Aπό το νέο πρέσβη της Δημοκρατίας της Αρμενίας στην Ελλάδα Στην Λούση Οννικιάν – Σαχινιάν Τευχος: Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2010
Βλέπω στη συνεργασία πρεσβείας-παροικίας την ανάγκη υιοθέτησης ενός νέου, πιο ενεργού τρόπου συνεργασίας
Επιστρέφετε στην Ελλάδα μετά από δέκα χρόνια, στη διάρκεια των οποίων υπήρξατε γραμματέας της πρεσβείας της Αρμενίας στην Ελλάδα. Έχετε αναλάβει υπηρεσία εδώ και τρεις μηνες. Πώς νοιώθετε όντας και πάλι στο ίδιο περιβάλλον; Το περιβάλλον είναι γνωστό-άγνωστο, για να είμαι ειλικρινής, κι έτσι θα έπρεπε να είναι, έστω κι αν είχα λείψει μόνο για ένα χρόνο. Η ζωή αλλάζει, παρουσιάζονται συνεχώς νέα γεγονότα, νέα πρόσωπα, νέες υποθέσεις...Πρέπει λοιπόν ν’αντιμετωπίσω το «και πάλι» που μου λέτε με κάποια επιφύλαξη, ιδιαίτερα εδώ, στην Ελλάδα, απ’ όπου κι ο αρχαίος φιλόσοφος Ηράκλειτος επεσήμανε ότι «δεν μπορείς να μπεις στο ίδιο ποτάμι δυο φορές». Στην προκειμένη περίπτωση, σηματοδοτώ τη συνέχεια του έργου μου, και επισημαίνω ότι όπως ακριβώς πριν δέκα χρόνια, έτσι και τώρα, αφιερώνω όλες μου τις δυνάμεις και τις προσπάθειες στον ίδιο σκοπό, δηλαδή στη σύσφιγξη των αιώνιων φιλικών σχέσεων μεταξύ Αρμενίας-Ελλάδας και την κατά το δυνατόν, περαιτέρω επέκταση και εμβάθυνση της ελληνοαρμενικής συνεργασίας. Φυσικά, η νέα μου θέση του πρέσβη της Αρμενικής Δημοκρατίας, φέρει μαζί της ένα νέο κύκλο ευθυνών, νέα ζητήματα προς αντιμετώπιση με νέες, απαιτητικότερες υπευθυνότητες. Είναι ενδιαφέρον ότι η παραπάνω ρήση του Ηράκλειτου έχει απηχήσει στην αρμενική λογοτεχνία, αφού ο μεγάλος αρμένιος ποιητής Γεγισέ Τσαρέντς έχει πει ότι «η επιστροφή δεν είναι πισωγύρισμα, αλλά ούτε και η επανάληψη του παλαιού». Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος από αυτόν για να εκφράσω μια απάντηση στο ερώτημά σας που αφορά την επιστροφή μου ως πρέσβη.
Ποιες είναι οι προτεραιότητές σας όσον αφορά την εδραίωση των σχέσεων συνεργασίας Αρμενίας-Ελλάδας; Η αρμενοελληνική φιλία ξεκινά από τα βάθη των αιώνων. Οι πρόγονοί μας έχουν κληροδοτήσει και στους δύο λαούς πολύτιμη κοινή κληρονομιά, την οποία είμαστε υποχρεωμένοι να διαφυλάξουμε και να αναπτύξουμε στη διάρκεια της μελλοντικής κοινής πορείας που απλώνεται ακόμα μπροστά μας. Ιδού το σημείο στο οποίο βρίσκεται το πεδίο εργασίας εμού και των συνεργατών μου. Φυσικά, οι προτεραιότητες καθορίζονται στα πλαίσια των αρχών συνεργασίας που έχουν προκύψει κατα τη διάρκεια των ετών που ακολουθούν τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Ως προς τις προτεραιότητες, επισημαίνω φυσικά την εμβάθυνση των διμερών οικονομικών σχέσεων και την ενεργοποίηση των σχέσεων στα πολιτιστικά πλαίσια. Ο λόγος είναι φανερός, οι διμερείς οικονομικές σχέσεις παρουσιάζουν ένα πισωγύρισμα, εξ αιτίας του επιπέδου της πολιτιστικής μας συνεργασίας. Στο πεδίο αυτό υπάρχει ένα τεράστιο εύρος δυνατοτήτων οι οποίες δεν έχουν μελετηθεί και υλοποιηθεί. Είμαι πεπεισμένος ότι και οι δύο πλευρές διαθέτουν πολλές δυνατότητες, ώστε να βελτιώσουν τα πράγματα στον τομέα αυτόν, κάτι που μπορεί να γίνει δια της ενεργοποίησης των δραστηριοτήτων της αρμενοελληνικής διακυβερνητικής επιτροπής, των σχέσεων μεταξύ των κύκλων των επιχειρηματιών, καθώς και με πολλούς άλλους τρόπους. Η πολιτιστική συνεργασία μας είναι πολύ μικρότερη της επιθυμητής, κάτι το οποίο θεωρώ εντελώς ανεπίτρεπτο όταν πρόκειται για φίλα προσκείμενες χώρες. Οι κοινωνίες μας οφείλουν να γνωρίσουν καλύτερα η μια την άλλη, να γίνουν κοινωνοί των πολιτιστικών αξιών και επιτευγμάτων αλλήλων. Η μόνη οδός πραγματοποίησης των παραπάνω είναι η ανταλλαγή πολιτιστικών στοιχείων, οι επαφές μεταξύ πολιτιστικών εκπροσώπων, εκθέσεις, συναυλίες, παρουσιάσεις, διοργάνωση πολυάριθμων εκδηλώσεων ποικίλης θεματολογίας, πολιτιστικών ημερίδων και εβδομάδων. Η πρεσβεία έχει ήδη ξεκινήσει να κάνει βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, μελετώντας εν τω μεταξύ τις δυνατότητες των δύο μερών και καθορίζοντας αναλόγως τα μετέπειτα σχέδια. Τα παραπάνω δεν σημαίνουν φυσικά ότι δεν υπάρχουν κι άλλα πεδία δραστηριοτήτων, υπάρχουν ουκ ολίγα. Τα όσα έχουν επιτευχθεί ως προς την εξομάλυνση των πολιτικών σχέσεων είναι καλά, αλλά πρέπει να κάνουμε το καλύτερο δυνατόν, ώστε να εδραιωθούν και αναπτυχθούν περαιτέρω. Σε κάθε περίπτωση, είμαι της γνώμης ότι οι διμερείς σχέσεις πρέπει να αναπτύσσονται αρμονικά και ισομερισμένα σε όλους τους τομείς, χέρι με χέρι, αλλιώς, όχι μόνο δεν θα ενδυναμωθούν τα αδύνατα σημεία των σχέσεων, αλλ’ αντιθέτως, θα αποδυναμωθούν και τα δυνατά. Προσβλέπω στην κατά το δυνατόν μεγαλύτερη συνεργασία όλων των μερών και οργανώσεων της ελληνοαρμενικής παροικίας, αφού αποτελούν τις γέφυρες προσέγγισης και φιλίας μεταξύ των δύο λαών. Η δυναμική της παροικίας είναι η γενική μας περιουσία, δεν θα ήταν φρόνιμο να μην αποκομίσουμε τα οφέλη της προς το συμφέρον της Αρμενίας, της ελληνοαρμενικής φιλίας, προς όφελος της ίδιας της παροικίας. Αναφέρθηκα σε αυτό το θέμα, επειδή δεν μπορώ να δω την ελληνοαρμενική παροικία εκτός του πλαισίου των ελληνοαρμενικών σχέσεων. Βλέπω, επίσης, στη συνεργασία πρεσβείας-παροικίας την ανάγκη υιοθέτησης ενός νέου, πιο ενεργού τρόπου συνεργασίας, με βάση το αμοιβαίο όφελος. Για να είμαι πιο σαφής, το θεμέλιο της συνεργασίας αυτής πρέπει να είναι το εθνικό-κρατικό μας όφελος, με αυτή την έννοια των λέξεων, νομίζω πως δεν αφήνω περιθώρια παρεξηγήσεων.
Το ζωτικό ζήτημα των αρμενοτουρκικών σχέσεων, που σχετίζεται με τη Δημοκρατία της Αρμενίας αλλά και όλους τους Αρμένιους, παραμένει στην πρώτη γραμμή των ενδιαφερόντων μας. Τι έχετε να πείτε στην παρούσα φάση, κυρίως ως προς το θέμα της επικύρωσης των πρωτοκόλλων; Ο λόγος τώρα ανήκει στην Τουρκία, η οποία, για να είμαι ειλικρινής, τήρησε αρκετά νευρική στάση, κατά τη διάρκεια αλλά και αμέσως μετά την υπογραφή των πρωτοκόλλων. Τώρα βρίσκεται στο μάτι της διεθνούς κοινότητας με το φόβο, για να μην πούμε τη βεβαιότητα σχεδόν, της απώλειας του κύρους της. Η πραγματικότητα είναι η εξής.- έχουν συζητηθεί και υπογραφεί διεθνή πρωτόκολλα, είναι σειρά της Τουρκίας φυσικά τώρα να τα επικυρώσει, αφού η Αρμενία έχει ήδη κάνει το δικό της βήμα. Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αρμενίας, το οποίο είναι το ανώτατο συνταγματικό δικαστικό σώμα της χώρας, έχει εκδώσει απόφαση, σύμφωνα με την οποία, τα αρμενοτουρκικά πρωτόκολλα είναι σύμφωνα με το θεμέλιο νόμο της Αρμενικής Δημοκρατίας, δηλ. το Σύνταγμα του κράτους. Πρέπει να επισημάνω, για όσους δεν γνωρίζουν καλά το θέμα, σχετικά με το Συνταγματικό Δικαστήριο, ότι βασει της νομοθεσίας της Αρμενικής Δημοκρατίας, το σώμα αυτό είναι ανεξάρτητο, υπάγεται αποκλειστικά στο Σύνταγμα χωρίς να υποκύπτει σε καμία πίεση και χωρίς να είναι υπόλογο σε στιγμιαίες συνθήκες. Έτσι, το Συνταγματικό Δικαστήριο έχει ανοίξει το δρόμο προς την επικύρωση των πρωτοκόλλων από την αρμενική πλευρά, επισημαίνοντας με απλά λόγια, ότι δεν υπάρχουν νομικά κωλλύματα προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτό είναι ένα θετικό μήνυμα προς την τουρκική πλευρά. Όλως περιέργως, ακόμα και αυτή η απόφαση έχει αποτελέσει αιτία προφάσεων εκ μέρους της τουρκικής πλευράς, αναλόγων με τις διαθέσεις της. Ωστόσο, η κατάσταση είναι πασιφανής, εάν η τουρκική πλευρά δεν είναι έτοιμη να επικυρώσει τα πρωτόκολλα, ή εάν καθυστερήσει αδικαιολόγητα μεταθέτοντας επ’ αόριστον τις προθεσμίες, εάν συνεχίσει να θέτει όρους ή να βλέπει εμπόδια εκεί που δεν υπάρχουν, δεν αποκλείεται η διαδικασία εξομάλυνσης των αρμενοτουρκικών σχέσεων να αποτύχει. Αν συμβεί αυτό, δε μας μένει παρά να λυπηθούμε που αφέθηκε στη μοίρα της μια δυνατότητα, αφού από την αρχή η προσέγγιση της αρμενικής πλευράς υπήρξε απλούστατη. Να θεσπιστούν διπλωματικές σχέσεις άνευ όρων, ν’ ανοίξουν τα σύνορα ανάμεσα στις δύο χώρες, με σκοπό τη θεμελίωση των προϋποθέσεων για την ύπαρξη φυσιολογικών σχέσεων μεταξύ τους. Αυτά έχουν υπογραμμιστεί πολλές φορές απο τον Πρόεδρο της Αρμενικής Δημοκρατίας και τον υπουργό Εξωτερικών, οι επίσημες θέσεις μας θα μπορούσαν να έχουν γίνει για την Τουρκία κατευθυντήριο των αρχών και επιδιώξεων της Αρμενίας. Θα είναι κρίμα αν αναγκαστούμε να δηλώσουμε για άλλη μια φορά ότι «το όρος έτεκε μυν».
Το δεύτερο θεμελιώδες ζήτημα αφορά το Ορεινό Καραμπάχ. Η τουρκική πλευρά το θεωρεί προϋπόθεση για την εξομάλυνση των αρμενοτουρκικών σχέσεων. Ποια είναι η επίσημη απάντηση του Ερεβάν; Αυτό το θέμα είναι αλληλένδετο με το προηγούμενο, οπότε επιτρέψτε μου ν’ αναφερθώ με υπευθυνότητα και στα δύο, παρόλο που το ζήτημα του Ορεινού Καραμπάχ δεν σχετίζεται με κανέναν τρόπο με τη διευθέτηση των αρμενοτουρκικών σχέσεων. Το αν η τουρκική πλευρά θεωρεί ή όχι το ζήτημα του Ορεινού Καραμπάχ προϋπόθεση για τη διευθέτηση των αρμενοτουρκικών σχέσεων, είναι δικό της θέμα. Η αρμενική πλευρά δεν το θεωρεί και τα πρωτόκολλα που υπογράφηκαν τοω Οκτώβριο του 2009 στη Ζυρίχη δεν περιέχουν τέτοιες προϋποθέσεις, δεν θα μπορούσαν άλλωστε. Ούτε βλέπουμε κανενός είδους προϋποθέσεις στην απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Αρμενίας. Άλλο θέμα που η Τουρκία η οποία προσπαθεί να συνομιλεί με τους άλλους στη γλώσσα των προϋποθέσεων, βλέπει λογιών-λογιών προϋποθέσεις στα προαναφερθέντα έγγραφα. Εδώ πρέπει ν’ αναφέρω, ότι το τόσο χιλιοειπωμένο ζήτημα των προϋποθέσεων έχει μια προϊστορία, η οποία δεν σχετίζεται μόνο με το θεμελιώδες θέμα του Ορεινού Καραμπάχ. Η διευθέτηση των σχέσεων με την Τουρκία άνευ όρων υπήρξε πάγια θέση της αρμενικής πολιτικής επί σειρά ετών. Δεν έχουμε λοξοδρομήσει από αυτή τη θέση, η οποία έχει βρει ανταπόκριση και στην εξωτερική πολιτική από τη διεθνή κοινότητα, ούτε κατά τις διαπραγματεύσεις, αλλά ούτε και κατά την υπογραφή των πρωτοκόλλων, ούτε και πρόκειται να το πράξουμε στο μέλλον. Ακόμα και στην ερμηνεία της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου έχει τονιστεί η σκέψη ότι οι διμερείς σχέσεις δεν μπορούν ν’ αποτελούν συνέχεια άλλων θεμάτων, υποχρεώσεων ή άλλων σχέσεων.
Μπορούμε να παζαρέψουμε την ανεξαρτησία του Καραμπάχ, που ως έθνος κατακτήσαμε με αίμα, κατά τη διαδικασία διευθέτησης του θεμελιώδους αυτού ζητήματος; Μέχρι ποιο σημείο είναι δυνατόν να υποχωρήσουμε; Γενικά δεν είναι δυνατόν να πάμε σε υποχωρήσεις, πόσο μάλλον σε παζαρέματα, ειδικά όταν πρόκειται για την αυτοδιάθεση, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την προσωπική ελευθερία και ασφάλεια ενός αδιαχώριστου κομματιού του λαού μας, όπως είναι οι Αρμένιοι του Καραμπάχ. Το θέμα είναι να φτάσουμε σε αμοιβαία αποδεκτές λύσεις δια της ειρηνικής διαπραγματευτικής οδού. Εάν, βεβαίως, αυτό που αποκαλείτε εσείς παζάρεμα είναι η διευθέτηση των αντιθέσεων δια των παγκοσμίως αποδεκτών διαπραγματευτικών οδών. Όσο κι αν διαρκέσουν οι διαπραγματεύσεις, όσο κι αν τραβήξει σε μάκρος η ειρηνική διαπραγματευτική διαδικασία, πιστεύουμε ότι είναι ο μόνος πραγματικός δρόμος διευθέτησης της κρίσης. Δεν υπάρχει ενναλλακτική λύση. Αυτή είναι και η πεποίθηση της διεθνούς κοινότητας καθώς και των χωρών της ομάδας Μινσκ του ΟΑΣΕ. Οι συνεχείς πολεμοχαρείς ανακοινώσεις από πλευράς του Αζερμπαϊτζάν, η τακτική πιέσεων και διασυρμού του ζητήματος του Καραμπάχ σε διάφορα διεθνή δικαστήρια και γενικότερα η μη επικοιδομητική της στάση, φυσικά δεν ευνοούν την πλήρη διευθέτηση του θέματος, του οποίου μια ήδη εδραιωμένη αρχή είναιη το δικαίωμα της ελεύθερης αυτοδιάθεσης των λαών. Εδώ πρέπει να πω, ότι το τελευταίο διεθνές πρωτόκολλο που αφορά αυτό το θέμα, είναι εκείνο που εγκρίθηκε στους κύκλους της 17ης προεδρικής συνόδου των χωρών του ΟΑΣΕ στα τέλη του προηγούμενου έτους εδώ στη Αθήνα, το οποίο επιβεβαιώνει τη λογική της διαπραγματευτικής διαδικασίας και τις θέσεις της διεθνούς κοινότητας για το Καραμπάχ. Μια πιο σύντομη απάντηση στο ερώτημά σας είναι, ότι το απελευθερωμένο Καραμπάχ και τα, σύμφωνα με τις διεθνείς αρχές, αναφαίρετα δικαι-ώματα του λαού του, δεν είναι διαπραγματεύσιμα. Αν όχι για οποιονδήποτε άλλο λόγο, μόνο και μόνο για το ολοφάνερο, ότι δηλαδή η μοίρα του Καραμπάχ, τουλάχιστον στην τελευταία φάση των διευθετήσεων, θα πρέπει να αποφασιστεί από τον ίδιο το λαό του. Η τελευταία λέξη ανήκει στο λαό που κατέκτησε την ελευθερία του με αίμα, σε έναν πόλεμο που του επιβλήθηκε. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς.
|