Καισάρεια, χθες και σήμερα |
Της Κουήν Μινασιάν Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2012 τεύχος 74
Το σύντομο οδοιπορικό από Κάρς προς Αχταμάρ πέρυσι τον Σεπτέμβρη ήταν η πρώτη ζωντανή επαφή με το ανατολικότερο κομμάτι της Ανατολίας. Μα όνειρο ζωής ήταν να πατήσω τα πατρογονικά χώματα της Κιλικίας. Τόσες αφηγήσεις, τόσες ιστορίες, τόση Ιστορία... Και η τύχη τα ‘φερε έτσι που συμμετείχα κι εγώ στην αποστολή - προσκύνημα που οργάνωσε ο σύλλογος Χάι Τζαρ* της Πόλης, με προορισμό την Καισάρεια και τα χωριά της, το Χατζίν, το Σις, τα Άδανα, την Αλεξανδρέτα, την Αντιόχεια και το Μουσά Λερ, 21 – 25 Ιουνίου 2012.
οι συνοδοιπόροι... Στο τιμόνι καθόταν ένας εξαιρετικός και πολύ υπομονετικός οδηγός. Μανούβραρε με τέχνη στα στενά κατηφορικά σοκάκια, στις κλειστές στροφές των πανύψηλων βουνών, στις χωμάτινες ανηφοριές των κάστρων. Οι συνοδοιπόροι μου διαλεκτοί ένας προς έναν, μία προς μία. Οι περισσότεροι, μέλη του Χάι Τζάρ, αρχιτέκτονες ή μηχανικοί με επίγνωση της αποστολής τους. Ήταν κι o τούρκος υδατολόγος Μεχμέτ Μπιλντιριτζί που έψαχνε μαζί μας τους δρόμους του νερού των παλιών πολιτισμών. Μας έλεγε με τι σοφία διαχειρίζονταν τους υδάτινους πόρους οι αρχαίοι Ουραρτού, Χετταίοι, Ασσύριοι, Πέρσες και οι Αρμένιοι ως της αρχές του 20ού αιώνα, πώς άνοιγαν αυλάκια (αγκός) στις πλαγιές των βουνών για να φέρουν το καθαρό νερό ως τον πιο άνυδρο κάμπο. Ήταν κι ο Ερσόι Σοϊντάν, συγγραφέας ενός πολύ πρωτότυπου βιβλίου, το Νέρεγιε Γκιντελίμ; (Πού να πάμε;), κάτι μεταξύ ταξιδιωτικού οδηγού και ιστορικής έρευνας. Μας εξομολογήθηκε πως αφορμή και αρχή για την έρευνά του ήταν το βιβλίο Ματωμένα Χώματα, μεταφρασμένο στα τουρκικά. Αφού το διάβασε, έκανε σκοπό ζωής να αναδείξει το θέμα που πραγματεύεται η Διδώ Σωτηρίου, τους ξεκληρισμένους λαούς της Μικράς Ασίας. Δεν ήξερε τότε ότι θα έπεφτε σε βαθύ αφρισμένο ωκεανό, κι εμείς μαζί του ένα καρυδότσουφλο που παρά τις τρικυμίες αντέχει. Ήταν και δημοσιογράφοι που ενδιαφέρονταν για το παρελθόν της Ανατολίας, αλλά παράλληλα ήθελαν να κατανοήσουν τι μας ωθεί όλους εμάς στα σκόρπια ερείπια, στη βουβή ερημιά. Τι μας εμπνέει και τραγουδάμε Ντερ Βογορμιά μέσα στα αχούρια και τους στάβλους. Γιατί ψιθυρίζουμε το Πάτερ Ημών στις αποθήκες και τις στάνες. Τι διαβάζουμε στα μισοσβησμένα γράμματα, σκυμμένοι πάνω στις ταφόπλακες. Γιατί αποχωριζόμαστε δακρυσμένοι αυτές τις πέτρες. Το ενδιαφέρον τους έφτασε, βέβαια, στα όρια της αδιακρισίας κάποια στιγμή κι ενοχληθήκαμε. Και το κατάλαβαν. Έκτακτος επιβάτης, ο Νοράιρ Σαχινιάν, από τη Βραζιλία. Μόλις είχε γυρίσει από την Ούρφα, όπου μετά από 90 ολόκληρα χρόνια, ένα σημείωμα σκαλισμένο στην κολώνα ενός παλιού σπιτιού διαβάστηκε από τον εγγονό τού παραλήπτη, τον ίδιο τον Νοράιρ: “Το 1922 ήρθα στο σπίτι του Νισάν Εφεντί, έμεινα εδώ 25 μέρες, τώρα φεύγω για το Χαλέπι. Γεια σας σύντροφοι. Όποιος διαβάσει αυτό το σημείωμα ας θυμάται τον Μπεντρός Σαχινιάν”. Η Εσρά Ελμάς, συντάκτης της Αγκός, συντρόφεψε τον Νοράιρ στην αναζήτησή του. Η υπομονετική και πάντα χαμογελαστή Λόρα Μπαϊτάρ είχε οργανώσει τις λεπτομέρειες του ταξιδιού μας με άψογο τρόπο. Ήξερε από πρώτο χέρι τα πάντα για την Καισάρεια και τη ζωή των μειονοτήτων εκεί. Μαζί της είχαμε τη χαρά να επισκεφτούμε το πατρικό της σπίτι, όπου έζησε τα παιδικά της χρόνια. Μετά το θάνατο του παππού της που ήταν εξισλαμισμένο ορφανό των σφαγών, το σπίτι έχει μείνει αδειανό. Ξεναγός μας σ’ όλο το ταξίδι ήταν ο Σαρκίς Σεροπιάν, ο Σαρκίς αγπαρίκ (αδερφός), όπως τον αποκαλούσαμε όλοι, αρθρογράφος στην εφημερίδα Αγκός. Τα τελευταία 35 χρόνια οργώνει όλη την Τουρκία, ψάχνοντας τους “κρυφούς” - λόγω ανωτέρας βίας εξισλαμισμένους ή εκτουρκισμένους - Αρμένιους. Κατά τη διάρκεια των πολυετών ερευνών του έχει βρει και αναδείξει, μία προς μία, την αισχρή κακοποίηση που έχουν υποστεί τα αρμενικά, ελληνικά, ασσυριακά και άλλα μνημεία, έρμαια του καθοδηγούμενου από το κράτος φανατισμού. Παρόλη την τόσο συστηματική προσπάθεια εξάλειψης κάθε ίχνους παρουσίας άλλων λαών σε όλη την επικράτεια της Μικράς Ασίας, όπου κι αν σταθήκαμε, βρεθήκαμε μπροστά σ’ εκείνες τις ζωντανές πέτρες, τις χτισμένες μία μία, με τεχνοτροπία μοναδική και μαστοριά αξεπέραστη. Πέτρες που έγιναν ναοί, μοναστήρια, γεφύρια, σχολές, σπίτια, θέατρα, κάστρα και οχυρά. Τιτάνια έργα αλλoτινών ανθρώπων. Μιλούν οι πέτρες, φωνάζουν: “Ο μάστοράς μου ήταν Αρμένης!”, “Εμένα μ’ έχτισαν Έλληνες!”. Για όσους κωφεύουν, τα καλλίγραφα σκαλίσματα πάνω στις πέτρες δίνουν περαιτέρω εξηγήσεις, αρκεί βέβαια να έχεις παρατηρητικότητα και να κατέχεις τα αρμενικά ή τα ελληνικά. Κάποιος φύλακας - ξεναγός επέμενε, πως οι επιγραφές ήταν “κάποιο Μαμελουκικό οικόσημο...”. Πράγματι, οι Μαμελούκοι πέρασαν από αυτά τα μέρη, αλλά οι επιγραφές είχαν σκαλιστεί πολύ πριν την εμφάνισή τους στα αρμενικά. Ως πότε μπορεί κανείς να κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του!
αρχίζει το ταξίδι... Στο Γκερμέρ (Κερμίρα), στα περίχωρα της Καισάρειας, ένα ποτάμι διέσχιζε το χωριό και μια πέτρινη γέφυρα ένωνε τις δυο όχθες. Από αυτό το γεφύρι περνούσε απέναντι ο Ελία Καζάν, για να συναντήσει τον αρμένιο φίλο του, αυτόν που περιγράφει στην ταινία Αμέρικα-Αμέρικα και χάρη στον οποίο έφτασε κάποτε στη πολυπόθητη Αμερική. Από τη μία η ελληνική εκκλησία Άγιος Στέφανος, που προφανώς είναι ο απόπατος των νέων κατοίκων τής άλλοτε ελληνικής γειτονιάς, θέαμα που συναντήσαμε σε δεκάδες εκκλησιές, αρμένικες κι ελληνικές. Από την άλλη, η μισογκρεμισμένη αρμενική εκκλησία της Παναγίας, είναι πλέον το σπίτι μιας οικογένειας εποίκων. Το σωζόμενό της κομμάτι και το υπερώο έχουν μετατραπεί σε κουζίνα και υπνοδωμάτια. Στην ανατολική μεριά, ακριβώς στο Ιερό που το έχουν σκάψει, φαίνεται πως βρήκαν μόνο γόνιμη γη και καλλιεργούν πια αμέριμνοι το μποστάνι τους. Δίπλα, η αριστερή πλευρά του ιερού είναι η στάνη των ζωντανών τους. Στη θέση που θα στέκονταν οι ψάλτες, στέκει σήμερα μια πυκνόφυλλη συκιά γεμάτη μαύρα και ολόγλυκα σύκα. Θεωρώντας μας μουσαφίρηδές τους, οι ένοικοι μας φίλεψαν απ’ αυτά, μαζί με φρέσκα ζεστά ψωμάκια. Η μακαριότητά τους, μας φάνηκε απίστευτη! Όμως οι πέτρες κι εδώ μαρτυρούν τη βαρβαρότητα που υπέστησαν. Η σύγχρονη Καισάρεια, ολόλαμπρη κάτω από τη σκιά του μεγαλειώδους όρους Αργαίου (Ερτζιγές) χιονισμένου και κάτασπρου μες το κατακαλόκαιρο. Βρίσκεται στο κέντρο ακριβώς της Τουρκίας. Εδώ ανέλαβε την ξενάγησή μας ο Αρσέν Αρσίκ, γέννημα θρέμμα Καισάρειος. Κάποιοι συνταξιδιώτες μου που την είχαν επισκεφτεί 10-15 χρόνια πριν, τρόμαξαν να τη γνωρίσουν. Η πόλη συνδέεται πλέον με αεροδρόμιο, σιδηρόδρομο, αυτοκινητοδρόμους με όλη την επικράτεια. Είναι κέντρο εμπορίου, βιομηχανίας και αγροτικής παραγωγής. Σαν τα μανιτάρια ξεφυτρώνουν παντού οι γνωστές σε όλους μας αντιαισθητικές πολυώροφες πολυκατοικίες: “Πωλούνται [κοντοτάβανα και αποπνικτικά] διαμερίσματα”. Ο εκσυγχρονισμός είναι το πρόσχημα της βεβιασμένης αστικοποίησης, που σημαίνει ότι οι εργολάβοι και οι τράπεζες κάνουν χρυσές δουλειές. Φτωχοί αγρότες πωλούν όσο όσο τη γη τους και επιπλέον αφού καταχρεωθούν, στοιβάζονται στην πόλη, με την ελπίδα του μεροκάματου. Στα περίχωρα οι οικογενειακές μικροκαλλιέργειες έχουν αντικατασταθεί με μεγάλα τσιφλίκια μονοκαλλιέργειας, που ξεζουμίζουν τη γη και μολύνουν τον υδροφόρο ορίζοντα. Το φαινόμενο λέγεται αγροτική μεταρρύθμιση, δηλαδή πλήρης απορύθμιση κάθε δυνατότητας για φυσιολογική ζωή. Παντού στον κόσμο τα ίδια. Στη θέα των καμουφλαρισμένων με γιγαντοαφίσες οικοδομών της πόλης, ο νους μου με πήγε κατευθείαν στην τελευταία σκηνή της ταινίας Ψεύτης Ήλιος του Νικήτα Μιχαλκόφ. Δέσποζε πάνω τους το χαμογελαστό πρόσωπο του Αμπντουλάχ Γκιουλ: “Πρόεδρε, καλωσήρθες στο σπίτι σου”, έγραφαν. Έτσι ενημερωθήκαμε κι εμείς ότι ο πρώτος κύριος της Τουρκίας κατάγεται από την Καισάρεια κι ότι εκείνες τις μέρες επισκεπτόταν την γενέτειρά του. Είδαμε μάλιστα το προσωπικό του προεδρικό αεροπλάνο στο αεροδρόμιο. Ο Αρσέν μας πήγε στην άλλοτε αρμενική γειτονιά του, στο κέντρο της Καισάρειας. Ήταν εμφανές ότι κάποιοι δικοί μας πρόκοψαν κάποτε εδώ. Μα με την ξενάγησή του, ο τόπος ζωντάνεψε: “Εδώ ήταν το σχολείο μας, εκεί η Αρχιεπισκοπή και το παρεκκλήσι, παραπέρα το σπίτι τού συμμαθητή μου. Σ’ αυτή τη βρύση μ’ έστελνε η μάνα μου να φέρω νερό. Ποιος είδε ομορφότερη απ’ αυτήν που είδα εγώ εδώ να;...”. Τι κρίμα, έχει πια στερέψει! Αξιοπαρατήρητη ήταν η έλλειψη καθαριότητας στα σοκάκια. Η υπόλοιπη πόλη έλαμπε, άστραφτε. Εδώ, γιατί όχι; Είναι πια τσιγγανομαχαλάς, και μ’ αυτή τη δικαιολογία δεν μπαίνει ο δήμος να καθαρίσει. Γίνεται πλιάτσικο μ’ ότι φανταστεί κανείς: πόρτες, παράθυρα, έπιπλα, κάγκελα, ακόμη και πέτρες από τα σπίτια μας. Ο τόπος αποψιλώνεται, όλοι βολεύονται... Γύρω από τη Καισάρεια αμέτρητα πρώην χριστιανικά χωριά. Γκιγκί, Εκρέκ, Γκεσί, Νιρζέ. Στο Αγιρνάς περπατήσαμε στα σοκάκια και βρεθήκαμε μπροστά στον Άγιο Προκόπιο. Με τις επίμονες προσπάθειες του Πατριάρχη Βαρθολομαίου έχει καθαριστεί από όσα απερίγραπτα είδαμε στις άλλες εκκλησιές και σύντομα θα λειτουργήσει ως μουσείο. Απέναντι οι επτά βρύσες του χωριού αναδεικνύουν την αρχιτεκτονική μαεστρία, αισθητική αλλοτινών αξιών. Στα χωριά Τομαρζά, Φενεσέ, Πινάρμπασι, Αζιζιγέ βρήκαμε πολλά παλιά αρμενικά νεκροταφεία, μα οι τάφοι στην πλειοψηφία τους συλημένοι. Οι Τούρκοι μέχρι και σήμερα σκάβουν τάφους, πατώματα σπιτιών, ιερά εκκλησιών με σκοπό να βρουν λίρες, που υποτίθεται πως έκρυψαν οι κατατρεγμένοι. Όμως ο πραγματικός πλούτος των αλλοτινών ανθρώπων είχε για επίκεντρο το μόχθο. Με τη γενοκτονία και τον ξεριζωμό στέρεψαν φαίνεται οι στάλες του ιδρώτα που πέφτοντας από το μέτωπό τους στη γη, μετατρέπονταν σε φλέβες χρυσού. Το Ταλάς (Μουταλάσκη) σ’ ένα λόφο μεταξύ του χιονισμένου Ερτζιγές και των κάμπων της Καισάρειας, στολίδι ομορφιάς και αρμονίας. Εκεί μας περίμενε ο μοναδικός από τους χιλιάδες Αρμένιους που ζούσαν κάποτε εκεί. Ο Σαρκίς του Ταλάς μάς φίλεψε τσάι και φρέσκα φρούτα κι αφού πήραμε μια ανάσα στη αυλή του, ξεχυθήκαμε στα χωμάτινα, έρημα σοκάκια της γειτονιάς. Τα εγκαταλελειμμένα σπίτια, σαν φαντάσματα ορθώνονταν μπροστά μας. Το πιο ψηλό, ήταν της οικογένειας Καλούστ Γκιουλμπενκιάν (ο κύριος 5%). Οι αρχιτέκτονές μας έμειναν άναυδοι μπροστά στο διώροφο κτίριο. Το εσωτερικό, παρά τους βανδαλισμούς, είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό με τα λεπτεπίλεπτα ξυλόγλυπτα που κοσμούν όλα τα δωμάτια. Πραγματικό αρχοντικό. Μάθαμε πως ο νέος ιδιοκτήτης σκοπεύει να το μετατρέψει σε ξενοδοχείο, αλλά κολλάει στη γραφειοκρατία, στο γνωστό και σε μας κυκεώνα των νόμων περί διατηρητέων κτηρίων. Στο Εβερέκ περάσαμε από το σπίτι του Γεγιά Σαχμπάζ. Έφυγε από τον κόσμο μας πριν από ένα μήνα, σε ηλικία 103 ετών. Η προσευχή μας ήχησε αντί μνημοσύνου στο κατώφλι της πόρτας του. Ήταν ο μοναδικός μάρτυρας της “εξέλιξης” στο χωριό. Είχε προλάβει ψαλτάκος στην εκκλησιά του Σουρπ Τορός, πολύ πριν μετατραπεί σε τζαμί. Κατηφορίσαμε στον ελληνικό μαχαλά. Έτσι όπως περπατούσαμε διαβάζαμε τα οικόσημα των καραμανλίδικων αρχοντικών: “Οίκος Κωστάκη Χατζιορδανίδη, 1903”, άλλα του 1907, του 1912 και τελευταίο του 1921! Με το που κατάλαβαν πως υπάρχει επισκέπτρια από την Ελλάδα, οι ντόπιοι μας πλησίασαν πολύ φιλικά, μας εξομολογήθηκαν τον δικό τους πόνο, ότι κι οι δικοί τους παππούδες άφησαν το βιος τους στη Θεσσαλονίκη και στην Καβάλα και με την ανταλλαγή πληθυσμών του 1924, έφεραν αυτούς εδώ, έστειλαν τους χριστιανούς στην Ελλάδα. Τρίτη γενιά πλέον, κι όμως δεν ξεχνούν κι αυτοί: “Εμάς, τους απλούς ανθρώπους δεν μας ρώτησε κανείς. Πες στους Έλληνες που ήταν από εδώ να έρχονται, να μας μιλάνε! Τα σπίτια αυτά ήταν δικά τους! Να ‘ρθούν, να μείνουν, θα τους φιλοξενήσουμε...”. Μας συνόδεψαν, μάλιστα, ως την φημισμένη βρύση των Μπαλιάν, της γνωστής οικογένειας που έδωσε τόσους και τόσους αρχιτέκτονες. Το γάργαρο νερό της είναι αποτέλεσμα έργου σαν αυτά που μας περιέγραφε ο υδατολόγος μας. Εδώ και 200 χρόνια τρέχει ασταμάτητα. Πολλοί έρχονται από μακριά με τεράστια δοχεία, διότι θεωρούν το νερό αυτό θεραπευτικό. Ήπιαμε κι εμείς, μα δροσιά δεν βρήκαμε, ο καημός δεν έσβησε. Στο Εφκερέ, περπατήσαμε από ένα μονοπάτι γεμάτο μουριές. Τα κλαδιά τους χόρευαν μπροστά μας, λες κι ήθελαν να μας προσφέρουν τα ολόγλυκα ώριμα μούρα τους. Τι φιλόξενα δέντρα! Μετά την τελευταία στροφή μπροστά μας έστεκε ο μισογκρεμισμένος ναός του Σουρπ Στεπανός (Άγιος Στέφανος). Κομψοτέχνημα του 18ου αιώνα. Ζητήσαμε από τους κατοίκους να ειδοποιήσουν το φύλακα που κρατάει τα κλειδιά, να ‘ρθεί να μας ανοίξει. Όχι πως φάνηκε τελικά, αλλά από μια χαραμάδα είδαμε το γεμάτο σωρούς κοπριάς ιερό. Στο μεταξύ κάποιοι παρατηρούσαμε τους αμέτρητους περιστερώνες απέναντι. “Τέτοια αγάπη για τα περιστέρια!”, σκέφτηκαν κάποιοι. “Μπα, είναι υπέροχος μεζές, αυτό είναι όλο!”, απάντησαν άλλοι. Ο Σαρκίς αγπαρίκ έμεινε αποσβολωμένος να τα κοιτάζει. Σκοτείνιασε το βλέμμα του. Ξάφνου, άθελά του, είχε ξεπροβάλει μπροστά του το χτυπημένο περιστέρι, η εικόνα του Χράντ Ντινκ σωριασμένου στο πεζοδρόμιο, εκεί στο κατώφλι των γραφείων του Αγκός...
Στο επόμενο τεύχος η συνέχεια του οδοιπορικού προς Χατζίν (Σαϊμπεϊλί), Σις (Κοζάν), Άδανα, Αλεξανδρέτα (Ισκεντέρ), Αντιόχεια (Αντάκια) και Μουσά Λερ (Βακίφκιόι).
*Αρμένιοι αρχιτέκτονες της Πόλης ίδρυσαν το 1998 τον σύλλογο Χάι Τζαρ. Σκοπός τους είναι η έρευνα, η συμβουλευτική και η αυτογνωσία της ιδιότυπης αρμενικής αρχιτεκτονικής, αλλά και της διάδοσής της. Οι ειδικότητες των επιστημόνων, μελών του συλλόγου, έχουν πλέον διευρυνθεί και σε άλλες παρεμφερείς ειδικότητες, όπως πολιτικοί μηχανικοί, γεωλόγοι, πετρολόγοι, υδατολόγοι, αλλά και ιστορικοί, αρχαιολόγοι, κλπ. Δεδομένου ότι στην Τουρκία, τελευταία, υπάρχει οργασμός ανασκαφών και αναστηλώσεων, τα μέλη του Χάι Τζαρ, όποτε τους ζητηθεί, προσφέρουν αφιλοκερδώς τις μελέτες και προτάσεις τους ή ακόμη συνεργάζονται με τους διορισμένους αρχιτέκτονες, μηχανικούς και εργολάβους, ώστε στα αρμενικά κτίρια να διατηρηθεί ο ιδιότυπος ρυθμός . Στη διάρκεια του συγκεκριμένου οδοιπορικού, είδα στην πράξη τη δράση τους. Οι αρχιτέκτονες Ναζάρ Μπινατλί και Λορή Ζακάρ μας εξήγησαν λεπτομερώς ό,τι είχε να κάνει με την αρχιτεκτονική των αρμενικών και ελληνικών εκκλησιών και άλλων μνημείων που επισκεφθήκαμε. Το σημαντικότερο, είχαν μελετήσει και έδωσαν επί τόπου τις προτάσεις τους σε ό,τι αφορά την ανακαίνιση των κτιρίων του χωριού Βακίφκιόι, στο Μουσά Λερ, το μοναδικό αμιγώς αρμενικό χωριό σε όλη την Τουρκία. |