Αμπέρτ |
Αρμέν Γκριγκοριάν Ιανουάριος - Μάρτιος 2014 Τεύχος 80
Το κάστρο του Αμπέρτ βρίσκεται στη συμβολή των ποταμών Αμπέρτ και Αρκασέν (Αρχασάν), στις νότιες πλαγιές του βουνού Αραγκάτς και λίγο χαμηλότερα από τη λίμνη Καρί1 . Αποτελείται από το παλάτι, τον οχυρωματικό περίβολο, τα λουτρά, τον ναό, τα προτειχίσματα και τον πλακόστρωτο «κρυφό» δρόμο προς τον ποταμό Αρκασέν.
Ιστορία Στη Λίθινη Εποχή και στην Εποχή του Ορείχαλκου στη θέση του κάστρου αναπτύχθηκαν προϊστορικοί οικισμοί, ενώ αργότερα στην Ουραρταϊκή Εποχή χτίστηκε η πρώτη πόλη-κάστρο, η οποία με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε σε φρούριο που προστάτευε τους αρμενίους άρχοντες από τους Ρωμαίους και τους Πάρθους. Σύμφωνα με αναφορές, το παλάτι και ένα μέρος των τειχών του σημερινού κάστρου είχαν ήδη χτιστεί τον 7ο αιώνα, όταν το Αμπέρτ αποτελούσε θερινή κατοικία των αρχόντων Καμσαρακάν. Έκτοτε το Αμπέρτ ακολούθησε τη μοίρα των υπολοίπων κάστρων και φρουρίων της ιστορικής Αρμενίας. Το 1050 μ.Χ. ο Γρηγόριος ο Μάγιστρος Παχλαβουνί2 αναφέρει ότι στο τέλος του 10ου αιώνα μ.Χ. το κάστρο με τα γύρω κτίσματα περιήλθαν στην ιδιοκτησία της αρχοντικής οικογενείας των Παχλαβουνί, ανταγωνιστών της βασιλικής οικογενείας των Μπαγκρατουνί. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλοί Καθολικοί και Πατριάρχες της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας προέρχονταν από την οικογένεια αυτή. Το Αμπέρτ έγινε η έδρα των Παχλαβούνί, ενώ ο πρίγκιπας Βαχράμ Παχλαβουνί ενίσχυσε τον περίβολο του κάστρου με πιο παχείς τοίχους και πρόσθεσε τρεις οχυρώσεις στο χείλος του φαραγγιού του ποταμού Αρκασέν, ενώ έχτισε και έναν ναό. Το γεγονός αυτό μαρτυρείται σε επιγραφή του 1026 μ.Χ. στην εσωτερική πλευρά της θύρας του ναού αυτού. Δυστυχώς, το 1070 μ.Χ. οι Σελτζούκοι καταλαμβάνουν το Αμπέρτ και το χρησιμοποιούν ως βάση των επιδρομών τους. Απελευθερώνεται ωστόσο το 1196 από τα αρμενο-γεωργιανά στρατεύματα του στρατηγού Ζακαρέ Ζακαριάν, ο οποίος βρισκόταν στην υπηρεσία της γεωργιανής βασίλισσας Ταμάρα (Θάμαρ). Αργότερα, δόθηκε στους Ζακαριάν, βρέθηκε μάλιστα κτίσμα του 1215 μ.Χ. το οποίο ανήκε στον Βατσέ Βατσουτιάν, πράκτορα των Ζακαριάν. Το κάστρο υπήρξε διοικητικό κέντρο της περιοχής μέχρι την εισβολή των Μογγόλων το 1236 μ.Χ. Έως τις αρχές του 20ου αιώνα το Αμπέρτ παρέμεινε εγκαταλελειμμένο. Σήμερα, έχει ανακατασκευαστεί ένα μέρος του, όπως και ο ναός, ενώ συνεχίζονται οι ανασκαφές. Το ιστορικό μνημείο του Αμπέρτ κινδυνεύει με κατάρρευση εάν δεν γίνουν άμεσα τα κατάλληλα έργα. Το 2006, στο Αμπέρτ γυρίστηκε η ταινία «Σβόλοτσι» (Οι αλήτες), του αρμενικής καταγωγής ρώσου σκηνοθέτη Αλέξανδρου Ατανεσιάν, η οποία είναι αφιερωμένη στη εκπαίδευση των παιδιών - καταδρομέων στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου από τον Σοβιετικό στρατό.
Οχυρωματικοί τοίχοι Τα βαθιά φαράγγια προστάτευαν το κάστρο από τις τρεις πλευρές και μόνο η βόρεια πλευρά του ήταν εκτεθειμένη. Από την πλευρά του ποταμού Αμπέρτ οχυρώσεις χρειάζονταν μόνο στα χαμηλότερα σημεία. Ωστόσο, από την πλευρά του Αρκασέν, το φαράγγι δεν ήταν τελείως απροσπέλαστο οπότε υπήρχαν και εκεί τοίχοι. Οι τοίχοι είναι χτισμένοι από βασάλτη και έχουν κλίση, ούτως ώστε να δυσκολεύουν τον εχθρό. Η βόρεια πλευρά ήταν ενισχυμένη με πύργους, ενώ προστέθηκε και δεύτερη σειρά τοίχων, οι πύργοι των οποίων είχαν ύψος 12-13 μέτρα. Το παλάτι βρισκόταν στο πιο ψηλό βορεινό σημείο του κάστρου. Υπήρχαν δύο είσοδοι από την βόρεια και βορειο-δυτική πλευρά. Το παλάτι Το τριώροφο κτίριο του παλατιού έχει έκταση 1500 τετραγωνικά μέτρα. Οι όροφοι στηρίζονταν με δοκάρια. Βάσει των ανασκαφών θεωρείται πως είχε πλούσια εσωτερική διακόσμηση. Οι δύο πρώτοι όροφοι είχαν πέντε δωμάτια. Τα δωμάτια του τρίτου ορόφου προορίζονταν για την υποδοχή των καλεσμένων, από τα παράθυρα των οποίων ξετυλιγόταν το πανόραμα του Αραράτ. Το παλάτι πυρπολήθηκε κατά τις μογγολικές επιδρομές και έκτοτε εγκαταλείφτηκε.
Η ύδρευση Η παροχή πόσιμου νερού ήταν ζωτικής σημασίας. Το νερό παροχετευόταν διαμέσου πήλινων σωλήνων. Επίσης υπήρχαν στέρνες μέσα στο κάστρο και στο παλάτι. Το νερό συγκεντρωνόταν από τα χιόνια που έλιωναν και από τις πηγές γύρω από το κάστρο. Αξίζει να σημειωθεί πως υπήρχαν ξεχωριστές στέρνες για τα ζώα και μάλιστα έχει διατηρηθεί μία από αυτές. Επίσης υπήρχε ένας πλακόστρωτος «κρυφός» δρόμος από το κάστρο προς το ποταμό Αρκασέν για να μπορούν να μεταφέρουν νερό σε περίπτωση πολιορκίας.
Τα λουτρά Τα λουτρά είχαν χτιστεί προφανώς τον 10ο-11ο αιώνα. Ήταν ένα σκεπαστό πέτρινο κτίριο με μικρό προθάλαμο και σχετικά μεγάλη αίθουσα. Το κρύο νερό έμπαινε στο μπάνιο μέσω πήλινων σωλήνων, ενώ το ζεστό από σιδερένιους. Ως σύστημα θέρμανσης χρησιμοποιήθηκε το γνωστό σύστημα υπόκαυστου (όπως στα κάστρα του Γκαρνί, Λορί-Περτ κ.ά.). Στο κάτω μέρος των λουτρών έκαιγε φωτιά, με τον ατμό να περνά διαμέσου σωλήνων που διέτρεχαν τους τοίχους, ζεσταίνοντας έτσι την αίθουσα. Το σύστημα αυτό έγινε γνωστό στους Αρμενίους από την Αρχαία Ρώμη και χρησιμοποιούταν συστηματικά στα σπίτια των πλουσίων και στα κάστρα.
Η ζωή στο κάστρο Η ζωή στο κάστρο δεν διέφερε ουσιαστικά από την υπόλοιπη μεσαιωνική Αρμενία. Στην πραγματικότητα ήταν δύσκολη ακόμα και για τον ίδιο τον αφέντη του κάστρου. Υπήρχε μια μεγάλη εστία φωτιάς για τον αφέντη και την οικογένειά του. Οι υπηρέτες και οι στρατιώτες είχαν στη διάθεσή τους κεριά και μικρά τζάκια. Από το πρωί οι υπηρέτες ετοίμαζαν το φαγητό, ο δεσπότης του κάστρου πήγαινε με την οικογένειά του και τους συμβούλους του στην εκκλησία, ενώ μετά ακολουθούσε το κυνήγι. Οι εκκλησιαστικοί προσεύχονταν και ασχολούνταν με το διδακτικό έργο, οι σιδηρουργοί σφυρηλατούσαν τα όπλα και τις πανοπλίες και πετάλωναν τα άλογα, τα παιδιά έπαιζαν, οι στρατιώτες ασκούνταν…
1 Καρί λιτζ («η λίμνη της πέτρας») βρίσκεται στο βουνό Αραγκάτς στο υψόμετρο 3207 μέτρων. Έχει βάθος 9 μέτρα και έκταση 0,12 τ.χμ. Η λαϊκή παράδοση θεωρεί πως η λίμνη τρέφεται με «πέτρινα ποτάμια», εξού και η ονομασία της. Η λίμνη τροφοδοτείται από τα χιόνια και τους παγετώνες γι’ αυτό και το νερό είναι παγωμένο. Από τη λίμνη πηγάζει ο ποταμός Αρκασέν. Στις όχθες της βρίσκεται ο σταθμός καταγραφής και έρευνας κοσμικής ακτινοβολίας, ο οποίος θεμελιώθηκε το 1942 από τους αδελφούς Αρτέμ Αλιχανιάν και τον Απραχάμ Αλιχάνοβ. 2 Ο Γρηγόριος ο Μάγιστρος Παχλαβουνί (990 - 1058/59 μ.Χ.), Αρμένιος πρίγκιπας και Αρχιμανδρίτης της πόλης Ανί, επιστήμονας, συγγραφέας, μεταφραστής της «Γεωμετρίας» του Ευκλείδη (1051 μ.Χ.), σχολιαστής του Πλάτωνα, παιδαγωγός, καθηγητής της Ακαδημίας του μοναστηρίου του Σαναχίν, αλλά και στρατιωτικός, ο οποίος υπηρέτησε στο στρατό του βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου. Στρατηγός του βυζαντινού στρατού κατά τις εκστρατείες εναντίον του αιρετικού κινήματος Τοντρακιάν, το οποίο κατέστειλε ο Δούκας του Ταρόν, του Βασπουρακάν και της Μεσοποταμίας, ο οποίος το 1049 μ.Χ. αντιμετώπισε νικηφόρα επιδρομή των Σελτζούκων στα εδάφη του.
|