Ανατολία, χθες και σήμερα στο δρόμο για Κιλικία… |
Της Κουήν Μινασιάν Oκτώβριός - Δεκέμβριός 2012 τεύχος 75
Ταξιδεύουμε ατελείωτες ώρες. Η διαδρομή από Πινάρμπασι για Χατζίν με το πούλμαν περνά με συζητήσεις και τραγούδια. Είμαστε δυο μέρες μαζί, κι όμως η συντροφικότητα είναι το δυνατότερο συναίσθημα που μας χαρακτηρίζει όλους.Επί έξι ώρες διασχίζουμε την επιβλητική καταπράσινη οροσειρά του Ταύρου. Γαλήνιες λίμνες, αφρισμένα ποτάμια, αγριεμένοι καταρράκτες. Διαπιστώνουμε πως το σαράκι που έτρωγε τα μέσα των παππούδων μας δεν ήταν μόνο ο χαμός της γης και των συγγενών τους. Είχαν απολέσει τον παράδεισο. Έναν παράδεισο που μπαίνει κι αυτός σήμερα στον χορό της ανάπτυξης. Επιχωματώσεις, μπετά, μπουλντόζες γδέρνουν τη γη, βιάζουν την ζωοφόρο Μητέρα όλων μας. Τερατώδη φράγματα κόβουν τη ροή των ανέμελων ποταμών. Δεκάδες στρέμματα αιωνόβιων δασών χάνονται καθημερινά στο βωμό της ανάπτυξης. Μοναδικό αισιόδοξο μήνυμα αποτελεί η δράση μικρών αλλά δυναμικών περιβαλλοντικών οργανώσεων που ονομάζουν αυτά τα έργα «ταφόπλακες στο μέλλον»! Στη διαδρομή προς την Κιλικία ο Λεβόν Ερασλάν, ο τελευταίος Αρμένιος που ζει στα Άδανα, μάς είπε πολλά πράματα για την ιστορία, τα αρμενικά χωριά και τα απόρθητα οχυρά της περιοχής. Κάποια στιγμή, φτάσαμε στο κάστρο του Χατζίν. Αγέρωχο, μοναχικό, στην κορυφή μιας χαράδρας. Η πόρτα για το Σις και τις εύφορες πεδιάδες της Κιλικίας, που το κλειδί της χάθηκε. Οι μισοί κάτοικοι διέφυγαν προς την Μέση Ανατολή, ενώ οι υπόλοιποι θυσιάστηκαν υπέρ πίστεως και πατρίδος, τελευταίοι αγωνιστές σε μια άνιση μάχη. Οι κάτοικοί του σήμερα, σε αντίθεση με τους τότε φιλόξενους Χατζιντσί, μας έκλεισαν πόρτες και πατζούρια. Ούτε νερό δεν ήπιαμε και με το στόμα στεγνό και πικραμένο συνεχίσαμε μέσω Φεκέ (Βαχκά) προς Σις.
Σις (Κοζάν): Βασιλική πρωτεύουσα και πατριαρχική έδρα…
Στους τουριστικούς οδηγούς της πόλης δεν υπάρχει λέξη για τους Αρμένιους και το βασίλειό τους. Αναφέρουν ορισμένα παλάτια-κάστρα κάποιων βασιλιάδων, έτσι γενικώς κι αορίστως. Και για τους βυζαντινούς, κάτι μισόλογα. Εμείς ανεβήκαμε σε τρία, από τα 57 συνολικά ρωμαϊκά, ελληνιστικά, βυζαντινά, αρμενικά κάστρα. Μετά την πρωινή ανάβαση στο βασιλικό κάστρο του Σις και λίγο αργότερα σ’ αυτό του Λεβόν (Γιλανλί Καλέ ή Οτσαπέρτ) και, παρά την αφόρητη ζέστη, μέρα μεσημέρι σκαρφαλώσαμε στο μεγαλύτερο κάστρο, στο Αναβαρζά. Προσπεράσαμε τους συλημένους βασιλικούς τάφους και τα ερείπια του πενταόροφου άλλοτε ανάκτορου. Μετά την άσκεπη πλέον εκκλησιά του Τορός Σρποτς Ζοραβαράτς, φτάσαμε στο πιο ψηλό φυλάκιο. Εκεί, ψηλά, στο Αναβαρζά στάθηκα κι αναρωτήθηκα. Για τους δικούς μου ήταν αδιανόητο ένα τέτοιο ταξίδι. Εκείνοι έζησαν κι έφυγαν χτυπημένοι από τον πόνο της νοσταλγίας. Μα εγώ, εμείς, τι γυρεύουμε εδώ; Γίνεται να φτάνουμε εδώ μόνο από τις αφηγήσεις τους; Κληρονομείται άραγε η νοσταλγία; Μήπως αποτυπώνεται στα γονίδια η ανάγκη για αναζήτηση της δικαιοσύνης; Είναι μεταφυσική η σκέψη, πως μας καλούν οι άταφοι νεκροί, ζητώντας μας μια χούφτα χώμα και μια προσευχή; Οι συνοδοιπόροι μου είχαν πέσει κι αυτοί σε περισυλλογή. Ο Βραζιλιάνος Νοράιρ μας κοιτούσε από το ψηλότερο παράθυρο του οχυρού με μάτια που ‘βγαζαν σπίθες. Στεκόταν ακριβώς πάνω από μια αρμενική επιγραφή. Όλοι, εκτός από τον φύλακα, βαλθήκαμε να διαβάζουμε τις παρακαταθήκες που μας έχουν αφήσει οι παλιοί... Όσοι ανεβήκαμε στο κάστρο, ίσα που προλάβαμε, μετά από μια πολύ επίπονη κά-θοδο, να γνωρίσουμε την γιαγιά Χατούμ χανούμ, εξισλαμισμένη εγγονή της οικογένειας Μελκονιάν από το Ταλάς. Το σπίτι της και η αυλή της είναι αυθεντικός αρχαιολογικός χώρος, γεμάτος πολύτιμα εκθέματα: αγάλματα, κολόνες, αγγεία, ελληνικές και ρωμαϊκές επιγραφές κι ένα τεράστιο υπέροχο ψηφιδωτό, σε πολύ καλή κατάσταση. Ζουν μ’ αυτά, ακουμπάνε πάνω τους το δισκάκι με το τσάι, κάθονται κιόλας όταν κουραστούν από την ορθοστασία. Οι τρεις πλαστικές καρέκλες δεν φτάνουν για την πολυπληθή της οικογένεια. Παρόλα αυτά έχει και μέιλ και προσωπική ιστοσελίδα. Ο Σαρκίς αγπαρίκ, από την πρώτη μέρα, μας είχε αναφέρει ότι αυτό θα είναι το τελευταίο του ταξίδι, ότι μεγάλωσε και βάρυνε πια, έφτασε 76 ετών. Δυσκολεύτηκε, λοιπόν, την ώρα του αποχωρισμού με τη χανούμ: - Φεύγουμε τώρα Χατούμ κουιρίκ (αδερφή). Δεν ξέρω αν θα σε ξαναδώ, μα λέω καλή αντάμωση, όπου κι αν είναι αυτό... -Έλα τώρα, τι είναι αυτά που λες; Θα μιλάμε μέσω σκάιπ! είπε γελώντας η γιαγιά.
Άδανα: εκεί που οι μεγάλες δυνάμεις ένιψαν τας χείρας τους
Εκείνη τη μέρα, στις 23 Ιουνίου 2012, ο συριακός στρατός είχε καταρρίψει ένα τουρκικό πολεμικό αεροπλάνο που πετούσε, λέει, ανιχνευτικά πάνω από τη Συρία. Ο νεαρός πιλότος είχε βρει φρικτό θάνατο, γι’ αυτό επικρατούσε αρκετή αναστάτωση στα Άδανα. Το γεγονός ότι οι παραβιάσεις του εναέριου χώρου γειτονικών χωρών γίνονται συστηματικά από την όποια εξουσία της Τουρκίας, εξέπληξε μερικούς συνοδοιπόρους μου. Ιδέα δεν είχαν ότι αυτό συμβαίνει ακόμα καθημερινά και στην Ελλάδα. Μπορεί να μην μπορέσαμε να επισκεφτούμε την καραμανλίδικη εκκλησία του Αγίου Νικολάου που είναι πια Λαογραφικό Μουσείο, ούτε το απόγευμα, ούτε την επομένη, πρωί Κυριακής, σταθήκαμε όμως στις όχθες του ήσυχου ποταμού που διασχίζει την πόλη και αγναντέψαμε το πανάρχαιο γεφύρι με τις 12 καμάρες. Περάσαμε κι από τον σιδηροδρομικό σταθμό, εκεί όπου υπό την εποπτεία των συμμάχων (μας;) Άγγλων και Γάλλων, φόρτωναν οι Τούρκοι όσους Αρμένιους, Έλληνες, Ασσύριους διασώθηκαν από τις σφαγές. Προορισμός τους ο… αφανισμός. Το γνώριζαν αυτό οι μεγάλες δυνάμεις, μα ένιπταν τας χείρας τους. Αρκεί που έφευγαν σώα τα πρόβατα από αυτούς, κι ας παραδίδονταν στο στόμα του λύκου. Πωλείται αρχαίος λαός σε πολύ συμφέρουσα τιμή: τα πετρέλαια της Οθωμανικής Μεσοποταμίας, του Ιράκ σήμερα. Αφού ευχαριστήσαμε κι αποχαιρετίσαμε τον αξιαγάπητο Λεβόν Ερασλάν, λάτρη της ελληνικής μουσικής (η μάνα του είχε και ελληνικές ρίζες και του τραγουδούσε ελληνικά), την ξενάγησή μας ανέλαβε ο Τζεμ Τσαπαριάν, γέννημα θρέμμα Μουσαλερτσί. Πρόκειται για νέο που ασχολείται με όλα όσα αφορούν το χωριό του και τους Αρμένιους της περιοχής. Μαζί του κινήσαμε για το λιμάνι της Αγιάς (Γιουμουρταλούκ) με το όμορφο νησάκι κάστρο. Απέναντι η κατεχόμενη Κύπρος. Την επομένη το πρωί, μετά από μιά σύντομη επίσκεψη στην Αλεξανδέττα (Ισκεντερούν), πήγαμε στα έξι χωριά του Μουσά Λερ (Όρος του Μωυσή). Το έβδομο, το Κεσάπ, βρίσκεται στη Συρία. Το γαλλικό προτεκτοράτο της Αντιόχειας περιήλθε υπό τουρκική κατοχή μόλις το 1939. Τότε, στους Αρμένιους μπήκε για δεύτερη φορά μετά το 1915 το δίλημμα. Για τους μεν (Τασνάκ) αυτό ήταν: «Να υποταχθούμε; Ποτέ! Καλύτερα να ξενιτευτούμε». Για τους δε (Χεντσάκ): «Ν’ αφήσουμε τη γη μας, τα πατρογονικά μας χώματα; Ποτέ! Θα το παλέψουμε εδώ, όπως μπορούμε!». Πέντε από τα χωριά, τα Χιτερμπάκ (Ιντέρ), Μπιτιάς, Βερίν Ταγ, Γιογούνολουκ και Καβούσια άδειασαν και οι πληθυσμοί τους μεταφέρθηκαν στο Λίβανο, στο Αντζάρ. Στο ένα, όμως, στο Βακίφ, 50 οικογένειες αποφάσισαν να μείνουν. Πριν φτάσουμε εκεί, σταματήσαμε στο Ιντέρ, στο χωριό της Αραξή Παμπουκιάν Ιπρετζιάν. Θυμόμουν καλά τις περιγραφές της κι έτσι κατάφερα να βρω το σπίτι όπου γεννήθηκε λίγο πριν η οικογένειά της ξενιτευτεί το ’39. Στέκει πράγματι ακόμα, παρά το ότι οι νέοι του κάτοικοι, δεν φαίνεται να έκαναν καμιά εργασία συντήρησης. Ακόμη ένας τόπος προσκυνήματος.
Νησάκι στον ωκεανό…
Στο Βακιφκιόι ο νεαρός παπάς του χωριού μάς υποδέχτηκε στην εκκλησιά της Παναγίας, κι αφού προσευχηθήκαμε όλοι μαζί, οι κάτοικοι μάς φίλεψαν γλυκά του κουταλιού και φρέσκους χυμούς. Το χωριό έχει δύο ιδιαιτερότητες. Καταρχάς, όλοι τους είναι γηγενείς Αρμένιοι (που μιλούν μεταξύ άλλων και την ιδιόμορφη διάλεκτό τους). Επίσης, η αγροτική παραγωγή τους βασίζεται εξολοκλήρου στη βιολογική καλλιέργεια. Τα παιδιά τού χωριού τρώνε τα φρούτα άφοβα, κατευθείαν από τα δέντρα. Άλλη γεύση! Εκεί ήταν και η μόνη περιοχή που είδαμε αμπέλια. Το κρασί και η ρακή τους εξαιρετικά! Οι γυναίκες του χωριού έχουν ιδρύσει τον Γυναικείο Αγροτικό Συνεταιρισμό Βακίφ, όπου φτιάχνουν γλυκά του κουταλιού, λικέρ, μαρμελάδες, σιρόπι φρούτων, σαπούνια και κρέμες. Στο μικρό τους περίπτερο βρίσκει κανείς βότανα, τραχανά, πλιγούρι, ακόμη και κεντήματα, δαντέλες, υφαντά. Ο Μπεντρός αγπαρίκ μας κάλεσε για μια ρακή στο σπίτι του. Η μητέρα του δεν άφησε λεπτό από τα χέρια της το εργόχειρό της. «Τι φτιάχνεις, μαϊρίκ, προίκα για τις εγγόνες σου;» ρωτήσαμε. «Όλα πάνε στο Συνεταιρισμό μας, αυτή είναι η προίκα όλων!», αποκρίθηκε. Επισκεφτήκαμε και τον Αβεντίς αγπαρίκ, 97 ετών σήμερα. Γεννήθηκε εκείνο το καλοκαίρι του 1915, όταν πολιορκημένοι από τους Τούρκους είχαν αναγκαστεί όλοι οι Μουσαλερτσί να καταφύγουν για 40 μέρες ψηλά στο βουνό του Μωυσή*. Ο παπάς βάλθηκε να βαφτίσει το μωρό αμέσως με το που γεννήθηκε, μην τυχόν συμβεί κάτι κακό και το παιδί πάει αβάφτιστο. Την ώρα που θα έλεγε ο νονός το όνομα, ακούσανε φωνές: «Αβεντίς, αβεντίς (χαράς ευαγγέλια, καλά νέα, Ευάγγελος), φάνηκαν τα γαλλικά πλοία, σωθήκαμε». Ο παπάς χωρίς δεύτερη κουβέντα, βούτηξε το μωρό στη κολυμβήθρα και είπε: «...και το όνομα αυτού Αβεντίς». Μαζευτήκαμε γύρω από το κρεβάτι του, δεδομένου ότι είναι κατάκοιτος. Τραγουδήσαμε μαζί του τα τραγούδια της Κιλικίας και παλιές αρμενικές μελωδίες. Μας διηγήθηκε τις περιπέτειές του, ήταν όμως πολύ στενοχωρημένος. Στις 23 Ιουνίου, Σαββάτο απόγευμα θα γινόταν ο γάμος του εγγονού του. Είχαν κάνει πολλές προετοιμασίες, είχαν προσκαλέσει πολύ κόσμο ακόμη και από τον Καναδά. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας όμως, ήρθε φιρμάνι από το αρμενικό Πατριαρχείο της Πόλης, να ακυρωθεί η τελετή. Έκπληκτοι οι άμεσοι συγγενείς προσπάθησαν να μάθουν τους λόγους. Ουδέν σχόλιον. «Θα το καταλαβαίναμε αν μας εξηγούσαν τους λόγους. Ξέρουμε πού ζούμε. Μα αυτό το «αποφασίζομεν και διατάσσομεν», δεν το σηκώνουμε!». Ποιος είδε τον Αβεντίς αγπαρίκ και δεν τον φοβήθηκε! Ο αποχωρισμός ήταν δύσκολος, μα αναγκαίος. Διασκορπιστήκαμε και πάλι, αυτοί αλλού, εμείς αλλού. Από τη Βραζιλία ως το Βλαδιβοστόκ ένα… καρυδότσουφλο είναι που μας κρατάει ενωμένους. Τώρα που η Τουρκία δείχνει διάθεση εκδημοκρατισμού, τώρα που ένα μεγάλο μέρος του λαού της απαιτεί την αλήθεια, τώρα που θα μπορούσε να ανακτηθεί το χαμένο έδαφος σε ότι αφορά τα δικαιώματα και τις διεκδικήσεις (νόμος για τα βακούφια, θυρανοίξια εκκλησιών, κρυφοχριστιανοί, ανθρώπινα δικαιώματα, γενοκτονία...), δεν μπορεί να μας οδηγούν εφησυχασμένοι ποιμένες. Ας φωτίζουν επιτέλους την πλεύση μας η εγρήγορση κι η υπευθυνότητα. Διότι ορισμένες φορές, οι ύφαλοι είναι πιο επικίνδυνοι από τα μεγάλα κύματα… * Βλέπε: Από το Μουσά Λερ στην Κοκκινιά - τεύχος Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2010 ή στο διαδίκτυο. |