Ο Ιωάννης Αντωνίου Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 9 Μαΐου 1970, είναι πτυχιούχος του Τμήματος Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (1993), ενώ ειδικεύτηκε στη Γενική Εκκλησιαστική Ιστορία. Έλαβε μεταπτυχιακούς τίτλους από το Πανεπιστήμιο του Ντόραμ (1997) και το Πανεπιστήμιο Αθηνών (1998), και Διδακτορικό Δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών (2002). Τον Ιανουάριο του 2016 εξελέγη Επίκουρος Καθηγητής, θέση στην οποία διορίστηκε τον περασμένο Ιούνιο. Έχει πλούσιο συγγραφικό έργο. Διακρίνεται για την έντονη πολιτική και κοινωνική δραστηριότητά του, διετέλεσε Πρόεδρος των μεταπτυχιακών φοιτητών του Τμήματος Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και των μεταπτυχιακών του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπηρέτησε ως Ειδικός Σύμβουλος στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης, ως συνεργάτης στο Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ενώ υπήρξε και Γενικός Γραμματέας Μέσων Ενημέρωσης και μέλος της Επιτροπής Παιδείας.
Στις 22-24 Ιουνίου πραγματοποιήθηκε στο Ερεβάν το πρώτο διεθνές συνέδριο αφιερωμένο στην ιστορική επαρχία της Μεγάλης Αρμενίας, Τάικ. Το συνέδριο διοργανώθηκε εκ μέρους της Εθνικής Βυζαντινολογικής επιτροπής της Αρμενίας, του «Μαντεναταράν» και της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών της Αρμενίας. Στο συνέδριο συμμετείχε ως εισηγητής κι ο συνεργάτης του περιοδικού μας Γκεβόρκ Καζαριάν, που άδραξε την ευκαιρία και πραγματοποίησε δύο συνεντεύξεις. Η πρώτη συνέντευξη είναι με τον επ. καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Ιωάννη Παναγιωτόπουλο, που μαζί με την αναπλ. Καθηγήτρια Θεολογίας Ιωάννα Στουφή – Πουλημένου, συμμετείχε στο συνέδριο αντιπροσωπεύοντας την Ελλάδα, ενώ η δεύτερη συνέντευξη είναι με την διδάκτορα Ιστορίας της Τέχνης Ζαρουή Αγκοπιάν, η οποία ήταν στην επιστημονική ομάδα που διοργάνωσε το συνέδριο.
Στον Γκεβόρκ Καζαριάν Ιούλιος- Σεπτέμβριος 2016, τεύχος 90
Κ. καθηγητά, το συνέδριο ήταν αφιερωμένο στην ιστορική επαρχία Τάικ, ένα θέμα σχεδόν απαγορευμένο στα σοβιετικά χρόνια. Ορισμένες δυσκολίες υπάρχουν μέχρι και σήμερα. Κατά τη γνώμη σας, τι κινδύνους κρύβουν για την επιστήμη οι πολιτικές κατευθύνσεις, οι ιδεολογικοί εγκλωβισμοί και οι εθνικιστικές και ψευτο-πατριωτικές παραγγελίες; Σας ευχαριστώ για αυτήν την ενδιαφέρουσα ερώτηση, καθώς μου δίνετε την ευκαιρία να σημειώσω κάτι το οποίο δεν είναι ευρέως γνωστό! Η βασική αιτία ήττας του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στη Μικρά Ασία (1922) ήταν ο εφοδιασμός σε βαρύ οπλισμό κι ο συνεχής ανεφοδιασμός με πυρομαχικά των δυνάμεων του Κεμάλ από τους Σοβιετικούς, οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο εκδικήθηκαν τη συμμετοχή του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Κριμαία και την Ουκρανία για την υποστήριξη των αντιεπαναστατικών δυνάμεων (Ιανουάριος – Απρίλιος 1919). Οι Γερμανοί, με την ατιμωτική συμφωνία Μπρεστ-Λιτόφσκ (Μάρτιος 1918), επέβαλαν στους Μπολσεβίκους την παραχώρηση της Δυτικής Αρμενίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μαζί με την επαρχία Καρς, τμήμα της οποίας αποτελούσε το Τάικ. Αυτό σήμαινε ότι το σοβιετικό καθεστώς δεν επιθυμούσε την ανάδειξη του θέματος, το οποίο αυτομάτως είχε αναφορά στη δική τους «αντιαρμενική» πολιτική. Σήμερα, οφείλουμε να απαλλαγούμε από τέτοιες αγκυλώσεις, καθώς η επιστήμη είναι η αναζήτηση της αλήθειας και μόνο αυτή πρέπει να καθοδηγεί το έργο μας. Άρα, αργά ή γρήγορα, η αλήθεια αποκαλύπτεται από φιλότιμους σκαπανείς, κι όσοι την αποκρύπτουν καταλήγουν στα τάρταρα της αιώνιας ανυποληψίας.
Η Αρμενία, μία από τις σπουδαίες ελληνιστικές χώρες της Εγγύς Ανατολής, κατά καιρούς, είτε σχεδόν ολόκληρη είτε εν μέρει, αποτελούσε μέρος της πολυεθνούς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Κατ’ εσάς, ποια ήταν η συμβολή της Αρμενίας στην ιστορία του Βυζαντίου; Η Αρμενία πάντοτε ήταν μέλος αυτού που εύστοχα ο Ντιμίτρι Ομπολένσκυ ονόμασε «Βυζαντινή Κοινοπολιτεία». Η Αρμενία, ακόμη και σε περιόδους που δεν ήταν μέρος της εδαφικής κυριαρχίας του Βυζαντίου, αποτέλεσε αναπόσπαστο μέλος της πολιτιστικής της ζύμωσης, αφού η ελληνιστική παράδοση κι η χριστιανική πίστη ήταν σύνδεσμοι αγάπης και αφετηρία πολιτικής συνύπαρξης. Επομένως, δεν υπάρχει Αρμενία χωρίς ελληνοχριστιανική παράδοση και δε νοείται το Βυζάντιο χωρίς τους Αρμένιους. Ο καθ. Χ. Μπαρτικιάν -μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και της Αρμενίας- γράφει ότι οι Βυζαντινοί ποτέ δε θεωρούσαν τους Αρμένιους ξένους, αλλά «τμήμα και μόριον οικείο και συγγενές”. Είναι μια κοινή θέση όλων των παλαιότερων και σύγχρονων σοβαρών επιστημόνων.
Στο Τάικ, η πλειοψηφία του γηγενούς αρμενικού πληθυσμού ακολουθούσε με αφοσίωση τη δογματική εξέλιξη της Ανατολικής Εκκλησίας, στο συνέδριο ειπώθηκαν πολλά για αυτό το κομμάτι του αρμενικού λαού. Τι ίχνη άφησαν οι Ορθόδοξοι Αρμένιοι μέσα στην ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας; Η παρουσία των Αρμενίων που παρέμειναν αφοσιωμένοι στην αυτοκρατορία είναι γνωστή και καταγεγραμμένη! Θα ήταν ιστορικό σφάλμα κάποιος να την αμφισβητήσει. Τα ίχνη τους είναι πολλά, ενώ τα μνημεία που την εκπροσωπούν (κείμενα, κειμήλια και αρχαιολογικοί χώροι) έχουν μια ιδιαίτερη αξία. Αυτή η αξία πρέπει, πρωτίστως σήμερα, να επαναπροσδιορίζει τα πράγματα, όχι τόσο σε σχέση με τους δεσμούς των δύο λαών (Ελλήνων και Αρμενίων) που είναι δεδομένη, όσο σε σχέση με το δεσμό της Αρμενικής Εκκλησίας προς τις άλλες Εκκλησίες της Ανατολής. Μετά τη δογματική συμφωνία στο Σαμπεζύ (1991), με την οποία αναγνωρίστηκαν και οι Επτά Οικουμενικές σύνοδοι αλλά και η ταυτότητα πίστεως των λεγομένων «Προχαλκηδόνιων Εκκλησιών» με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες της Ανατολής, καλούμαστε, στο πλαίσιο της αγάπης και της ενότητας των χριστιανών, να ανακαινίσουμε και να αναπροσανατολίσουμε το κοινό μας μέλλον.
Στα πλαίσια του συνεδρίου, είχατε την ευκαιρία να επισκεφτείτε μερικά από τα ιστορικά μνημεία της αρχαίας και μεσαιωνικής Αρμενίας. Τι εντύπωση έχετε από αυτά και γενικότερα από τη χώρα; Η Αρμενία είναι μια χώρα που βρίσκεται σε αναπτυξιακή τροχιά. Ασφαλώς, απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί ως μια ανεπτυγμένη οικονομικά χώρα. Ταυτόχρονα, όμως, έχει έναν πολιτιστικό πλούτο και ένα τεράστιο μνημειακό απόθεμα που οφείλει να το εκμεταλλευτεί. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο εάν δυνάμεις, όπως η Εκκλησία, αποτιναχθούν από δεσμά του παρελθόντος και επανασυνδεθούν με την αυθεντική παράδοση, αναπτύσσοντας τις δημιουργικές δυνάμεις του λαού, κρατώντας την ταυτότητα αλλά και ταυτόχρονα επανεισάγοντας την αλήθεια ως κριτήριο της συνολικής αυτοσυνειδησίας. Η παραδοσιακότητα είναι ο εχθρός κάθε δημιουργικής εξέλιξης και ο βασικός σύμμαχος όσων επιθυμούν να περιθωριοποιήσουν τους κυρίαρχους θεσμικούς φορείς της κοινής ελληνοχριστιανικής μας παράδοσης, τους στυλοβάτες του κοινού μας μέλλοντος. Υπό την έννοια αυτή, τα μνημεία που είδαμε, και ήταν πραγματικά εντυπωσιακά για την επιστημονική μας ομάδα, δεν αρκούν, γιατί δεν έχουν αξία περιεχομένου. Δε δίνουν, δεν προσφέρουν με απλά λόγια το πνευματικό ύδωρ για το οποίο και δημιουργήθηκαν. Θεωρώ ότι το βασικό έλλειμμα ήταν η ανυπαρξία μοναστικών αδελφοτήτων που να βρίσκονται εντός των μοναστηριών και να τα μετατρέπουν σε πνευματική πηγή των τοπικών κοινωνιών.
Κ. καθηγητά, στο διάστημα που ήσασταν στην Αρμενία είχατε την ευκαιρία να δείτε δείγματα ελληνικής επιγραφικής, η οποία αποτελεί πλούτο για την Αρμενία. Στην Ελλάδα είναι γνωστός αυτός ο πλούτος; Η αλήθεια είναι ότι αυτός ο πλούτος είναι σχεδόν άγνωστος! Οι ελληνικές επιγραφές και ο ελληνιστικός ναός στο Γκαρνί μας άφησαν άφωνους, και αυτό το προκάλεσε όχι μόνο η έκπληξη της ύπαρξής τους, αλλά και το πόσο καλά διατηρούνται αυτά τα μνημεία! Θα ήταν άδικο να μην αναφερθώ στον Καθεδρικό Ναό του Ετσμιατσίν (4ος αι.), στο μοναδικό μνημείο του Ζβαρτνότς (7ος αι.), στο συγκρότημα της Μονής της Παναγίας Αχταλά, που ήταν ελληνορθόδοξη επισκοπή από τον 15ο αιώνα, με τις ελληνικές επιτύμβιες επιγραφές. Και, δυστυχώς, δεν υπάρχουν έλληνες ερευνητές που να ασχολούνται και να μελετούν αυτό το μοναδικό υλικό. Ενώ, ταυτόχρονα, η ελληνική παρουσία έχει αποδυναμωθεί και λόγω της παλιννόστησης των ποντιακών κοινοτήτων που βρίσκονταν στην Αρμενία. Κατά συνέπεια, οφείλουμε να δουλέψουμε ξανά τους μεταξύ μας δεσμούς, αφού μερικοί που υπήρχαν μέχρι πριν λίγα χρόνια δεν υπάρχουν πια.
Στους επιστημονικούς κύκλους της Αρμενίας τονίζεται η ανάγκη διαρκούς συνεργασίας με την ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα. Υπάρχει ορίζοντας σε αυτήν την κατεύθυνση; Πράγματι, όλοι οι συμμετέχοντες στο συνέδριο γίναμε μέτοχοι αυτού του αιτήματος. Οφείλω να σημειώσω ότι ως Έλληνας, κι αν θέλετε όχι μόνο με την ακαδημαϊκή μου ιδιότητα, δεσμεύτηκα ότι πρέπει άμεσα να ανασυστήσουμε προγράμματα συνεργασίας και να θέσουμε ως στόχο υψηλής προτεραιότητας αυτήν την κοινή επιθυμία. Επίσης, είναι κρίσιμο να δημιουργήσουμε ένα κέντρο αρμενικών μελετών στην Αθήνα, στο Πανεπιστήμιό μας, που να αναλάβει έναν ουσιαστικό ρόλο σε αυτήν την κατεύθυνση. Είμαι βέβαιος ότι αυτό το συνέδριο ήταν η αφορμή για να ξαναβρεθούμε, να δούμε ξανά τα μάτια της αρμενικής ακαδημαϊκής κοινότητας, και είμαι σίγουρος ότι είναι η αφετηρία μια νέας περιόδου συνεργασίας.
|