Βλάσης Αγτζίδης Ιούλιος- Σεπτέμβριος 2019, τεύχος 101
Η ήττα του ελληνικού στρατού τον Αύγουστο του 1922 από τους κεμαλικούς εθνικιστές έθεσε τέλος σε μια επώδυνη ιστορική διαδικασία, κατά την οποία η προνεοτερική, πολυεθνική, ισλαμική Οθωμανική Αυτοκρατορία παραχωρούσε τη θέση της στο έθνος-κράτος, στη νέα πολιτειακή μορφή που εμφανίστηκε στην ιστορία του ανθρώπου με τον δυτικό Διαφωτισμό. Με την ελληνική ήττα στις 13 Αυγούστου (με το παλαιό ημερολόγιο), ο πολυεθνοτικός οθωμανικός χώρος μετατρεπόταν αποκλειστικά σε μονοφωνικό τουρκικό. Όσοι από τις πολυάνθρωπες χριστιανικές κοινότητες (Έλληνες της Ανατολής, Αρμένιοι, Ασσυροχαλδαίοι) δεν εξοντώθηκαν, εξαναγκάστηκαν να εκπατριστούν, ενώ οι πολυεθνοτικοί και πολύγλωσσοι μουσουλμανικοί πληθυσμοί υποχρεώθηκαν, από το νέο κράτος που δημιούργησε ο Μουσταφά Κεμάλ και οι Νεότουρκοι σύντροφοί του, να μεταμορφωθούν σε εθνικά Τούρκους. Η ήττα των Ελλήνων -συνακόλουθα και των Αρμενίων- υπήρξε η επιβράβευση της πολιτικής που είχε υιοθετήσει η ακροδεξιά τάση των Νεοτούρκων (Τζεμάλ, Ενβέρ, Ταλαάτ), που είχε καταλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία από το 1908. Παρ’ ότι η διαδικασία δημιουργίας έθνους-κράτους ήταν βίαιη, όπως κάθε μορφή διοίκησης που εμπεριέχει την κυριαρχία επί ανόμοιων πληθυσμών, εν τούτοις με τους Νεότουρκους εμφανίστηκαν κάποια νέα χαρακτηριστικά. Η πρωτοτυπία των Νεοτούρκων ήταν ότι για πρώτη φορά στα σύγχρονα χρόνια μια εξουσία, τελείως ψύχραιμα, επιλέγει εξαρχής ρατσιστικά κριτήρια, εντοπίζει και προγράφει τα θύματα, διαμορφώνει και διαχέει στους υπόλοιπους μια ιδεολογία μίσους, ακολουθεί μεθόδους κοινωνικού αποκλεισμού των στοχοποιημένων πληθυσμών και συγκροτεί και οργανώνει σε ήρεμους καιρούς παρακρατικούς μηχανισμούς που θα αναλάβουν τη «βρωμοδουλειά» όταν το επιτρέψουν οι γενικότερες συνθήκες. Αυτά ακριβώς έκαναν για πρώτη φορά στη σύγχρονη εποχή οι Τούρκοι εθνικιστές με τη βοήθεια των Γερμανών ιμπεριαλιστών, και κορυφώθηκαν 20 χρόνια μετά από τους Ναζί.
Ντόπιοι και ξένοι
Ο Μουσταφά Κεμάλ θα εκφράσει αυτήν την πολιτική μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν θα συγκροτήσει το εθνικιστικό του μέτωπο εκδιώκοντας σκληρά τους Οθωμανούς αντιπάλους του που αρνούνταν την εθνικιστική του ατζέντα καθώς και τις μη τουρκικές μουσουλμανικές μειονότητες που προσπάθησαν να αρθρώσουν έναν αυτόνομο λόγο. Αφού εξόντωσε κάθε πραγματικό ή δυνητικό αντίπαλο εντός του μουσουλμανικού χώρου, προσπάθησε επιτυχημένα -παρ’ ότι υπήρξε ένας αντικληρικαλιστής μεσοπολεμικός ακροδεξιός- να ενδυθεί το ρόλο του «gazi», δηλαδή του ιερού πολεμιστή του Κορανίου, και να κηρύξει τζιχάντ, δηλαδή «ιερό πόλεμο κατά των απίστων». Με τη βοήθεια των Ιταλών και των Σοβιετικών καταρχάς, των Γάλλων στη συνέχεια, την ουδέτερη στάση των ΗΠΑ αλλά και των Βρετανών αρκετά αργότερα, θα καταφέρει να συντρίψει τον ελληνικό στρατό, το αξιόμαχο του οποίου είχε καταβαραθρωθεί εξαιτίας την πολιτικής των μοναρχικών αλλά και των Ελλαδιτών κομμουνιστών του Παντελή Πουλιόπουλου. Η διαμόρφωση ενός αρνητικού σκηνικού σχετιζόταν με πλήθος παραγόντων, όπως η εγκατάλειψη των Ελλήνων του Πόντου στη μοίρα τους από τις κυβερνήσεις του Λαϊκού Κόμματος, η άρνηση δημιουργίας ντόπιου μικρασιατικού στρατού τη στιγμή που άρχισαν να κυριαρχούν τάσεις αποχώρησης της Ελλάδας από τη Μικρά Ασία, η σύγκρουση στα υψηλά στρατιωτικά και πολιτικά κλιμάκια, η άρνηση του Ιωάννη Μεταξά να αναλάβει την αρχιστρατηγία του ελληνικού στρατού μετά την αποπομπή του Παπούλα, η ανάληψη της αρχιστρατηγίας από τον περιορισμένης ικανότητας Χατζηανέστη, η αποδυνάμωση του μετώπου λόγω της επιχείρησης κατάληψης της Κωνσταντινούπολης κ.λπ.
Οι ανταποκρίσεις του Χέμινγουεϊ
Η συντριβή των Ελλήνων τον Αύγουστο του 1922 και τα όσα τραγικά επακολούθησαν της νίκης των κεμαλικών δεν υπήρξαν ένα νομοτελειακό γεγονός αλλά απόρροια της διαχείρισης μιας μοναδικής ευκαιρίας από τις ελλαδικές πολιτικές και στρατιωτικές ελίτ. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα περιγράφει ο Αμερικανός συγγραφέας Έρνεστ Μίλερ Χέμινγουεϊ, ο οποίος κάλυπτε δημοσιογραφικά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Οι ανταποκρίσεις του είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Για την πολιτική των μοναρχικών και του Λαϊκού Κόμματος μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 έγραψε: «Οι Έλληνες ήταν πρώτης τάξεως πολεμιστές και, σίγουρα, κάμποσα σκαλοπάτια παραπάνω από τον στρατό του Κεμάλ. Αυτή είναι η άποψη του Γουίταλ. Πιστεύει ότι οι τσολιάδες θα είχαν καταλάβει την Άγκυρα και θα είχαν τελειώσει τον πόλεμο, αν δεν είχαν προδοθεί. Όταν ο Κωνσταντίνος ήρθε στην εξουσία, όλοι οι Έλληνες αξιωματικοί που ήταν σε επιτελικές θέσεις υποβαθμίστηκαν αμέσως σε χαμηλότερες θέσεις. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν πάρει τα γαλόνια τους με ανδραγαθήματα στο πεδίο της μάχης. Ήταν έξοχοι πολεμιστές και σπουδαίοι ηγέτες. Αυτό δεν εμπόδισε το κόμμα του Κωνσταντίνου να τους διώξει και να τους αντικαταστήσει με αξιωματικούς που δεν είχαν ακούσει ποτέ τους να πέφτει ούτε μία τουφεκιά. Αυτό είχε αποτέλεσμα να σπάσει το μέτωπο».
Ήταν απελευθερωτικός ο πόλεμος του Κεμάλ;
Το ερώτημα που απασχολεί έως σήμερα ένα τμήμα της νεοελληνικής ιστορικής κοινότητας είναι εάν ο πόλεμος του Κεμάλ ήταν απελευθερωτικός. Την απάντηση δίνει ο Τούρκος κοινωνικός επιστήμων και προοδευτικός διανοούμενος Ατίλα Τουγάν (Attila Tuygan), ο οποίος γράφει στο κείμενό του «Γενοκτονία για τη ‘‘μητέρα-πατρίδα’’», που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο «Η Γενοκτονία στην Ανατολή. Από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο έθνος-κράτος»: «…Ο ισχυρισμός ότι ο τουρκικός εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος δόθηκε κατά του ιμπεριαλισμού δεν θεμελιώνεται από πουθενά. Αντίθετα, όπως διαπιστώνει ο καθηγητής Τανέρ Ακτσάμ, ο απελευθερωτικός πόλεμος ‘‘δεν δόθηκε κατά των εισβολέων αλλά κατά των μειονοτήτων’’. Τα Σωματεία Άμυνας-Δικαίου (Mudafai Hukut), που υπήρξαν η ατμομηχανή του «εθνικού αγώνα», ιδρύθηκαν καθαρά κατά της απειλής των Ρωμιών και των Αρμενίων. Στα πρώτα αυτά σωματεία που ιδρύθηκαν μετά από την ανακωχή του Μούδρου, τα τρία ήταν κατά των Αρμενίων και τα δύο κατά των Ρωμιών. Εξάλλου, ο Μουσταφά Κεμάλ, τον Ιούλιο του 1919, όταν έστειλε στον Σουλτάνο την παραίτησή του από τη θέση του αξιωματικού, τόνιζε ανοιχτά τα εξής: «Η στρατιωτική μου ιδιότητα άρχισε να γίνεται εμπόδιο στον εθνικό αγώνα που ξεκινήσαμε για να σώσουμε την ιερή πατρίδα και το έθνος από τη διάσπαση και να μη θυσιάσουμε την πατρίδα στις επιδιώξεις των Ελλήνων και των Αρμενίων».
|