χαν διέφυγε και αυτός στην Περσία. Τότε ο νέος στρατιωτικός διοικητής της Γεωργίας, του Αστραχάν και του Καυκάσου στρατηγός Αλεξέι Πετρόβιτς Ερμολόβ αποφάσισε να καταργήσει την αυτονομία του Χανάτου και να το ενσωματώσει στη Ρωσία. Για να καταμετρήσει τον πληθυσμό του Καραμπάχ και να επιβεβαιώσει τα εισοδήματα που εισέπραξε ο τελευταίος Χαν, ο Ερμολόβ, στις 13 Ιανουαρίου του 1823, έδωσε εντολή στον κρατικό Σύμβουλο Παύλο Ιβανόβιτς Μογκιλέβσκι και στον συνταγματάρχη Πέτρο Νικολάγιεβιτς Ερμολόβ τον 2ο να προχωρήσουν σε μια λεπτομερή απογραφή της Επαρχίας του Καραμπάχ. Οι δύο αξιωματούχοι ζήτησαν τη βοήθεια του Μιρζά Τζαμάλ, γενικού γραμματέα του ντιβάν (γραμματείας) του Μαχντί- κολί Χαν. Αυτός παρουσίασε τους φορολογικούς καταλόγους (νταφτάρ) και εξήγησε τους ποικίλους φόρους που συνελέγησαν στο Καραμπάχ το 1822. Ύστερα από διαβουλεύσεις και με άλλους αξιωματούχους και γαιοκτήμονες, ο σύμβουλος Μογκιλέβσκι και ο Ερμολόβ ο 2ος (που εντωμεταξύ είχε προαχθεί σε αντιστράτηγο), παρουσίασαν τα ευρήματα της έρευνας συνταγμένα σε 35 καταλόγους στο Κοινοτικό Συμβούλιο του Σουσί (πρωτεύουσα του Καραμπάχ) στις 17 Απριλίου του 1823, ενώ στις 2 Μαΐου στον στρατηγό Ερμολόβ στην Τιφλίδα. Η απογραφή με τίτλο «Opisanie Karabagskoi provintsii sostavlennoe v 1923 godu deistvitelnym statskim sov etnikom Mogilevskim i Polkovnikom Ermolovym 2m», (Tiflis 1866), δηλαδή «Περιγραφή της επαρχίας του Καραμπάχ πραγματοποιηθείσα το 1823» δημοσιεύτηκε το 1866 στο τυπογραφείο του Αντιβασιλέως του Καυκάσου στην Τιφλίδα σε πολύ λίγα και δυσεύρετα αντίτυπα, ενώ το 2003, μια άλλη έκδοση σε 500 αντίτυπα παρουσιάστηκε στο Μπακού. Αλλά όπως και άλλες εκδόσεις που αναφέρονται στο Ορεινό Καραμπάχ και που ακολούθησαν χρονικά την αρμενο-αζερική σύγκρουση του 1988 για την περιοχή, έχει υποστεί και αυτή αλλοιώσεις (σκόπιμη ή εκ παραδρομής εξαφάνιση της αρμενικής παρουσίας). Οι Αζέροι ιστορικοί μέχρι πριν δύο δεκαετίες δεν αρνούνταν την ιστορική αρμενική παρουσία στο Ορεινό Καραμπάχ. Μάλιστα, το 1920, η αζερική κομμουνιστική ηγεσία είχε διακηρύξει ότι το Ορεινό Καραμπάχ θα έπρεπε να θεωρηθεί μέρος της Αρμενικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας. Όπως ανέφερα όμως, ύστερα από το 1988, οι Aζέροι πανεπιστημιακοί και ακαδημαϊκοί, υπό την ηγεσία του Ζιγιά Μπουνιατόβ, απεφάσισαν να αρνηθούν οιαδήποτε αρμενική απαίτηση στην περιοχή, υποστηρίζοντας αρχικά ότι δεν υπήρχε σημαντικός αριθμός Αρμενίων εκεί πριν το 1828, χρονολογία υπογραφής της ρωσο-περσικής συνθήκης του Τουρκμεντσάι. Στη συνέχεια, αντιλαμβανόμενοι ότι το επιχείρημα αυτό δεν ήταν ισχυρό, άρχισαν να αντικρούουν τα δεδομένα της ρωσικής απογραφής του 1823 (ενός ουδέτερου δηλαδή και μη προκατειλημμένου τρίτου, των Ρώσων) με άλλους τρόπους. Για παράδειγμα, η Σεμφίρα Χατζίεγεβα, στη δίγλωσση (αγγλική/ρωσική) εισαγωγή της έκδοσης του 2003, παρόλο που είχε γνώση της παρουσίας των αρμενίων πριγκίπων (μελίκ) αποσυνδέει το όνομα Αρμένιος από τους μελίκ, ονομάζοντάς τους μάλιστα με την αραβο-περσική εκφορά της λέξης μαλίκ. Επιπλέον υποστηρίζει ότι, σκόπιμα, για λόγους αποφυγής της φορολογίας, οι αρχηγοί των ταταρικών χωριών δεν έδιναν τον πλήρη αριθμό των κατοίκων των χωριών τους. Αλλά ας επιστρέψουμε στα δεδομένα. Η απογραφή χαρακτηρίζει τον πληθυσμό των διαφόρων περιοχών της ευρύτερης επαρχίας του Καραμπάχ ως Τάταρους, Αρμενίους και νομάδες. Ένα σύνολο 17.101 οικογενειών χωρικών και νομάδων που ζούσαν στους μαχαλάδες (ευρύτερες διοικητικές περιοχές και όχι μέρος χωριού) στην επαρχία το 1822. H απογραφή αναφέρει τις τουρκικές φυλές ως Τάταρους, ενώ οι υπόλοιποι μουσουλμάνοι χαρακτηρίζονται ως Κούρδοι ή με τα ονόματα των φυλών τους. Το όνομα Τάταροι χρησιμοποιείται κυρίως γι' αυτούς που μιλούσαν μια τοπική τουρκική διάλεκτο, την τουρκί. Πρόκειται για μια τουρκο-ιρανική διάλεκτο που ομιλείται στην ανατολική Υπερκαυκασία και σε μέρη του ιρανικού Αζερμπαϊτζάν και είναι διαφορετική από την οθωμανική και τη σύγχρονη τουρκική (της Τουρκικής Δημοκρατίας). Τον 20ο αιώνα η τουρκί αποτέλεσε τη βάση της λογοτεχνικής γλώσσας της νέας Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν. Το κουμμουνιστικό καθεστώς κατήργησε την αραβο-περσική γραφή και υιοθέτησε το κυριλλικό [σλαβικό] αλφάβητο. Όλες οι ρωσικές πηγές αναφέρονται σ' αυτούς ως Τουρκο-τάταρους ή Τάταρους, ενώ στις περσικές πηγές με τα φυλετικά τους ονόματα. Στις αρχές του 20ου αιώνα οι διάφορες περιοχές της ανατολικής Υπερκαυκασίας συνενώθηκαν και σχημάτισαν το σημερινό Αζερμπαϊτζάν, το οποίο δανείστηκε το όνομα από την γειτνιάζουσα επαρχία του βορειοδυτικού Ιράν. Επομένως το Αζερμπαϊτζάν (και οι Αζέροι) δεν εμφανίζεται στις περισσότερες ρωσικές και περσικές πηγές που αναφέρονται στις περιοχές βόρεια του ποταμού Αράξη πριν από τον 20ο αιώνα. Ειδικότερα, στην ευρύτερη περιοχή του Καραμπάχ οι νομάδες αποτελούνταν από 8.445 οικογένειες, οι Αρμένιοι από 4.654 και οι Τάταροι από 4.002, δηλαδή οι πρώτοι αποτελούσαν το 49,38%, οι Αρμένιοι το 27,22% και οι Τάταροι το 23,40%. Αλλά η απογραφή καταδεικνύει επιπλέον ότι οι Αρμένιοι αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία των πέντε μαχαλάδων (αντιστοιχούν στα πέντε μελικάτα) τα οποία αργότερα αποτέλεσαν το Ορεινό Καραμπάχ. Ήταν οι μοναδικοί κάτοικοι όλων των χωριών στους μαχαλάδες Γκολεστάν, Χατσέν και Ζραμπέρντ. Οι μαχαλάδες Βαράντα και Ντιζάκ είχαν μόνο από ένα ταταρικό χωριό, ενώ όλα τα υπόλοιπα κατοικούνταν από Αρμενίους. Σύμφωνα με τη ρωσική απογραφή, στους πέντε μαχαλάδες του Ορεινού Καραμπάχ υπήρχαν συνολικά 1.536 αρμενικές οικογένειες και 53 ταταρικές. Επομένως το 1822 οι Αρμένιοι αποτελούσαν το 96,67% του πληθυσμού του Ορεινού Καραμπάχ, ενώ οι Τάταροι το υπόλοιπο 3,33%. Αυτά προκύπτουν από την πρόσφατη, του 2012, έκδοση της ρωσικής απογραφής του 1823 στην αγγλική γλώσσα, από τον αρμένιο ιστορικό της νεότερης αρμενικής ιστορίας Τζωρτζ Μπουρνουτιάν (George Bournoutian,The 1823 Russian Survey of the Karabakh Province. Mazda Publishers, California), ο οποίος εκτός από τα πραγματολογικά ερμηνευτικά σχόλια των όρων και θεσμών σε μια κατατοπιστική εισαγωγή και έναν αναλυτικότερο σχολιασμό στον επίλογό του (που απετέλεσαν τη βάση αυτού του κειμένου), έθεσε και πάλι το ζήτημα του διαχωρισμού της πολιτικής από την επιστήμη. Η έκδοση περιέχει και έναν χάρτη με τους πέντε αρμενικούς νομούς του Ορεινού Καραμπάχ.
|