Στην Αναΐς Καζαντζιάν Ιούλιος- Οκτώβριος 2017, τεύχος 94
Σε ένα κατάμεστο θέατρο 2000 ατόμων, παρουσιάστηκε στις 16 Σεπτεμβρίου, η πολυαναμενόμενη παράσταση «Τα τετράδια της Ανζέλ Κουρτιάν». Μια θεατρική διασκευή, του γνωστού στους παλαιότερους ομότιτλου βιβλίου, που επιμελήθηκε και απέδωσε η ηθοποιός, Χριστίνα Αλεξανιάν. Οι θεατές παρακολούθησαν καθηλωμένοι έναν συγκλονιστικό μονόλογο που συνοδευόταν από τις εξαιρετικές μουσικές ερμηνείες του Χάικ Γιαζιτζιάν. Η συγκίνηση του κοινού ήταν μεγάλη και τα σχόλια επαινετικά. Μετά την θερμή ανταπόκριση του κόσμου, οι δύο συντελεστές σκοπεύουν να παρουσιάσουν την παράσταση και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.

Πώς έφτασε αυτό το βιβλίο στα χέρια σου και τί σε ώθησε να το μεταφέρεις στην θεατρική σκηνή; Χριστίνα: Κάποια μέρα, την εποχή που έπαιζα στην παράσταση «Σμύρνη μου αγαπημένη» ήρθε στο καμαρίνι μου η Νέλλη, η κόρη της Ανζέλ Κουρτιάν και μου χάρισε το βιβλίο. Όταν το διάβασα συγκλονίστηκα. Δάκρυσαν τα μάτια μου. Την πήρα αμέσως τηλέφωνο και της είπα πως ήθελα οπωσδήποτε να κάνω κάτι με αυτό. Η ανταπόκρισή της ήταν πολύ ενθαρρυντική. Συναντηθήκαμε πάλι σύντομα και μου έδωσε ακόμα δύο βιβλία που έχει γράψει η Ανζέλ, όπως επίσης και κάποια χειρόγραφά της. Τα «τετράδια» τελειώνουν το 1924. Μίλησα αρκετά με τη Νέλη της ζήτησα να μου διηγηθεί και τις λεπτομέρειες από την υπόλοιπη ζωή της μητέρας της, όπου τελειώνει το 1991. Αφού είχα ολοκληρώσει πια όλη την έρευνα, ξεκίνησα να γράφω. Έγραφα κάθε βράδυ ασταμάτητα και έδινα τα χειρόγραφα στον βοηθό μου, τον Κώστα Καρασαβίδη. Έτσι προχώρησα και σιγά σιγά το τελείωσα. Πριν ακόμα ξεκινήσω να γράφω, είχα πάει σε μια παράσταση του Χάικ Γιαζιτζιάν στην «Σφίγγα», για να του πω πως είχα διαβάσει ένα καταπληκτικό βιβλίο που θα ήθελα να το ανεβάσουμε μαζί στην σκηνή. Ο Χαίκ είναι ο ιδανικότερος ερμηνευτής που θα μπορούσε να υπάρξει. Μετά συναντήθηκα και με τον Βαγγέλη Χατσατουριάν ο οποίος και μου είπε «προχώρα και εμείς σε στηρίζουμε». Μου είπε επίσης πως θα εντάξουνε την παράσταση μέσα στο πρόγραμμα των «Ιωνικών Εορτών» του Δήμου της Νέας Σμύρνης. Η αλήθεια είναι πως αν δεν είχα αυτήν την στήριξη, να νοιώθω δηλαδή πως κάποιος είναι δίπλα μου, όπως ένας Δήμος στην προκειμένη περίπτωση, δεν θα ήταν τόσο εύκολα τα πράγματα.
Πες μας λίγα λόγια για την καταγωγή σου. Ποια ήταν η σχέση σου με το αρμενικό στοιχείο μέχρι τώρα; Χριστίνα: Εγώ είμαι από την πλευρά του πατέρα μου Αρμένισα και από την πλευρά της μητέρας μου Καπαδόκα. Συγκεκριμένα από την Συνασό της Καπαδοκίας. Ο προπάππους μου Μπεντρός και η προγιαγιά μου Ισκουή σφαγιάσθηκαν. Ήταν από το Μπαλούκεσερ, είχαν φούρνους εκεί. Ο παππούς μου Γερβάντ σώθηκε, όπως και τα αδέρφια του και βρέθηκε αρχικά στην Πελοπόννησο και μετά στο λιμάνι του Πειραιά όπου άνοιξε ένα καθαριστήριο ρούχων. Για κάποια περίοδο υπήρξε πρόεδρος της κοινότητας των Αρμενίων. Στον Πειραιά λοιπόν ξαναβρήκε την γιαγιά μου, την οποία ήξερε από μικρό παιδί, αφού τα σχολεία τους ήταν γειτονικά. Ήταν ερωτευμένος μαζί της από τότε και τελικά κατάφερε να την παντρευτεί. Εγώ δυστυχώς δεν μιλάω την αρμένικη γλώσσα, αλλά πάντα ένοιωθα ότι έχω ένα πολύ δυνατό μου κομμάτι εκεί. Αισθάνομαι πολύ οικεία όταν βρίσκομαι με Αρμένιους, νοιώθω αυτό που λέμε, την οικογένεια.
Έγινες από πολύ νωρίς αναγνωρίσιμη, με τα έργα που έπαιξες στο θέατρο και την τηλεόραση και ξέρω ότι πολλοί από την κοινότητα μας σε έλεγαν «το κορίτσι μας». Χριστίνα: Αυτό ακριβώς συνέβη όταν ήρθε η Νέλλη και μου έδωσε το βιβλίο. Έγραψε πάνω του «στη Χριστίνα μας». Το νοιώθω και εγώ αυτό το «μας». Αυτό το «-ιάν» μας καθορίζει σαν έθνος, είναι πολύ σημαντικό και συνδετικό για όλους εμάς.
Η μεταφορά του βιβλίου σε θεατρική παράσταση ήταν εξαιρετική. Πώς κατάφερες να αποδώσεις μια τόσο μεγάλη ιστορία σε ένα μονόπρακτο ; Χριστίνα: Ήταν κάτι που είχα σκεφτεί από την αρχή. Θυμάμαι ότι είχα πάει στον Χάικ πριν ακόμα ολοκληρώσω το γράψιμο και του είχα πει αυτό που είχα στο μυαλό μου. Να χωρίσω δηλαδή το έργο σε μικρά κομμάτια και στο τέλος κάθε μέρους να κάνω μικρά κρεσέντα όπου θα μπαίνει η μουσική και θα απογειώνεται. Σαν μικρά φινάλε. Πέρα από την γενοκτονία, που είναι από μόνη της ένα δράμα, μια πληγή, ήθελα μέσα από την οπτική της Ανζέλ, να δώσω και αυτές τις στιγμές που μπορεί να έχει ένα παιδί. Τις τρυφερές στιγμές.
Η μετάβαση από την μάνα στην κόρη ήταν πολύ ευρηματική. Μπήκες κάτω από το τραπέζι ως μητέρα και βγήκες ως ένα μικρό παιδάκι. Χριστίνα: Ήθελα να κάνω αυτήν την μετάβαση σε ένα κλίκ. Από το «Ανζέλ» που φωνάζει η μάνα, στο «μαμά εδώ είμαι». Για μένα αυτό το τραπέζι λειτουργούσε σαν ένα μαγικό πέρασμα. Σαν να βαπτίζεσαι δηλαδή περνώντας κάτω από το τραπέζι, παίρνεις κάποιο όνομα και μετά προχωράς στην ζωή.
Στο έργο βλέπουμε μετά από όλα αυτά τα τραγικά συμβάντα να υπάρχει χαρά και όρεξη για ζωή. Χριστίνα: Είναι αυτό που ρωτάει και η Ανζέλ Κουρτιάν σε κάποιο σημείο την μητέρα της : «μαμά οι άνθρωποι εδώ γλεντάνε και τρώνε. Χάσανε τα σπίτια τους, τις περιουσίες τους και τους ανθρώπους τους. Πως γίνεται να είναι χαρούμενοι μετά από όλα αυτά»; Και η μητέρα της απάντησε «η ελευθερία είναι παιδί μου». Ένας λαός ο οποίος βασανίστηκε, σφαγιάσθηκε και κόντεψε να εξολοθρευθεί, τελικά κατάφερε να επιβιώσει. Ήρθε εδώ και πάτησε στα πόδια του. Η Ελλάδα χρωστάει πολλά στους Μικρασιάτες πρόσφυγες, τους Έλληνες αλλά και τους Αρμένιους,γιατί ήταν άνθρωποι διανοούμενοι, με καλλιέργεια και με αισθητική οι οποίοι φέρανε φως στην Ελλάδα τότε. Προσέφεραν πολλά στην πρόοδο της χώρας και την νεότερη ιστορία της.
Σε κάποιες παύσεις γύριζες προς τον Χαίκ, τον κοίταζες και τον φώναζες μπαμπά... Χριστίνα: Η αποστασιοποίηση του Χάικ πάνω στην σκηνή, ήθελε να τονίσει κατά κάποιο τρόπο, την μορφή του άντρα που έλειπε από την ζωή τους. Τα κορίτσια είχαν χάσει τον πατέρα τους και η μάνα τον σύζυγό της. Δεν υπήρχε κάποιος άντρας στην ζωή τους. Ήταν μια γυναίκα μόνη, με δυό κορίτσια που περιπλανιόταν μέσα στην προσφυγιά.
Από ότι ξέρουμε Χάικ, η οικογένεια σου στην Συρία ζει παρόμοιες στιγμές με αυτές που αφηγείται η Ανζέλ στο βιβλίο. Θέλεις να μας μιλήσεις λίγο για αυτό ; Χάικ: Αυτό που γίνεται τώρα στο Χαλέπι, είναι σαν μια νέα γενοκτονία για τους Αρμένιους. Εκεί που κάποτε ζούσαν μέχρι και 80.000 άνθρωποι, τώρα έχουν μείνει 7-8 χιλιάδες. Έχουν μείνει, κυρίως, αυτοί που δεν μπορούσαν να φύγουν. Οι δικοί μου ίσως θα μπορούσαν να φύγουν, αλλά δεν ήθελαν. Δεν ήθελαν να χάσουν το σπίτι τους και τα υπάρχοντά τους για ακόμα μια φορά. Πέρσι τον Σεπτέμβρη, πριν από ένα χρόνο έχασα τον αδερφό μου που ήταν 47 χρονών. Δεν ήταν λόγω του πολέμου βέβαια, αλλά από φυσικά αίτια. Πιέστηκε πολύ με όλα όσα συνέβαιναν στην Συρία τα τελευταία χρόνια. Έζησε 5 χρόνια εκεί μαζί με τον πατέρα μου, κάτω από μεγάλη πίεση, μέσα στο σκοτάδι, χωρίς ρεύμα και νερό. Οι βόμβες έπεφταν συνεχώς, δίχως να γνωρίζουν τι τους ξημερώνει. Όταν χάσαμε τον αδελφό μου, αναγκαστήκαμε να στείλουμε τον πατέρα μου κοντά στον άλλο μου αδερφό στην Αρμενία. Εκεί έζησε 5 μήνες, δεν άντεξε παραπάνω και μετά τον χάσαμε. Ένοιωθε πως ξεριζώθηκε και πάλι, άφησε το σπίτι του, έχασε τον γιό του και την γυναίκα του. Έκλεισε ένας κύκλος 100 ετών, από το 1915 ως το 2015.
Χριστίνα: Πρόσφατα είδα ένα βίντεο που δείχνει την Σμύρνη να καίγεται και πάνω σε αυτήν την εικόνα,προβάλλει τα σημερινά παιδιά της Συρίας. Είναι ακριβώς αυτό που λέει ο Χάικ, ότι 100 χρόνια μετά ξαναζούμε συνθήκες πολέμου, σύρραξης και εξολόθρευσης. Το τώρα είναι σαν το τότε. Σαν να μην πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια.
Χάικ, αυτή ήταν η πρώτη σου συμμετοχή σε μια θεατρική παράσταση. Πώς ένοιωθες πάνω στην σκηνή; Χάικ: Διαδραματίζονταν τόσα πολλά πράγματα πάνω στην σκηνή, που δεν μπορώ να πώ ότι ένοιωθα τόσο άνετα. Αυτό που με δυσκόλεψε λίγο, ήταν που έπαιξα με μια προκαθορισμένη λίστα τραγουδιών. Εγώ στις εμφανίσεις μου αποφασίζω από πριν μόνο τα πρώτα κομμάτια που θα παίξω, μετά από αυτό αυτοσχεδιάζω. Συνήθως με καθοδηγεί το κοινό.
Τα τραγούδια που έπαιξες τα επιλέξατε μαζί με την Χριστίνα; Χάικ: Υπήρχαν κάποια κομμάτια που ήθελε η Χριστίνα να υπάρχουν οπωσδήποτε, όπως το «Νανούρισμα» για παράδειγμα. Από εκεί και πέρα κάτσαμε μαζί, ανταλλάξαμε ιδέες και καταλήξαμε στα υπόλοιπα.
Το «Ντέρ Βογορμιά» το είπες με έναν δικό σου τρόπο που μας συγκλόνισε. Χάικ: Ναι το είπα λίγο διαφορετικά. Στο «Ντερ Βογορμιά» κόντεψε να σταματήσει η καρδιά μου. Ήμουν συγκινημένος. Την επόμενη μέρα της παράστασης ήταν το μνημόσυνο του αδερφού μου. Είναι και η ιστορία του πατέρα μου…Ήταν όλα μαζί.
Θέλει πολύ θάρρος, ψυχή και γνώση για να μπορέσεις να κρατήσεις το ενδιαφέρον του κοινού. Χριστίνα: Πραγματικά δεν μου ήταν εύκολο. Ενώ η καρδιά μου το ήθελε πολύ, το σώμα μου δυσκολεύτηκε αρκετά. Είναι ένα ευαίσθητο θέμα που ήθελα να πάει καλά και επειδή δεν έχω ξανακάνει κάτι τόσο εκ θεμελίων, δηλαδή να προσαρμόσω ένα κείμενο και να το σκηνοθετήσω, είχα όλη αυτή την ανασφάλεια της πρώτης φοράς. Tο αγάπησα πολύ όμως αυτό το έργο και νομίζω πως αυτή ήταν και η κινητήριος δύναμή μου.
Χάικ: Ήταν ένα πολύ μεγάλο επίτευγμα όλο αυτό και ήταν ακόμη δύσκολο γιατί έγινε σε ανοιχτό χώρο. Έκανε μια πολύ σπουδαία δουλειά η Χριστίνα… ειλικρινά δεν είναι εύκολο πράγμα να κρατήσεις μια τέτοια παράσταση με μονόλογο για τόση ώρα.
Χριστίνα: Εμένα μου άρεσε που έγινε στην Ν. Σμύρνη η παράσταση. Σε μια γειτονιά με Έλληνες και Αρμένιους πρόσφυγες. Ο χώρος ήταν δύσκολος, σαν μια αρένα με τόσα πολλά άτομα, αλλά ήταν μια καλή αφορμή για να «βαπτιστεί» το έργο εκεί.
Ποιά είναι τα σχέδιά σας για τον χειμώνα; Χριστίνα: Εγώ θα συγκεντρωθώ κυρίως πάνω σε αυτό το έργο. Με έχουν προσεγγίσει διάφοροι άνθρωποι που έχουν ενδιαφερθεί για την παράσταση. Πιστεύω πως αξίζει τον κόπο.
Εσύ Χαίκ τί ετοιμάζεις; Χάικ: Καταρχήν θα ήθελα να ξεκουραστώ λίγο, αλλά δεν την έχω αυτήν την δυνατότητα. Είναι πολλά πράγματα που με περιμένουν και δεν έχω μάθει να λέω όχι. Στις προτεραιότητές μου βέβαια είναι η ηχογράφηση του επόμενου δίσκου. Έχω μαζέψει αρκετό υλικό αλλά ψάχνω και κάποια καινούργια πράγματα. Υπάρχει αυτή η σχέση μου με το παραδοσιακό, αλλά θέλω να κάνω και κάτι που να είναι λίγο τζαζ, λίγο fusion. Πιστεύω πως μέχρι το νέο χρόνο θα έχω κάνει αυτήν την ηχογράφηση. Κατά τα άλλα έχω και κάποιες εμφανίσεις που έχω κλείσει από πέρυσι, για φέτος τον χειμώνα.
|