Ντικράν Γεργκάτ Εκτύπωση E-mail

Oβαννές Γαζαριάν

Περιοδικό «Aρμενικά» Απρίλιος - Ιούνιος 2014. Τεύχος 81

«Α­πό τους φί­λους μου, αυ­τός που περισ­σό­τε­ρο μ’ ε­ξέπλη­ξε: θα ’θε­λα να μι­λή­σω για έ­ναν νέ­ο α­να­τολί­τη, τον Αρ­μέ­νιο Τι­γράν Γερ­κάτ, που έ­πλαθε ποί­η­ση με το κά­θε τι, και που για πολ­λά χρό­νια, ο­δή­γη­σε τη φα­ντα­σί­α μου...
Έ­χω φί­λους με κα­τάρ­τι­ση α­νά­λο­γη με τη δι­κή μου, και οι ο­ποί­οι μου έ­δω­σαν θε­τι­κές μαρτυ­ρί­ες. Ό­μως απ’ ό­λους αυ­τούς προ­τι­μώ αυ­τόν τον ε­φή­με­ρο νέ­ο».

«Το τα­ξί­δι στη Σπάρ­τη»

Μω­ρίς Μπα­ρές

Γό­νος εύ­πο­ρης και α­ρι­στο­κρα­τι­κής οι­κο­γέ­νειας ο Γκα­ρα­μπέτ Μπι­λε­ζι­κτσή -ό­πως ή­ταν το πραγ­μα­τι­κό του ό­νο­μα- γεν­νή­θη­κε στο Πέ­ραν της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης το 1870. Με­γά­λω­σε με τη μη­τέ­ρα και τον παπ­πού του κα­θώς ο πα­τέ­ρας του πέ­θα­νε νέ­ος, μό­λις 28 ε­τών. Στα 10 του χρό­νια εγ­γρά­φε­ται στη σχο­λή των Δο­μι­νι­κα­νών α­δελ­φών της Α­ρέ­ιγ στο Πα­ρί­σι. Ά­ρι­στος μα­θη­τής και ο­ξυ­δερ­κής, με­λε­τά με πά­θος τη φι­λο­σο­φί­α και φι­λο­λο­γί­α. Στα 18 του ε­πι­σκέ­πτε­ται τις Η­ΠΑ τε­λειο­ποιώ­ντας τα αγγλι­κά του.

Με­τά α­πό έ­να χρό­νο ε­πι­στρέ­φει στο Πα­ρί­σι ό­που συ­νερ­γά­ζε­ται με γαλ­λι­κές ε­φημε­ρί­δες κα­λύ­πτο­ντας θέ­μα­τα και α­ντα­πο­κρί­σεις κυ­ρί­ως της Α­να­το­λής. Συ­χνά­ζει στην Ε­θνι­κή Βι­βλιο­θή­κη, κά­νει ε­πα­φές με γαλ­λι­κούς φι­λο­λογι­κούς κύ­κλους και γνω­ρί­ζε­ται στε­νά με τους Ζαν Φι­νώ, Ε­μίλ Ζολά, Μιλ­βουά, Ζαν Ζω­ρές, Ντε­νί Κιο­σέν και Μω­ρίς Μπα­ρές. Ο τε­λευ­ταί­ος τον α­πο­κα­λεί «μια α­στεί­ρευ­τη βρύ­ση ο­μορ­φιάς και ποί­η­σης». Μό­λις 23 ε­τών προ­σκα­λεί­ται να μιλή­σει στο Πα­νε­πι­στή­μιο «Royal» γύ­ρω α­πό ζη­τή­μα­τα της Α­να­το­λής σε μια διά­λε­ξη που ε­ντυ­πω­σιά­ζει τους πά­ντες.
Την ί­δια χρο­νιά η οι­κο­γέ­νειά του κα­τα­στρέ­φε­ται οι­κο­νο­μι­κά και α­να­γκά­ζε­ται να γυρί­σει στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη ε­νώ ο ευαί­σθη­τος χα­ρα­κτή­ρας του τον ο­δη­γεί σε α­πελ­πι­σί­α σκε­πτό­με­νος α­κό­μα και την αυ­το­κτο­νί­α κα­θώς βλέ­πει τους δι­κούς του να τα­λαι­πω­ρού­νται. Πιά­νει δου­λειά σε έ­να τουρ­κι­κό σχο­λεί­ο δι­δά­σκο­ντας γαλ­λι­κή ι­στο­ρί­α ε­νώ συγ­χρόνως στέλ­νει α­ντα­πο­κρί­σεις σε γαλ­λι­κές ε­φη­με­ρίδες. Συ­νερ­γά­ζε­ται με την «Χα­ϊ­ρε­νίκ» της Κωνστα­ντι­νού­πο­λης ό­που με άρ­θρα του θέ­λει να πε­ρά­σει προ­ο­δευ­τι­κές ι­δέ­ες για να γα­λουχή­σει τη νέα γε­νιά. Αρ­χί­ζει να κά­νει γνω­ρι­μί­ες με Αρ­μέ­νιους ε­πα­να­στά­τες, ενώ μέ­σα του γεν­νιέ­ται το ό­νει­ρο ε­νός ξε­ση­κω­μού στην Κι­λι­κί­α, που πριν από 500 χρόνια οι Αρ­μέ­νιοι εί­χαν χά­σει την ανε­ξαρ­τη­σί­α τους, να α­να­τεί­λει ο ή­λιος της ε­λευ­θε­ρί­ας. Ε­μπο­τι­σμέ­νος α­πό αυτό το α­γω­νι­στικό πνεύ­μα υ­ιο­θε­τεί το ψευ­δώ­νυ­μο Ντικράν Γερ­γκάτ που προ­έρ­χε­ται α­πό τον Τι­γρά­νη το Μέ­γα και το βα­σι­λιά Α­σότ Γερ­γκάτ.
Στις 14 Αυ­γού­στου 1896 έ­νο­πλοι ε­πα­να­στά­τες Τα­σνάκ κα­τα­λαμ­βά­νουν την Ο­θω­μα­νι­κή Τρά­πε­ζα της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης. Οι Αρ­μέ­νιοι ζη­τούν την άμεση ε­φαρ­μο­γή των με­ταρ­ρυθ­μί­σε­ων. Την προ­ει­δο­ποί­η­ση προς τη Με­γά­λη Πύ­λη συ­ντάσ­σει ο αδερφός του Γερ­γκάτ, Μαρτιρός Μπι­λε­ζι­κτσή ο οποίος ήταν υπάλληλος της τράπεζας. Λί­γο με­τά τα γε­γο­νό­τα και συ­γκλο­νι­σμέ­νος α­πό τη αυτοθυ­σί­α των ε­πα­να­στα­τών και την α­δια­φο­ρί­α των ξέ­νων κυ­βερ­νή­σε­ων, στις 7 Σε­πτεμ­βρί­ου 1896 γρά­φει το γνω­στό «Μα­νιφέ­στο», μια έκ­κλη­ση στους ευ­ρω­παί­ους πρέ­σβεις που φέ­ρει την υπο­γρα­φή «Ο Αρ­με­νικός Λα­ός». Ό­λες αυτές οι ε­νέρ­γειές του τον θέ­τουν στον μαυ­ρο­πί­να­κα της τουρ­κι­κής κυ­βέρ­νη­σης και ο Γερ­γκάτ α­να­γκά­ζε­ται να φύ­γει α­πό τη χώ­ρα. Πραγ­μα­το­ποιώ­ντας έ­να ό­νει­ρό του έρ­χε­ται στην Ελ­λά­δα ό­που η πνευ­μα­τι­κό­τη­τα και η α­γω­νι­στι­κό­τη­τα του προ­καλεί με­γά­λη ε­ντύ­πω­ση στη δια­νό­η­ση της ε­ποχής.
Έ­νας α­στε­ρι­σμός με κύ­ριους εκ­φρα­στές τους Πα­λα­μά, Δρο­σί­νη, Σου­ρή, Γεν­νά­διο, Πωπ, τον πε­ρι­βάλ­λουν με τη βα­θειά τους ε­κτί­μη­ση. Α­κρι­βώς έ­να μή­να μετά το μα­νι­φέ­στο στις 25 Σεπτεμ­βρί­ου 1896 δί­νει μια α­ξιομνη­μό­νευ­τη διά­λε­ξη στον «Παρ­νασ­σό». Υ­πο­γραμ­μί­ζει το πα­ρελ­θόν των δυο ε­θνών και πα­ραλ­ληλί­ζει τις φυ­λε­τι­κές και πο­λι­τι­στι­κές τους σχέ­σεις προ­ω­θώ­ντας νέ­ες προ­ο­πτι­κές συ­νερ­γα­σί­ας για την α­ντι­με­τώ­πι­ση του κοι­νού ε­χθρού ε­νώ ό­λος του ο λό­γος δια­τεί­νε­ται α­πό ποι­η­τι­κό πά­θος, φι­λο­σο­φι­κό πνεύ­μα και ι­στο­ρι­κά τεκ­μή­ρια.
Τάσ­σε­ται υ­πέρ της πο­λι­τι­κής ξε­ση­κω­μού ε­να­ντί­ων της Τουρ­κί­ας και της ι­δέ­ας μιας συ­νο­μο­σπον­δί­ας Αρ­με­νί­ας-Ελ­λά­δος και τε­λειώ­νει λέ­γο­ντας: «Στα μέ­ρη της Α­νατο­λής, ε­να­ντί­ων των βαρ­βά­ρων –πά­νω στα βου­νά που εί­δαν τη γέν­νη­ση του Αρ­μέ­νιου Τσι­μι­σκή- η Αρ­με­νί­α για μια ακό­μα φο­ρά θα α­να­δειχθεί τεί­χος του ελ­λη­νι­σμού». Την ε­πό­με­νη μέ­ρα ό­λες οι ε­φη­με­ρί­δες α­πη­χούν τον λό­γο του. Α­να­κη­ρύσ­σε­ται μέ­λος του «Παρ­νασ­σού» και της «Ε­θνι­κής Ε­ται­ρί­ας». Τον Α­πρί­λη του 1897 ξε­σπά ο Ελ­λη­νο­τουρ­κι­κός πό­λε­μος.
Ο Ντικράν που το Νο­έμ­βρη του ’96 εί­χε ε­πι­στρέ­ψει στο Πα­ρί­σι, εν­θου­σια­σμένος σπεύ­δει στην Α­θή­να και με πύ­ρι­νους λό­γους κα­λεί Αρ­μέ­νιους ε­θε­λο­ντές να πολε­μή­σουν στο πλευ­ρό των Ελ­λή­νων. Πολ­λοί α­ντα­πο­κρί­νο­νται στο κά­λε­σμά του και κατα­τάσ­σο­νται στον ελ­λη­νι­κό στρα­τό.
Η έκ­βα­ση ό­μως του πο­λέ­μου δεν δι­καιώ­νει τον Γερ­γκάτ. Η Ελ­λά­δα ητ­τάται, χά­νει ε­δά­φη και χι­λιά­δες άν­δρες.
Η πί­κρα και τα μαρ­τύ­ρια του λα­ού της Αρ­με­νί­ας φθί­νουν την ψυ­χή και το σώ­μα του. Τα α­δέλφια του που βρί­σκο­νταν στην Αί­γυ­πτο τον κα­λούν κοντά τους για να α­ναρ­ρώ­σει. Το κλί­μα όμως δεν τον ευ­νο­εί και ε­πι­στρέ­φει στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη -α­φού προ­σκυ­νή­σει για τε­λευ­ταί­α φο­ρά την α­γα­πη­μέ­νη του Α­θήνα- κο­ντά στη μη­τέ­ρα του. Εξα­θλιω­μέ­νος φυ­σι­κά και οι­κο­νο­μι­κά στις ά­θλιες συν­θή­κες του νο­σο­κο­μεί­ου και βλέ­πο­ντας τη μη­τέ­ρα του να τα­λαι­πω­ρεί­ται κα­θη­με­ρι­νά γρά­φει στον α­δελφό του. «Δεν έ­χω κα­νέ­ναν φί­λο ε­δώ. Ού­τε έ­να βι­βλί­ο. Στην Α­θή­να εί­χα ο­λό­κλη­ρη την Ε­θνι­κή Βι­βλιο­θή­κη στη διά­θε­σή μου, εί­χα φί­λους και πε­ριοδι­κά για να φι­λο­ξε­νούν τα άρ­θρα μου».
Το μαρ­τύ­ριό του κρα­τά­ει μή­νες, στο τέ­λος αρ­χί­ζει πλέ­ον να γρά­φει με το α­ρι­στε­ρό χέ­ρι κα­θώς το δε­ξί έ­χει α­χρη­στευ­θεί. Σβή­νει στη νή­σο Πρί­γκιπο της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης την 1η Δε­κεμ­βρί­ου 1899, μέ­σα στην α­γκα­λιά της μη­τέ­ρας του α­να­πο­λώ­ντας το Πα­ρί­σι και την Α­θήνα.
Ο Γε­ώρ­γιος Σου­ρής με ει­λι­κρι­νή συ­γκί­νηση πα­ρα­τά­ει για μια στιγ­μή τη σά­τι­ρα και στο πε­ριο­δι­κό του «Ρω­μιός» στις 4 Δε­κεμβρί­ου 1899 του α­φιε­ρώ­νει το συ­γκι­νη­τι­κό ποί­η­μα «ΝΤΙ­ΚΡΑΝ ΓΕΡ­ΓΚΑΤ», ε­νώ ο Κωστής Πα­λα­μάς α­φιέ­ρω­σε στο μα­κά­ριο ί­σκιο του την πρώ­τη σει­ρά των «Πα­τρί­δων» του.
Τε­λι­κά ποιος ή­ταν ο Ντι­κράν Γερ­γκάτ, έ­νας νέ­ος φι­λέλ­λη­νας Λόρ­δος Βύ­ρων; Έ­νας ξε­νό­γλωσ­σος δια­φω­τι­στής Ζαν Μω­ρε­άς; Κά­ποιος πρί­γκι­πας της Α­να­το­λής; Ί­σως ό­λα αυ­τά μα­ζί, αλ­λά σί­γου­ρα ή­ταν ο άν­θρω­πος που υ­πη­ρέ­τη­σε την υ­πό­θε­ση της πα­τρί­δας του με τη φλό­γα της ε­πα­να­στα­τι­κό­τη­τας μέ­σα α­πό το πνεύ­μα και τη γρα­φί­δα του.
Το γρα­πτό του έρ­γο δεν εί­ναι με­γά­λο εί­ναι ό­μως ου­σιώ­δες ως προς την ε­ξύ­ψω­ση του πνεύ­μα­τος και ως προς τα μη­νύ­μα­τά του. Έγρα­ψε το θε­α­τρι­κό έργο «Πρι­γκί­πισ­σα Νατα­λί­α» στα γαλ­λι­κά το 1888. Έ­να δι­ή­γη­μα το «Ρουστέμ», μια σει­ρά α­πό μο­νο­γρα­φί­ες (παι­δι­κές ψυ­χές, ο ρό­λος της γυ­ναί­κας, Αχιλ­λεύς Πα­ρά­σχος) γραμ­μέ­νες στ’ αρμε­νι­κά με­τα­ξύ 1895-89, με­λέ­τες και με­τα­φρά­σεις και ο­πωσ­δή­πο­τε η με­γά­λη βα­θυ­στό­χα­στη με­λέ­τη του για τον Ελ­λη­νι­σμό που πε­ρι­λαμ­βά­νει μια σει­ρά πο­νή­μα­τα για την αρ­χαιό­τη­τα, τη Βυ­ζα­ντι­νή ε­πο­χή, την ι­στο­ρί­α, τη λο­γο­τε­χνί­α, την τέ­χνη αλ­λά πά­νω απ’ ό­λα η ποί­η­ση, ε­κεί ό­που υ­πάρ­χουν οι νωπο­γρα­φί­ες κυ­ρί­ως για τον Πα­λα­μά, τον Μαρ­κο­ρά, τον Στρα­τή­γη, τον Μα­λα­κά­ση κ.ά. Με­τά το θά­να­τό του οι θαυ­μα­στές του τύ­πω­σαν τους στί­χους του με τον τί­τλο «Κά­ποιες Ώ­ρες». Οι Έλλη­νες λο­γο­τέ­χνες έ­να χρό­νο με­τά το θά­να­τό του ορ­γά­νω­σαν μνη­μό­συ­νο για να τι­μή­σουν το φί­λο αλ­λά και τον υ­πο­στη­ρι­κτή του Ελλη­νι­σμού. Αυ­τόν τον ρο­μα­ντι­κό νέ­ο που πέ­θα­νε με την Αρ­με­νί­α μέ­σα του στην ξέ­νη γη και που με τό­ση νο­σταλ­γί­α και λε­πτό­τη­τα πε­ρι­γρά­φει στο «Ρου­στέμ» δια στό­μα­τος του ή­ρω­α του: «Κι ε­γώ θ’ α­να­λά­βω τις υ­πο­χρε­ώσεις μου και θα σκαρ­φα­λώ­σω στα βου­νά της Αρ­με­νί­ας, θα α­τε­νί­σω στα βα­θειά νε­ρά, τους α­τέ­λειω­τους πο­τα­μούς, τα μο­ναστή­ρια και τα ε­ρεί­πια, τα θλι­βε­ρά χα­λά­σμα­τα, ό­που πλα­νά­ται το πνεύ­μα της φυ­λής μου… αν και πο­τέ δεν σας εί­δα, έ­κλα­ψα πο­λύ βλέ­πο­ντας τις ει­κό­νες σας μέ­σα στα έ­πη και στα τρα­γού­δια μας…».
Η ε­φη­με­ρίδα «Τρο­σάκ» όρ­γα­νο του κόμ­μα­τος Τα­σνα­κτσου­τιούν με α­πλό και συ­γκι­νη­τι­κό τρό­πο κα­τευο­δώ­νει τον ποι­η­τή: «Ο Ντι­κράν Γερ­γκάτ εί­ναι λί­γο γνω­στός στο αρ­με­νι­κό κοι­νό. Σαν ε­κεί­να τα συ­νε­σταλ­μέ­να άν­θη, που γε­μί­ζουν με ευω­διές λα­γκά­δια και πλα­γιές, ε­νώ αυ­τά μέ­νουν σιω­πη­λά και α­φα­νή. Έ­χο­ντας α­πο­συρ­θεί στο ει­δω­λο­λατρι­κό του μι­σο­σκό­τα­δο μέ­σα α­πό το εύ­θραυστο και ά­υ­λο του σώ­μα, με την πί­κρα και τη θλί­ψη του α­γω­νι­στή πα­ρα­κο­λου­θού­σε το δρά­μα της πα­τρί­δας του, που παι­ζό­ταν με τα ε­ξω­φρε­νι­κά και τρε­λά κα­πρί­τσια της μοί­ρας. Στην Ελλά­δα και τη Γαλ­λί­α έ­γι­νε ο Α­πό­στο­λος της Αρ­με­νί­ας. Μί­λη­σε σ’ αυ­τούς, σαν τους αρχαί­ους ρή­το­ρες κρα­τώ­ντας α­ντί πρά­σι­νου κλα­διού, το στέ­φα­νο των πα­θών και του η­ρω­ι­σμού ε­νός λα­ού. Τέ­τοια ά­το­μα έ­χουν βα­θειά συ­νεί­δη­ση της ε­πα­να­στά­σε­ως. Αυ­τό το φι­λά­σθενο αλλά σκε­πτό­με­νο κα­λά­μι α­φού έ­δω­σε τα πά­ντα για την πα­τρί­δα και ε­κτό­ξευσε την πε­ρι­φρό­νη­ση στο μα­το­βαμ­μέ­νο μέ­τω­πο της Ο­θω­μα­νι­κής αυ­το­κρα­το­ρί­ας, έ­σπα­σε στα 29 του σαν τον α­πο­σπε­ρί­τη που ό­σο πλη­σιά­ζει στον ο­ρί­ζο­ντα τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πα­στρά­πτει».

 

ΣΤΟΝ ΝΤΙ­ΚΡΑΝ ΓΕΡΓΚΑΤ

 

Σε πε­ρι­βό­λι ταί­ρια­ζε της ό­ψης σου η ει­κό­να

να στυ­λω­θή, με τ’ ου­ρα­νού την ξα­στε­ριά να φέ­ξη,

να κε­λα­ϊ­δή με τα που­λιά, με τ’ άν­θια να μυ­ρί­ζη,

να εί­ναι η μορφή σου λυ­τρω­μός κ’ η μνή­μη σου ά­για χά­ρη,

λη­σμο­νη­μέ­νε, α­ξέ­χα­στε και πάντ’ α­γα­πη­μέ­νε.

Έ­νας, τον ή­ξε­ρε, ποι­η­τής, κι αυ­τός του έ­θνους σου κλή­ρα,

την Αρ­με­νί­α τρα­γού­δη­σε στην αρ­γυ­ρή του λύ­ρα,

την ορ­φα­νή πα­τρί­δα του, τη σκλα­βω­μέ­νη γη του,

που τα παι­διά της τ’ α­κρι­βά με τα πι­κρά τρα­γού­δια

θυ­μί­ζου­νε τη δό­ξα της κα τη μοι­ρολο­γά­νε.

Την Αρ­με­νί­α τρα­γού­δη­σε, το μοι­ρο­λό­ι του εί­ταν

Έ­τσι γλυ­κό κι αρ­μο­νι­κό κ’ εί­χε μια τέ­τοια γλύ­κα

που την α­γά­πη­σα κ’ ε­γώ την Αρ­με­νία πα­νώ­ρια

με τί­πο­τε απ’ τα πά­θη της κι απ’ την κα­κή της μοί­ρα.

Ό­μως για τέ­τοιο μά­γε­μα κα­νείς για τέ­τοια α­γά­πη

Θά­φτα­νε ο νους σου, ο λό­γος σου, το συ­να­πά­ντη­μά σου.

Μα ε­σέ­να η γνω­ρι­μιά στιγ­μή κι ο νους σου πε­ρα­τά­ρης

κι ο χά­ρος που σε θέ­ρι­σε κυ­νη­γη­τής κ’ η μά­να

που σ’ έ­χα­σε, α­κρι­βό­τα­τη ψυ­χή απ’ την α­γκα­λιά της,

τ’ α­δέρ­φια σου κι ο νέ­ος χο­ρός που ζού­σες στης Α­θή­νας

τα ιε­ρά χώ­μα­τα, ρυθ­μός, κρι­τής για να του γίνης

ε­ρω­τι­κός, που πλά­στη­κες να σε δρο­σα­ναστή­ση,

γλυ­κό­γε­λο της χα­ραυ­γής, της Ατ­τι­κής η σμί­λη:

                                                 ΚΩ­ΣΤΗΣ ΠΑ­ΛΑ­ΜΑΣ

                               Α­πό τα «Πρό­σω­πα και μο­νό­λο­γα»

Πη­γές: Ε­φη­με­ρί­δα «Πα­να­θή­ναια»,

5 Ιου­λί­ου 1902, τεύ­χος 41.

«Α­με­νούν Ντα­ρε­κίρ­κ» 1960.

«Μερ Ντα­ρε­τσού­ιτ­ς» 1910.

 

Α­πό Διά­λε­ξη του Α­γκόπ Τζε­λα­λιάν.

Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 7 επισκέπτες συνδεδεμένους