Η Μεσαιωνική Αρμενία (Μέρος B΄) |
Ανί, η καρδιά της Αρμενίας Ρικάρντο Γεργκανιάν Ας ξαναπιάσουμε τη ροή της ιστορίας μας: Βρισκόμαστε στις πρώτες δεκαετίες του 9ου αιώνα. Η ισχυρή εθνική συνείδηση των ιρανικών λαών δεν τους επιτρέπει να συνεχίσουν υπό τον αραβικό ζυγό, και ως εκ τούτου αρχίζουν να επαναστατούν ενάντια στους χαλίφηδες της Βαγδάτη. Ένας Πέρσης πρίγκιπας ονόματι Μπαμπέκ ξεσηκώνει τον λαό του, και επί είκοσι τέσσερα χρόνια ηγείται ενός εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Οι Άραβες στέλνουν όλες τους τις δυνάμεις εναντίον των ανταρτών στην Περσία συμπεριλαμβανομένων των στρατευμάτων που σταθμεύουν στην υπό κατοχή Αρμενία. Ο Πακράντ Πακραντουνί εκμεταλλεύεται την αποχώρηση του Άραβα «βοστικάν» (κυβερνήτη) της Αρμενίας, και γύρω στο 850 καταλαμβάνει τις κεντρικές περιοχές της χώρας, όπου και κυριαρχεί, εκτός από την περιοχή Βασπουρακάν —έδρα του πριγκιπάτου Αρτζρουνί— και το σημερινό Ζανκεζούρ, ιδιοκτησία των Σιουνί. Το πρώτο βήμα προς την ανεξαρτησία Μετά τη συντριβή της περσικής εξέγερσης του Μπαμπέκ, οι Άραβες προσπαθούν να ανακαταλάβουν την Αρμενία. Ο Πακράντ αντιστέκεται, αυτοανακηρύσσεται «πρίγκιπας των πριγκίπων», και απαιτεί από τον Άραβα χαλίφη να αναγνωρίσει την αρμενική αυτονομία. Είναι η εποχή του έπους του Σασούν και του ηρωικού σπαθιού του Σασουντσί Ταβίτ... Ο χαλίφης των Αββασιδών Μουταβάκιλ στέλνει τον στρατηγό Γιουσούφ προκειμένου να κατευνάσει τα πνεύματα στην Αρμενία. Χρησιμοποιώντας κόλπα, ο Άραβας στρατιώτης εξαπατά τον Πακράντ και τον στέλνει αιχμάλωτο στη Βαγδάτη, όπου πεθαίνει ως θύμα βασανιστηρίων. Ο γιος του Ασότ παίρνει τα ηνία των Πακραντουνί και νικά τους Άραβες στο Χλατ, κοντά στη λίμνη Βαν. Ο Μουταβάκιλ δεν πτοείται, και αυτή τη φορά στέλνει τον Τούρκο στρατηγό Μπουγά εναντίον των Αρμενίων ανταρτών. Επί δέκα χρόνια, τα στρατεύματά του λεηλατούν την αρμενική επικράτεια, αλλά τελικά ηττούνται. Τώρα πια, ο Μουταβάκιλ υποχωρεί: αναγνωρίζει στον Ασότ τον κληρονομικό τίτλο του «πρίγκιπα των πριγκίπων», αναγνωρίζοντας ως εκ τούτου και την αυτονομία της Αρμενίας. Βρισκόμαστε στο έτος 862. Αν και ο χαλίφης συμφωνεί να μην διατηρήσει κατοχικούς στρατούς, η αραβική κυριαρχία στην Αρμενία δεν αμφισβητείται, και ο ίδιος ο χαλίφης επιβάλλει στον Ασότ το καθήκον να εισπράττει τους φόρους εκ μέρους του. Εν τω μεταξύ, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έχει δείξει σημάδια ενίσχυσης με την έλευση της μακεδονικής δυναστείας (με αρκετούς αυτοκράτορες αρμενικής καταγωγής) και έχει στείλει σαφή μηνύματα προσέγγισης προς την Αρμενία. Είναι προφανές ότι πίσω από την απόφαση του Άραβα μονάρχη να αναγνωρίσει την αυτονομία της Αρμενίας κρύβεται ένα πολιτικό ενδιαφέρον: Ο αποδυναμωμένος χαλίφης δεν μπορεί να επιτρέψει στους Αρμένιους να συμμαχήσουν με τους Βυζαντινούς και να κηρύξουν τον πόλεμο ή, ακόμη χειρότερα, την ανεξαρτησία τους. Συνεπώς, είναι προς όφελός του να τους κρατά ικανοποιημένους, με τους πρίγκιπές τους και την αυτονομία τους. Αλλά οι Πακραντουνί δεν επαναπαύονται στις δάφνες τους: έχοντας επίγνωση της αραβικής πολιτικής κατευνασμού προς την Αρμενία, ανακηρύσσουν τον Ασότ βασιλιά το έτος 869. Οι Άραβες κάνουν το λάθος να στείλουν τον στρατηγό Αχμέτ να υποτάξει την εξέγερση, και ηττούνται από τους Αρμένιους στρατιώτες. Ο χαλίφης υποχωρεί και πάλι: Αποδέχεται πλέον την ύπαρξη του ανεξάρτητου βασιλείου της Αρμενίας, και το 886 αποστέλλει στέμμα στον Ασότ, κίνηση που ισοδυναμεί με την επίσημη αναγνώρισή του ως βασιλιά. Στην ίδια κίνηση προβαίνει και ο βυζαντινός αυτοκράτορας Βασίλειος Α΄. Η «αναστημένη» ανεξαρτησία της Αρμενίας είναι γεγονός. Και ο Ασότ Α΄ —με δύο στέμματα!— αναγνωρίζεται ως ο πρώτος βασιλιάς της δυναστείας των Πακραντουνί, υπό τον τίτλο «βασιλιάς των βασιλέων» («Σαχνσάχ Αρμέν»). Όμως, οι Άραβες εμίρηδες, και ιδιαίτερα οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες, δεν έχουν πει ακόμη την τελευταία τους λέξη... «Διαίρει και βασίλευε» Αυτή η ιστορική φράση, που αποδίδεται στον Ιούλιο Καίσαρα, ήταν αναμφίβολα γνωστή τόσο μεταξύ Αράβων όσο και Βυζαντινών. Οι δύο γείτονες δεν δίστασαν να την κάνουν πράξη με τους Αρμένιους πρίγκιπες. Και με καλά αποτελέσματα. Τον Ασότ Α΄ διαδέχεται ο γιος του Σεμπάτ, ο οποίος ανακαταλαμβάνει σχεδόν όλα τα εδάφη που ανήκαν στο βασίλειο των Αρσακουνί και τα ενώνει ξανά υπό την κυριαρχία των Πακραντουνί. Δύσπιστος ως προς τη δύναμη που συσσωρεύει το νέο βασίλειο της Αρμενίας, ο Άραβας εμίρης Γιουσούφ κερδίζει τη φιλία και την εμπιστοσύνη των Αρτζρουνί, και το έτος 908 —με άλλο στέμμα που αποστέλλει ο χαλίφης— ανακηρύσσει τον πρίγκιπα Γκαγκίκ βασιλιά του Βασπουρακάν1. Λίγο αργότερα, οι κοινές στρατιές των Γιουσούφ και Γκαγκίκ Αρτζρουνί απελαύνουν εναντίον του Σεμπάτ, ο οποίος αιχμαλωτίζεται και αποκεφαλίζεται από τον Άραβα εμίρη. Η Αρμενία καταστρέφεται για ακόμη μία φορά, και η πείνα εξαπλώνεται. Είναι η εποχή του Ασότ Β΄, γιου του Σεμπάτ, που επί επτά χρόνια αντιμετώπιζε τους Άραβες, για να τους νικήσει τελικά στις όχθες της λίμνης Σεβάν. Δεν είναι τυχαίο που οι Αρμένιοι τον αποκαλούν «Ασότ Γεργκάτ» (σίδερο). Από εδώ ξεκινά μια περίοδος σχεδόν εκατό ετών ειρήνης και οικονομικής και πολιτιστικής αναζω-πύρωσης. Είναι η «χρυσή» εποχή που σηματοδοτεί την περίοδο ακμής των Πακραντουνί και της ολοκαίνουργιας πρωτεύουσάς τους Ανί, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Γκαγκίκ Α΄. Ο ίδιος κυβερνά για τριάντα χρόνια, παραμένοντας μονίμως σε επιφυλακή έναντι Αράβων και Βυζαντινών με έναν στρατό πενήντα χιλιάδων στρατιωτών, στο τιμόνι του οποίου βρίσκεται ο «σπαραμπέτ» (αρχηγός στρατού) Βαχράμ Παχλαβουνί. Δεν είναι όμως όλα ρόδινα. Ο εξωτερικός παράγοντας που προστίθεται στις εσωτερικές διαιρέσεις δεν επιτρέπει στο βασίλειο της πόλης Ανί να επεκταθεί και να ενισχυθεί. Πέρα από τις προαναφερθείσες ενέργειες των Αρτζρουνί, οι Σιουνί θα δημιουργήσουν το δικό τους βασίλειο το 970. Αλλά, σε αντίθεση με τους πρώτους, θα υπερασπιστούν το φέουδό τους ενάντια στην προέλαση και στις επιθέσεις των Σελτζούκων. Από την πλευρά του, το ίδιο το βασίλειο των Πακραντουνί διαιρείται σε δύο άλλα οικογενειακά «υποβασίλεια»: αυτό του Καρς, ιδρυμένο το 961, και αυτό του Λορί, ιδρυμένο το 972. Αν και αυτές οι υποδιαιρέσεις απειλούν την ενότητα και την κεντρική εξουσία που ασκείται από την πρωτεύουσα, οι Πακραντουνί γνωρίζουν πώς να επιβάλουν τη θέλησή τους και πώς να συλλέξουν φόρους και στρατιώτες σε περίπτωση πολέμου. Στην πραγματικότητα, οι «βασιλείς» αυτών των παράλληλων φέουδων δεν είναι άλλοι από τους «ναχαράρ» (πρίγκιπες) της εποχής των δυναστειών Αρτασεσιάν και Αρσακουνί. Η νέα πρωτεύουσα Ας μιλήσουμε τώρα για την υπέροχη Ανί. Η ίδρυσή της το έτος 961 οφείλεται στον Ασότ Γ΄, βαφτισμένο από τους Αρμένιους ως «Ασότ Βογορμάτζ» (αυτός των καλών πράξεων, ο «ελεήμων»), στον οποίο αποδίδεται και η ανέγερση των μέχρι σήμερα φημισμένων μοναστηριών Χαγπάτ και Σαναχίν, στη βόρεια Αρμενία. Η νέα πρωτεύουσα είναι ένα αρχαίο φρούριο στις όχθες του ποταμού Αχουριάν (ο οποίος σήμερα σηματοδοτεί τα σύνορα μεταξύ Τουρκίας και Αρμενίας), που μεγάλωσε με την πάροδο του χρόνου. Περιτριγυρισμένη από φαρδείς και διακοσμημένους τοίχους, η Ανί «των σαράντα πυλών» θα μετατραπεί σύντομα σε μια ακμάζουσα πόλη με περισσότερους από εκατό χιλιάδες κατοίκους, γεμάτη σπίτια, δημόσια κτήρια, παλάτια και εκκλησίες· και με μεγάλη υπαίθρια αγορά, σημείο συνάντησης για τα καραβάνια των εμπόρων από Ανατολή και Δύση. Η Αρμενία βρίσκεται στον λεγόμενο «δρόμο του μεταξιού», και ως εκ τούτου οι πόλεις Ανί, Καρς και Ντβιν μετατρέπονται σε σημαντικά εμπορικά κέντρα όπου μπορεί κανείς να αγοράσει και να πουλήσει ποικίλα εμπορεύματα και αντικείμενα: από υφάσματα, χαλιά, δέρμα και εργαλεία μέχρι παστά ψάρια και φρούτα, χωρίς να ξεχνάμε το περίφημο «γκαρμίρ βορτάν», μια χρωστική ουσία που εξάγεται από εγχώρια έντομα και χρησιμοποιείται για τη βαφή των υφασμάτων στο πολύτιμο χρώμα καρμίνι. Μαζί με το εμπόριο πολλαπλασιάζονται και οι συναλλαγές: Όσοι ασχολούνται με το ίδιο επάγγελμα συγκεντρώνονται σε δρόμους και γειτονιές που αργότερα γίνονται κέντρα κοσμηματοπωλών, σιδηρουργών, υαλουργών και σαγματοποιών. Είναι η αρχή των σωματείων που δημιουργήθηκαν για να υπερασπιστούν τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των μελών τους. Πρέπει να σημειωθεί ότι όταν η Ανί κατέστη η κεντρική πολιτική πρωτεύουσα των Πακραντουνί, η Εκκλησία και οι ανώτατοι εκπρόσωποί της —που είχαν φύγει από το Ντβιν το 931 για να εγκατασταθούν στο Αχταμάρ (λίμνη Βαν)— μετέφεραν την έδρα τους στην πρωτεύουσα του βασιλείου. «Στην Ευρώπη —γράφει ο JacquesdeMorgan στην Ιστορία του αρμενικού λαού— υπάρχουν αρκετές πόλεις που διατηρούν ακόμη τις μεσαιωνικές τους οχυρώσεις. Αρκεί να θυμηθούμε την Αβινιόν και την Καρκασόν στη νότια Γαλλία. 1. Το βασίλειο των Αρτζρουνί του Βασπουρακάν επιβίωσε μέχρι το έτος 1021. Αντί να υπερασπιστεί το βασίλειό του ενάντια στους προωθούμενους Σελτζούκους, ο τελευταίος βασιλιάς των Αρτζρουνί, ο Σενεκερίμ, αποφάσισε να παραδώσει το φέουδό του στο Βυζάντιο ώστε να πάρει σε αντάλλαγμα την περιοχή της Σεβάστειας, καθότι πιο ασφαλής και προστατευμένη. |