Στέφανος Δεκεριάν |
«Στη χώρα μας υπάρχουν αρκετοί πλέον Στην Βερζίν Καραμπετιάν Ο Στέφανος Δεκεριάν, γεννημένος στην Αθήνα, σπούδασε στο ωδείο πιάνο, σύνθεση (με τον Ι. Ιωαννίδη) και ενορχήστρωση. Έχει επίσης παρακολουθήσει και σεμινάρια ανώτερων θεωρητικών και σύνθεσης. Παράλληλα με τη μουσική σπούδασε οικονομικές επιστήμες στην Α.Β.Σ.Π. και το 1976-77 έκανε την πρώτη του δισκογραφική παρουσία ως μέλος του συγκροτήματος «Αγάπανθος». Το 1989 κυκλοφόρησε την πρώτη του προσωπική δισκογραφική δουλειά με τίτλο «Δείγμα Δωρεάν». Έχει γράψει τη μουσική της καθημερινής τηλεοπτικής σειράς του MEGA «Απαγορευμένη Αγάπη». Κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής σου τι μουσικές επιρροές είχες από την οικογένεια, το περιβάλλον και τους φίλους σου; Στο σπίτι υπήρχε πάντοτε ένα ραδιόφωνο, και αργότερα ένα πικάπ, που έπαιζε απαλά μουσική της εποχής (Χατζιδάκι, Πλέσσα, Ξαρχάκο κ.ά.) αλλά και ξένη μουσική, τα λεγόμενα sixties, όπως Beatles, Rolling Stones κ.ά. Ο παππούς μου έπαιζε στα νιάτα του ούτι και τραγουδούσε μέχρι τον πόλεμο. Αφού αυτό κάηκε, δεν ξαναέπαιξε ποτέ παρά μόνο στα οικογενειακά τραπεζώματα, όταν μεράκλωνε και νοσταλγούσε τον τόπο όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Ποιες είναι οι μουσικές σου σπουδές, και πως επηρέασαν τη ζωή σου η ελληνική, η αρμενική και η ξένη μουσική; Ξεκίνησα 13-14 ετών με μια κιθάρα, όπως όλοι σχεδόν της γενιάς μου, την οποία έχω ακόμη. Ήταν το βασικό μου «αξεσουάρ», και δεν έλειπε ποτέ από πάρτι ή σχολική εκδρομή. Τελειώνοντας το γυμνάσιο είπα να ασχοληθώ σοβαρά με τη μουσική, και αποφάσισα, παράλληλα με το πανεπιστήμιο (οικονομικές σπουδές), να γραφτώ στο ωδείο. Εκεί ανακάλυψα έναν διαφορετικό μουσικό κόσμο, μια «άλλη μουσική» που μέχρι τότε αγνοούσα! Έκανα ανώτερα θεωρητικά (αρμονία, αντίστιξη, φούγκα) παράλληλα με το πιάνο και τη σύνθεση, ενώ συμμετείχα και σε ένα masterclass διεύθυνσης ορχήστρας με τον Λ. Χαλκιαδάκη. Έτσι πέρασα από τους Beatles και τον Dylan στη «λόγια» δυτική μουσική, στους Μπαχ και Μπετόβεν αρχικά, στους πιο σύγχρονους στη συνέχεια, αλλά και στην τζαζ αργότερα. Από την ελληνική μουσική, την οποία έφερα μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια, με επηρέασε ο «μάγος» Χατζιδάκις, τον οποίο είχα την τιμή να γνωρίσω στην πορεία και προσωπικά. Με την αρμενική μουσική δεν είχα καμία επαφή πέρα από αυτή του Χατσαντουριάν. Τον Κομιτάς και τον Σαγιάτ Νοβά, που τους είχα ακουστά από το δημοτικό, τους γνώρισα αρκετά αργότερα, όταν ασχολήθηκα με την εθνομουσικολογία. Μίλησέ μας για το συγκρότημα «Αγάπανθος». Την περίοδο της πρώιμης νεότητάς μου συμμετείχα σε διάφορα μουσικά σχήματα και συγκροτήματα της εποχής (δεκαετία του ’70), τα οποία φύτρωναν σαν μανιτάρια σε κάθε γειτονιά, κυρίως στα αστικά κέντρα ανά την Ελλάδα. Τα περισσότερα από αυτά ήταν ερασιτεχνικά. Οι «Αγάπανθος», λοιπόν, που δημιουργήθηκαν γύρω στο 1975, βρέθηκαν στη ζωή μου εντελώς τυχαία, όταν ένας δισκογραφικός παραγωγός που είχε ακούσει τη δουλειά μου μου πρότεινε να με εντάξει στο γκρουπ, το οποίο προόριζε για δισκογραφία! Έτσι, λοιπόν, οι «Αγάπανθος» ήταν το πρώτο μεγάλο σκαλί και σχολείο θα έλεγα, τόσο για το εισιτήριό μου στη δισκογραφία όσο και για τη μετάβασή μου στον επαγγελματικό χώρο της μουσικής και τη γνωριμία μου με τη μουσική βιομηχανία. Συνεργασία με τον Αγκόπ Τζελαλιάν και το τραγούδι Γαραπάγ: πώς γεννήθηκε η ιδέα, πώς ήταν η συνεργασία μαζί του, και τι ανταπόκριση είχε στον κόσμο το συγκεκριμένο τραγούδι; Η συνεργασία με τον Αγκόπ ξεκίνησε πριν από πολλά χρόνια, τουλάχιστον είκοσι πέντε, μέχρι λίγο προτού φύγει από τη ζωή. Στο παρελθόν είχαμε διοργανώσει εκδηλώσεις-συναυλίες με θέμα την αρμενική μουσική. Είχε, μάλιστα, τη φαεινή ιδέα συγγραφής ενός ορατορίου με θέμα την Αρμενία και το Αρτσάχ, κάτι που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ λόγω αναβλητικότητας. Κάποια στιγμή, όμως, μου έδωσε ένα ποίημά του γραμμένο στα ελληνικά για να το μελοποιήσω, και έτσι γεννήθηκε το τραγούδι με τίτλο «Γαραπάγ», το οποίο έπαιζα και εξακολουθώ να παίζω στις συναυλίες ανελλιπώς. Το 2020, και με αφορμή τον πόλεμο του Αρτσάχ, αποφάσισα να το ηχογραφήσω και να το ανεβάσω στο YouTube. Η ανταπόκριση, παρ’ όλες τις θετικές κριτικές, δεν ήταν η αναμενόμενη. Φανταστείτε ότι το έπαιζε σε ζωντανή εκπομπή του ο Δ. Φιλιππίδης στη Νέα Υόρκη την ίδια στιγμή που ντόπιες αρμενικές ιστοσελίδες δεν μπήκαν καν στο κόπο να το αναρτήσουν, με διάφορα προσχήματα! Πιστεύεις ότι τα καλλιτεχνικά δρώμενα αφιερωμένα σε σημαντικά πολιτικά γεγονότα έχουν αντίκτυπο στον κόσμο, ευαισθητοποιούν, επιτελούν τον σκοπό τους; Παλαιότερα ναι· τουλάχιστον μέχρι και επί μεταπολίτευσης, από όσο γνωρίζω. Στην εποχή μας θα έλεγα ελάχιστα έως καθόλου. Τα πάντα είναι καθοδηγούμενα πλέον, και ο κόσμος είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικός. Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις… Ας μιλήσουμε για τις συναυλίες σου αφιερωμένες στη Σμύρνη και στην Αρμενία. Πόσο κοντά είναι αυτές οι μελωδίες και πόσο μακριά οι δύο αυτοί κόσμοι; Οι δύο αυτοί λαοί, Έλληνες και Αρμένιοι, για αιώνες ανέπνεαν τον ίδιο αέρα, πίστευαν στον ίδιο Θεό, μοιράζονταν κοινές αξίες αλλά και έναν κοινό εχθρό που απειλούσε την ελευθερία τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να έρθουν κοντά, ακόμη και τα χρόνια που είχαν πάρει τον δρόμο της προσφυγιάς. Παρ’ όλο που, στην πάροδο του χρόνου, Έλληνες και Αρμένιοι ανέπτυξαν διαφορετική κουλτούρα, αυτό δεν τους εμπόδισε επ’ ουδενί να μοιράζονται κοινά μουσικά ακούσματα, μιας και ζούσαν κάτω από τον ίδιο ουρανό. Αυτό ακριβώς ήθελα να τονίσω (δεν ξέρω αν τα κατάφερα) με το project «Σμύρνη – Αρμενία», την αντιπαράθεση δηλαδή μεταξύ σμυρναίικου και αρμενικού παραδοσιακού τραγουδιού, και όχι μόνο. Χρόνο με τον χρόνο, η έθνικ μουσική κερδίζει συνεχώς έδαφος. Πού στέκεται η αρμενική μουσική στη χώρα μας; Δεν συμφωνώ με τον όρο «έθνικ». Προσωπικά, πιστεύω πως ήταν μια μόδα που αποτελεί πια παρελθόν. Ο σωστός όρος κατ’ εμέ είναι «world», πιο περιεκτικός και ακριβής. Η έθνικ μουσική «επιβλήθηκε» ως μόδα στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης της τέχνης, ενώ η world προϋπήρχε, και υφίσταται ακόμη. Η μόδα του αρμενικού τραγουδιού στη χώρα μας καθιερώθηκε με το «Μένω εκτός» και το «Δυνατά-δυνατά» της Αρβανιτάκη, αλλά αυτή η φάση νομίζω ότι έχει περάσει πια, παρ’ όλο που και τα δύο τραγούδια θεωρούνται διαχρονικά. Πιστεύω πως κάθε μουσική υπάρχει και είναι ζωντανή όταν υπάρχουν οι κατάλληλοι μουσικοί για να την υποστηρίξουν. Και στη χώρα μας υπάρχουν, παρ’ όλες τις δυσκολίες, αρκετοί πλέον μουσικοί για να κρατήσουν ζωντανή την αρμενική μουσική παράδοση. Με τι ασχολείσαι τώρα και ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια; Έχω διάφορα project κατά νου, αλλά αυτό που προέχει, αυτό που έχω βάλει σκοπό τα τελευταία χρόνια και οφείλω να ολοκληρώσω πάση θυσία, είναι ο δίσκος για την αρμενική μουσική από διάφορους ερμηνευτές. Πρόκειται για ένα πολύ ιδιαίτερο project, μοναδικό για τα ελληνικά αλλά και διεθνή δεδομένα, το οποίο αντιμετωπίστηκε με περισσή αδιαφορία κυρίως από υποψήφιους χορηγούς, ηχηρά ονόματα με μεγάλη οικονομική δραστηριότητα, κατά τα άλλα επιφανή μέλη της κοινότητας, για τους οποίους η κάθε μορφή τέχνης, και ο πολιτισμός γενικότερα, συνιστά πολυτέλεια. Δεν έχω παρά να αφιερώσω σε όλους εκείνους το εν λόγω project μόλις αυτό ολοκληρωθεί.
|