Κόκκινη Κυριακή Εκτύπωση E-mail

garmir giragi

Μίκυ Μοβσεσιάν
Ιανουάριος- Μάρτιος 2017, τεύχος 92

Η απέλαση αρμενίων διακεκριμένων διανοουμένων, γνωστή κι ως «Κόκκινη Κυριακή» (ԿարմիրԿիրակի - Garmir Giragi) αποτελεί ένα ιστορικό γεγονός που χρονολογείται στην έναρξη της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Περιελάμβανε τη σύλληψη και μετακίνηση των ηγετών της αρμενικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης, κι αργότερα και άλλων περιοχών, σε 2 κέντρα κράτησης κοντά στην Άγκυρα, κατόπιν διαταγής του υπουργού Εσωτερικών Μεχμέτ Ταλαάτ Μπέη, στις 24 Απριλίου 1915. Αργότερα, στις 29 Μαΐου 1915, μεταφέρθηκαν ξανά εντός της Αυτοκρατορίας, όπου οι περισσότεροι δολοφονήθηκαν.
Στις 24 Απριλίου 1915, ο υπουργός Εσωτερικών Μεχμέτ Ταλαάτ Μπέη δίνει την εντολή σύλληψης.
Η επιχείρηση ξεκίνησε στις 8 μ.μ. στην Κωνσταντινούπολη και διενεργήθηκε υπό τον αρχηγό της Αστυνομίας της Πόλης, Μπεντρί Μπέη.
Τη νύχτα της 24ης προς 25η Απριλίου, το πρώτο κύμα 235-270 επιφανών Αρμενίων της Κωνσταντινούπολης, ανάμεσά τους κληρικοί, ιατροί, συντάκτες, δημοσιογράφοι, νομικοί, εκπαιδευτικοί, πολιτικοί κι άλλα σημαίνοντα πρόσωπα, συνελήφθησαν υπό τις οδηγίες του Υπουργείου Εσωτερικών.
Οι ασυμφωνίες ως προς τον αριθμό των συλληφθέντων μπορούν να δικαιολογηθούν βάσει της αβεβαιότητας της Αστυνομίας, που συνελάμβανε άτομα με τα ίδια ονόματα. Υπήρξαν περαιτέρω απελάσεις απ’ την πρωτεύουσα. Το πρώτο μέλημα ήταν η ταυτοποίηση των φυλακισμένων. Κρατούνταν για μία ημέρα σε αστυνομικό τμήμα και στην κεντρική φυλακή. Ένα δεύτερο κύμα ανέβασε τον αριθμό στους 500 με 600. Στα τέλη του Αυγούστου του 1915, περίπου 150 Αρμένιοι με ρωσική υπηκοότητα απελάθηκαν απ’ την Κωνσταντινούπολη σε κέντρα κράτησης. Λίγοι εξ αυτών αφέθηκαν ελεύθεροι το ίδιο σαββατοκύριακο, προτού μεταφερθούν στην Ανατολία.
Μετά την ταυτοποίησή τους, οι περισσότεροι συλληφθέντες στάλθηκαν από την Κεντρική Φυλακή Σαράι Μπουρνού στο σιδηροδρομικό σταθμό Χαϊντάρπασα, με την ατμομηχανή Νο. 67 της εταιρείας Σιρκέτ. Ύστερα από αναμονή 10 ωρών, στάλθηκαν την επόμενη ημέρα με ειδικό τρένο προς την κατεύθυνση της Άγκυρας. Το τρένο αυτό μετέφερε 220 Αρμενίους. Ένας αρμένιος εισπράκτορας του σιδηροδρόμου κατάφερε να πάρει μια λίστα ονομάτων των απελαθέντων, η οποία πέρασε στα χέρια του Αρμένιου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Ζαβέν Ντερ Γιεγιαγιάν. Ο τελευταίος κατέβαλε άμεσα μάταιες προσπάθειες να σώσει όσο το δυνατόν περισσότερους. Ο μοναδικός ξένος πρέσβης που τον βοήθησε στις προσπάθειές του ήταν ο αμερικανός πρέσβης Χένρι Μόργκενταου. Ύστερα από διαδρομή 20 ωρών με το τρένο, οι απελαθέντες αποβιβάστηκαν στο Σιντσακιόι (κοντά στην Άγκυρα) το μεσημέρι της Τρίτης. Στο σιδηροδρομικό σταθμό, ο Ιμπραήμ, ο διευθυντής της Κεντρικής Φυλακής της Κωνσταντινούπολης, έκανε τη διαλογή κι έτσι οι απελαθέντες χωρίστηκαν σε 2 ομάδες.
Η μία ομάδα στάλθηκε στο Τσόρουμ, ανάμεσα στο Τσανκίρι και την Αμάσια, ενώ η άλλη στο Αγιάς. Αυτοί που προορίζονταν για το Αγιάς μεταφέρθηκαν με άμαξες για ακόμα 2 ώρες. Σχεδόν όλοι σκοτώθηκαν αρκετούς μήνες αργότερα σε φαράγγια κοντά στην Άγκυρα. Μονάχα σε περίπου δέκα απελαθέντες αυτής της ομάδας δόθηκε άδεια να επιστρέψουν στην πρωτεύουσα από το Αγιάς.
Μία ομάδα 20 ατόμων, που συνελήφθησαν στις 24 Απριλίου κι ήρθαν καθυστερημένα, έφτασε στο Τσανκίρι γύρω στις 7-8 Μαΐου 1915.
Περίπου 150 πολιτικοί κρατούμενοι κρατούνταν στο Αγιάς, ενώ περίπου 150 λόγιοι κρατούμενοι στο Τσανκίρι.
Όπως αποδεικνύεται και από τα προσφάτως ανακαλυφθέντα και μεταφρασθέντα από τον Κεβόρκ Αγκοπιάν, κρυπτογραφημένα έγγραφα του Υπουργείου Εσωτερικών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Δρ. Ναζαρέτ Νταγαβαριάν και Σαρκίς Μινασσιάν απομακρύνθηκαν από τη φυλακή στο Αγιάς στις 5 Μαΐου και μεταφέρθηκαν με στρατιωτική συνοδεία στο Ντιγιαρμπακίρ, μαζί με τους Χατσαντούρ Μαλουμιάν, Χαρουτιούν Τζανγκιουλιάν, Καρεκίν Χαζάγκ, Χαμπαρτσούμ Μπογιατζιάν και Ρουπέν Ζαρταριάν, για να εμφανιστούν ενώπιον Στρατοδικείου.
Φαίνεται, ωστόσο, ότι δολοφονήθηκαν από ομάδα ληστών υπό τον Τσερκές Αχμέτ, με υπασπιστές τους Χαλήλ και Ναζήμ, στο σημείο Καρατσαορέν, μόλις πριν την άφιξή τους στο Ντιγιαρμπακίρ.
Οι δολοφόνοι δικάστηκαν κι εκτελέστηκαν στη Δαμασκό από τον Τζεμάλ Πασά το Σεπτέμβριο του 1915. Οι δολοφονίες έγιναν το αντικείμενο έρευνας από την οθωμανική βουλή, υπό τον Αρτίν Μποσκεζενιάν, βουλευτή του Χαλεπιού.

 

Το κρυπτογραφημένο έγγραφο

Υψηλή Πύλη
Υπουργείο Εσωτερικών
Γενική Διεύθυνση Ασφαλείας

Προσωπικό: 4372
[Κρυπτογράφημα]
Διαμέρισμα Άγκυρας

Ο Ρώσος Αγκνουνί (Χατσαντούρ Μαλουμιάν), ο διευθυντής της «Αζανταμάρντ» Ρουπέν Ζαρταριάν, ο εκπρόσωπος Αδάνων Χαμπαρτσούμ Μπογιατζιάν (Μουράντ), ο Χαρουτιούν Τζανγκιουλιάν, ο Σαρκίς Μινασιάν από την «Αζανταμάρντ», ο αντιπρόσωπος Σεβάστειας Δρ Ναζαρέτ Νταγαβαριάν, ο Ρώσος διευθυντής αλληλογραφίας Καρεκίν Χαζάγκ (Καρεκίν Τσαζαλιάν), οι οποίοι ανήκουν στον αριστοκρατικό κύκλο του επαναστατικού κινήματος και βρίσκονται επί του παρόντος υπό επίβλεψη, θα οδηγηθούν επιτηρούμενοι και θα παραδοθούν στο Πολεμικό Δικαστήριο του Ντιγιαρμπακίρ, έχοντας λάβει τα σχετικά μέτρα ώστε η δραπέτευσή τους να αποφευχθεί. Ζητούμε επίσης λεπτομερή πληροφόρηση καθ΄ όλη τη διάρκεια της μεταφοράς τους.

20 Μαΐου 1331 [2 Ιουνίου 1915]
Ο Νομάρχης
Ταλαάτ Πασάς

 

Ακολουθεί ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για τους επτά αυτούς διανοουμένους που δολοφονήθηκαν άδοξα και παράνομα. Τα επτά αυτά άτομα αποτελούν την ελάχιστη μειοψηφία ανάμεσα στις εκατοντάδες των υπολοίπων διακεκριμένων συμπατριωτών τους που είχαν παρόμοια μοίρα, αλλά και ανάμεσα στο 1.500.000 του συνόλου των αρμενίων θυμάτων του οικτρού αυτού ιστορικού εγκλήματος εναντίον ενός έθνους αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητας.

 

Χατσαντούρ Μαλουμιάν
Maloumian
Ο Χατσαντούρ Μαλουμιάν ήταν επίσης γνωστός με το ψευδώνυμο Αγκνουνί. Γεννήθηκε το 1863 στο Μεγρί και ήταν αρμένιος δημοσιογράφος και πολιτικός ακτιβιστής.
Αποφοίτησε από το σχολείο Νερσεσιάν στην Τιφλίδα. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, όπου έγινε ένας από τους στενούς φίλους του Κρισταπόρ Μικαελιάν και συνέπραξε με αυτόν στην εφημερίδα «Τροσάκ». Το 1907 ήταν απεσταλμένος στην 4η Συνεδρίαση του Αρμενικού Επαναστατικού Κόμματος και στη συνέχεια, οργάνωσε τη Γενική Συνέλευση των αντίπαλων οθωμανικών κομμάτων για την επαναφορά του Οθωμανικού Συντάγματος. Χαιρέτησε την έλευση του κινήματος των Νεοτούρκων και εργάστηκε στην Κωνσταντινούπολη μετά το 1914.
Ακόμα και αφού το οθωμανικό Υπουργείο Εσωτερικών διέταξε την απέλαση των αρμενίων διανοουμένων, ο Αγκνουνί παρέμεινε πιστός στον υπουργό Ταλαάτ, λέγοντας ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον και ότι ο Ταλαάτ προφανώς δεν το γνώριζε! Ο Μαλουμιάν ήταν φυσικά ένα από τα θύματα της Γενοκτονίας.

 

Ρουπέν Ζαρταριάν
Zartarian

Γεννήθηκε στο Τιγκραναγκέρντ, το σημερινό Ντιγιαρμπακίρ, το 1874, αλλά σε ηλικία 2 ετών μετέβη στο Χαρπέρτ. Ήταν αρμένιος συγγραφέας, ποιητής, δάσκαλος, μεταφραστής και πολιτικός ακτιβιστής. Έλαβε τη μόρφωσή του στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της πόλης του.
Έγινε μαθητής του Χοβαννές Χαρουτιουνιάν (1910-1912), ηγετική μορφή της αρμενικής λογοτεχνίας που επηρέασε το έργο του Ζαρταριάν κι ενθάρρυνε τη συγγραφική του σταδιοδρομία.
Άρχισε να διδάσκει σε ηλικία 18 ετών και για μία δεκαετία παρέμεινε στο χώρο της εκπαίδευσης, αρχικά στο ίδρυμα του Χαρουτιουνιάν κι αργότερα για τρία έτη σε γαλλικά θρησκευτικά ιδρύματα.
Η δραστηριοποίησή του στα πολιτικά θέματα οδήγησε στη σύλληψη και την απέλασή του από την τουρκική κυβέρνηση το 1903. Εγκαταστάθηκε στη Βουλγαρία και το 1906 ίδρυσε την εφημερίδα, «Ραζμίγκ». Μέσα από την εφημερίδα υπογράμμιζε διαρκώς την ανάγκη των Αρμενίων που ζούσαν εκτός πατρίδας να μάχονται υπέρ του ονείρου για μια αυτόνομη Αρμενία. Το 1908 επέστρεψε στην Πόλη, μαζί με αρκετούς άλλους διανοουμένους. Ένα χρόνο μετά δούλεψε για την εφημερίδα «Αζανταμάρντ» και δίδαξε στην περίφημη Κεντρική Σχολή (αρμενικά:Կեդրոնական Վարջարան: Γκετροναγκάν Βαρζαράν).
Άρχισε να γράφει ποιήματα σε ηλικία 11 ετών, ενώ τα άρθρα του είχαν δημοσιευτεί σε πολλές εφημερίδες. Το 1930, πολλά έργα του συλλέχθηκαν και εκδόθηκαν σε τόμο στο Παρίσι. Μερικά από τα διηγήματά του είναι: «Οι Πετρωμένοι», «Η Νύφη της Λίμνης», «Άνθη Κόκκινα Άνθη», «Ο Πληγωμένος Κυνηγός», «Το Δάκρυ του Αιχμαλώτου», «Νόστος».
Όλα τα παραπάνω διηγήματα είναι μίξη φαντασίας και κοινών καταστάσεων της ζωής, μίξη που ο Ζαρταριάν ήταν ικανός να καλλιεργεί με έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο. Η ποίησή του εστιαζόταν στην ομορφιά της φύσης. Ήταν λάτρης του κάλλους και πάντα έγραφε με μια κριτική ματιά. Το συγγραφικό του ύφος διακατεχόταν από λεπτότητα και ευαίσθητες απεικονίσεις. Ήταν άριστος χειριστής της δυτικοαρμενικής γλώσσας, στην οποία και έγραφε.
Στη διάρκεια της Γενοκτονίας μεταφέρθηκε στο Αγιάς, όπου φυλακίστηκε στις 5 Μαΐου, ενώ αργότερα, με στρατιωτική συνοδεία, μεταφέρθηκε στο Ντιγιαρμπακίρ, με σκοπό να παρουσιαστεί ενώπιον του Στρατοδικείου. Ωστόσο, λίγο πριν φτάσει στο Ντιγιαρμπακίρ, δολοφονήθηκε από τις τουρκικές αρχές στις 16 Αυγούστου του 1915.

 

Χαμπαρτσούμ Μπογιατζιάν
Boyadjian

Ο Χαμπαρτσούμ Μπογιατζιάν, γνωστός κι ως Μουράντ ή Μέγας Μουράντ (αρμενικά: Μετζν Μουράντ), ήταν αρμένιος φενταΐ και πολιτικός ακτιβιστής, ηγετικό στέλεχος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος των Χεντσακιάν.
Γεννήθηκε στις 12 Μαΐου του 1860 στο Χατζίν της Κιλικίας. Έγινε μέλος του κόμματος των Χεντσακιάν ως φοιτητής Ιατρικής στην Πόλη. Το 1894 ήταν από τα ηγετικά πρόσωπα της Αντίστασης στο Σασούν. Παρακίνησε τους κατοίκους της πόλης να πολεμήσουν μέχρι και την τελευταία σταγόνα του αίματός τους, προκειμένου να υπερασπιστούν τα βουνά και τα σπίτια τους.
Οι τουρκικές αρχές τον φυλάκισαν και τον βασάνισαν, ενώ τελικά εξορίστηκε στην Τρίπολη το 1896. Στη διάρκεια της εξορίας του ήταν που εκλέχθηκε μέλος της κεντρικής επιτροπής του κόμματος των Χεντσακιάν. Ο Μουράντ ήταν από τις πιο δημοφιλείς μορφές του αρμενικού απελευθερωτικού κινήματος και πολλές επαναστατικές οργανώσεις πάσχισαν να τον απελευθερώσουν. Το 1906 δραπέτευσε από τη φυλακή και το 1908 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Εκλέχθηκε μέλος της οθωμανικής βουλής για την περιοχή των Αδάνων.
Ως ένθερμος υποστηρικτής του ονείρου για μια ενωμένη και ανεξάρτητη Αρμενία, ήταν ανεπιθύμητος για την κυβέρνηση των Νεοτούρκων. Ήταν ανάμεσα στους πρώτους συλληφθέντες την Κόκκινη Κυριακή, την παραμονή της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Βασανίστηκε οικτρά στη φυλακή και απαγχονίστηκε στις 30 Ιουλίου 1915, μαζί με 12 συντρόφους του.
Από το 1992 έως το 1994, ένα τάγμα με το όνομα «Μετζν Μουράντ», υπό την ηγεσία του Κεβόρκ Γκιουζελιάν, συμμετείχε στον πόλεμο του Ναγκόρνο Καραμπάχ (Αρτσάχ).

 

Χαρουτιούν Τζανγκιουλιάν
Djangulian

Ο Χαρουτιούν Τζανγκουλιάν γεννήθηκε το 1855 στο Βαν, που εκείνη την εποχή θεωρούταν ένα από τα κέντρα του Αρμενικού Επαναστατικού Κινήματος. Έγινε μέλος του κόμματος των Χεντσακιάν όσο ήταν στο Βαν και το 1884 μετέβη στην Πόλη, όπου γνώρισε τον Χαμπαρτσούμ Μπογιατζιάν. Έγινε ιδιαίτερα γνωστός για τη συμμετοχή του στην οργάνωση της διαδήλωσης του Κουμ Καπί, που έλαβε χώρα στην ομώνυμη περιοχή της Πόλης στις 27 Ιουλίου του 1890, με σκοπό να αφυπνήσει τους Αρμένιους και να αναγκάσει την Οθωμανική Κυβέρνηση να συνειδητοποιήσει πλήρως την εξαθλίωσή τους.
Υπήρξε αρμένιος ιστορικός, πολιτικός ακτιβιστής και μέλος του Εθνικού Συμβουλίου των Αρμενίων. Πέρασε έξι μήνες φυλακισμένος στην εξορία.
Μετά την απελευθέρωσή του (πιθανώς δραπέτευσή του, σύμφωνα με άλλες πηγές) πήγε στην Κύπρο, όπου προσπάθησε να ενοποιήσει το διασπασμένο, λόγω πολιτικών ασυμφωνιών, κόμμα των Χεντσακιάν. Κατόπιν μετέβη στο Κάιρο, όπου έγινε εκδότης της τοπικής αρμενικής εφημερίδας «Τιμαγκαβόρ». Μετά από μια τελευταία στάση στην Ευρώπη και την προσπάθειά του να ενώσει εκεί διάφορα αρμενικά πολιτικά κόμματα κάτω από μία σκέπη, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων το 1908, και συνέχισε την πολιτική του δράση ως εκπρόσωπος του Αρμενικού Εθνικού Συμβουλίου της περιοχής Γκεντίκπασα.
Το 1913 εξέδωσε τέσσερις τόμους με απομνημονεύματα των μορφών της αρμενικής επανάστασης και τη δράση τους, με τον τίτλο «Μνήμες από την Αρμενική Κρίση».
Συνελήφθη στις 24 Απριλίου 1915, στην αρχή της Γενοκτονίας, και μεταφέρθηκε με άλλους διανοούμενους στο Αγιάς, από όπου πήραν το δρόμο για το Ντιγιαρμπακίρ, με σκοπό την εκδίκασή τους. Ωστόσο, εκτελέστηκε με τους λοιπούς πριν καν γίνει η δίκη, στην περιοχή του Καρακούρ, ανάμεσα στην Ούρφα και το σημερινό Σιβερέκ.

 

Σαρκίς Μινασιάν
Minassian

Ο Σαρκίς Μινασιάν, γνωστός και ως Αράμ Ασόντ, ήταν αρμένιος δημοσιογράφος, συγγραφέας, πολιτικός ακτιβιστής και δάσκαλος. Έγινε ο αρχιεκδότης της εφημερίδας «Χαϊρενίκ» στην Γουότερταουν της Μασαχουσέτης. Μετά την επιστροφή του στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1909, συνέχισε να γράφει σε διάφορες εφημερίδες.
Γεννήθηκε το 1873 στο χωριό Τσενγκιλέρ, κοντά στη Γιάλοβα της βορειοδυτικής Ανατολίας. Έλαβε τη μόρφωσή του στο σημερινό Κοτσαελί και συνέχισε στην Κεντρική Σχολή στην Κωνσταντινούπολη. Αποφοιτώντας το 1894 πήγε στη Γενεύη, όπου εργάστηκε στην αρμενική εφημερίδα «Τροσάκ», το επίσημο όργανο της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας. Το 1903 έλαβε θέση στη διεύθυνση της εφημερίδας «Χαϊρενίκ» στις ΗΠΑ. Μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων επέστρεψε στην Πόλη, όπου εργάστηκε ως δάσκαλος και συνέχισε να συγγράφει. Εκλέχθηκε κι αυτός μέλος της Αρμενικής Εθνικής Επιτροπής, εκπροσωπώντας την περιοχή Κασίμπασα. Συνέβαλε ενεργά στην εφημερίδα «Αζανταμάρντ» και απολάμβανε την αποδοχή από ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό. Ήταν γνωστός για τις διαλέξεις του πάνω στην αρμενική γλώσσα σε διάφορα αρμενικά σχολεία σε όλη την Κωνσταντινούπολη.
Ως άριστος γνώστης της γαλλικής γλώσσας, σχεδίαζε να γράψει ένα γαλλο-αρμενικό λεξικό, όνειρο που έμεινε στο συρτάρι λόγω του πρώιμου θανάτου του. Πρόλαβε, όμως, να εκδόσει μια εκτεταμένη βιογραφία του αρμένιου επαναστάτη Σερόπ Αγπιούρ.
«Πραγματικότητα και Ιδεαλισμός. Χωρίς τις δύο αυτές ιδέες ένα έθνος δεν μπορεί παρά να υποβληθεί στην καταστροφή και την απογοήτευση. Με τη μία επιτυγχάνουμε την αίσθηση της ζωής, με την άλλη εστιάζουμε τη ματιά μας στα μακρινά αστέρια».
Εκτελέστηκε κι αυτός στο δρόμο για το Ντιγιαρμπακίρ, μαζί με συμπατριώτες του διανοουμένους, αφού συνελήφθη την 24η Απριλίου 1915.

 

Ναζαρέτ Νταγαβαριάν

DaghavarianΟ Ναζαρέτ Νταγαβαριάν γεννήθηκε το 1862, στη Σεβάστεια, με το επίθετο Τσαντερτζιάν. Ήταν αρμένιος ιατρός, αγρονόμος, πολιτικός ακτιβιστής και ένας εκ των ιδρυτών της Αρμενικής Γενικής Ένωσης Αγαθοεργίας. Υπήρξε συγγραφέας επιστημονικών πονημάτων στους τομείς της Ιατρικής, της Θρησκείας και της Ιστορίας.
Φοίτησε στα κολλέγια της Πόλης κι έπειτα στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Υπήρξε διευθυντής αρμενικών σχολείων στην επαρχία της Σεβάστειας, διοίκησε επίσης τη Σχολή Αραμιάν και το νοσοκομείο του «Αγίου Σωτήρος» στην Κωνσταντινούπολη.
Αφού συνελήφθη από τις τουρκικές αρχές, αφέθηκε ελεύθερος με τη διαμεσολάβηση της γαλλικής πρεσβείας, ενώ το 1905 μετέβη στο Κάιρο, όπου και εργάστηκε ως ιατρός, δάσκαλος και συνιδρυτής της Αρμενικής Γενικής Ένωσης Αγαθοεργίας. Κι αυτός επέστρεψε στην Πόλη μετά από την επανάσταση των Νεοτούρκων, όπου και εξελέγη μέλος της οθωμανικής βουλής και της Αρμενικής Εθνικής Κεντρικής Επιτροπής. Η τύχη του ήταν όμοια με τους λοιπούς διανοουμένους που συνελήφθησαν την 24η Απριλίου του 1915. Άφησε την τελευταία του πνοή στο δρόμο για το Ντιγιαρμπακίρ, θύμα κι αυτός του ασυγκράτητου τουρκικού μένους εναντίον των Αρμενίων.

 

Καρεκίν Χαζάγκ

KhajakΟ Καρεκίν Χαζάγκ ήταν αρμένιος δημοσιογράφος, συγγραφέας, πολιτικός ακτιβιστής και δάσκαλος. Γεννήθηκε ως Καρεκίν Τσακαλιάν, στις 6 Οκτωβρίου του 1867, στην Αλεξανδρούπολη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, το σημερινό Γκιουμρί, και τέλεσε ως καθηγητής και διευθυντής σε διάφορα αρμενικά σχολεία της επικράτειας. Ως μέλος της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο για να υποστηρίξει το επαναστατικό κίνημα.
Το 1883, αφού έλαβε ανώτερη μόρφωση στη Σχολή Κεβορκιάν, σπούδασε Κοινωνικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, οπότε και άρχισε να γράφει στην εφημερίδα «Τροσάκ».
Ως απεσταλμένος της «Τροσάκ», βρέθηκε στα Βαλκάνια, μετά στην Αλεξάνδρεια για έναν χρόνο και στη Σμύρνη για έξι μήνες, για να καταλήξει στην Κωνσταντινούπολη για δύο χρόνια.
Ο Χαζάγκ φυλακίστηκε για οκτώ μήνες λόγω επαναστατικής δραστηριότητας. Εξορίστηκε στον Καύκασο, όπου συνέχισε το εκπαιδευτικό του έργο. Έγινε διευθυντής του αρμενικού σχολείου στο Σουσί για δύο έτη.
Μετά το γάμο του, εγκαταστάθηκε στην Τιφλίδα το 1903 και έγινε ένας εκ των εκδοτών της αρμενικής εφημερίδας «Μσάγκ», ενώ παράλληλα δίδασκε στη Σχολή Νερσεσιάν. Το 1906 έγινε ιδρυτικό μέλος της εφημερίδας «Αράτς», στο πλευρό των Αβεντίς Αχαρονιάν και Γιεγισέ Τοπτζιάν. Μετά από διαδοχικές φυλακίσεις, επέστρεψε στην Πόλη το 1912, όπου συνεισέφερε στην εφημερίδα «Αζανταμάρντ» και έγινε διευθυντής σε ένα αρμενικό σχολείο στην περιοχή της Ψαμάθειας.
Ο Καρεκίν Χαζάγκ δολοφονήθηκε κατ’ εντολή των τουρκικών αρχών, μαζί με τους λοιπούς διανοουμένους που συνελήφθησαν τη νύχτα της 24ης Απριλίου του 1915, στο δρόμο για το Ντιγιαρμπακίρ, όπου θα δικάζονταν ενώπιον Στρατοδικείου, μία δίκη που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε.
Ακολουθεί το τελευταίο γράμμα του Καρεκίν Χαζάγκ στη γυναίκα και την οικογένειά του (πρωτότυπο γραμμένο στην αρμενική γλώσσα).

 

Αγαπητή μου,
Με στέλνουν μακριά, τόσο μακριά σου, προς το Ντικραναγκέρντ. Μαζί μου είναι οι ακόλουθοι κρατούμενοι στο Αγιάς: Αγκνουνί, Σαρκίς Μινασιάν, Δρ. Νταγαβαριάν, Τζιανγκιούλ.
Στο σταθμό του τρένου στο Ερεϊγλί συνάντησα έναν Αρμένιο που μου υποσχέθηκε ότι θα σου παραδώσει αυτό το γράμμα. Να προσέχεις καλά τον εαυτό σου και τις κόρες μου, Νουνίς και Αλός.
Δε γνωρίζουμε γιατί μας έφεραν εδώ, αλλά έχω μεγάλη ελπίδα ότι θα ξαναϊδωθούμε.
Οπότε σε χαιρετώ και φιλώ εσένα και τα γλυκά μου κορίτσια.

Δικός σου,
Κ. Χαζάγκ

 

Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 25 επισκέπτες συνδεδεμένους