Έρικ Ναζαριάν |
Ζοζεφίνα Μαρκαριάν Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2012 τεύχος 74
Γνώρισα τον Έρικ Ναζαριάν στην Κωνσταντινούπολη, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της μικρού μήκους ταινίας του Bolis. Αμέσως μου έκανε εντύπωση το πάθος και η αφοσοίωση που δουλεύει για να φέρει κοντά Αρμένιους και Τούρκους, να γεφυρώσει μέσα από την τέχνη και τη δουλειά του το χάσμα, να βρει μια κοινή γραμμή διαλόγου. Χωρίς εκπτώσεις και ψέμματα, μόνο κοιτώντας τον άλλον – και την Ιστορία – στα μάτια. Γεννημένος στην Αρμενία και μεγαλωμένος στο Λος Άντζελες, αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια και η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, The Blue Hour, έκανε πρεμιέρα στο 55ο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν. Δεν ήταν η φετινή η πρώτη φορά που βρέθηκα στο φεστιβάλ του Golden Apricot. Ήταν όμως η πρώτη που ήμουν εκεί με τον Έρικ. Και το να είσαι στο Yerevan μαζί του είναι μια μοναδική εμπειρία που περιλαμβάνει συζητήσεις, ταινίες, μουσική και πολύ – πάρα πολύ – μπύρα! Ένα απόγευμα βρεθήκαμε να πίνουμε παρέα μια “kilikia” στο μπαρ του ξενοδοχείου Ani Plaza.
Η πρώτη φορά που συμμετείχες στο φεστιβάλ του Golden Apricot ήταν με την πρώτη σου μεγάλου μήκους ταινία, The Blue Hour; Πρώτη φορά ναι, το 2008. Η ταινία κέρδισε το βραβείο καλύτερης ταινίας στο «Αρμενικό Πανόραμα», το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής, Ειδική Μνεία σκηνοθεσίας από το Υπουργείο Διασποράς και το Ειδικό Βραβείο που δίνεται από τον Πρωθυπουργό της χώρας.
Και τώρα επιστρέφεις με... Με το Bolis. Μια ταινία που έγραψα μετά το θάνατο του Χραντ Ντινκ, θέλοντας να γεφυρώσω την Αρμενική μου ταυτότητα με τη δουλειά μου ως σκηνοθέτης, και την ίδια στιγμή να ψάξω τη μουσική παράδοση των Αρμενίων που χάθηκαν στη Γενοκτονία. Ήταν μια ευκαιρία να κάνω μία ταινία στην Τουρκία για τους Αρμένιους της Διασποράς που επιστρέφουν στην Κωνσταντινούπολη με το φορτίο της Γενοκτονίας του 1915. Και την ίδια στιγμή να κάνω μια ταινία στην Τουρκία και να μιλήσω ανοικτά για το τι συνέβη στους Αρμενίους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και το οποίο ήταν «Γενοκτονία». Η ίδια τραγωδία επήλθε στους Πόντιους και στους Ασσύριους. Αυτά τα κεφάλαια ανήκουν σε μια απαίσια περίοδο της Ιστορίας του 20ού αιώνα, που ακόμα χρειάζεται να ερευνηθεί. Ακόμα χρειάζεται να γίνουν ταινίες γι αυτήν. Το Bolis λέει την ιστορία ενός Αρμενίου μουσικού του ούτι, που επιστρέφει στην Πόλη για πρώτη φορά για να βρει το μαγαζί με ούτια που είχε ο παππούς του στο Kadiköy, και που εξαφανίστηκε στη Γενοκτονία. Είχαμε ένα εξαιρετικό συνεργείο, και γνώρισα υπέροχους ανθρώπους, κάποιοι από τους οποίους σήμερα είναι σαν οικογένεια για μένα, όπως ο συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης.
Απ’ όσο ξέρω το Bolis είναι μικρού μήκους ταινία, το σενάριο όμως προέρχεται από ένα μεγάλου μήκους που έγραψες πρώτα. Πώς ήταν η μεταφορά της ιστορίας από μεγάλου μήκους σενάριο σε μικρού; Πολύ προσεκτική. Νομίζω οι μικρού μήκους ταινίες είναι μια πολύ καλή άσκηση για να “κρατιέσαι σε φόρμα” σαν σκηνοθέτης, αφού έχεις στη διάθεσή σου μικρό χρονικό διάστημα, σε αντίθεση με τις μεγάλου μήκους ταινίες όπου έχεις το χρόνο να αναπτύξεις την ιστορία και τους χαρακτήρες. Θα περιέγραφα την όλη διαδικασία σαν να γράφεις ένα μυθιστόρημα και μετά ν’ αποφασίσεις να γράψεις ένα διήγημα που θα βασίζεται στο μυθιστόρημα. Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόκληση, αλλά ειλικρινά πιστεύω ότι η μικρού μήκους υπάρχει ανεξάρτητα από τη μεγάλου, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.
Το Bolis είχε ήδη μία επιτυχημένη πορεία σε διεθνή φεστιβάλ, κέρδισε βραβεία και προβλήθηκε σε διάφορα μέρη του κόσμου. Πώς νιώθεις όμως που προβάλλεται εδώ, στο Yerevan; Πολύ, πολύ ιδιαίτερα. Από τη μία γιατί το Yerevan είναι η πρωτεύουσα όλων των Αρμενίων του κόσμου, και η Πόλη ήταν η πολιτιστική πρωτεύουσα των Αρμενίων. Από την άλλη γιατί αγαπώ πολύ αυτή την πόλη κι αυτό το φεστιβάλ. Οι άνθρωποι του Golden Apricot είναι σαν οικογένεια για μένα και είναι πολύ συγκινητικό να βλέπεις και ν’ ακούς τις αντιδράσεις, ιδιαίτερα αυτές των παιδιών χθες στο TUMO, ήταν πραγματικά οξυδερκείς και σίγουρα οι καλύτερες ερωτήσεις που μου έχουν κάνει για την ταινία.
Μπορείς να μας πεις λίγο για το TUMO; Τι ακριβώς είναι; Το TUMO είναι ένας καινούριος οργανισμός με στόχο να διδάξει σε παιδιά διεπιστημονικά πεδία της δημιουργικής τεχνολογίας. Κι εγώ τώρα μαθαίνω σχετικά, οπότε δεν θα ήθελα να δώσω λάθος πληροφορίες. Βασικά όμως διδάσκουν παιδιά διάφορα θέματα, από σεμινάρια αφήγησης, φωτογραφία, Ι,.Τ, υπολογιστές, τα πάντα. Είναι πραγματικά μία από τις πιο αξιοθαύμαστες εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες που έχω ακούσει. Έχεις ήδη πει αρκετές φορές ότι ήταν για σένα μοναδική εμπειρία να κάνεις γυρίσματα στην Πόλη, να δουλέψεις με Τούρκους και Κούρδους. Ήταν δύσκολο να τους εμπιστευθείς, να βρεις κοινή γλώσσα; Νομίζω ότι το σινεμά είναι η κοινή μας γλώσσα. Σαν Αρμένιος φυσικά μου είναι δύσκολο να επιστρέψω στην Πόλη, στη γεννέτειρα της Γενοκτονίας. Δεν ήθελα όμως η Γενοκτονία να γίνει ο λόγος να μην μπορέσω να βιώσω την Πόλη «γι αυτό που είναι σήμερα», όπως λέει και ο ήρωας στο Bolis. Όλοι οι συνεργάτες μου δούλεψαν πολύ σκληρά, κι εγώ ήμουν πολύ συγκεκριμένος για το τι ήθελα. Καλύτερα φυσικά να ρωτήσετε εκείνους, αλλά νομίζω ότι όλοι ήταν ευχαριστημένοι από την εμπειρία, κι εγώ είμαι ευχαριστημένος με το τελικό αποτέλεσμα.
Και το γεγονός ότι στην ταινία σου ο όρος «Γενοκτονία» χρησιμοποιείται ανοικτά, δεν σου δημιούργησε προβλήματα να βρεις ανθρώπους να δουλέψουν μαζί σου; Το συνεργείο δούλεψε μαζί μου γιατί τους άρεσε η διαδικασία, και γιατί ήταν μια δουλειά γι αυτούς. Όμως κοίτα, είμαι ένας Αρμένιος της Διασποράς που πάει στην Πόλη για να κάνει μια ταινία για έναν Αρμένιο της Διασποράς που επιστρέφει να βρει τις ρίζες του που κόπηκαν βίαια εξαιτίας της Γενοκτονίας. Αυτή είναι η αποστολή μου ως καλλιτέχνης και δεν έχει να κάνει με τίποτα άλλο, είναι το όραμά μου και κανένας δεν έχει το δικαίωμα να λογοκρίνει κανέναν, παρόλο που δυστυχώς σε πολλές χώρες καλλιτέχνες λογοκρίνονται και φυλακίζονται. Προσωπικά θεωρώ ότι η «ελευθερία του λόγου» είναι από τις βασικές αρχές της δημοκρατίας και την παίρνω πολύ σοβαρά. Από την άλλη όμως δεν θέλω άλλοι να έχουν προβλήματα, εξαιτίας της ταινίας. Είναι σημαντικό για μένα να κάνω αυτό που θεωρώ σωστό, και σωστό για μένα είναι να ακολουθώ την καρδιά μου. Δε λογοκρίνω κανέναν, ούτε φυσικά τον εαυτό μου.
Προσπαθείς σκληρά να γεφυρώσεις μέσα από το σινεμά, μέσα από την τέχνη σου, τους Αρμένιους και τους Τούρκους. Ένα μέρος της προσπάθειας αυτής είναι και η συμμετοχή σου στην «Αρμενική-Τουρκική Κινηματογραφική Πλατφόρμα» (ATCP). Μπορείς να μας μιλήσεις γι αυτή την πρωτοβουλία; Είναι ένα υπέροχο πρόγραμμα υπό τη σκέπη του φεστιβάλ του Golden Apricot και του τουρκικού ιδρύματος “Anadolu Kultur”, με στόχο να χτίσει ένα διάλογο, μία δίοδο επικοινωνίας ανάμεσα σε νεαρούς Αρμένιους, Τούρκους και Κούρδους σκηνοθέτες. Να δημιουργήσουν μαζί ιστορίες ντοκυμαντέρ ή ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους, που θίγουν θέματα διαπολιτισμικής επικοινωνίας. Νομίζω είναι ένα εξαιρετικό πρόγραμμα που κάθε χρόνο γίνεται καλύτερο. Βλέπω ότι το θέμα του διαλόγου και της αποκάλυψης του Παρελθόντος και της Ιστορίας είναι κοινό σε πολλούς νέους σκηνοθέτες που θέλουν να πάνε στο Yerevan ή στην Τουρκία και να δουλέψουν. Είναι ακριβώς αυτό που θα έπρεπε να καταλάβουν οι πολιτικοί, γιατί επί της ουσίας αυτό είναι πολιτισμική διπλωματία, και όχι να κάθεσαι σ’ ένα δωμάτιο, να δίνεις τα χέρια και να μιλάς για πράγματα που ποτέ δε γίνονται πραγματικότητα. Αυτά τα παιδιά κάνουν ταινίες μαζί, κάνουν τη συνεργασία πραγματικότητα, κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν και πραγματικά πρέπει όλοι να τους βοηθήσουμε.
Και πιστεύεις ότι μπορεί να υπάρξει μια ανοιχτή και ειλικρινής συνεργασία ανάμεσα σε Αρμένιους και Τούρκους; Υπάρχει μια μερίδα ανθρώπων που δεν το πιστεύουν. Αντιθέτως, υποστηρίζουν ότι είναι πολλά ακόμα αυτά που πρέπει να ξεπεραστούν για να μπορέσουν οι δύο λαοί, να συνεργαστούμε χωρίς το «πτώμα» ανάμεσά μας. Πιστεύω ότι σ’ αυτές τις συνθήκες πρέπει να είσαι πολύ συγκεκριμένος, δεν μπορείς να γενικοποιείς. Ναι σίγουρα, έχει χυθεί πολύ αίμα στο αυλάκι, πάρα πολύ. 1,5 εκ. Αρμένιοι χάθηκαν κατά τη διάρκεια της Γενοκτονίας και η Τουρκία ακόμα δεν το αναγνωρίζει. Το αν θα το κάνει τελικά, μένει να το απαντήσει η Ιστορία. Το τι κάνουν οι πολιτικοί, αφορά αυτούς. Έτσι κι αλλιώς ξέρουμε πολύ λίγα για το τι πραγματικά συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες, όταν οι φωτογραφίες και τα χαμόγελα τελειώσουν κι αρχίσει η πραγματική πολιτική. Είναι άσκοπο να το συζητάμε κι εγώ δεν είμαι πολιτικός, αλλά πιστεύω σαν καλλιτέχνες οφείλουμε να χτίσουμε γέφυρες με τις γείτονες χώρες αλλά και καλλιτέχνες παγκοσμίως μέσα από τις ταινίες μας. Είμαι αισιόδοξος. Για μένα ήταν πολύ σημαντικό να εξανθρωπίσω το Αρμενικό θέμα στην Τουρκία μέσα από μια ιστορία για τη Γενοκτονία. Το μέγεθος των αρμενικών, ελληνικών και ανατολίτικων πολιτισμών που χάθηκαν κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι τεράστιο. Πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος τώρα, σχεδόν 100 χρόνια αργότερα, οι λαοί να μπορούν να δουλεύουν μαζί, να ακούνε ο ένας των άλλο, να μπορούν να μαθαίνουν αυτά που δεν έχουν διδαχθεί. Κι αν τα καταφέρουν τα κατάφεραν, αν όχι προχωράμε. Καταλαβαίνω το σκεπτικισμό, αλλά εν τέλει πιστεύω ότι πρέπει να ακολουθείς την καρδιά σου. Για να μπορέσεις να επικοινωνήσεις το όραμά σου με τρόπο ευπρόσδεκτο όχι μόνο στους δικούς σου ανθρώπους, αλλά και σ’ αυτούς της αντίπερα όχθης. Και αν μπορείς να το κάνεις αυτό με μια ταινία, δουλεύοντας με 40 ανθρώπους και να έχεις ένα δέσιμο έστω για μικρό χρονικό διάστημα, τότε αυτό είναι η αρχή μια αλλαγής. Δεν πιστεύω ότι η αλλαγή μπορεί να υπάρξει λέγοντας: “Ελλάδα, Τουρκία, Αρμενία, από ‘δω και μπρος είστε φίλοι!” Τι σημαίνει αυτό; Είναι παράλογο! Οι λαοί κουβαλούν ένα τεράστιο φορτίο από τα τραύματα της Ιστορίας και οφείλεις να το σεβαστείς.
Βλέπεις όμως διαφορά στη νεότερη γενιά; Και μέσα από το ATCP; Δεν είμαι τόσο έμπειρος, αφού δεν ζω εδώ. Ζω στην Αμερική και η Αμερική είναι άλλος κόσμος. Εδώ αισθάνομαι αισιόδοξος γιατί βλέπω Αρμένιους, Κούρδους, Τούρκους σκηνοθέτες να διασκεδάζουν μαζί στο φεστιβάλ, να συζητάνε, να σχεδιάζουν συνεργασίες, να κρατούν επαφή. Αυτό είναι πολύ αισόδοξο.
Σχέδια για το μέλλον; Ίσως άλλο project στην Κωνσταντινούπολη; Καλώς εχόντων των πραγμάτων, ναι. Τη μεγάλου μήκους βέρσιον του Bolis, και ένα που έγραψα και θα σκηνοθετήσω σχετικά με τη νέα γενιά μεταναστών του 21ου αιώνα, με τον τίτλο «Μουσική για Ξένους». Πρόκειται για μια ιστορία πάθους, ένα road movie που ξεκινάει από το Yerevan για να καταλήξει στο Van.
|