Βαρτάν Αποβιάν Εκτύπωση E-mail

Apovian

Προσπαθώ να προστατεύσω τη μουσική μου
γιατί η αύτη είναι τα συναισθήματά μου

Στον Μάικ Τσιλιγκιριάν

«Ο επισκέπτης από την Αρμενία» η νέα δουλειά του Βαρτάν Αποβιάν, μια μουσική παλέτα ηχοχρωμάτων με έντονο προσωπικό ύφος, ήταν για μας μια έκπληξη. Παρά το γεγονός πως τα 12 αυτά μουσικά «διαμάντια» ήταν ελεύθερα στο διαδίκτυο, μόλις πρόσφατα αντιληφθήκαμε το καταπληκτικό έργο του νέου καλλιτέχνη. Μιλήσαμε με τον Βαρτάν για την νέα του δουλειά, τις καλλιτεχνικές ανησυχίες, για το δύσκολο και μοναχικό δρόμο της έθνικ μουσικής στην Ελλάδα.

---

Πότε ήρθες στην Ελλάδα και πώς γεννήθηκε η αγάπη σου για το ντουντούκ;

Γεννήθηκα στην Αρμενία, αλλά η μία γιαγιά μου είναι Ελληνίδα, και έτσι ήρθαμε το 1993 ως παλιννοστούντες. Με γονείς Αρμένιους, στο σπίτι ακούγαμε αρμενική μουσική. Έτσι, από πολύ μικρός αγάπησα την αρμενική παραδοσιακή μουσική. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι η μουσική ταυτότητα των παιδιών διαμορφώνεται βάσει των ερεθισμάτων που λαμβάνουν από πολύ μικρή ηλικία. Επομένως, η αρμενική παραδοσιακή μουσική μπήκε στις φλέβες μου από τα ακούσματα που είχα σε πολύ μικρή ηλικία.

Μόνος σου έμαθες να παίζεις, δεν είχες δάσκαλο;

Ερωτεύτηκα το ντουντούκ· μου έκανε εντύπωση αυτή η μελαγχολική μουσική που σε ταξιδεύει. Ο παππούς μου έπαιζε ντουντούκ, και είχε φτιάξει και μερικά μόνος του. Το 2004, σε ηλικία 13 ετών, πήγα στην Αρμενία και η Ελληνίδα γιαγιά μου, στην οποία ο παππούς μου είχε εμπιστευτεί τα όργανα που είχε φτιάξει τότε, μου έδωσε δύο ντουντούκ. Είχα αγοράσει και εγώ ένα από την Αρμενία, οπότε το να μάθω αυτό το όργανο έγινε στόχος ζωής.

Μένοντας όμως στην Ξάνθη, ήταν δύσκολο να κάνω μαθήματα. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν διαδικτυακές πλατφόρμες για μαθήματα εξ αποστάσεως. Έτσι, το 2007 ζήτησα από τους γονείς μου να με στείλουν στην Αρμενία για να κάνω μαθήματα ντουντούκ.

Έμεινα εκεί δυο καλοκαιρινούς μήνες και έκανα περίπου 16 μαθήματα. Επομένως, επήλθε μια αλλαγή στον τρόπο που έπαιζα. Μετά από έναν χρόνο έκανα μαθήματα και στην Αθήνα με τον Βαχάν Καλστιάν. Πέρα από αυτά, όμως, είμαι αυτοδίδακτος.

Οι μουσικές μου σπουδές ξεκίνησαν από το μουσικό γυμνάσιο και λύκειο. Στη συνέχεια σπούδασα τεχνολογία ήχου και μουσικών οργάνων στην Κεφαλλονιά και μετά τα τρία χρόνια των σπουδών μου ήρθε η ώρα της πτυχιακής εργασίας.

Αναφέρεσαι στο ντοκιμαντέρ που ετοιμάζεις εδώ και μερικά χρόνια με θέμα το ντουντούκ στην Ελλάδα;

Ναι, αυτό ήταν το θέμα της πτυχιακής μου εργασίας. Με τη σύμφωνη γνώμη του καθηγητή μου, αποφάσισα να κάνω ένα ντοκιμαντέρ. Αυτό, βέβαια, είχε πολλές απαιτήσεις· ένα ταξίδι στην Αρμενία, μια ιστορική αναδρομή για το πώς ήρθε το ντουντούκ στην Ελλάδα… Πρέπει να αναφέρω ότι οι Αρμένιοι που μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή έφτασαν στην Ελλάδα από τα παράλια της Μικράς Ασίας, και γενικότερα από τη Δυτική Αρμενία, είχαν διαφορετικά μουσικά όργανα. Το ντουντούκ έφτασε στην Ελλάδα με τους Αρμένιους οικονομικούς μετανάστες μετά το 1990, με οργανοπαίχτες όπως ο Βαχάν Καλστιάν και ο Ντικράν Σαρκισιάν.

Παλαιότερα, το ντουντούκ δεν ήταν αυτό το γλυκό όργανο, είχε διαφορετικό ήχο. Τα τελευταία χρόνια γνώρισε μεγάλη εξέλιξη. Μετά το 1990 έχουμε πολλούς σημαντικούς οργανοπαίχτες, όπως ο Βατσέ Χοβσεπιάν, ο Τζιβάν Κασπαριάν, ο οποίος διεθνοποίησε το ντουντούκ, ο Λεβόν Μαντογιάν και ο Λεβόν Μινασιάν, γεννημένος στη Γαλλία. Στο ντοκιμαντέρ κάνω ένα ταξίδι στην Αρμενία, όπου μελετώ πώς κατασκευάζεται το ντουντούκ, πού το χρησιμοποιούμε, γιατί στην Αρμενία χρησιμοποιείται ακόμη και στις κηδείες. Μετά δείχνω πώς έγινε γνωστή η αρμενική μουσική στην Ελλάδα. Ο συνδετικός κρίκος είναι ο Αρά Ντινκτσιάν. Η αρμενική μουσική προϋπήρχε του Αρά (ακόμη και ο Νταλάρας είχε τραγουδήσει το «Μπαρντεζούμ»), καθώς η παρουσία της αρμενικής κοινότητας ήταν έντονη. Αλλά η μεγάλη έκρηξη έγινε με το «Μπινγκιόλ», το «Yar ko barak boyin mernem» και διάφορα άλλα κομμάτια του Αρά Ντινκτσιάν, όπως το «Δυνατά δυνατά», που ερμήνευσε η Ελευθερία Αρβανιτάκη. Και κάπως έτσι, την περίοδο 1990 προς 2000, όταν η έθνικ μουσική ήταν μόδα, αγαπήθηκε ιδιαίτερα η αρμενική μουσική, με τους καλλιτέχνες να παίζουν ντουντούκ στην Ελλάδα.

Για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ, συζήτησα με τον Βαχάν Καλστιάν, τον Ντικράν Σαρκισιάν και με δύο ακόμη Έλληνες καλλιτέχνες, τον Σωκράτη Βότσκο και τον Χάρη Π., οι οποίοι προσπαθούν να παίξουν ντουντούκ και έχουν βγάλει και έναν δίσκο όπου παίζουν μουσική με ντουντούκ. Από εκεί και πέρα, κάνω έναν παραλληλισμό, βλέπω την παρουσία της αρμενικής κοινότητας στην Ελλάδα, το πώς γίνονται ένα οι Αρμένιοι με τους Έλληνες. Απόδειξη αυτού είναι ότι διάφοροι Αρμένιοι, όπως ο Ζοζέφ Τερζιμπασιάν και η οικογένεια Τσακιριάν, ασχολούνται με την κατασκευή του βασιλιά των ελληνικών μουσικών οργάνων, του μπουζουκιού.

Έχεις βγάλει έναν δίσκο με δώδεκα έθνικ, τζαζ κομμάτια, με ηχόχρωμα καθαρά αρμενικής μουσικής. Πώς το εμπνεύστηκες; Ο δίσκος κυκλοφόρησε τον προηγούμενο χρόνο, αλλά δυστυχώς δεν είχε την πρόβολη που του άξιζε από αρμενικά και ελληνικά μέσα.

Είναι ο πρώτος μου προσωπικός δίσκος. Εγώ γράφω μουσική για μένα. Είναι η εξωτερίκευση των συναισθημάτων μου, οπότε ήθελα στο ντοκιμαντέρ να προσθέσω ακόμη ένα προσωπικό στοιχείο, τη μουσική μου. Έτσι, ξεκίνησα να γράφω τη μουσική για το ντοκιμαντέρ, το μουσικό χαλί του. Ήθελα να το κάνω αυτό επειδή, σε παγκόσμιο επίπεδο, βλέπουμε πολλούς δίσκους για το ντουντούκ με διασκευές παραδοσιακών ή και σύγχρονων κομματιών. Οπότε σκέφτηκα να προσθέσω έναν δίσκο με νέες συνθέσεις.

Αυτός είναι και ο λόγος που καθυστέρησε το ντοκιμαντέρ. Ως κάποιος που δεν έχει καμία σχέση με την εικόνα (παρόλο που ασχολήθηκα πολύ ψάχνοντας σχετικά), δεν με απασχολούσε τόσο η κριτική σε αυτό το επίπεδο, αφού δεν ήταν ειδικότητά μου. Όμως στο κομμάτι της μουσικής, από τη στιγμή που είμαι οργανοπαίχτης, θα κρινόμουν αυστηρά, οπότε έθεσα πολύ υψηλά τον πήχη.

Έπρεπε να τελειοποιήσω τα κομμάτια και να βρω τους κατάλληλους ανθρώπους που θα πλαισίωναν τον δίσκο. Εκτός από τη Ροζίνα Μαρντιροσιάν και τον Λευτέρη Χαβουτζά, οι υπόλοιποι είναι Έλληνες. Ο δίσκος ονομάζεται «Ο επισκέπτης από την Αρμενία».

«Επισκέπτης» είναι ο ήχος του ντουντούκ, και η «Αρμενία» είναι ο τόπος καταγωγής του.

Αυτά τα δύο θα δημοσιευτούν μαζί; Το όνομα του ντοκιμαντέρ θα είναι το ίδιο με τον τίτλο του δίσκου;

Όχι, ο τίτλος του ντοκιμαντέρ είναι «Η παρουσία του ντουντούκ στην Ελλάδα». Γενικότερα, το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν το οικονομικό. Για το ντοκιμαντέρ προσπάθησα να βρω χορηγούς, τους οποίους ευχαριστώ από την καρδιά μου. Τον δίσκο κατάφερα και τον έβγαλα με την οικονομική υποστήριξη των γονιών μου, μαζί με την προσωπική μου εργασία, γιατί ήθελα να γίνει όσο το δυνατόν καλύτερο ποιοτικά.

Επέλεξα κάποιους μουσικούς που αποτελούν την κύρια μπάντα: τον Γιάννη Καρήγιαννη, τον πιανίστα, τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο, τον ντράμερ, και τον Γιώργο Κωστόπουλο, που παίζει το ηλεκτρονικό μπάσο. Ξεκινήσαμε με λίγες πρόβες και σύντομα μπήκαμε όλοι στο ύφος του δίσκου. Οι μουσικοί πρόσθεσαν και οι ίδιοι στοιχεία σε κάποια κομμάτια και έτσι το αποτέλεσμα είναι ένα πάντρεμα συναισθημάτων πολλών μουσικών.

Η ηχογράφηση έγινε στα στούντιο «Σιέρα», με ηχολήπτη τον Γιώργο Καργιώτη, από τους κορυφαίους στο είδος της έθνικ μουσικής. Ο δίσκος δεν έχει μια συγκεκριμένη ταυτότητα. Δηλαδή, δεν είναι αρμενική παραδοσιακή μουσική ή παραδοσιακότροπη. Έχει πολλά στοιχεία από διάφορα είδη, είτε ροκ είτε τζαζ. Είναι το πάντρεμα όλων των μουσικών που συμμετείχαν, των ιδεών μου και των μουσικών μου ερεθισμάτων.

Στα περισσότερα έργα ξεχωρίζει το αρμενικό ύφος.

Υπάρχει το ντουντούκ, οπότε όλα γυρνάνε γύρω από αυτό. Το παίξιμό μου είναι περισσότερο αρμενικό, μιας και είμαι σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένος από την αρμενική παραδοσιακή μουσική· αλλά είμαι βαθιά επηρεασμένος και από την ελληνική μουσική. Συνεπώς, στο παίξιμό μου συνυπάρχουν διαφορετικά στοιχεία. Αν ένας καλλιτέχνης του ντουντούκ στην Αρμενία ακούσει το παίξιμό μου, καταλαβαίνει ότι δεν είναι αμιγώς αρμενικό, ενώ ένας Έλληνας μουσικός θα καταλάβει πως δεν είναι αμιγώς ελληνικό. Πρόκειται για ένα πάντρεμα δύο ταυτοτήτων· γιατί αισθάνομαι τόσο Αρμένιος όσο και Έλληνας.

Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια;

Προσπαθώ να προστατεύσω τη μουσική μου, να μην την κάνω εμπόρευμα και να μην αλλοιώσω το αποτέλεσμα, γιατί η μουσική είναι τα συναισθήματά μου. Ακούγεται λίγο ρομαντικό, αλλά για εμένα αυτό είναι και συνεπώς προσπαθώ οι κινήσεις μου να είναι πολύ προσεκτικές.

Τους επόμενους μήνες σκέφτομαι να φύγω από την Ελλάδα, γιατί η έθνικ μουσική, πλέον, δεν υπάρχει στην Ελλάδα, είναι λίγοι οι καλλιτέχνες που μπορούν να βιοποριστούν από αυτή.

Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 18 επισκέπτες συνδεδεμένους