Το χριστιανικό ολοκαύτωμα στη Νεοτουρκική Οθωμανική Αυτοκρατορία |
Η Γενοκτονία των Αρμενίων είναι η γνωστότερη σελίδα από το γενικευμένο και καλά οργανωμένο εγχείρημα του τουρκικού εθνικισμού να εξοντώσει τις μη μουσουλμανικές ομάδες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ώστε να δημιουργήσει τις συνθήκες διαμόρφωσης καθαρά τουρκικού έθνους-κράτους. Οι χριστιανικές κοινότητες των Αρμενίων, των Ελλήνων της Ανατολής και των Ασσυροχαλδαίων-Αραμαίων, βίωσαν με τον πλέον δραματικό τρόπο την πολιτική ενός ακραίου εθνικιστικού και μιλιταριστικού κινήματος. Το γνωστότερο επεισόδιο αυτής της ιστορικής διαδικασίας –όπως γράφτηκε στην αρχή- είναι η γενοκτονία των Αρμενίων. Μέσα στα όρια της αυταρχικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Αρμένιοι ανέπτυξαν την εθνική τους ταυτότητα, συνδέθηκαν με τα προοδευτικά κινήματα του καιρού τους και διατύπωσαν πολιτικούς στόχους. Παράλληλα όμως, επηρεάστηκαν και συνδέθηκαν με διεθνή κέντρα που επιζητούσαν την καταστροφή της Αυτοκρατορίας. Ο σκληρός ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων (Βρετανία, Ρωσία, Γερμανία, Γαλλία) τα χρόνια 1894-1896, η κυριαρχία του τυραννικού σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ -τον οποίο ο Γλάδστον αποκάλεσε «Ο Μέγας Δολοφόνος» και η διατύπωση των πολιτικών αιτημάτων των Αρμενίων, οδήγησαν στην πρώτη μεγάλη σφαγή του αρμενικού λαού με 300.000 θύματα. Ο Αβδούλ Χαμίτ πίστευε ότι «ο καλύτερος τρόπος να τελειώνουμε με το Αρμενικό Ζήτημα είναι να τελειώνουμε με τους Αρμένιους». Η οργάνωση της Γενοκτονίας Με τον βίαιο αυτόν τρόπο, το Αρμενικό Ζήτημα αναβαθμίστηκε και καταγράφηκε ως ένα από τα πρώτα στη διπλωματική ατζέντα εκείνης της εποχής. Καθοριστικός παράγοντας για την εξέλιξη του ζητήματος υπήρξε η γερμανική ανάμειξη. Οι Γερμανοί ανακηρύχθηκαν υπέρτατοι προστάτες του μουσουλμανικού κόσμου και του χαλιφάτου, που έδρευε στην Κωνσταντινούπολη. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έγινε το πιο σημαντικό πεδίο δράσης του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Κινητήρια δύναμη ήταν οι γερμανικές τράπεζες, οι οποίες είχαν κολοσσιαίες επιχειρήσεις στην Ασία. Η γερμανική πολιτική κορυφώθηκε μετά τους βαλκανικούς πολέμους, όταν οι Γερμανοί προσπάθησαν να φανατίσουν τις τουρκικές μάζες και να τις στρέψουν εναντίον των χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στο θολό πολιτικό και ραγδαία μεταβαλλόμενο οθωμανικό περιβάλλον των αρχών του 20ου αιώνα κυριάρχησαν οι αυθεντικοί εθνικιστές: οι Νεότουρκοι. Ο δρόμος για τηνΤελική Λύση είχε πλέον χαραχθεί. Ο τουρκικός εθνικισμός, με κέντρο δράσης του την οθωμανική Θεσσαλονίκη, έλαβε τις αποφάσεις του σε νεοτουρκικό Συνέδριο το 1911. Το Συνέδριο αυτό προέβλεπε την επίλυση του εθνικού προβλήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη φυσική εξόντωση των γηγενών χριστιανικών εθνοτήτων. Για τους Νεότουρκους το πρόβλημα ήταν απλό: «Ή η πατρίδα των άλλων θα γίνει δική μας πατρίδα, και μάλιστα σύντομα, ή δεν θα υπάρχει πλέον πατρίδα για μας». Τον Οκτώβριο του 1911 οι Νεότουρκοι -ως κυβέρνηση της χώρας- είχαν αποφασίσει σε συνέδριό τους την εξόντωση των μη μουσουλμανικών εθνοτήτων και τη βίαιη τουρκοποίηση των -πολυεθνοτικής καταγωγής- μουσουλμανικών πληθυσμών. Η απόφαση όριζε με σαφήνεια τις νέες κατευθύνσεις που αναιρούσαν πλήρως την παλιότερη πολιτική της σχετικής ανοχής. Με την πράξη τους αυτή έθεσαν τέλος σε μια μακραίωνη περίοδο οθωμανικής παράδοσης, που συγκροτούσε ένα πολυεθνικό μουσουλμανικό κράτος με κύρια έμφαση στη θρησκευτική επιλογή. Εφεξής, για τους Τούρκους εθνικιστές το αίτημα ήταν η κυριαρχία της εθνικιστικής τουρκικής εκδοχής, τόσο κατά των χριστιανικών κοινοτήτων όσο και κατά των πολυεθνοτικών και πολύγλωσσων μουσουλμανικών μαζών. Το παραγνωρισμένο αυτό Ολοκαύτωμα των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας άρχισε το 1914 κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και ολοκληρώθηκε το 1924 με την περάτωση της ανταλλαγής των πληθυσμών, αποτέλεσμα της αναθεωρητικής Συνθήκης της Λωζάννης. Θύματα ήταν οι περισσότερες γηγενείς χριστιανικές ομάδες, πλην των λεγόμενων Φραγκολεβαντίνων και των ελάχιστων τουρκοορθόδοξων της Καππαδοκίας. Οι μονοφυσίτες (Αρμένιοι, Ασσύριοι και λίγοι Κούρδοι), οι ορθόδοξοι (΄Ελληνες στον Πόντο, την Ιωνία, την Καππαδοκία και την Ανατολική Θράκη, καθώς και ΄Αραβες Σύροι στον οθωμανικό Νότο), οι προτεστάντες (Αρμένιοι και Ελληνες) και οι καθολικοί (Αρμένιοι και ΄Αραβες) ανέρχονταν σε 4 εκατ., περίπου. Μετά το τέλος της μεγάλης ανθρωποσφαγής, λίγες μόνο δεκάδες χιλιάδες παρέμειναν στα πατρικά τους εδάφη. Με έναν πρωτοφανή τρόπο για τη σύγχρονη εποχή, ο Μουσταφά Κεμάλ πασά -που αργότερα οι Τούρκοι θα τον αναγνωρίσουν ως γεννήτορά τους (Ατατούρκ)- θα γιορτάσει τη νίκη του με τη σφαγή του άμαχου χριστιανικού πληθυσμού και την πυρπόληση της πόλης, έχοντας και πάλι ως πρώτο στόχο τους Αρμένιους της Σμύρνης και στη συνέχεια όλο τον άμαχο ελληνικό πληθυσμό. Με το Ολοκαύτωμα των χριστιανικών πληθυσμών ολοκληρώθηκε η διαδικασία διαμόρφωσης του σύγχρονου τουρκικού έθνους-κράτους, το οποίο θα ιδρυθεί τυπικά το 1923. Στην Ελλάδα κατέφυγαν περίπου ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες. Σύμφωνα με τις αρμενικές πηγές, από τους 2.026.000 Αρμένιους που ζούσαν πριν από το 1914 στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, εξοντώθηκαν 1,5 εκατ., ενώ οι Ελληνες της Ανατολής (Ιωνία, Πόντος, Καππαδοκία, Ανατολική Θράκη) είχαν περίπου ένα εκατομμύριο νεκρούς. Η συμπεριφορά της Ελλάδας απέναντι στα ιστορικά εκείνα γεγονότα είναι αμφιλεγόμενη. Παρ' ότι αναγνώρισε τόσο τη γενοκτονία των Αρμενίων όσο και τις γενοκτονίες των ελληνικών πληθυσμών στον Πόντο αλλά και σ' όλη τη Μικρά Ασία και θέσπισε και δύο επίσημες Ημέρες Μνήμης (19 Μαϊου και 14 Σεπτεμβρίου), εν τούτοις δεν φαίνεται να θεωρεί την ιστορική εμπειρία των Ελλήνων της Ανατολής ως μέρος της εθνικής ιστορίας. Κάποια μεθοδολογικά ζητήματα Ένα από τα ζητήματα που προκύπτουν είναι εάν νομιμοποιούμαστε να χρησιμοποιούμε τον όρο «Χριστιανικό Ολοκαύτωμα«, -είτε για να εντάξουμε τις διώξεις στην κατηγορία εκείνη των διώξεων που βασίζονται στη θρησκευτική ετερότητα, όπως συμβαίνει με το «εβραϊκό ολοκαύτωμα«, -είτε για να χρησιμοποιήσουμε το χαρακτηρισμό «ολοκαύτωμα» και σε άλλη περίπτωση πλην του εβραϊκού. Δυστυχώς τα μεθοδολογικά αυτά ζητήματα ποτέ δεν συζητήθηκαν από τους ιστορικούς, εξ αιτίας της συντηρητικής στάσης που διακρίνει την πλειονότητά τους και την αμηχανία που τους προκαλεί η διαφορετική από την κρατούσα ερμηνεία των γεγονότων εκείνων. Η άποψή μου είναι ότι έχουμε τη δυνατότητα για τους εξής λόγους: 1) Τα κριτήρια που χρησιμοποίησαν οι Νεότουρκοι για να στοχοποιήσουν συγκεκριμένους πληθυσμούς ήταν αμιγώς θρησκευτικά. Στην επίσημη απόφασή τους του Οκτωβρίου του 1911 αναφέρεται: «Η Τουρκία πρέπει να γίνει μωαμεθανική χώρα, όπου η μωαμεθανική θρησκεία και οι μωαμεθανικές αντιλήψεις θα κυριαρχούν και κάθε άλλη θρησκευτική προπαγάνδα θα καταπνίγεται...» Στην ίδια απόφαση ορίζεται και ο μηχανισμός καταστολής: «εξοπλισμένοι μουσουλμάνοι κατά χριστιανών»... Eπίσης και στη δεύτερη περίοδο, αυτή του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1919-1922, ο Μουσταφά Κεμάλ πασά συγκρότησε τον στρατό σε θρησκευτική βάση, κήρυξε Ιερό Πόλεμο (Τζιχάντ) κατά των απίστων και αυτοανακηρύχθηκε ο ίδιος σε Gazi, δηλαδή «ιερό πολεμιστή του ισλάμ». 2) Ο όρος «ολοκαύτωμα» προϋπήρχε του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και είχε χρησιμοποιηθεί ήδη για να περιγράψει τη σφαγή και την πυρπόληση της Σμύρνης από τους Τούρκους εθνικιστές. Στο μεσοπολεμικό ντοκιμαντέρ του Robert Davidian για την Καταστροφή της Σμύρνης αναγράφεται στους ενδιάμεσους τίτλους: «The survivors of the holocaust were crowed into boat...» Η σημασία της ενότητας των προσφυγικών ομάδων Η κοινή δράση των προσφυγικών οργανώσεων είναι απαραίτητη, τόσο εντός του ελληνικού χώρου όσο και διεθνώς και φυσικά στο χώρο όπου μέχρι σήμερα κυριαρχούν οι απόγονοι των θυτών. ΄Ένας προφανής λόγος για την κοινή δράση είναι η μεγιστοποίηση της διάδοσης της γνώσης για τη συγκεκριμένη σελίδα της Ιστορίας, μέσα από την παράλληλη ανάδειξη των διαφορών που χαρακτηρίζουν τις επιμέρους ιστορικές εμπειρίες. Η κοινή δράση, όσον αφορά την Ελλάδα, έχει ως στόχο τη σύγκρουση με το ρεύμα της άρνηση των γεγονότων -που φτάνει μέχρι την αιτιολόγηση και τον εγκωμιασμό της πολιτικής γενοκτονιών που άσκησαν οι Νεότουρκοι και ολοκλήρωσαν οι κεμαλικοί. Η αποδοχή της ερμηνευτικής ματιάς των ιστορικών γεγονότων δεν είναι αυτονόητη στην Ελλάδα. Μάλλον συμβαίνει το αντίθετο και αυτό αποκαλύπτει τις αιτίες της διαρκούς υποβάθμισης των προσπαθειών για αναγνώριση των γενοκτονιών που υπέστησαν οι χριστιανικοί λαοί από τον εθνικισμό. Η αντιπροσφυγική κληρονομιά της ελληνικής πολιτικής ζωής από το 1922 δεν εξαλείφθηκε, όπως νομίζουν πολλοί ρομαντικοί. Απλώς μεταλλάχθηκε και πήρε άλλες μορφές εξίσου επώδυνες. Η αναγνώριση του γεγονότος ότι διεπράχθη γενοκτονία κατά των μη μουσουλμανικών πληθυσμών στην Ανατολή (αρμενικών, ελληνικών, ασσυροχαλδαϊκών) από τον καθ' ύλην αρμόδιο διεθνή ακαδημαϊκό οργανισμό, τον International Association of Genocide Scholars – IAGS, ή η παραδοχή του ιστορικού αυτού γεγονότος από σημαντικούς Τούρκους ιστορικούς, ελάχιστα άλλαξε τα παραδοσιακά αρνητικά στερεότυπα της ιστοριογραφίας μας. Είναι όμως αλήθεια ότι στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο χώρο η κινητοποίηση των Αρμενίων κατάφερε να εντάξει το επί μέρους ιστορικό γεγονός στη συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας. Το επόμενο βήμα είναι η ένταξή του στο ευρύτερο πλαίσιο του Χριστιανικού Ολοκαυτώματος. Επίσης, το κίνημα για την αναγνώριση της Γενοκτονίας λειτουργεί λυτρωτικά και στην ίδια την τουρκική κοινωνία. Γιατί ένα από τα ζητήματα που στοιχειώνουν τις σχέσεις της σύγχρονης Τουρκίας με τον σύγχρονο κόσμο είναι η ανάμνηση της ακραίας εθνικιστικής πολιτικής και των τεχνικών γενοκτονίας που επέλεξαν οι Νεότουρκοι, ως μηχανισμό μετατροπής της πολυεθνικής προνεωτερικής ισλαμικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε τουρκικό έθνος-κράτος. Η συνεχής υπόμνηση της ιστορικής εκκρεμότητας δεν επιτρέπει στις τουρκικές ελίτ -που την πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου την οφείλουν στις Γενοκτονίες των μη μουσουλμανικών λαών- να ξεχάσουν το δικαίωμα αποζημίωσης που διατηρούν οι απόγονοι των προσφύγων, κυρίως των Αρμενίων και των Ασσυροχαλδαίων (το ελληνικό περί των περιουσιών ζήτημα, «επιλύθηκε» το 1930 με τη Συνθήκη της ΄Άγκυρας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας). Καθώς και την ηθική υποχρέωση προς τα θύματα, που τους έχουν κληροδοτήσει οι πρόγονοί τους. Η σχετικά πρόσφατη εμφάνιση προοδευτικών δυνάμεων στην Τουρκία, που μιλούν πλέον ανοιχτά γι αυτό ζήτημα, ωθεί στην ενίσχυση των τάσεων για διεκδίκηση περισσότερης δημοκρατία και για υπέρβαση της αυταρχικής κοινωνίας.
|