![]() |
![]() |
Ο Χρατς Αλτουνιάν είναι τραγουδιστής, κιθαρίστας και τραγουδοποιός. Ξεκίνησε να ασχολείται με τη μουσική και να παίζει κιθάρα στην ηλικία των 16, με μεγάλη επιρροή από τους B.B. King, Pink Floyd, Eric Clapton και άλλους. Μετά από πολλά χρόνια δουλειάς, έχει καταφέρει και έχει δημιουργήσει ένα δικό του ύφος το οποίο κυμαίνεται στα μονοπάτια της Blues και Country. Έχει συνεργαστεί με πολλούς μουσικούς και φίλους και έχει παίξει σε πολύ γνωστά μαγαζιά της Αθήνας. Το Μάιο του 2012 ηχογράφησε το πρώτο του κομμάτι, “Old Days’ Blues”, ενώ το 2013 κυκλοφόρησε τον πρώτο προσωπικό του δίσκο «Long Way Home» και δημιούργησε την μπάντα του. Άνι Ντεοκμετζιάν Οκτώβριος- Δεκέμβριος 2015, τεύχος 87
Πού γεννήθηκες και μεγάλωσες; Γεννήθηκα στο Ερεβάν το 1989. Το 1995 ήρθαμε με την οικογένειά μου στην Ελλάδα και έκτοτε είμαστε εγκατεστημένοι στην Αθήνα. Πότε και πώς ξεκίνησες να ασχολείσαι με τη μουσική; Ξεκίνησα με τα πρώτα ακούσματα των μουσικών επιλογών που είχε ο πατέρας μου κι έπειτα, στο δημοτικό, ασχολήθηκα για μικρό χρονικό διάστημα με την κλασική κιθάρα. Πρακτικά ξεκίνησα στη δευτέρα Λυκείου με έναν συμμαθητή μου, τον Δημήτρη Σκορδίλη, του οποίου ο πατέρας ήταν κιθαρίστας. Εκείνος ήταν και από τους πρώτους ανθρώπους που είδα να παίζουν κιθάρα μπροστά μου, γεγονός που με ενθουσίασε. Πλέον, και ο Δημήτρης είναι καταπληκτικός κιθαρίστας, και εγώ την πορεία μου. Τι σπουδές έχεις κάνει πάνω στη μουσική; Έχω παρακολουθήσει μαθήματα μουσικής και κιθάρας για 2 χρόνια σε ωδείο, αλλά περισσότερο είμαι αυτοδίδακτος. Οι βασικές μου σπουδές είναι πάνω στον τομέα της επικοινωνίας, που σπούδασα στο New York College of Athens. Έτσι, θεωρώ ότι συνδύασα όλο το «social media» και τους καινούριους τρόπους επικοινωνίας με τη μουσική. Ο πατέρας σου είναι ένας καταξιωμένος ζωγράφος στην Ελλάδα· φαντάζομαι ότι η τέχνη θα ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς σας. Ως βίωμα αυτό, πώς σε ώθησε προς τη μουσική; (σ.σ.:πατέρας του είναι ο γλύπτης και ζωγράφος, Γκαγκίκ Αλτουνιάν) Ο πατέρας μου είναι ένα μεγάλο κομμάτι για μένα και με επηρέασε ως προς την ασχολία μου με τη μουσική· πάντα υπήρχε μουσική μέσα στο σπίτι. Εκτός αυτού, το καλό με τον πατέρα μου είναι ότι πάντα με άφηνε να κάνω αυτά που ήθελα. Η τέχνη (είτε μουσική, είτε ζωγραφική, είτε γλυπτική) είναι αξία που παραμένει ίδια. Οπότε, όταν μιλάμε για το ένα, μιλάμε αυτόματα και για τα άλλα. Αυτό που μου μετέδωσε ο πατέρας μου ήταν το να είμαι πάντα αληθινός σε ό,τι και αν κάνω, και νομίζω ότι αυτό είναι και το πιο σημαντικό στη μουσική, αλλά και σε οτιδήποτε άλλο κάνουμε. Πότε δημιουργήθηκε η μπάντα σου και από ποια μέλη απαρτίζεται; Η μπάντα δημιουργήθηκε το 2013, και από τότε είναι ο Νίκος Καπετάνογλου στην κιθάρα, ο Γιώργος Ζαρκαδούλας στα τύμπανα και ο Γιάννης Παναγόπουλος στο μπάσο. Επίσης, συνεργαζόμαστε και με άλλους μουσικούς, όπως ο Τάσσος Φωτίου στο σαξόφωνο και ο Γιώργος Κατσανός στα πλήκτρα. Ένα μεγάλο κομμάτι της μπάντας είναι το στούντιο στο οποίο δουλεύουμε, το «Timeless Recording Studio», στην Ελευσίνα, με τους Χάρη Γερουλάκη, Μπάμπη Τζανουδάκη και Αντώνη Ασπρόπουλο. Η επικοινωνία μέσω της μουσικής είναι αυτό που αξίζει και αυτό που αποκομίζουμε μέσα από τη συνεργασία μας με διάφορους μουσικούς. Είστε ένα σχήμα που κινείται αρκετά στο κομμάτι των ζωντανών εμφανίσεων. Ποια είναι τα πιο έντονα συναισθήματα που σας έχουν δημιουργηθεί πάνω στη σκηνή; Προσπαθούμε να κάνουμε όσα περισσότερα live γίνεται, όσα μπορούμε να στηρίξουμε, φυσικά λαμβάνοντας υπόψη και το να μην κουραζόμαστε αλλά και να μην κουράζουμε. Είναι πολύ ξεχωριστή η στιγμή που καταλαβαίνεις ότι σου αρέσει πολύ αυτό που κάνεις και περνάς καλά· και αυτό το νιώθει και ο κόσμος. Η στιγμή που νιώσαμε ιδιαίτερα περήφανοι ήταν όταν ένας ιδιοκτήτης άλλου μαγαζιού ήρθε να ακούσει την μπάντα μας, όταν παίζαμε στο «Rock Stories» στο Πειραιά· τότε συνειδητοποίησα ότι αυτός που με καλεί στο χώρο του, το κάνει διότι του αρέσει η μουσική που παίζω και έχει μεγάλη σημασία αυτό για μένα. Σήμερα στην Ελλάδα, με τη δύσκολη οικονομική κατάσταση, μπορεί να επιβιώσει ένας δημιουργός; Σαν καλλιτέχνης σήμερα, μπορείς να επικοινωνήσεις με το κοινό; Θεωρώ ότι είναι πολύ εύκολο να επικοινωνήσεις με τον κόσμο ως καλλιτέχνης, καθώς όλοι ενδιαφέρονται για κάτι που θα τους βγάλει από αυτήν την κατάσταση, είτε είναι η μιζέρια, είτε η οικονομική δυσκολία. Ο κόσμος θέλει και ψάχνει μέσω της τέχνης, ένα σκοινί για να πιαστεί οπότε είναι πιο ανοιχτός στο να δεχτεί τη μουσική. Οι μουσικοί σήμερα επιβιώνουν, σίγουρα με δυσκολίες, όπως άλλωστε κι όλοι οι άλλοι, αλλά τουλάχιστον κάνουμε αυτό που αγαπάμε. Από την προσωπική σου εμπειρία, τι θα άλλαζες στην Ελλάδα για να έχει περισσότερες διεξόδους ένας νέος μουσικός; Ένα γενικότερο πρόβλημα είναι η προσκόλληση στο παρελθόν. Αυτό που θα άλλαζα είναι την δομή του συστήματος για να δώσω χώρο σε νέους ανθρώπους και στις καινούριες δημιουργίες. Σήμερα δύσκολα προωθούνται νέες ιδέες, οι ίδιοι καλλιτέχνες παραμένουν στο προσκήνιο για πολλά χρόνια, δυσκολεύοντας έτσι την κατάσταση για τους νέους δημιουργούς. Στο οικονομικό, θεωρώ ότι πολλά κρίνονται από το σωστό μάρκετινγκ και την διαφήμισης· το κόστος των οποίων πολλές είναι απαγορευτικό για έναν πρωτοεμφανιζόμενο καλλιτέχνη. Παράλληλα την εποχή των social media, που είναι εύκολο να προωθήσεις ένα οποιοδήποτε προϊόν, χωρίς να έχει προηγηθεί κανενός είδους «φιλτράρισμα», όποιος θέλει κάνει ό,τι θέλει· με την ίδια ευκολία, αυτό περνάει και στον κόσμο. Θεωρώ, λοιπόν, απαραίτητο να προηγείται μια διαδικασία επιλογής σε ό,τι καινούριο πρόκειται να βγει. Και επειδή πλέον οι δισκογραφικές λιγοστεύουν, νομίζω ότι θα έπρεπε να υπάρχει ένα είδος προώθησης, δηλαδή ένας άνθρωπος, που, όπως τα παλιά χρόνια, θα κρίνει ποιος του αρέσει, με ποιον μπορεί να δουλέψει και, κατ’ επέκταση, να τον προβάλλει. Γενικά, για να πετύχεις κάτι, πρέπει να επενδύσεις, παρόλο που όταν επεμβαίνει το χρήμα, χάνεται η έννοια του ταλέντου. Όποιος στηρίζεται, πάει μπροστά, και όποιος δεν μπορεί να αντεπεξέλθει οικονομικά, μένει πίσω. Κατά πόσο σε έχουν επηρεάσει τα αρμενικά ακούσματα στη μουσική σου: Είχα πάρα πολλά αρμενικά ακούσματα, γενικότερα μου αρέσει η έθνικ μουσική από όλες τις απόψεις, και θεωρώ ότι έχουμε καταπληκτική μουσική. Δεν έχω συνδυάσει αυτά τα ακούσματα, διότι νομίζω ότι για να συνδυάσεις δύο μουσικές πρέπει να είσαι εξαιρετικά προσεκτικός και να καθώς μπορεί το αποτέλεσμα να είναι τις κάνεις να ακουστούν άσχημα. Μελετάω, όμως, πάνω σε αυτό και πάνω στην παραδοσιακή μουσική· τα ηπειρώτικα, για παράδειγμα, είναι στην ίδια μουσική γραμμή με τη μουσική του αρμένικου ντουντούκ, και ένας συνδυασμός αυτού με την Blues, αν γίνει σωστά, μπορεί να οδηγήσει σε ένα πολύ όμορφο δημιούργημα. Το ψάχνω και, ίσως, κάποια να μπορέσω να βγάλω ένα αποτέλεσμα. Πώς ασχολήθηκες με την Blues και τι κοινό θεωρείς ότι μπορεί να έχει με τα αρμενικά παραδοσιακά τραγούδια; Η Blues είναι πολύ αληθινή και, όπως είπα, έμαθα να είμαι αληθινός σε ό,τι κάνω, οπότε με εκφράζει αυτό το είδος. Καλλιτέχνες όπως ο Albert Collins ή ο B.B. Κing, όταν παίζουν, έχουν την ίδια δυναμική με την οποία πρωτάρχισαν. Ο πρώτος μας δίσκος, «Long Way Home», έχει στοιχεία και από Country μουσική, η οποία μου αρέσει πολύ. Αυτά τα είδη, η Blues και η Country μουσική, αποτελούν αφήγηση ιστοριών, χαρακτηριστικό το οποίο έχουμε και εμείς έντονα στη μουσική μας. Παίρνουμε μια κιθάρα και λέμε μια βιωματική ιστορία, είτε είναι για την πατρίδα ή τη χαμένη πατρίδα, είτε για τους φίλους· κι αυτή η ιστορία είναι όσο αληθινή μπορεί να είναι και η μουσική. Αυτό είναι που με τραβάει πολύ. Ποιοι είναι οι μελλοντικοί σας στόχοι σαν μπάντα; Προς το παρόν ετοιμάζουμε το δεύτερό μας δίσκο καθώς και διάφορες εμφανίσεις σε συναυλίες. |