Kούφα: Η αρμενική βάρκα των ποταμών της Μεσοποταμίας
Ιωάννης Ασπροποταμίτης- Ιστορικός Μάρτιος- Ιούνιος 2019, τεύχος 100
Από την 3η χιλιετία π.Χ., η ανάπτυξη των εμπορικών μεταφορών στη Μεσοποταμία στηρίχθηκε στη φυσική ροή των υδάτινων αρτηριών των δύο μεγάλων ποταμών, του Τίγρη και του Ευφράτη. Τα ποτάμια αυτά, πήγαζαν από τα υψίπεδα των αρμενικών περιοχών του γεωγραφικού χώρου της δυτικής μικρασιατικής χερσονήσου, στα νοτιοδυτικά του Καυκάσου και κατευθύνονταν προς τα νότια διασχίζοντας τη Μεσοποταμία, μέχρι και τις βόρειες ακτές του Περσικού Κόλπου. Παράλληλα με τη συμβολή τους στη γονιμότητα της καλλιεργήσιμης γης, στην οποία στήριξαν την οικονομία τους οι μεγάλοι πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν στην περιοχή, τα δύο ποτάμια, μέσω του νερού και των προσχώσεων που μετέφεραν στην κοίτη τους, εξυπηρετούσαν αφενός τις ποτάμιες μεταφορές προς τα σημαντικότερα εμπορικά, οικονομικά και πολιτισμικά κέντρα της αρχαίας Μεσοποταμίας (Βαβυλώνα, Ουρ, Λάρσα κ.ά.) που βρίσκονταν κτισμένα κοντά στις όχθες τους, και αφετέρου τις παράκτιες θαλάσσιες μεταφορές προς τα λιμάνια του Περσικού κόλπου (Νησιά Μπαχρέιν) μέχρι και τις δυτικές ακτές της Ινδικής χερσονήσου. Για την ασφαλή μεταφορά των φορτίων στην υδάτινη επιφάνεια της ορμητικής σε ορισμένα σημεία κοίτης των δύο ποταμών, χρησιμοποιήθηκαν πλωτές κατασκευές ειδικής ναυπηγικής σχεδίασης, όπως απεικονίζονται σε ανάγλυφες αναπαραστάσεις γλυπτών των ασσυριακών βασιλείων που χρονολογούνται μεταξύ του 9ου και 7ου αιώνα π.Χ. ή περιγράφονται σε αρχαίες επιγραφές και συγγράμματα. Ως πρώτες ύλες για την κατασκευή τους χρησιμοποιήθηκαν κατάλληλα επεξεργασμένα υλικά που υπήρχαν στην κάθε περιοχή όπως, τομάρια (δέρματα) από τα ζώα που εκτρέφονταν από τους κτηνοτρόφους, καλάμια, βούρλα και ξύλα από φυτά που ευδοκιμούσαν στην περιοχή, ακόμα και άσφαλτος από τα κοιτάσματα της ευρύτερης περιοχής. Το πιο διαδεδομένο πλωτό μέσο από τα προϊστορικά χρόνια για τις ποτάμιες αυτές μετακινήσεις, όπως μαρτυρούν τα αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής, ήταν μια στρογγυλή κατασκευή, η αναφερόμενη ως βάρκα «Κούφα» (Quffa boat), η οποία αποτελεί τη μοντέρνα αραβική εκδοχή της Ακκαδικής λέξης «quppu» που σημαίνει καλάθι. Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, ο μέγας βασιλιάς Σαργών Α’ (ιδρυτής της Ακκαδικής δυναστείας, 2684-2630 π.Χ.) όπως και ο Μωυσής, σώθηκαν εντός μικρής κούφας, του γνωστού πρωτόγονου ποταμόπλοιου. Η ναυπήγησή της γινόταν κοντά στις όχθες των ποταμών. Οι συγγραφείς δεν διαχωρίζουν τους δύο τύπους αυτής της στρογγυλής λέμβου της 1ης χιλιετίας π.Χ. στη Μεσοποταμία. Ο πρώτος τύπος είναι η στρογγυλή βάρκα από πλεγμένα καλαμένια ή ξύλινα δεμάτια με ένα δερμάτινο περίβλημα αλειμμένο εξωτερικά και στον πυθμένα τους με πίσσα (άσφαλτο). Ο δεύτερος τύπος είναι η στρογγυλή δερμάτινη βάρκα με έναν εξωτερικό φλοιό από ραμμένα δέρματα. Η ονομασία κούφα, η οποία χρησιμοποιείται και για τους δύο τύπους, αναφέρεται στη βάρκα η οποία έχει κατασκευαστεί με την τεχνική της καλαθοπλεκτικής. Η πηδαλιούχησή της εξασφαλίζεται με δύο άνδρες, οι οποίοι στέκονται όρθιοι είτε κωπηλατώντας σε κάθε άκρο της (στην πλώρη και την πρύμνη ή δεξιά και αριστερά στην πρύμνη), είτε ωθώντας με ξύλινα κοντάρια τον βυθό. Οι κούφες χρησιμοποιήθηκαν επίσης για τη μεταφορά Ασσυρίων στρατιωτών διαμέσου της κοίτης των ποταμών (Βασιλεία Ashurnasirpal II, 883-859 π.Χ.), αλλά και ως πλωτήρες στήριξης γεφυρών για τη διέλευση των στρατιωτών και των αρμάτων τα οποία έλκονταν από ζεύγη αλόγων (Πύλες της Balawat, Βασιλεία Shalmaneser ΙII, 858-824 π.Χ.). Ο Ηρόδοτος, στον πρώτο τόμο των Ιστορικών του (ΚΛΕΙΩ Ι, 194), μας αναφέρει πως κατά την επίσκεψή του στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. στη Βαβυλώνα της Περσικής Αυτοκρατορίας, εκείνο που τον εντυπωσίασε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο σ’ αυτή την πόλη («Το δε απάντων θώμα μέγιστόν μοί εστι των ταύτη μετά γε αυτήν την πόλιν…») ήταν τα πλοία που διέσχιζαν τον Ευφράτη προς την πόλη. Σύμφωνα με τον Έλληνα ιστορικό, «αυτά τα πλοία που είχαν κυκλικό σχήμα και ήταν φτιαγμένα από δέρματα, κατασκευάζονταν στην Αρμενία, στα βόρεια της Ασσυρίας» και συνεχίζει: «Αρχικά κόβουν βέργες από ιτιές για να κατασκευάσουν τον σκελετό και έπειτα τεντώνουν σκληρά δέρματα (τομάρια ζώων) στην κάτω πλευρά του πλοίου (σκάφους), χωρίς του δώσουν μυτερό σχήμα ώστε να ξεχωρίσει η πλώρη ή να σχηματιστεί η πλώρη του, αλλά το κάνουν ολοστρόγγυλο όπως φτιάχνεται η ασπίδα. Αφού γεμίσουν όλο το πλοίο με καλαμιές, τοποθετούν μέσα το φορτίο, κυρίως πίθους με κρασί από τη Φοινίκη και το αφήνουν να παρασυρθεί από το ρεύμα του ποταμού. Το πλοίο κυβερνάται από δύο άνδρες που κρατούν από ένα κουπί και στέκονται όρθιοι ο ένας μπροστά, έλκοντας το κουπί του προς τα μέσα, κι ο άλλος πίσω, ωθώντας το κουπί του προς τα έξω. Τα πλοία αυτά άλλοτε κατασκευάζονται πολύ μεγάλα και άλλοτε μικρότερα. Τα μεγαλύτερα μπορούν να μεταφέρουν βαρύ φορτίο μέχρι και πέντε χιλιάδες τάλαντα. Κάθε πλοίο μεταφέρει και έναν γάιδαρο, τα μεγαλύτερα δε αρκετούς γαϊδάρους. Όταν φτάσουν στη Βαβυλώνα και διαθέσουν το φορτίο τους, τον ξύλινο σκελετό του πλοίου και τις καλαμιές τα πουλάνε στην αγορά μέσω δημοπρασίας, ενώ τα δέρματα τα φορτώνουν στη ράχη των γαϊδάρων και επιστρέφουν δια ξηράς πίσω στην Αρμενία. Είναι ακατόρθωτο να αναπλεύσει κάποιος με οποιοδήποτε τρόπο αντίθετα στην ορμητική ροή του ποταμού και γι’ αυτό το λόγο τα πλοία δεν κατασκευάζονται από ξύλα παρά από δέρματα ζώων. Όταν τελικά οδηγώντας τους γαϊδάρους φτάσουν πίσω στην Αρμενία, κατασκευάζουν με την ίδια τεχνική νέα πλοία». Η μοντέρνα κούφα συνεχίζει να χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα στο Ιράκ με το ίδιο όνομα και δύναται να μεταφέρει ακόμα και βαριά φορτία. Στις αρχές του 20ου αιώνα κατασκευάστηκαν κούφες διαφόρων μεγεθών με διάμετρο άνω των 4,9 μέτρων, αν και η μέση διάμετρος συνήθως ήταν 4 μέτρα με βύθισμα 2,1 μέτρα. Το μεγαλύτερο μέγεθος μπορούσε να μεταφέρει έως 5 τόνους σιτάρι, ενώ οι μικρότερες 2 τόνους ή περίπου 30 πρόβατα. Ωστόσο, υπάρχει αναφορά για κούφα με διάμετρο άνω των 5,5 μέτρων, η οποία μπορούσε να μεταφέρει φορτίο έως και 16 τόνους.
Πηγές: Κ. Ν. Αντωνοπούλου, Ιστορία του Εμπορικού Ναυτικού, Εκδ. Ν. Σταυριδάκης, Πειραιάς, 1963. Μάριου Σίμψα, Το Ναυτικό στην ιστορία των Ελλήνων, τομ. Α’, Έκδοση Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, Αθήνα 1982. Sean McGrail, Boats of the World from the stone age to medieval times, Ed. Oxford University Press, New York 2001. Lionel Casson, Ships and Seamanship in the Ancient World, Ed. The Johns Hopkins University Press, Baltimore, Maryland 1995. http://indigenousboats.blogspot.com/2016/04/the-mesopotamian-quffa-or-kuphar.html, ανάκτηση 15/4/2019 http://aegean-maritime-museum.gr/el/ekthemata-kai-istoria, ανάκτηση 8/4/2019 http://mesopotamia6-4.weebly.com/emma-d, ανάκτηση 13/4/2019
|