Διδάκτορας Ιστορίας της Τέχνης και βοηθός του τομέα UNESCO στο Κρατικό Πανεπιστήμιο του Ερεβάν. Απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας της Τέχνης της Ιστορικής Σχολής του Κρατικού Πανεπιστημίου Μόσχας, όπου κρίθηκε η διδακτορική της διατριβή αφιερωμένη στις αρμενο-βυζαντινές καλλιτεχνικές σχέσεις και την τέχνη των Χαλκηδονίων Αρμενίων του 11ου αι. Στο Πανεπιστήμιο του Ερεβάν διδάσκει «Μεσαιωνική τέχνη της Χριστιανικής Ανατολής», «Αρμενική τέχνη του πρώιμου Μεσαίωνα» και «Τέχνη των Χαλκηδονίων Αρμενίων». Έχει συγγράψει περισσότερα από 50 επιστημονικά άρθρα και μελέτες. Στις 22-24 Ιουνίου πραγματοποιήθηκε στο Ερεβάν το πρώτο διεθνές συνέδριο αφιερωμένο στην ιστορική επαρχία της Μεγάλης Αρμενίας, Τάικ. Το συνέδριο διοργανώθηκε εκ μέρους της Εθνικής Βυζαντινολογικής επιτροπής της Αρμενίας, του «Μαντεναταράν» και της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών της Αρμενίας. Στο συνέδριο συμμετείχε ως εισηγητής κι ο συνεργάτης του περιοδικού μας Γκεβόρκ Καζαριάν, που άδραξε την ευκαιρία και πραγματοποίησε δύο συνεντεύξεις. Η πρώτη συνέντευξη είναι με τον επ. καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Ιωάννη Παναγιωτόπουλο, που μαζί με την αναπλ. Καθηγήτρια Θεολογίας Ιωάννα Στουφή – Πουλημένου, συμμετείχε στο συνέδριο αντιπροσωπεύοντας την Ελλάδα, ενώ η δεύτερη συνέντευξη είναι με την διδάκτορα Ιστορίας της Τέχνης Ζαρουή Αγκοπιάν, η οποία ήταν στην επιστημονική ομάδα που διοργάνωσε το συνέδριο.
Στον Γκεβόρκ Καζαριάν Ιούλιος- Σεπτέμβριος 2016, τεύχος 90
Για ποιο λόγο το συνέδριο αυτό έχει ιδιαίτερη βαρύτητα για τον επιστημονικό κόσμο; Αρχικά, πρέπει να επισημάνω ότι αυτό ήταν το πρώτο συνέδριο αφιερωμένο στην ιστορική επαρχία Τάικ. Το τονίζω αυτό επειδή την σοβιετική περίοδο αυτό το θέμα ήταν σχεδόν απαγορευμένο. Τα μνημεία του Τάικ, ως τις μέρες μας, δεν συμπεριλαμβάνονται στις μελέτες που είναι αφιερωμένες στην ιστορία της αρμενικής τέχνης και αρχιτεκτονικής, παρά το γεγονός ότι εκεί βρίσκονται αρχιτεκτονικά αριστουργήματα, όπως οι Ναοί του Μπανάκ και του Ισχάν του 7ου αιώνα, οι Μονές Χαχού, Οσκ (Ασούνκ) του 10ου αιώνα και άλλα πολλά. Ένα άλλο έναυσμα για τη διοργάνωση του συνεδρίου ήταν το γεγονός ότι, τα τελευταία χρόνια, έχουν πραγματοποιηθεί στην Γεωργία τρία συνέδρια για τις επαρχίες Τάικ και Κγαρτζκ, στα οποία αυτές οι επαρχίες έχουν χαρακτηριστεί ως ιστορικές, γεωργιανές επαρχίες «Τάο-Κλαρτζέτι». Τα συνέδρια αυτά έχουν σαφέστατη πολιτική σκοπιμότητα και αποβλέπουν στο να παρουσιάσουν το Τάικ και το Κγαρτζκ ως αμιγώς γεωργιανές ιστορικές περιοχές, υποβαθμίζοντας την αρμενική και τη βυζαντινή παρουσία στην ιστορία και τον πολιτισμό των περιοχών, γεγονός ιδιαίτερα θλιβερό.
Το συνέδριο τελικά κατάφερε να δικαιώσει τον τίτλο ως διεθνές; Απόλυτα. Ο σκοπός μας ήταν να συγκεντρώσουμε σε ένα μέρος τους επιστήμονες που ασχολούνται με το Τάικ, προκειμένου να συζητηθούν διάφορα προβλήματα σχετικά με την ιστορία, την τέχνη και τα δογματικά ζητήματα της περιοχής. Στο κάλεσμά μας ανταποκρίθηκαν ειδήμονες από την Αρμενία, Ρωσία, Ελλάδα, Γερμανία, Ιταλία, Ολλανδία, Αγγλία και ΗΠΑ. Δυστυχώς, παρά τις προσπάθειές μας, οι συνάδελφοί μας από την Γεωργία δεν ήρθαν στο Ερεβάν.
Κα Αγκοπιάν, ποιός είναι ο ρόλος και η σημασία του Τάικ για την αρμενική ιστορία και πώς εξηγείται το σημερινό επιστημονικό ενδιαφέρον για την περιοχή; Η σημασία του Τάικ είναι πραγματικά μεγάλη. Για το Τάικ μαρτυρούν οι σφηνοειδείς επιγραφές ήδη των 9ου-8ου αι. π.Χ., του κράτους του Ουραρτού (=Αραράτ). Μέχρι και τα μέσα του 8ου αι. μ.Χ. το Τάικ αποτελούσε φέουδο του αρμενικού αρχοντικού οίκου των Μαμικονιάν. Εδώ γεννήθηκε κι έγινε επίσκοπος της επαρχίας ο Νερσές (Ναρσής) ο Γ΄, ο οποίος διετέλεσε Καθολικός Αρμενίας κατά τα έτη 641-661. Ο Ναρσής, που χάρη στη ναοδομία του επονομάστηκε «Οικοδόμος», διακόσμησε την ιδιαίτερη πατρίδα του με θαυμάσιους ναούς. Μετά την πτώση της Αραβοκρατίας στην Αρμενία, από τα μισά του 9ου αι., στο Τάικ εγκαταστάθηκε ο νεότερος κλάδος της δυναστείας Μπαγκρατουνί (Βαγρατιδών). Το Τάικ, λοιπόν, ανά εποχές συνδεόταν με τις δεσπόζουσες δυναστείες στην Αρμενία. Από τις αρχές του 7ου αι. εγκαταστάθηκαν στην περιοχή οι λεγόμενοι Χαλκηδόνιοι (Ορθόδοξοι) Αρμένιοι, οι οποίοι, σε αντίθεση με την επίσημη αντιχαλκηδόνια στάση της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας, αποδέχτηκαν την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο (Χαλκηδόνα, 451) και τις επόμενες τρεις Οικουμενικές Συνόδους, έχοντας με αυτόν τον τρόπο εκκλησιαστική ένωση με τον ελληνικό κόσμο. Το Τάικ, λοιπόν, έγινε και ένα ισχυρό εκκλησιαστικό κέντρο, ελκύοντας αργότερα και γεωργιανούς μοναχούς.
Ποια είναι η θέση της ιστορικής, πολιτισμικής κληρονομιάς των Χαλκηδονίων Αρμενίων μέσα στη γενικότερη κληρονομιά του αρμενικού λαού; Η κοινότητα των Ορθοδόξων Αρμενίων που άκμαζε στην Αρμενία και στο εξωτερικό κατά τον 7ο, 10ο-11ο και 13ο αι. έπαιζε σημαντικό ρόλο στην πολιτική και πνευματική ζωή της χώρας, πάντα διασφαλίζοντας τις σχέσεις με το Βυζάντιο και τις γειτονικές χώρες. Ήδη από τον 5ο αι., οι Χαλκηδόνιοι Αρμένιοι ανέπτυξαν τεράστια μεταφραστική δραστηριότητα μέσα στα πλαίσια της φιλελληνικής κατεύθυνσης της αρμενικής γραμματείας. Σπουδαία μοναστηριακά κέντρα Ορθοδόξων Αρμενίων, όπως το Τάικ, υπήρχαν όχι μόνο στην Αρμενία, αλλά και έξω από αυτή – στην Παλαιστίνη, Γεωργία, Μ. Ασία, Βαλκάνια κ.α. Σύμφωνα με τον καθ. Νικόλαο Μαρρ, οι Ορθόδοξοι Αρμένιοι αποτελούσαν μια προοδευτική δύναμη, χάρη στην οποία αναπτύχτηκε η εθνική πνευματική ζωή των Αρμενίων. Οι Ορθόδοξοι Αρμένιοι ήταν διαμεσολαβητές στις αρμενο-βυζαντινές, αρμενο-γεωργιανές, ακόμα και στις βυζαντινο-γεωργιανές σχέσεις. Πολλοί από αυτούς υπηρετούσαν στον αυτοκρατορικό στρατό και στο παλάτι, φτάνοντας έτσι στον αυτοκρατορικό θρόνο, μερικές φορές ακόμα και στο θρόνο του Οικουμενικού Πατριάρχη.
Άρα πρόκειται για έναν ιδιαίτερο κλάδο του αρμενικού πολιτισμού; Βεβαίως. Η κληρονομιά των Ορθοδόξων Αρμενίων είναι πλούσια και πρωτότυπη. Βασική ιδιαιτερότητα αυτής της κληρονομιάς έγκειται στο ότι αυτή συνδύαζε άριστα τα επιτεύγματα αρμενικής και βυζαντινής (στην περίπτωση του Τάικ και γεωργιανής) τέχνης. Έκφραση αυτής της σύνθεσης αποτελεί το γεγονός ότι τα χειρόγραφα, οι τοιχογραφίες, οι ναοί των Αρμενίων Ορθοδόξων έχουν δίγλωσσες (στα αρμενικά και ελληνικά) ή και τρίγλωσσες (αρμενικά, ελληνικά, γεωργιανά) επιγραφές. Με χρήση ελληνικής και γεωργιανής δήλωναν την ομοδοξία τους με τους Έλληνες και τους Γεωργιανούς, ενώ με τα αρμενικά την εθνική τους ταυτότητα. Γενικότερα, οι Ορθόδοξοι Αρμένιοι κατέβαλαν αγώνα για να διαφυλάξουν τη μητρική τους γλώσσα, ακόμη κι όταν βρίσκονταν σε ξένο περιβάλλον.
Σε ποια φάση βρίσκεται σήμερα η μελέτη της ιστορίας των Αρμενίων Ορθοδόξων και τι ορίζοντες υπάρχουν σε αυτό το θέμα; Η επιστημονική μελέτη της ιστορίας και της πολιτισμικής κληρονομιάς των Χαλκηδονίων Αρμενίων ξεκίνησε το 1905, με την εισήγηση του ακαδημαϊκού Νικολάου Μαρρ με τίτλο «Αρκαγιούν· η μογγολική ονομασία των Χριστιανών σε σχέση με το θέμα των Χαλκηδονίων Αρμενίων», στην Ακαδημία της Αγίας Πετρουπόλεως. Μια μελέτη που, ως σήμερα, δεν έχει χάσει την επικαιρότητά της σε πολλά σημεία. Ύστερα, με το θέμα ασχολήθηκαν κι άλλοι επιστήμονες, ανάμεσα στους οποίους θα σημείωνα τον Π. Μουραδιάν, τον Η. Αμπουλάτζε, τον Α. Καζδάν, τον Χ. Μπαρτικιάν και την Β. Αρουτιούνοβα-Φιδανιάν. Οι μελέτες τους, όμως, δεν έγιναν με τρόπο συστηματικό και δεν καλύπτουν όλες τις πτυχές του θέματος. Γενικότερα, είναι πολύ λίγοι εκείνοι που ενδιαφέρονται για το θέμα των Ορθοδόξων Αρμενίων. Ακριβώς για αυτό το λόγο, είναι πάρα πολύ σημαντικό το να συμπεριληφθούν νέοι επιστήμονες σε αυτό το επιστημονικό πεδίο.
Είπατε ότι η ιστορία και η τέχνη των Αρμενίων Ορθοδόξων συνδέεται στενά με το Βυζάντιο. Έχουμε συνεργασία με τους έλληνες επιστήμονες; Δυστυχώς, τέτοια συνεργασία σχεδόν δεν υπάρχει, ενώ στο πεδίο της ιστορίας της τέχνης λείπει εντελώς. Μεταξύ των ιστορικών και ειδημόνων του Μεσαίωνα της Αρμενίας και της Ελλάδας δεν έχουν δημιουργηθεί γέφυρες συνεργασίας, αλλά ελπίζω ότι σύντομα θα έχουμε κάποια συνεργασία, και ειδικότερα για το θέμα της περιοχής του Τάικ, του οποίου οι πολιτικές σχέσεις με το Βυζάντιο ήταν έντονες, ενώ τα μνημεία της περιοχής επηρεάστηκαν αισθητά από τη βυζαντινή τέχνη. Νομίζω ότι πολλοί έλληνες συνάδελφοι δεν έχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα του θέματος, τόσο αυτού όσο και των πολιτισμικών αλληλεπιδράσεων που υπήρξαν μεταξύ του Βυζαντίου και της Αρμενίας. Στο συνέδριο συμμετείχαν οι καθηγητές της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Ιωάννης Παναγιωτόπουλος και Ιωάννα Στουφή - Πουλημένου. Ελπίζουμε ότι η συμμετοχή των ελλήνων συναδέλφων μας θα αποτελέσει την αρχή για μια μόνιμη συνεργασία.
Το ενδιαφέρον που δείχνουν σήμερα οι γειτονικές μας Γεωργία και Τουρκία για τα αρμενικά μνημεία έχει πολιτικές σκοπιμότητες; Μήπως η δική μας σιωπή ή παθητική στάση απέναντι στο θέμα του αρμενορθόδοξου πολιτισμού είναι επικίνδυνη; Η πραγματικότητα είναι ότι στη Γεωργία υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για την αρμενική ιστορία και τον πολιτισμό, αυτό όμως δεν γίνεται για τη συνεργασία και την πραγματοποίηση κοινών προγραμμάτων, αλλά προκειμένου να εξυπηρετήσει την πολιτική που έχει υιοθετήσει το γεωργιανό κράτος. Μια πολιτική που διαστρεβλώνει την ιστορική πραγματικότητα για την παρουσία και τον ρόλο των Αρμενίων σε διάφορες ιστορικές περιόδους σε κάποιες περιοχές όπως το Τάικ. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, το ίδιο ισχύει και για τους Τούρκους. Εμείς, ωστόσο, θα πρέπει να δουλεύουμε μεθοδικά και συστηματικά, αναδεικνύοντας την αλήθεια, ενώ παράλληλα να είμαστε γνώστες και κύριοι της ιστορίας και του πολιτισμού μας. Διαφορετικά, μπορεί να χαθεί για πάντα αυτό το κομμάτι της ιστορικής μας ταυτότητας.
Το συνέδριο αυτό θα έχει συνέχεια; Είμαι σίγουρη ότι το συνέδριο αυτό θα έχει συνέχεια, διότι ήταν ένα σημαντικό βήμα, μετά από σιωπή δεκαετιών, να αναδειχθεί το συγκεκριμένο θέμα. Θα πρέπει να κάνουμε ό,τι είναι δυνατό, ώστε να μη σβήσει το ενδιαφέρον για το Τάικ. Όπως ήδη είπα, αυτό είναι πολύ σημαντικό πρωτίστως για τους νέους· θα πρέπει να γίνει το Τάικ αντικείμενο μελέτης για νέα γενιά μελετητών, τα θαυμάσια μνημεία της περιοχής να γίνουν πηγή έμπνευσης για αυτούς. Κατά τη σοβιετική περίοδο, η περιοχή και τα μνημεία δεν ήταν προσιτά. Σήμερα, όμως, η κατάσταση έχει αλλάξει πολύ. Έχουμε, λοιπόν, μια κατεύθυνση για να πορευτούμε, εκείνη της επιστροφής…
|