Κουήν Μινασσιάν Ιούλιος- Σεπτέμβριος 2016, τεύχος 90
Όταν το βιβλίο «Ματωμένα Χώματα» εκδόθηκε στα τουρκικά με τον τίτλο «Benden selam söyle Anadolu’ya» έγινε ανάρπαστο στην γειτονική Τουρκία, με δεκάδες επανεκδόσεις. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της Διδώς Σωτηρίου, οι γείτονές μας έμαθαν ένα μέρος της ιστορίας που ποτέ δε διδάχτηκαν. Παρά την απαγόρευση της κυκλοφορίας από τα καθεστώτα, το βιβλίο επηρέασε, κι ακόμη επηρεάζει, χιλιάδες συνειδήσεις απλών τούρκων πολιτών. Πρόσφατα, οι εκδόσεις Μπαλτά εξέδωσαν, με τον τίτλο «Εγώ ο Μανώλης Αξιώτης», τα γνήσια χειρόγραφα του πρωταγωνιστή στα «Ματωμένα Χώματα» και εμπνευστή της Διδώς. Διάβασα εκεί μια συνεκτική φράση που θέλω να μοιραστώ μαζί σας: «Ο τουρκικός λαός δεν είναι βάρβαρος, όπως πολλοί νομίζουν. Βάρβαροι είναι οι φασίστες Τούρκοι, όπως είναι όλοι οι φασίστες, παντού στον κόσμο». Σκέφτομαι πόσες φορές έγινα μάρτυρας της αλήθειας του λόγου του κοκκινιώτη και μικρασιάτη πρόσφυγα, Μανώλη Αξιώτη. Πόσες φορές όσο ταξίδευα στην γείτονα χώρα, πήρε σάρκα και οστά αυτή του η φράση... Ναι, ήταν μόλις πέρσι, το καλοκαίρι του 2015, εκεί, στο Μπεσνί... Το Μπεσνί είναι μια μικρή πολιτεία στα περίχωρα της πόλης Αντιγιαμάν, στο νότο της Τουρκίας, κάπου μεταξύ της Μαλάτιας και της Ούρφα. Ψάχναμε με τους συνοδοιπόρους μου την πέτρινη γέφυρα ενός παραπόταμου του Ευφράτη. Στην μια του όχθη θα πρέπει να υπάρχει μια παλιά αρμενική εκκλησία. Στον δρόμο, διάσπαρτα, δεκάδες μνημεία της ελληνιστικής εποχής, αλλά και πολλά ίχνη των Χετταίων, της Κομμαγηνής, του ασσυριακού πολιτισμού, όλα αφημένα στη μοίρα που τους επιφυλάσσει η διάβρωση του χρόνου και του φθόνου. Ακολουθούμε τον δρόμο που μας δείχνει ένας αρμενικός χάρτης που είναι παλαιότερος των εκατό ετών. Παρά τις τεράστιες αλλαγές, τα αρχαία μνημεία μάς επιβεβαιώνουν ότι είμαστε στον σωστό δρόμο. Όπως, λοιπόν, μας πληροφορεί εκείνος ο χάρτης, αφού προσπερνάμε μια αρχαία νεκρόπολη στα αριστερά, βλέπουμε σε λίγο, σε ένα ύψωμα στο βάθος δεξιά μας, μια τεράστια πέτρινη στήλη του Αντίοχου. Εδώ πρέπει να κόψουμε αριστερά και να μπούμε σε έναν χωματόδρομο, ένα μονοπάτι εκατοντάδων χρόνων. Με οδηγό μας πάντα τον παμπάλαιο χάρτη, προχωράμε παράλληλα με ένα ποταμάκι, που σήμερα δεν έχει νερό, και ξέρουμε ότι μετά από λίγο πρέπει να δούμε την πέτρινη γέφυρα. Ξάφνου, μετά από μια στροφή, βλέπουμε αριστερά και δεξιά στο μονοπάτι πάμπολλα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, από πανάκριβες BMW και Μερσεντές εως ταλαιπωρημένες σακαράκες. Αναρωτιόμαστε όλοι τι να γυρεύουν τόσα αμάξια σε αυτήν την ερημιά. Ω ναι, μα είναι Παρασκευή και περίοδος ραμαζανιού. Μουσουλμάνοι προσκυνητές έχουν έρθει στο τζαμί για προσευχή, αν και είναι αρκετά έξω από την πόλη του Μπεσνί. «Το τζαμί είναι η εκκλησία Σουρπ Μπογός-Μπεντρός που ψάχνουμε, των Αγίων Πέτρου και Παύλου!», μας λέει η συνοδοιπόρισσα που κρατά τον χάρτη. Και προσθέτει, «ορίστε, ιδού και η γέφυρα!». Εμείς κοκαλώνουμε. Μπροστά μας στο βάθος υψώνεται ένα εξαιρετικό δείγμα αρμενικής αρχιτεκτονικής. Ναι, έχουν προσθέσει όπως-όπως μιναρέδες, αλλά ο χαρακτηριστικός κωνικός τρούλος των αρμενικών εκκλησιών δεσπόζει στο κέντρο του υπέροχου αυτού οικοδομήματος. Δεδομένου ότι η λειτουργία και οι προσευχές του ιμάμη δεν έχουν τελειώσει ακόμη, προχωράμε προς την γέφυρα. Πολλοί από εμάς βγάζουμε τα παπούτσια μας και περνάμε το γεφύρι ξυπόλυτοι. Είναι και η γέφυρα ιερή για μας. Κάποτε ένωνε τις δυο αρμενικές γειτονιές του πολύπαθου Μπεσνί. Το 1915 εκτελέστηκαν όλοι οι αρμένιοι κάτοικοί του κι αργότερα ισοπεδώθηκαν και τα σπίτια τους. Έμεινε μόνο το γεφύρι και η εκκλησία, που διασώθηκε ως τζαμί... Ανάμεσα στο ναό και τη γέφυρα στέκονταν 2 μουριές. Κόντευε το μεσημέρι, είχε αφόρητη ζέστη, οπότε, ώσπου να τελειώσουν στο τζαμί, μαζευτήκαμε όλοι εμείς οι «γκιαούρηδες» κάτω από την πυκνή και μοναδική σκιά τους. Οι μουσουλμάνοι, κατά την περίοδο του ραμαζανιού, από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου, αυστηρά και ρητά δεν επιτρέπεται να τρώνε ή να πίνουν οτιδήποτε. Είμαστε το λοιπόν πολύ σκεφτικοί: να γευτούμε ή όχι τα μαύρα γλυκά μούρα που στέκουν πάνω από τα κεφάλια μας; Στο μεταξύ, γύρω μας τρέχουν δεκάδες παιδιά. Τα περισσότερα είναι ξυπόλυτα, φορούν φθαρμένα και μπαλωμένα ρούχα. Όλα γύρω μας μαρτυρούν την φτώχια της περιοχής. Τα ακριβά αυτοκίνητα πού κολλάνε θα μου πείτε… Ε, αυτά ήταν των δημαρχαίων, των νομαρχαίων και των υψηλόβαθμων αξιωματούχων... Τα παιδιά αρχικά μας περιεργάζονται δειλά - δειλά, έπειτα ρωτούν ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε, τι ψάχνουμε, αν έχουμε καραμέλες... Η συνταξιδιώτισσά μας η Αρπί, που φροντίζει να έχει πάντα καραμέλες, τα κερνάει και παράλληλα ανοίγουμε κουβεντούλα μαζί τους, αφού αρκετοί από μας μιλάμε την τουρκική γλώσσα... Μετά από κάμποση ώρα αναμονής και κουβεντούλας με τα πιτσιρίκια, βλέπουμε έναν γέροντα στο βάθος του δρόμου, που στηριζόμενος στη γκλίτσα του έρχεται προς εμάς με μικρά αλλά βιαστικά βήματα. Γύρω του σαν μέλισσες τρέχουν τα μικρά παιδιά, που κάνουν και πολλή φασαρία. Η πρώτη μας σκέψη: «Θα άργησε, φαίνεται, ο παππούς για το τζαμί». Λάθος εκτίμηση! Ο γέροντας προσπερνά αδιάφορα το τζαμί και έρχεται κοντά μας. «Είστε Αρμένιοι;», μας ρωτά λαχανιασμένος. «Ναι, πολλοί από μας είμαστε Αρμένιοι», του απαντάμε. Και τότε ο γέροντας γονατίζει και μας λέει: «Συγνώμη! Σας παρακαλώ, σας ικετεύω, συγχωρέστε μας!». Τα χάνουμε, αλλά ευθύς τον βοηθάμε να σηκωθεί. Τον ρωτάμε τι έπαθε, αν χρειάζεται να του φέρουμε νερό, τι συμβαίνει. Και τότε, άμεσα και δίχως περιστροφές, αρχίζει τη συγκλονιστική του εξομολόγηση... Ο πατέρας του ήταν έφηβος το 1915 και είχε συμμετάσχει στις σφαγές των Αρμενίων αυτού εδώ του τόπου. Είχε έρθει, λέει, ένας ιμάμης τότε, συνοδευόμενος από πολιτοφύλακες, και τους είχε πει, με πολύ πειστικό τρόπο, πως όλοι οι Αρμένιοι είχαν δήθεν κρυμμένα όπλα στα σπίτια τους και πως την επομένη το ξημέρωμα θα έσφαζαν όλους τους μουσουλμάνους της περιοχής. Χρέος όλων τους ήταν το ίδιο εκείνο βράδυ να μπουν στα σπίτια των Αρμενίων και να τους σφάξουν, πριν προλάβουν να ξεσηκωθούν. Να μην τους λυπηθούν καθόλου, όσο αθώοι κι αν φαίνονται, ακόμη κι αν είναι γνωστοί τους, τους είχε πει ο ιμάμης, γιατί ο Αλλάχ θα τους ευλογεί γι’ αυτό: «Αν δεν τους σφάξετε εσείς, αύριο θα σας σφάξουν εκείνοι, τις μανάδες σας, τις γυναίκες και τα παιδιά σας». Έτσι, λοιπόν, υπακούοντας τον άγιο ιμάμη, εκείνα τα μεσάνυχτα, οι μουσουλμάνοι άντρες, οπλισμένοι, ξαμολήθηκαν αθόρυβα στην αρμενική γειτονιά, μεταξύ αυτών και ο πατέρας του. Έσφαξαν, έκαψαν, δεν άφησαν ούτε άντρες, ούτε γυναίκες, μα ούτε και παιδιά. Τόσο πολύ τους είχαν φανατίσει. Την επομένη το πρωί, αφού δεν είχε μείνει τίποτε, ούτε μια ψυχή από τους Αρμένιους, ο ιμάμης τους ευλόγησε κι έφυγε. Με το φως της μέρας μπήκαν στα αρμενικά σπίτια για να βρουν τα όπλα, να τα πάρουν, ώστε με αυτά να μπορούν να αμυνθούν σε ενδεχόμενη επίθεση από Αρμένιους άλλων περιοχών . Μα σε όσα σπίτια κι αν έψαξαν, όσο κι αν έσκαψαν μέσα και γύρω, δεν βρήκαν ούτε ένα όπλο. Τότε, κλονίστηκαν πολλοί από τους νέους που μόλις χθες τη νύχτα έσφαζαν με πίστη και φανατισμό, μαζί κι ο πατέρας του γέροντα που μας αφηγείται αυτήν την ιστορία. Είχε συνειδητοποιήσει ότι όλη νύχτα έσφαζε αθώους. Αυτό το ασήκωτο βάρος, οι τύψεις, συνόδεψαν τον πατέρα του σε όλη του τη ζωή. Έλεγε και ξανάλεγε για το κακό που είχε κάνει, πιστεύοντας εκείνον τον καταραμένο ιμάμη. Κι ένιωθε κι ο ίδιος καταραμένος. Ο πατέρας του, λοιπόν, λίγο πριν πεθάνει, είχε πει: «Φεύγω για τον άλλο κόσμο, μα με πλακώνει το βάρος όλης της γης για το έγκλημα που έκανα νέος. Δεν μπόρεσα ποτέ να βρω συγχώρεση και θα πάω σίγουρα στην κόλαση. Αν ποτέ βρείτε Αρμένιους, σας ικετεύω, παιδιά μου, ζητήστε τους εσείς συγχώρεση για τις αμαρτίες μου, για να μην βαραίνει κι εσάς αυτή η κατάρα...». Ναι, αυτά μας είπε ο γέροντας. Και δεν ήταν ο μόνος... Είναι πάρα πολλοί, δεκάδες χιλιάδες οι Τούρκοι και οι Κούρδοι, οι οποίοι, αναζητώντας την αλήθεια και τη λύτρωση, αναζητούν και την αναγνώριση των εγκλημάτων του παρελθόντος. Γιατί «…ο τουρκικός λαός δεν είναι βάρβαρος, όπως πολλοί νομίζουν. Βάρβαροι είναι οι φασίστες Τούρκοι, όπως είναι όλοι οι φασίστες, παντού στον κόσμο».
|