Σουκρού Ιλιτζάκ Εκτύπωση E-mail

Οι Τζόναθαν Βαρζαμπετιάν και Σουκρού Ιλιτζάκ (Şükrü Ilıcak)είναι οι συγγραφείς του δίγλωσσου βιβλίου (τουρκικά και αγγλικά) με τίτλο «I read your letter, i cried, i laughed»* (Διάβασα το γράμμα σου, έκλαψα, γέλασα). Το βιβλίο αφορά την αλληλογραφία μελών της οικογένειας Κοτζαγιάν, απεσταλμένα από το χωριό Έφκερε της Καισάρειας προς την Αμερική κατά τα έτη 1912 έως 1919. Με αφορμή την έκδοσή του, ήρθαμε σε επαφή με τον ακαδημαϊκό Σουκρού Ιλιτζάκ, με τον οποίο είχαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση.

 

soukrou

Στην Κουήν Μινασιάν
Νοέμβριος 2017-Ιανουάριος 2018, τεύχος 95

 

Σουκρού, πες μας, πώς έφτασαν στα χέρια σου αυτά τα συνταρακτικά γράμματα;
Είμαι ιστορικός και ειδικεύομαι στην Οθωμανική Ιστορία, πιο συγκεκριμένα ερευνώ την περίοδο των αρχών του 19ου αιώνα. Ψάχνοντας για τους τουρκόφωνους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Καππαδοκίας μπήκα, μεταξύ άλλων, και στην ιστοσελίδα www.efkere.com του Τζόναθαν Βαρζαμπετιάν, όπου βρήκα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία. Όταν ήρθαμε σε επαφή, το 2001, μου μίλησε για τα γράμματα που κρατούσε σε ένα παλιό κουτί, και που είχαν περάσει στα χέρια του από τον παππού του, Γκαραμπέτ Κοτζαγιάν. Τα γράμματα αυτά ήταν μεν γραμμένα με το αρμενικό αλφάβητο, αλλά οι λέξεις ήταν είτε στα τουρκικά (τα αντίστοιχα, ας πούμε, καραμανλίδικα αλλά με αρμενικούς χαρακτήρες) είτε στην μοναδική αρμενική διάλεκτο του Έφκερε. Κανείς από τους απογόνους δεν καταλάβαινε τι έγραφαν. Όταν, λοιπόν, τα είδα και κατάλαβα περί τίνος πρόκειται, κύριο μέλημά μου έγινε η «αποκωδικοποίηση» αυτής της αλληλογραφίας.

Tι περιέχουν αυτά τα γράμματα; Ποιοι αλληλογραφούν και τι αποκαλύπτουν;
Στο βιβλίο συμπεριλάβαμε 88 γράμματα από τη συλλογή του Τζόναθαν Βαρζαμπετιάν. Έχουν αποσταλεί από το Έφκερε στο Μίσιγκαν της Αμερικής, προς τους Γκαραμπέτ και Χαρουτιούν Κοτζαγιάν. Τα 86 από αυτά έχουν σταλεί κυρίως από την Χαϊγκανούς, μητέρα και σύζυγο αντίστοιχα των Κοτζαγιάν, από το 1912 ως το 1915, οπότε και η αποστολή γραμμάτων διακόπηκε απότομα. Προσθέσαμε στο τέλος 2 γράμματα του 1919 σταλμένα από συγγενείς, μέσω των οποίων μαθαίνουμε την τραγική μοίρα των μελών της οικογένειας στο Έφκερε.

Στο συγκλονιστικό σου πρόλογο, στην εισαγωγή του βιβλίου, παράλληλα με την ανάλυση ενός υπεύθυνου ακαδημαϊκού διαβάζουμε και μια τολμηρή προσωπική σου εξομολόγηση. Θα ήθελες να μας μιλήσεις για αυτό;
Στην εξέλιξη της εργασίας για αυτό το βιβλίο, όσο προχωρούσα τόσο περισσότερο ξεκαθάριζε μέσα μου το θέμα των Αρμενίων και του Αρμενικού Ζητήματος. Βλέπετε, γεννήθηκα στην Άγκυρα της Τουρκίας, γιος μιας μεσοαστικής απολίτικης τουρκικής οικογένειας, όπου δεν συζητιόταν τίποτε περί Αρμενίων.
Ούτως ή άλλως, στην περιοχή μας, κατά τα παιδικά μου χρόνια, είχε εξαφανιστεί κάθε ίχνος Αρμενίων ή μη μουσουλμάνων. Ζήτημα αν υπάρχουν σήμερα 300 Αρμένιοι σε όλη την Άγκυρα, μια πόλη 4,5 εκατομμυρίων ανθρώπων. Όσο για τους Έλληνες, ακόμη πιο ελάχιστοι.
Μια πλήρης, φυσική και πολιτιστική εξαφάνιση των Ελλήνων και Αρμενίων, παρά το ότι κατά τις αρχές του 20ού αιώνα αποτελούσαν το ένα τέταρτο του συνολικού πληθυσμού.
Στο σχολείο ήταν ελάχιστες οι πληροφορίες και αυτές παρουσίαζαν τους Αρμένιους ως μια εχθρική ολότητα. Μάλιστα τονιζόταν πως κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μας πρόδωσαν. Ανάλογη ήταν η αντιμετώπιση και για τους Έλληνες. Έτσι, λοιπόν, ως το 1989 που μπήκα στο Πανεπιστήμιο, οι γνώσεις μου περί αυτών περιορίζονταν στην επίσημη τουρκική «αλήθεια».
Στα φοιτητικά μου χρόνια διευρύνονται οι αναζητήσεις μου για την ιστορία και μπαίνουν οι πρώτες μου αμφιβολίες για την επίσημη κρατική ιστορία.
Καθοριστικός ήταν ο παράγοντας του Κουρδικού Ζητήματος, του οποίου ζούσα την εξέλιξη. Επαναπροσδιορίζοντας και επανατοποθετώντας τον εαυτό μου απέναντι στο κράτος, προτίμησα να πιστέψω αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου και άρχισα να ακούω τη συνείδησή μου.
Ταυτόχρονα, δημοσιεύονταν το ένα μετά το άλλο ερευνητικά βιβλία αξιόλογων τούρκων ακαδημαϊκών που αναφέρονταν στο θέμα της γενοκτονίας.
Μέσω αυτών των ερευνών διαπιστώναμε ότι αυτό που καθόρισε την τραγική μοίρα των Αρμενίων κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν ήταν μια «αναγκαιότητα» για την εξουσία της εποχής, αλλά μια επιλογή.
Και μάλιστα όχι μια στρατηγική, αλλά μια (αν)ηθική επιλογή. Συνειδητοποιήσαμε πως όσα η επίσημη κρατική διήγηση μας παρουσίαζε ως γεγονότα, ακόμη και αυτά περί «ανταρσίας» των Αρμενίων του Βαν ή για την Καταστροφή της Σμύρνης, δεν ήταν παρά ξεδιάντροπα ψέματα. Στη συνέχεια, ανακαλύπτω την αλληλογραφία των Κοτζαγιάν, και ομολογώ πως αυτή ήταν που με ώθησε να κάνω το τελευταίο ηθικό βήμα, ώστε να περάσω στην απέναντι όχθη, πέρα από την άρνηση της Γενοκτονίας.
Η ιστορία αυτή με συνεπήρε ως ιστορικό αλλά πολύ περισσότερο ως άνθρωπο. Με την αποκρυπτογράφηση κάθε γράμματος θρηνούσα που ως τότε δεν αντιλαμβανόμουν τους Αρμένιους ως αληθινούς ανθρώπους που ζούσαν αληθινές ζωές, αλλά ως ένα πλασματικό, οπλισμένο συνονθύλευμα που κινείται πολιτικά.
Βλέπετε, αυτά τα γράμματα δεν ήταν γραμμένα από τρομοκράτες αλλά από μια μητέρα που εξέφραζε με γλυκύτατο τρόπο την αγάπη της προς τον γιο της ή από φίλους και συγγενείς που περιέγραφαν την απλή, ανθρώπινη καθημερινότητά τους. Ήταν ανυπεράσπιστοι πολίτες που απλά και μόνο επειδή ήταν Αρμένιοι δολοφονήθηκαν ή εκτοπίστηκαν με άθλιο τρόπο από την Καισάρεια στην Ούρφα. Από κει και πέρα αντιμετώπισαν ένα πεπρωμένο που ειλικρινά δεν αντέχω ούτε να αναλογιστώ.

Σε αντίθεση με εσένα και έναν στενό κύκλο διανοουμένων, υπάρχουν πολλοί στην Τουρκία που αρνούνται την Γενοκτονία. Είδαμε τις προάλλες σύγχρονα γκράφιτι με εκφράσεις απέχθειας και μίσους για τους Αρμένιους. Γιατί τέτοιο μίσος;
Από την απόλυτη σιωπή επί του θέματος έως τη δεκαετία του ’70, οι νεότερες γενιές έμαθαν για το Αρμενικό Ζήτημα από τις τρομοκρατικές επιθέσεις του ΑΣΑΛΑ και άλλων οργανώσεων, έτσι η άποψή τους διαμορφώθηκε από την σκληρή, μονολιθική αντίδραση της κρατικής διήγησης. Ήταν η περίοδος που ξεκίνησαν να δημοσιεύονται διεθνώς πολλές έρευνες για το ζήτημα, ενώ οι τούρκοι ιστορικοί αντιδρούσαν, παρουσιάζοντας την Γενοκτονία ως μονόπλευρη κατηγορία εναντίον της Τουρκίας.
Πώς να εξηγήσει κανείς ότι, 100 χρόνια μετά, οι Τούρκοι είναι ανίκανοι να καθίσουν και να συζητήσουν ψύχραιμα για το 1915 και τα γεγονότα που ακολούθησαν; Πώς είναι δυνατόν η λέξη «Αρμένιος» να κατέληξε να είναι βρισιά; Γιατί στη φαντασία πολλών Τούρκων οι Αρμένιοι φαίνονται σαν κτήνη με ουρά, και όχι άνθρωποι; Όταν ακόμη και ακροδεξιοί εθνικιστές συγγραφείς δέχονται τον όρο «σφαγές», γιατί όλη η τουρκική κοινωνία αντιδρά αντανακλαστικά στη λέξη «γενοκτονία»;
Γιατί άραγε ένας Τούρκος, ιδιαίτερα όταν βρίσκεται στο εξωτερικό, αντιλαμβάνεται οποιαδήποτε αναφορά στην Γενοκτονία των Αρμενίων ως προσβολή των πιο πολύτιμών του αξιών και αντιδρά με θυμό; Πώς να εξηγήσω ότι πρόσφατα, το 2017, κάποιοι γράφουν δημοσίως: «Ναι, διαπράξαμε γενοκτονία, και θα το ξανακάναμε και σήμερα!» δίχως καμία συνέπεια; Και αντιθέτως, γιατί όσοι έχουν την τόλμη να συζητούν ανοιχτά για την Γενοκτονία ως γεγονός είναι αναγκασμένοι να ζουν υπό την απειλή αντιποίνων; Τελικά, αντί να ψάχνει κανείς να τα εξηγήσει όλα αυτά με εργαλεία ιστορικά, πολιτικά, κοινωνιολογικά ή ανθρωπολογικά, θα πρέπει να στραφούμε στην κλινική ψυχολογία. Όσον αφορά την ιστορία, ιδιαίτερα στο αρμενικό θέμα, εμείς οι Τούρκοι ως κοινωνικό σύνολο έχουμε όλα τα συμπτώματα κάποιου που πάσχει από μια σειρά διαταραχών της προσωπικότητας.
Και μάλιστα δεν θέλουμε καν να αντιληφθούμε το γεγονός ότι διαχρονικά κάνουμε ανυπόφορη την ίδια μας τη ζωή, όπως και των γύρω μας.

Πιστεύεις πως θα ζήσουμε εμείς τη μέρα που θα αναγνωριστεί η Γενοκτονία;
Για κάμποσα χρόνια, ειδικά κατά την πρώτη δεκαετία της διακυβέρνησης Ερντογάν, ο εκδημοκρατισμός με στόχο την είσοδο στην Ε.Ε. ήταν πρωτοφανής για την Τουρκία. Ελευθερία λόγου γενικότερα αλλά και ειδικότερα για το Αρμενικό Ζήτημα, άπειρες δημοσιεύσεις, συζητήσεις σε πάνελ της τηλεόρασης, στο διαδίκτυο, κλπ. Όλα αυτά ανατράπηκαν μεμιάς. Σήμερα, εκείνο το ίδιο τουρκικό καθεστώς υφίσταται έναν τέτοιο ολικό μετασχηματισμό που φαίνεται πως οδηγεί τη χώρα σε ένα δυσοίωνο μέλλον. Πάντως, παρά την άτακτη υποχώρηση των ελευθεριών, όσον αφορά το Αρμενικό Ζήτημα η κατάσταση έχει αλλάξε. Το τζίνι έχει βγει από το μπουκάλι.
Φαίνεται πως έχουμε απεμπλακεί από τη συστηματική πολιτική της άρνησης των δεκαετιών ’70 και ’80. Ένας σημαντικός αριθμός τούρκων διανοουμένων, ακαδημαϊκών και πολιτικών έχουν υπερβεί τα γνωστικά και ηθικά φράγματα της άρνησης, απαλλάσσοντας τους εαυτούς τους από τις ιστορίες που λέγονταν για πάνω από μισό αιώνα, υψώνοντας δυναμικά τη φωνή τους, φωνάζοντας πως αυτό που έγινε στους Αρμένιους αρχής γενομένης το 1915 ήταν γενοκτονία. Το κράτος έχασε το μονοπώλειο του μοναδικού καθοριστικού συντελεστή παραγωγής ιστορίας και η επίσημη αφήγηση έχει πέσει σε τέλμα.
Παρόλα αυτά, είναι αμφίβολο ότι μια μέρα θα αντιμετωπίσουμε με ειλικρίνεια και ανοιχτά σαν λαός αυτό το θέμα. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να πετάξει κανείς τα όπλα με τα οποία έχει ζωθεί. Αλλά για ένα είμαι σίγουρος: όσο δεν παραδεχόμαστε αυτό το έγκλημα, δεν θα αναρρώσουμε και θα βυθιζόμαστε όλο και περισσότερο στα επικίνδυνα νερά μιας θλιβερής, αρρωστημένης κοινωνίας. Θα απαλλαγούμε από το μίσος που τρώει τα σωθικά μας και θα αποδεσμεύσουμε τους εαυτούς μας από μια κοινωνία που έχει χάσει τη συνείδησή της, μόνο αν καταφέρουμε να ξαναδώσουμε ανθρώπινα χαρακτηριστικά στους «άλλους». Και ελπίζω πως η δημοσίευση της αλληλογραφίας των Κοτζαγιάν θα συνεισφέρει σε αυτήν τη διαδικασία ανάρρωσης.

Ο Σουκρού Ιλιτζάκ είναι ένας πολυπράγμων νέος επιστήμονας. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Άγκυρα. Σπούδασε στην Τουρκία, την Ελλάδα και τις Η.Π.Α. Γνωρίζει τουρκικά, αγγλικά, αρμενικά, ελληνικά και οθωμανικά.
Στην ακαδημαϊκή του καριέρα ειδικεύεται στα λεγόμενα «τρία έθνη» της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δηλαδή τους Έλληνες, τους Αρμένιους και τους Εβραίους.
Αναγορεύτηκε διδάκτορας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ το 2011, με τίτλο διατριβής: «A Radical Rethinking of Empire: Ottoman State and Society during the Greek War of Independence (1821-1826)» (Μια ριζοσπαστική αναθεώρηση της Αυτοκρατορίας: Οθωμανικό κράτος και κοινωνία στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης).
Ένα κεφάλαιο της διατριβής του, το «1821- Η γέννηση ενός έθνους-κράτους» (5ος τόμος) μεταφράστηκε στα ελληνικά και δημοσιεύτηκε το 2010 από τις εκδόσεις του ΣΚΑΪ, μαζί με τη σειρά ντοκιμαντέρ. Επίσης, ο Σουκρού Ιλιτζάκ, σε συνεργασία με την Ρέιτσελ Γκοσκγαριάν συνέγραψαν το πρώτο εγχειρίδιο αυτοδιδασκαλίας της αρμενικής γλώσσας για το τουρκικό κοινό, «Kendi Kendine Ermenice» (εκδόσεις Αρμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης, 2006).

 

Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"

Kantsaran Banner

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ

typografia


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 44 επισκέπτες συνδεδεμένους