Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός! |
Κουήν Μινασιάν
Σούρουπο, 4 Ιουλίου 2013. Επιστρέφω στην Ελλάδα με το λεωφορείο της γραμμής Κωνσταντινούπολη - Αθήνα. Στις 14 ώρες που διαρκεί το ταξίδι, σιγοτραγουδώ αυθόρμητα το «Power in the darkness, Frightening lies from the other side, Stand up and fight for your rights...» των Τομ Ρόμπινσον Μπαντ. Το βλέμμα μου είναι καρφωμένο στο παράθυρο. Κι ενώ κοιτάζω φευγαλέα την εικόνα της σύγχρονης Τουρκίας, έχω τον χρόνο να αναλογιστώ, ότι πριν τρία χρόνια ακριβώς, με αφορμή το Πανευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ των Κινημάτων στην Κωνσταντινούπολη, τον Ιούλιο του 2010, έκανα το πρώτο μου σεργιάνι στη γείτονα. Κρατούσα ένα πανό το οποίο έγραφε: «Ελευθερία - Δικαιοσύνη» και ένωνα τη φωνή μου με τους διαδηλωτές: «Μπασκά μπιρ ντουνιά μομκιούν ντουρ!» - «Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός!». Αυτή ήταν η πρώτη επαφή. Και είχα ξύσει ανεπούλωτες πληγές… Τουρκία. Ιστανμπούλ, Κωνσταντινούπολη ή απλά Πόλη. Κι έπειτα ευθεία Ανατολικά: Καρς, Ανί, Ικντίρ, Μπεγιαζίτ, Αραράτ, Βαν, Αχταμάρ. Μετά Καππαδοκία, Καισάρεια, Νίγδη, Κερμίρα, Άγιος Προκόπιος, Εκρέκ, Εβερέκ, Ταλάς, Πινάρμπασι, Αζίζιγε. Ύστερα Κιλικία, Χατζίν, Σις, Άδανα, Αναβαρζά, Χατάι, Αλεξανδρέττα, Αντιόχεια, Μουσά Λερ. Επίσης, στις ορεινές κοιλάδες του Ντερσίμ, Οβατσίκ, Μουνζούρ και Ελαζίγ. Κι ακόμη: Μερζεφούντα, Αμάσεια, Τοκάτ, Σεβάστεια και τα χωριά τους. Όντως, είναι πολλά τα μέρη, φαντάσου όμως πόσες είναι οι ιστορίες των ανθρώπων του κάθε τόπου! Το κάθε ταξίδι μια επαλήθευση της θεωρίας των σύγχρονων φυσικών για τα παράλληλα σύμπαντα... Εκεί, στα άκρα και στα απάτητα, -μα τι λέω; ακόμη και στις καρδιές των πόλεων- υπάρχουν συλημένα κοιμητήρια, ερειπωμένοι ναοί, κάστρα και παλάτια, χαλάσματα αλλοτινών πολιτισμών, τα οποία οι σύγχρονοι κάτοικοι δεν θέλουν να θυμούνται. Κι όμως ξέρουν. Εκεί συνάντησα πολλά από τα ξεχασμένα αδέρφια μας: Αρμένιους, Έλληνες, Πόντιους, Καππαδόκες, Ασσύριους, Ζαζά, Κούρδους. Και αγνώστου ταυτότητας Τούρκους. Οι άνθρωποι μαρτυρούν σφαγές, βασανιστήρια και εξορίες που υπέστησαν οι ίδιοι ή που επέβαλαν στους άλλους. Δεν ξέρω ποιους θαυμάζω περισσότερο: αυτούς που άντεξαν παρά τους διωγμούς ή εκείνους που τολμούν να δηλώνουν δημοσίως στην Τουρκία ότι είναι απόγονοι των διωκτών; Παραδέχονται εξισλαμισμούς και εκτουρκισμούς, ακόμη και πρόσφατα. Μιλούν για υποταγή με το μαχαίρι στο σβέρκο. Κάποιοι λίγοι κατάφεραν να κρατήσουν την ταυτότητά τους, καταπίνοντας όμως τον ρατσισμό και τον χλευασμό των «καθαρόαιμων εποίκων» και να κατηγορούνται από πάνω για εθνικισμό! Λένε πως παρά τα όσα τραγικά έζησαν, η αλήθεια δεν θα μπορούσε να μείνει για πολύ θαμμένη. Σήμερα, όλοι αυτοί συνυπάρχουν με τις πολυποίκιλες εκείνες ομάδες ανθρώπων, που για διαφορετικούς λόγους βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας, σύμφωνα τουλάχιστον με τη διαμορφωμένη κατάσταση στην Τουρκία. Το πάγιο αίτημα για δικαιοσύνη και ελευθερία είναι το μεγάλο ζητούμενο στη γείτονα, στην κορυφή της ατζέντας των διεκδικήσεων κάθε κινητοποίησης: εργατικής, νεανικής, θρησκευτικής, εθνοτικής, φυλετικής ή και αντιρατσιστικής, όταν φυσικά δεν είναι «στημένη» από το βαθύ κράτος ή την εκάστοτε εξουσία... Είναι πια σαφές ότι η κοινωνία δεν ανέχεται πλέον τη συνεχιζόμενη ύπαρξη πολιτικών κρατουμένων, φυλακισμένων συγγραφέων και δημοσιογράφων, δεν αντέχει άλλη λογοκρισία και περιορισμό της ελεύθερης έκφρασης και την διαστρέβλωση της αλήθειας. Η παράλογη ποινικοποίηση ακόμη και της απλής αναφοράς στη γενοκτονία τόσων και τόσων γηγενών πληθυσμών, η απόκρυψη και παραποίηση της ιστορίας, η πρακτική της συστηματικής άρνησης είναι πλέον απαράδεκτες πρακτικές, όπως και αυτή της ισοπέδωσης των άλλων λαών με τον «οδοστρωτήρα» του παντουρκισμού. Η έκφραση «όλοι ξέρουν αλλά δεν τολμούν να μιλήσουν» φαίνεται να έχει ξεφύγει από τον απόλυτο έλεγχο των κατασταλτικών μηχανισμών της ασφάλειας και του στρατού. Ακόμη και η αριστερά, η οποία απαξίωνε τέτοια ζητήματα έχει αλλάξει στάση εξολοκλήρου. Σήμερα, εκατοντάδες βιβλία ιστορίας, έρευνας και λογοτεχνίας βλέπουν πια το φως της δημοσιότητας, ένας πραγματικός εκδοτικός οργασμός «επικίνδυνων θεμάτων». Διατριβές, διπλωματικές, πτυχιακές, μεταπτυχιακές, διδακτορικά και άπειρες πανεπιστημιακές δημοσιεύσεις στα τουρκικά πανεπιστήμια απογυμνώνουν καθημερινά την σκοταδιστική, τραγελαφική και τρομοκρατική συνάμα φαρσοκωμωδία που στήθηκε σε βάρος όσων ζουν στην τουρκική επικράτεια. Δημοσιογράφοι, ακόμη και των πιο συντηρητικών εφημερίδων ή ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, άνθρωποι προικισμένοι με υπέρμετρο θάρρος και κουράγιο, γνωρίζοντας ότι τους περιμένουν διώξεις από το επίσημο κράτος, ή ακόμη χειρότερα, ότι τους καραδοκούν σε μια γωνιά οι σκοτεινές δυνάμεις του παρακράτους, ανοίγουν και αποκαλύπτουν συνεχώς ανέγγιχτα θέματα. Τολμά να εκφραστεί ακόμα και το βίαια εκτουρκισμένο και εξισλαμισμένο «πλήθος», μια ανομοιογενής μάζα ανθρώπων, που έχουν έναν κοινό παρανομαστή: την καταπίεση. Και ήταν διπλά καταπιεσμένοι αυτοί οι άνθρωποι. Από τη μια πλευρά από τους Τούρκους, το κράτος και το δημόσιο ως τον πιο απλό γείτονα, που ήξεραν ότι δεν ήταν δικοί τους αλλά ντονμέ, «αλλαγμένοι» και άρα παρακατιανοί. Από την άλλη, οι λιγοστοί συμπατριώτες τους που είχαν καταφέρει να διατηρήσουν την ταυτότητά τους και ήξεραν ότι ήταν δικοί τους, αλλά αφού ήταν ντονμέ, ήταν και γι’ εκείνους παρακατιανοί. Πώς να σωπάσει αυτό το τεράστιο πλήθος, που για κοντά εκατό χρόνια δεχόταν βολές από παντού! Η προσωρινή οικονομική ευμάρεια, το άνοιγμα των συνόρων και κυρίως η απρόσκοπτη πρόσβαση στη γνώση μέσω της πληθώρας των μέσων πληροφόρησης έκανε εφικτό, αυτό που με τα όπλα και τη βία ήταν ανέφικτο. Το ποτήρι έχει και πάλι ξεχειλίσει. Παντού στον κόσμο. Μα εκεί δίπλα, οι μόνοι που ανοίγουν δρόμους ελπίδας και είναι μπροστάρηδες στο κίνημα είναι αυτοί που διέπονται από το πνεύμα της αλληλεγγύης, της δικαιοσύνης και της ελευθερίας. Τώρα πια αυτοί που ξέρουν και τολμούν, που «στέκονται και μιλούν» είναι πολύ περισσότεροι από αυτό που θα αποκαλούσαμε ισχνό περιθώριο. Είναι τα παιδιά, τα εγγόνια, ακόμη και τα δισέγγονα αυτών, που όχι μόνο γνωρίζουν, αλλά και απαιτούν σήμερα την αναγνώριση της ταυτότητάς τους. Μαζί τους και κάποια από τα παιδιά, τα εγγόνια ή τα δισέγγονα αυτών, που κάποτε ήταν από την άλλη μεριά του στρατοπέδου, στη μεριά της αδίστακτης εξουσίας και των συνεργατών τους. Οι περισσότεροι είναι σαφέστατα ενεργοί πολίτες, συμμετέχουν σε συλλόγους, με πολλές και πλούσιες δραστηριότητες, έχουν συνείδηση της αξίας, της ανεκτίμητης κληρονομιάς και ιστορίας τους. Μάλιστα, αντί να γκετο-ποιηθούν -όπως έκανε η διασπορά μας, λόγω άλλων συνθηκών βεβαίως- μπήκαν στον μεγάλο κύκλο, σ’ αυτόν της γης των κολασμένων. Περνώντας τον Έβρο σμήνη κουνουπιών εισβάλουν στο λεωφορείο κατά πάνω μας, μέσα στα ρουθούνια μας. Είναι αναπόφευκτα τα τσιμπήματά τους όση ώρα περιμένουμε τον συνοριακό έλεγχο, μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα. Το βουητό τους μετατρέπεται μέσα μου στη μελωδία του “Αερικού”... «όσες κι αν χτίζουν φυλακές, κι αν ο κλοιός στενεύει, ο νους μας είναι αληταριό, που όλο θα δραπετεύει...» |