Ο Βαχάν Καλουστιάν είναι δεξιοτέχνης των πνευστών. Γεννήθηκε 1963 στο χωριό Κεγακέρντ της Αρμενίας. Παίζει με μεγάλη ευχέρεια σχεδόν όλα τα πνευστά που χρησιμοποιούνται στην παραδοσιακή μουσική. Από ντουντούκ, σβι, κλαρινέτο και ζουρνά έως σαξόφωνο. Το ταλέντο του το ανακάλυψε από πολύ νωρίς. Ήταν 16 χρονών όταν ξεκίνησε να εξασκείται μόνος του με το κλαρινέτο του αδερφού του. Στη συνέχεια επέλεξε το δρόμο της αρμενικής παραδοσιακής μουσικής και ειδικεύτηκε στο ντουντούκ. Έχει συνεργαστεί με πολύ μεγάλα ονόματα της μουσικής σκηνής. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει σίγουρα η συνεργασία του με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου για τη μουσική επένδυση της ταινίας «Αλέξανδρος». Πρόσφατα κυκλοφόρησε τις μουσικές του αναζητήσεις με τον Λευτέρη Χαβουτσά, σε ένα δίσκο με διασκευές αρμενικής παραδοσιακής μουσικής που ονομάζεται «Zrouits» (διάλογος). Τον συναντήσαμε και συζητήσαμε μαζί του για τη σχέση του με τη μουσική, την πορεία του στην Ελλάδα και πολλά άλλα…
Στην Αναΐς Καζαντζιάν Απρίλιος- Ιούνιος 2017, τεύχος 93
Θυμάσαι πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σου με τη μουσική; Μια μέρα, ο μεγαλύτερος αδερφός μου έφερε στο σπίτι ένα κλαρινέτο και άρχισε να μελετάει. Ήμουν τότε 12 χρονών. Θυμάμαι ότι μου κίνησε το ενδιαφέρον και ήθελα να το δοκιμάσω και εγώ. Προσπάθησα να παίξω, αλλά δεν τα κατάφερα και το παράτησα. Μετά από 3-4 χρόνια ξεκίνησα και πάλι να εξασκούμαι και μέσα σε έναν χρόνο άρχισα να παίζω σε γάμους.
Και το ντουντούκ; Το ντουντούκ το ξεκίνησα στα 22, όταν ο αδερφός μου μου είπε ότι το κλαρινέτο δεν είναι παραδοσιακό αρμενικό όργανο και ότι αν ήθελα να ασχοληθώ με την παραδοσιακή μουσική θα έπρεπε να μάθω ντουντούκ. Ξεκίνησα, λοιπόν, να εξασκούμαι και όταν γύρισα από φαντάρος κατάφερα να μπω στην τεχνική σχολή παραδοσιακής μουσικής του Ετσμιατζίν, από όπου πήρα το πτυχίο μου ως «διευθυντής ορχήστρας λαϊκών οργάνων».
Από πού έχεις αντλήσει τα πρώτα σου μουσικά ακούσματα; Από τη μητέρα μου. Πολλές φορές, καθώς έκανε τις δουλειές του σπιτιού, τραγουδούσε. Είχε πολύ καλή φωνή. Μια μέρα την άκουσε η πολύ γνωστή τραγουδίστρια Αραξιά Γκιουλζαντιάν (μαθήτρια του Ασούγ Σεράμ) να σιγοτραγουδάει, καθώς πουλούσε διάφορα ζαρζαβατικά σε ένα δρόμο του Γερεβάν. Η μητέρα μου τότε ήταν 13 χρονών και φυσικά έμεινε άφωνη αντικρίζοντας την Αραξιά, της οποίας συνήθιζε να ακούει τα τραγούδια από το ραδιόφωνο. Η Αραξία εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ που την πλησίασε και της πρότεινε να την προωθήσει στο τραγούδι, όταν βέβαια ρώτησε τον πατέρα της, αυτός δεν ήθελε να ακούσει καν.
Πότε ήρθες στην Ελλάδα; Στην Ελλάδα ήρθα πριν από 22 χρόνια με την οικογένειά μου, τη γυναίκα μου και τις δύο κόρες μου. Τον γιο μου τον αποκτήσαμε εδώ.
Και πώς ξεκίνησε η μουσική σου πορεία; Για αυτό, όπως και για πολλά άλλα, θα πω ότι είμαι ευγνώμων στον Χάικ Γιαζιτζιάν. Αυτός με άκουσε για πρώτη φορά να παίζω σε μια εκδήλωση της χορευτικής ομάδας του Χαμασκαΐν και με πλησίασε. Εκείνη την εποχή θα έκανε ένα δίσκο και με ρώτησε αν ήθελα να συμμετέχω, δέχτηκα αμέσως και ακολούθησαν και άλλες συνεργασίες. Το ντουντούκ δεν είναι πολύ γνωστό στην Ελλάδα. Πώς αντιδρά ο κόσμος και οι μουσικοί που το ακούνε για πρώτη φορά; Έχεις κάποια ιστορία να μας διηγηθείς; Θα σας πω μια ιστορία που θυμάμαι. Το ’97 έπαιζα με τον Χάικ στην «Πινακοθήκη», στου Ψυρρή. Μια μέρα, προς το τέλος της παράστασης, μπήκε στον χώρο μια κυρία που την χαιρετούσαν όλοι με πολύ σεβασμό. Εγώ ήμουν πολύ κουρασμένος και είχα αρχίσει ήδη να μαζεύω τα όργανά μου για να πάω σπίτι. Ο Χάικ μου είπε να περιμένω και μετά από λίγο μου ζήτησε να παίξω ένα κομμάτι με το ντουντούκ για την κυρία που ήθελε να το ακούσει. Την ώρα που έπαιζα έκλεισα για λίγο τα μάτια μου. Όταν τα άνοιξα, λίγο πριν τελειώσω, είδα την κυρία με βουρκωμένα μάτια! Ο Χάικ μας σύστησε και μου είπε ότι είναι μια από τις πιο γνωστές τραγουδίστριες στην Ελλάδα. Ήταν η Δήμητρα Γαλάνη. Φαινόταν μαγεμένη από αυτό που είχε ακούσει. Με ρώτησε για το ντουντούκ και τη μουσική που είχα παίξει. Στη συνέχεια μου είπε ότι ήθελε οπωσδήποτε να συνεργαστούμε. Εκεί έγινε και η πρώτη μου επαφή με τη Δήμητρα. Την επόμενη χρονιά δούλεψα μαζί της για κάποιες παραστάσεις στη «Μέδουσα».
Με ποιους άλλους καλλιτέχνες έχεις συνεργαστεί; Μετά τη Δήμητρα Γαλάνη συνεργάστηκα με τον Κώστα Μακεδόνα και τον Δημήτρη Μπάση. Το 2000-2001 συμμετείχα σε μια θεατρική παράσταση αφιερωμένη στον Μίκη Θεοδωράκη με το ΔΗΠΕΘΕ της Πάτρας και περιόδευσα σε όλη την Ελλάδα μαζί με τον Γιάννη Μπέζο, τον Κώστα Μακεδόνα και την Τάνια Τσανακλίδου. Έπαιξα, επίσης, σε μουσικά σχήματα του Χρήστου Νικολόπουλου, της Γλυκερία, της Πέγκυ Ζήνα και της Έλλης Κοκκίνου. Αυτήν την εποχή συνεργάζομαι με την Ελεονώρα Ζουγανέλη. Είναι μια εξαιρετική καλλιτέχνις. Το καλοκαίρι θα περιοδεύσω μαζί της σε όλη την Ελλάδα.
Τι όργανα έπαιζες σε αυτά τα σχήματα; Όλα τα όργανα. Κλαρίνο, ζουρνά, ντουντούκ, σβι, το οποίο είναι περίπου σαν την φλογέρα, αλλά έχει λίγο πιο γλυκό ήχο. Μπορώ να παίξω και άλλα πνευστά, όπως το σαξόφωνο, αν χρειαστεί.
Μίλησέ μας λίγο για τη συνεργασία σου με τον Λευτέρη Χαβουτσά και τον καινούργιο σας δίσκο. Τον Λευτέρη τον ήξερα από παλιά, από την εποχή που έπαιζα με τον Χάικ στο «ASANTE». Είναι ένας πολυτάλαντος άνθρωπος. Εκτός από εξαίρετος μουσικός, είναι και πολύ καλός αγιογράφος. Τον πήρα τηλέφωνο τον χειμώνα του 2016 και του πρότεινα να πάμε σε ένα μικρό μαγαζί για να παίξουμε. Κάναμε μερικές πρόβες και μια Πέμπτη πήγαμε να παίξουμε στο «14», στη Νέα Σμύρνη. Πήγε πολύ καλά. Ο κόσμος μας άκουγε με απόλυτη ησυχία. Εκεί παίζαμε κάθε δύο εβδομάδες. Μια μέρα ήρθε εκεί ο Σπύρος Μπάλιος, παραγωγός της «Violins Productions», που είναι είναι από την Πάρο, και μας πρότεινε να γράψουμε αυτά που παίζαμε σε CD. Πήγαμε στην Πάρο, λοιπόν, το καλοκαίρι και τα γράψαμε στο Studio του, μέσα σε δύο μέρες. Ήταν κάτι το απίστευτο! Κάναμε και στην Πάρο 2-3 live. Ήρθε αρκετός κόσμος να μας ακούσει.
Στο δίσκο εσύ παίζεις ντουντούκ και ο Λευτέρης σε συνοδεύει με κιθάρα. Πες μας λίγα πράγματα για τη σχέση σου με αυτό το όργανο. Το ντουντούκ σε μικρή ηλικία δεν το καταλάβαινα. Σαν ήχος μου ήταν παράξενος. Μάλλον δεν ήμουν ακόμα έτοιμος για να το καταλάβω. Όταν κατάφερα να βγάλω τον ήχο που έπρεπε, τότε άρχισα να το αγαπώ, και τώρα πια το λατρεύω. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό.
Από τους παλιούς δασκάλους του ντουντούκ ποιον ξεχωρίζεις; Ένας από τους καλύτερους δασκάλους και ερμηνευτές του ντουντούκ που έχει υπάρξει είναι ο Βατσέ Χοβσεπιάν. Δεν υπάρχει κανένας που να μπορεί να βγάλει τον ήχο του Βατσέ. Αυτός έλεγε: «Το ντουντούκ έχει πολύ μεγάλες δυνατότητες. Όποιος μπορεί, ας το πάρει κι ας παίξει». Ήταν βέβαια πολύ αυστηρός. Πολλοί λένε ότι είχε κάποιο μυστικό στην τεχνική του, που όταν έφυγε το πήρε μαζί του.
Ίσως να υπάρχουν και κάποια πράγματα που δεν μπορούν να διδαχτούν. Ναι, όντως, ο δάσκαλος σου διδάσκει πώς να παίξεις, αλλά ο ήχος και το «χρώμα» είναι καθαρά δικό σου θέμα. Αν δεν αισθανθείς το όργανο, δεν μπορείς να το παίξεις. Αυτά λέω και στο μαθητή μου. Του λέω, επίσης, πως αν θέλει να παίξει ντουντούκ, πρέπει να πάει για τουλάχιστον 5-6 χρόνια να μείνει στην Αρμενία και να δει πώς ζει ο κόσμος εκεί.
Να νιώσει δηλαδή σαν τους ντόπιους; Ακριβώς. Ο Βατσέ έλεγε ότι «Μέσα σε αυτό το όργανο κυλάει αρμενικό αίμα. Υπάρχει πόνος. Αυτός είναι ο πόνος του λαού». Αλλά το ντουντούκ δεν είναι μόνο πόνος. Έχει και τη χαρά μέσα του. Έχει και την υπερηφάνεια. Εχθές μου έλεγε κάποιος μουσικός πως δεν είχε ξανακούσει τέτοιον ήχο. «Ακούγεται σαν ανθρώπινη φωνή. Σαν να μιλάει ή να τραγουδάει κάποιος άνθρωπος». Θα τολμήσω να πω πως το ντουντούκ είναι από τα πιο δύσκολα πνευστά στον κόσμο, επειδή πρέπει να συνδυάσεις 4-5 στοιχεία συγχρόνως για να μπορέσεις να παίξεις. Αν δεν τα καταφέρεις, δεν θα μπορέσεις να βγάλεις σωστά τον ήχο.
Θα μας τα πεις; Όχι, είναι μυστικό! Χαχα! Λοιπόν, είναι το διάφραγμα, τα χείλη, ο λάρυγγας, τα δάχτυλα και το συναίσθημα.Αν δεν τα συνδυάσεις όλα αυτά μαζί δεν θα έχεις αποτέλεσμα.
|