Λεβόν - Λεωνίδας Ντιλσιζιάν Εκτύπωση E-mail

DILSIZIAN

 

«Δεν πρέπει να υπάρχει καμία ταλάντευση
ως προς το ότι άπλετο φως οφείλει να πέφτει
και στις πιο σκοτεινές πλευρές της ιστορίας»

 

Κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης τo νέο βιβλίο Αρμένιοι και Ελληνικό Κράτος στον Ψυχρό Πόλεμο - Από τον «διωγμό» στην «αναγνώριση» (1945-1991) το οποίο είναι βασισμένο στην διδακτορική διατριβή του Λεβόν - Λεωνίδα Ντιλσιζιάν. Η πρωτότυπη και πολύ χρήσιμη διατριβή ξεδιπλώνει ένα άγνωστο κεφάλαιο της ελληνοαρμενικής κοινότητας.

Όπως αναφέρεται στη περιγραφή τού βιβλίου, η αρμενική κοινότητα έχει αναμφίβολα μακρόχρονη παρουσία στην Ελλάδα. Ωστόσο, η νεότερη ιστορία της δεν έχει μέχρι σήμερα μελετηθεί επαρκώς· το ερευνητικό κενό σε ό,τι αφορά ειδικά την ιστορία των σχέσεων της αρμενικής κοινότητας με το ελληνικό κράτος κατά τον 20ό αιώνα είναι εκκωφαντικό.

Η μελέτη αυτή είναι μια ιστορική αποτίμηση ενός τραυματικού παρελθόντος και μιας εκατέρωθεν σιωπής που από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και μέχρι σήμερα παραμένουν αδιερεύνητα.

Τα «Αρμενικά» είχαν μια ενδιαφέρουσα συνάντηση με τον Λεβόν Ντιλσιζιάν ο οποίος είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Ο νέος επιστήμονας το 2023 υποστήριξε δημόσια τη διδακτορική του διατριβή σχετικά με την παρουσία των Αρμενίων στο ελληνικό κράτος. Έχει σπουδάσει ιστορία και πολιτικές επιστήμες, και ειδικεύεται στην ιστορία της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, καθώς και σε θέματα μειονοτήτων, μετανάστευσης και Διασποράς. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και ξένα επιστημονικά περιοδικά. Έχει εργαστεί ως επιστημονικός συνεργάτης στη Βουλή των Ελλήνων και ως ανεξάρτητος δημοσιογράφος στις εφημερίδες Καθημερινή και Αυγή.


Στον Μάικ Τσιλιγκιριάν

Κύριε Ντιλσιζιάν, τι σας ώθησε να σπουδάσετε πολιτικές και ιστορικές επιστήμες και να ειδικευτείτε σε θέματα μειονοτήτων, μετανάστευσης και διασποράς; Η αρμενική καταγωγή σας συνέβαλε σε αυτό;

Οι κοινωνικές επιστήμες θέτουν τα θεμελιώδη ερωτήματα που απασχολούν διαχρονικά τον άνθρωπο. Eιδικά η ιστορική επιστήμη και η συγγενική της πρώτη ξαδέρφη, η πολιτική επιστήμη, τοποθετούν τον άνθρωπο και το κοινωνικό σύνολο στο επίκεντρο, με την επίγνωση του ιστορικού χρόνου και με εμπροσθοφυλακή την αρχή της αμφισβήτησης, την κριτική σκέψη αλλά και την αναγνώριση των ορίων της γνώσης.

Τα παραπάνω, καθώς και ο παράγοντας της τύχης, ίσως εξηγούν την επιλογή μου για έρευνα στα συναφή θέματα των μειονοτήτων, των μεταναστευτικών ροών και των διασπορικών κοινοτήτων —ζητήματα που φυσικά άπτονται άμεσα και της αρμενικής θεματολογίας. Είναι κρίσιμο ακόμη και σήμερα να τίθενται τα μεγάλα ερωτήματα, όπως το πώς οι άνθρωποι περπάτησαν στο διάβα της ιστορίας, το γιατί οι λαοί πριν από εμάς ακολούθησαν τόσο παράξενες και δαιδαλώδεις διαδρομές, το ποια σαράντα κύματα και ποιες Συμπληγάδες διήλθαν.

Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, η αρμενική καταγωγή μου συνιστά δίχως αμφιβολία ένα δυνάμει εξαιρετικά εποικοδομητικό ερέθισμα και μια λαβή στον δρόμο της αυτογνωσίας. Στη δική μου περίπτωση, λίγο παραστατικά θα έλεγα πως υπήρξε για χρόνια ένα ανενεργό ηφαίστειο. Το έναυσμα της αρμενικής «αφύπνισης» —την οποία νομίζω πως κάποια στιγμή στη ζωή τους με κάποιον τρόπο βιώνουν οι περισσότεροι άνθρωποι με αρμενικές ρίζες— υπήρξε η απόφαση για μια διδακτορική έρευνα με αντικείμενο τους Αρμένιους της Ελλάδας.

Μια επίπονη και επισφαλής απόφαση, αλλά ταυτόχρονα ένα από τα πιο συναρπαστικά ταξίδια που θα μπορούσε κανείς να επιφυλάξει στον εαυτό του.

Η διδακτορική σας διατριβή μελετά την παρουσία Αρμενίων στο ελληνικό κράτος ειδικότερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Γιατί επιλέξατε αυτή την περίοδο; Θα θέλαμε μια σύντομη περιγραφή της μεθοδολογίας της έρευνάς σας.

Ομολογώ πως αποτέλεσε πολύ μεγάλη προσωπική έκπληξη η «ανακάλυψη» πως καμία μελέτη δεν είχε καταπιαστεί μέχρι σήμερα με το μεγάλο κύμα φυγής 18.500 Αρμενίων που στην καρδιά —ίσως πιο ορθά στη σκιά— του ελληνικού Εμφυλίου μετακινήθηκαν οριστικά από την Ελλάδα προς τη Σοβιετική Αρμενία.

Πρόκειται για μια μεγάλη τομή για την αρμενική κοινότητα της Ελλάδας και ασφαλώς μια μεγάλη πρόκληση για κάθε ερευνητή. Τα ερωτήματα γύρω από αυτό το αχαρτογράφητο γεγονός διαδέχονταν το ένα το άλλο, με αποτέλεσμα να έρχονται σταδιακά στην επιφάνεια μια σειρά από κεντρικά ζητήματα, όπως τα θέματα της ιθαγένειας, της εκπαίδευσης και της στεγαστικής αποκατάστασης των Αρμενίων της Ελλάδας. Η ανάγκη να ενταχθούν τα παραπάνω σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο οδήγησε στην επιλογή του Ψυχρού Πολέμου.

Μεθοδολογικά, η διατριβή, και κατ’ επέκταση το βιβλίο, στηρίχθηκε στον εξής βασικό όρο: προσέγγιση του θέματος σαν έναν «άγραφο πίνακα» στον οποίο όλα τα τεκμήρια θα έπρεπε σαν παζλ να μπαίνουν σταδιακά και πολύ προσεκτικά στη θέση τους.

Από εκεί και πέρα, οφείλω να πω ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο η «διττή» συμβουλή του ομότιμου καθηγητή ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Ιωάννη Χασιώτη —του πρώτου ανθρώπου με τον οποίο συζήτησα το ενδεχόμενο μιας διδακτορικής διατριβής στην Ελλάδα αλλά και, όπως πολύ καλά γνωρίζετε, του μοναδικού επιστήμονα στην Ελλάδα που με συστηματικό τρόπο έχει καταπιαστεί σε βάθος με το αρμενικό ζήτημα. Οι δύο συμβουλές του, πρώτον για εκμάθηση της αρμενικής γλώσσας στον βαθμό να διαβάζονται οι αρμενικές πηγές στο πρωτότυπο και δεύτερον για διερεύνηση των αρχειακών πρωτογενών πηγών έξω από «έτοιμα» θεωρητικά σχήματα, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην τροπή της έρευνας.

Ακολουθώντας αυτόν τον δύσβατο δρόμο, είχα πολύ γρήγορα την τύχη να βρεθώ, εκ νέου μετά από χρόνια, πλάι σε έναν σπουδαίο δάσκαλο των αρμενικών γραμμάτων στην Ελλάδα, τον Γκιραγκός Μικιρδιτσιάν.

Πιστεύω ότι όλη η κοινότητα υπήρξε εξαιρετικά τυχερή που επί σχεδόν μισό αιώνα ο άνθρωπος αυτός δίδαξε στα σχολεία της. Ένας δάσκαλος με την πιο βαθιά σημασία της λέξης, ο οποίος με συντρόφευσε, με αστείρευτη υπομονή και όρεξη, επί ατελείωτα απογεύματα, λύνοντας απορίες και ξεδιαλύνοντας τις ρίζες των αρμενικών λέξεων σε ένα μαγικό ταξίδι γνώσης. Όσοι είχαν την τύχη να βρεθούν στην τάξη του γνωρίζουν πολύ καλά πως δεν πρόκειται για ένα στείρο μάθημα γλώσσας αλλά για ένα μάθημα ιστορίας, πολιτισμού και παιδείας.

Χάρη στον Μικιρδιτσιάν μπόρεσα να έρθω σε επαφή με εκατοντάδες χειρόγραφα της αρμενικής γλώσσας και να προχωρήσω στην απαραίτητη σύγκριση με αντίστοιχα έγγραφα των ελληνικών πηγών, κυρίως του ιστορικού αρχείου του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών. Η συγκέντρωση ενός ογκωδέστατου αρχειακού πρωτογενούς υλικού διαμόρφωσε σταδιακά τη βασική δομή και έθεσε τους άξονες της έρευνας, η οποία διήρκεσε συνολικά επτά έτη, με καρπό μια διδακτορική διατριβή για τους Αρμένιους της Ελλάδας και ύστερα το αντίστοιχο βιβλίο.

Με αυτή την ευκαιρία, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τους υπεύθυνους της Αρμενικής Μητρόπολης Αθηνών για την απρόσκοπτη πρόσβαση στο ιστορικό αρχείο, και ιδιαίτερα την Αζνίβ Κασπαριάν, καθώς και πρόσωπα της αρμενικής κοινότητας που σε καίριες στιγμές της διατριβής στάθηκαν αρωγοί. Μεταξύ αυτών, τον πολυγραφότατο και σημαντικό μεταφραστή Οχανές-Σαρκίς Αγαμπατιάν, μία από τις πιο σπουδαίες και ανήσυχες ερευνήτριες που θα μπορούσε να έχει η κοινότητα, την Κουήν Μινασιάν, καθώς και την αείμνηστη Τζένη Κασαπιάν —χάρη στην οποία έχουμε σήμερα τον τόμο για τους Αρμένιους της Κομοτηνής. Θα ήταν σημαντική παράλειψη να μην αναφέρω και τη συμβολή του περιοδικού «Αρμενικά», που παραχώρησε το φωτογραφικό υλικό το οποίο κοσμεί σήμερα το εξώφυλλο του βιβλίου των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης.

Μέσα στην έρευνα που κάνατε υπάρχουν ιστορικές πτυχές και ζητήματα που δεν είναι ευχάριστα. Κάποια, μάλιστα, αποτελούν ταμπού για μεγάλο μέρος της αρμενικής κοινότητας ακόμη και σήμερα. Πώς διαχειριστήκατε αυτές τις πολιτικές και ιστορικές «ιδιαιτερότητες»;

Όπως η αρμενική λέξη «εξήγηση» (լուսա-բանութիւն) εμπεριέχει τη λέξη «φως» (լոյս), αντίστοιχα θα έλεγα ότι δεν πρέπει να υπάρχει καμία ταλάντευση ως προς το ότι άπλετο φως οφείλει να πέφτει και στις πιο σκοτεινές πλευρές της ιστορίας.

Παράλληλα, τα δύσκολα θέματα δεν πρέπει να παρουσιάζονται αποκομμένα από το ιστορικό περιβάλλον στο οποίο διαδραματίζονται, δημιουργώντας εσφαλμένες εντυπώσεις. Για παράδειγμα, όσο και αν συνδέεται με εξελίξεις που αφορούν την ευρύτερη αρμενική διασπορά, είναι λάθος να εξετάζει κανείς τον «επαναπατρισμό» και την αθρόα έξοδο προς τη Σοβιετική Αρμενία τη διετία 1946-1947 έξω από το ιστορικό γίγνεσθαι του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου ή έξω από την αντι-μειονοτική στάση και τις αντιλήψεις των κυρίαρχων εθνικόφρονων δυνάμεων απέναντι σε μια σειρά από μειονοτικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένου του αρμενικού στοιχείου. Με αυτούς τους όρους, και με τη διασφάλιση των προσωπικών δεδομένων, νομίζω πως δεν υπάρχουν «άβατα» στην έρευνα. Δεν είναι τυχαίο που η σύγχρονη ιστοριογραφική τάση και στο εξωτερικό και στην Ελλάδα καταπιάνεται τολμηρά πλέον με αυτά τα θέματα-ταμπού, με πιο χαρακτηριστικό το τελευταίο βιβλίο του ιστορικού Μενέλαου Χαραλαμπίδη.

Σε αυτή την κατεύθυνση, το βιβλίο μου παρουσιάζει για πρώτη φορά άγνωστα στοιχεία από τον βαρύτατο φόρο αίματος που πλήρωσαν οι Αρμένιοι στην Ελλάδα ενάντια στις κατοχικές δυνάμεις. Παρατίθενται στοιχεία από τον μέχρι σήμερα άγνωστο ονομαστικό κατάλογο των Αρμενίων της Κεντρικής Παναρμενικής Οργάνωσης Κοινωνικής Πρόνοιας αναφορικά με το Δουργούτι, με ημερομηνία 9 Αυγούστου 1944, δηλαδή αυθημερόν του μπλόκου στο Δουργούτι, με τους αριθμούς των Αρμενίων νεκρών και ομήρων που οδηγήθηκαν βίαια στη Γερμανία, τους τραυματίες και τις πυρπολήσεις αρμενικών οικιών. Όποιος εξετάσει την περίοδο της Κατοχής —που κατά τη γνώμη μου απαιτεί μια ξεχωριστή διδακτορική διατριβή— δεν μπορεί να περιοριστεί εκεί και να προσπεράσει έγγραφα με αποστολέα ακόμη και ορισμένες τοπικές κοινότητες που μιλούν ανοιχτά, για παράδειγμα, για το ζήτημα της βουλγαρογράφησης και συνολικά για πλευρές συνεργασίας με τις βουλγαρικές αρχές κατοχής, ή για το κύμα διώξεων και φυγής Αρμενίων της Θράκης προς τη Βουλγαρία με το τέλος του πολέμου.

Το ταραγμένο κλίμα των ελληνοαρμενικών σχέσεων του 1945 —ίσως η πιο οδυνηρή και σκοτεινή σελίδα των σχέσεων που νομίζω πως για πρώτη φορά μπαίνει στο τραπέζι της επιστημονικής κοινότητας—, με μια σειρά από άγνωστα μέχρι σήμερα αιματηρά και βίαια επεισόδια που καταγγέλλονται από την αρμενική πλευρά, το θέμα των ομαδικών δικών εναντίον Αρμενίων που στήνονται από ορισμένα ειδικά δικαστήρια δωσίλογων, οι επιτάξεις οικιών Αρμενίων που φεύγουν για τη Σοβιετική Αρμενία κ.ά. είναι πλευρές που δεν πρέπει να μένουν άλλο στο σκοτάδι. Χρέος του ιστορικού ερευνητή είναι να παραθέτει τη διάσταση των τεκμηρίων στον ιστορικό τους χρόνο, να ανανεώνει το πεδίο έρευνας και ερμηνείας, αλλά και, κατά τη γνώμη μου, να προχωρά σε κάτι ακόμη: να υπερβαίνει την ιστοριογραφική εσωστρέφεια και να εξετάζει με τόλμη όλη τη βεντάλια των γεγονότων.

Ως ιστορικός και ερευνητής, θα ήθελα να μας κάνετε μια αξιολόγηση της μέχρι σήμερα καταγραφής και ανάδειξης της ιστορίας των Αρμενίων στην Ελλάδα, ειδικότερα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Παρά τη διαχρονική παρουσία των Αρμενίων στη γεωγραφική περιοχή που συνιστά το σημερινό ελληνικό κράτος, νομίζω πως αποτελεί πλέον κοινό τόπο ότι μία από τις λιγότερο —αν όχι η λιγότερο— μελετημένη μειονοτική ομάδα της Ελλάδας είναι οι Αρμένιοι. Η μέχρι σήμερα ερευνητική προσπάθεια έχει καλυφθεί μόνο αποσπασματικά και με εκκωφαντικά κενά, ιδίως κατά τη νεότερη περίοδο. Ενδεικτικό είναι ότι μέχρι το 2023 μόνο μία σχετική διδακτορική διατριβή έχει εκπονηθεί στην Ελλάδα —και αυτή γραμμένη το 1995 και περιορισμένη μόνο στους Αρμένιους στο Δουργούτι.

Για το δραματικό αυτό ερευνητικό κενό είχε από νωρίς προειδοποιήσει ένας από τους μεγαλύτερους Αρμένιους βυζαντινολόγους, ο οποίος γεννήθηκε στην Ελλάδα και υπήρξε ένας από τους σχεδόν 18.500 Αρμένιους που «επαναπατρίστηκαν» κατά τον Εμφύλιο στη Σοβιετική Αρμενία. Ο Χρατς Μπαρτικιάν, σε μία από τις σπάνιες διαλέξεις του για τα ελληνοαρμενικά ζητήματα που τελικά κυκλοφόρησε σε ένα μικρό βιβλιαράκι, είχε προτρέψει την αρμενική κοινότητα της Ελλάδας, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, να αναλάβει η ίδια το έργο της μετάφρασης των αρμενικών χειρογράφων που έχει στα χέρια της. Μάλιστα, το πήγε και λίγο παραπέρα: Είχε προτείνει, λόγω της δυσκολίας των φθόγγων της αρμενικής γλώσσας, το έργο αυτό να το αναλάβει ένας Αρμένιος φοιτητής σε ελληνικό πανεπιστήμιο. Το τι έχει γίνει από το 1995 μέχρι σήμερα προς αυτή την κατεύθυνση λίγο-πολύ το υποψιαζόμαστε όλοι. Η προσπάθεια που νομίζω πως για πρώτη φορά γίνεται στο παρόν βιβλίο, με τη μετάφραση κομβικών, κατά τη γνώμη μου, αρμενικών χειρογράφων, θα πρέπει να συνεχιστεί με ακόμη πιο συστηματικό τρόπο.

Θα ήθελα να κάνω όμως και δύο ακόμη παρατηρήσεις για αυτό το ερευνητικό κενό. Πρώτον, νομίζω πως πρέπει να παραδεχθούμε ότι η σιωπή που επικράτησε όλα τα προηγούμενα χρόνια οφείλεται σε έναν βαθμό και σε έναν αδικαιολόγητο φόβο να μην αναδειχθούν ορισμένες τραυματικές στιγμές του παρελθόντος που και οι δύο πλευρές —ελληνικό κράτος και αρμενική κοινότητα— κράτησαν επί χρόνια κάτω από το χαλί. Παράλληλα, η πολυετής εσωτερική αρμενική εκκλησιαστική και πολιτική έριδα αφενός τραυμάτισε την κοινότητα, αφετέρου δεν ενθάρρυνε την έρευνα.

Δεύτερον, σε αυτό το απαισιόδοξο περιβάλλον φαίνεται να διανοίγεται μια αισιόδοξη προοπτική: Το τελευταίο διάστημα διαμορφώνεται ένα corpus νέων επιστημόνων στην Ελλάδα από όλο το φάσμα των επιστημών που αρχίζει δειλά-δειλά και τεκμηριωμένα να καταπιάνεται με ένα ευρύ φάσμα θεματικών των αρμενικών σπουδών στην Ελλάδα. Υπάρχουν ενδείξεις πως διαμορφώνεται μια ευνοϊκή συγκυρία που τείνει να ρίξει τα εξωτερικά και εσωτερικά τείχη που ταλάνισαν την κοινότητα. Σε μια τέτοια χρονική στιγμή θα ήταν κρίσιμο το επιστημονικό αυτό προσωπικό να κατορθώσει με κάποιον τρόπο να ενώσει τις δυνάμεις του σε έναν ανεξάρτητο κοινό βηματισμό. Αν συμβεί αυτό, τότε κάτι νέο και ελπιδοφόρο μπορεί να γεννηθεί. Το μέλλον φυσικά θα δείξει.

Η συμμετοχή σας στο ετήσιο διεθνές συνέδριο αρμενικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες (UCLA) και στο συνέδριο του ιδρύματος Χραντ Ντινκ στην Κωνσταντινούπολη σας έφερε κοντά σε αρμενικά ζητήματα, γνωριστήκατε με συναδέλφους από πολλές χώρες. Θα μας μιλήσετε για αυτή την εμπειρία;

Την περασμένη ακαδημαϊκή χρονιά είχα την τύχη να παρουσιάσω κεφάλαια της διδακτορικής μου έρευνας για τους Αρμένιους της Ελλάδας σε δύο πολύ σημαντικά επιστημονικά συνέδρια με αντικείμενο τις αρμενικές σπουδές. Πρώτον, βρέθηκα στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια (UCLA), όπου έχουν διδάξει σημαντικές προσωπικότητες των αρμενικών γραμμάτων, όπως ο προσφάτως αποβιώσας Ρίτσαρντ Χοβανισιάν, και με σημερινό διευθυντή και κάτοχο της έδρας Ναρεγκατσί τον ιστορικό της μεσαιωνικής αρμενικής ιστορίας Πίτερ Κόου.

Πρόκειται για ένα συνέδριο με αμιγώς αρμενική θεματολογία που συγκεντρώνει σε επίπεδο διδακτορικών διατριβών νέους επιστήμονες από όλη τη διασπορά και όχι μόνο.

Εντυπωσιάζεται κανείς από το ανεξάντλητο εύρος των αρμενικών θεμάτων με τα οποία καταπιάνονται νέοι ερευνητές από όλο τον κόσμο. Για παράδειγμα, στο συνέδριο παρουσιάστηκαν ομιλίες μέχρι και για την αρμενική λογοτεχνία κατά την ύστερη αρχαιότητα και τον μεσαίωνα. Ξαφνιάζεται όμως κανείς και από το μεγάλο ενδιαφέρον για την ιστορία των Αρμενίων της Ελλάδας.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τόσο κατά τη διάρκεια της δικής μου παρουσίασης όσο και στο περιθώριο του συνεδρίου, με όσους συναδέλφους μίλησα ο καθένας είχε και μια ιστορία να διηγηθεί για κάποιον Αρμένιο που κάποια στιγμή «πέρασε» από την Ελλάδα —σημάδι της κομβικής σημασίας της αρμενικής κοινότητας στην Ελλάδα ως τμήμα της ευρύτερης διασποράς.

Δεύτερον, είχα την τύχη να συμμετάσχω και στο πολύ εξειδικευμένο επιστημονικό συνέδριο του ιδρύματος Χραντ Ντινκ με αποκλειστικό θέμα τις μειονότητες, το οποίο άνοιξε με την ηχηρή παρέμβαση μιας πολύ σπουδαίας και δραστήριας γυναίκας, της Ρακέλ Ντινκ, χήρας του δολοφονηθέντος Αρμένιου δημοσιογράφου Χραντ Ντινκ.

Πρόκειται για ένα συνέδριο που υπερβαίνει τα κλειστά επιστημονικά όρια της Τουρκίας, παράλληλα με σημαντικές ομιλίες υπό το πρίσμα των ταυτοτήτων και των νομικών ζητημάτων που αφορούν το κράτος δικαίου εντός και εκτός Τουρκίας.

Συνολικά, η εμπειρία δείχνει μια έντονα ζωντανή αρμενική διασπορά που συσπειρώνεται γύρω από ένα ευρύ και χωρίς φραγμούς επιστημονικό πεδίο έρευνας, και ταυτόχρονα ένα έντονο ενδιαφέρον για την ανάδειξη της ιστορικής διάστασης της αρμενικής κοινότητας της Ελλάδας. Σε ένα τέτοιο διεθνές ακαδημαϊκό περιβάλλον νομίζω πως έχει σημασία να υπάρχει φωνή και ταυτόχρονα να ξετυλίγεται τεκμηριωμένα η ιστορικότητα των Αρμενίων και από τη δική μας γωνιά της γης.

Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"

Kantsaran Banner

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ

typografia


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 23 επισκέπτες συνδεδεμένους