Ο Πάνος Εμιρζιάν γεννήθηκε στην Αθήνα και από μικρή ηλικία έδειξε ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία τη φιλοσοφία τη μουσική, το τραγούδι, το σχέδιο και άλλες καλλιτεχνικές εκφράσεις. Με το πέρασμα του χρόνου επιβεβαίωσε την καλλιτεχνική του κατεύθυνση. Σπούδασε φιλοσοφία, τέχνη στο Πανεπιστήμιο της Brera στην πόλη Μιλάνο της Ιταλίας. Θρησκευτικές Επιστήμες στο Seminary της «Maggiore di Roma», πραγματοποιώντας διάφορες ατομικές εκθέσεις σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και ΗΠΑ. Έχει συμμετάσχει στην αποκατάσταση του Μυστικού Δείπνου του Λεονάρντο ντα Βίντσι το1980 στο μοναστήρι της Santa Maria Delle Grazie στην πόλη του Μιλάνου. Για πολλά χρόνια, αφιέρωσε τον εαυτό του στην αποκατάσταση βυζαντινών εικόνων. Από το 1998 έως το 2001, πραγματοποίησε εργασίες συντήρησης κι αποκατάστασης στο επιστημονικό εργαστήριο του Μουσείου του Λούβρου του Παρισιού, που εξειδικεύεται σε έργα αναγεννησιακών ζωγράφων. Σήμερα συνεχίζει να δημιουργεί έργα τα οποία είναι εμπνευσμένα από φιλοσοφικές αναζητήσεις και τα αποδίδει μέσω εικονογραφικού σουρεαλισμού.
Στον Μάικ Τσιλιγκιριάν Μάιος- Ιούλιος 2018, τεύχος 97
Κύριε Εμιρζιάν θα ήθελα καταρχάς να μου μιλήσετε για την οικογένεια σας και για τα παιδικά σας χρόνια. Η οικογένειά μου κατάγεται από το Εσκί-Σεχίρ, οι γονείς μου ήρθαν στην Ελλάδα το 1922 με την Μικρασιατική καταστροφή και εγκαταστάθηκαν στην Καισαριανή. Εκεί γεννήθηκα εγώ το 1953 και δέκα χρόνια αργότερα μεταναστεύσαμε στην Αργεντινή.
Πώς ανακαλύψατε την έφεσή σας για την ζωγραφική και σε ποια ηλικία αρχίσατε αυτήν την κλίση να την μετουσιώνετε σε έργο; Από πολύ μικρός μου άρεσε να ζωγραφίζω. Θυμάμαι ότι σε ηλικία 5 - 6 χρονών άρχισα να κάνω τις πρώτες μου ζωγραφιές, ενώ στο γυμνάσιο διάβαζα βιβλία για την φιλοσοφία της τέχνης, τις τάσεις της ζωγραφικής και άλλα παρόμοια βιβλία. Μόλις τελείωσα το σχολείο στο Μπουένος Άιρες, έφυγα για το Μιλάνο όπου και γράφτηκα στην σχολή Καλών Τεχνών. Κατόπιν πήγα στην Ρώμη, όπου σπούδασα Θεολογία και ασχολήθηκα με την αγιογραφία. Στις δύο αυτές πόλεις γνώρισα ανθρώπους οι οποίοι με βοήθησαν να πραγματοποιήσω τις πρώτες μου εκθέσεις και τότε είναι που άρχισα να γίνομαι γνωστός. Στα τέλη της δεκαετίας ’70 επισκέφθηκα την Μαδρίτη και εκεί με την μεσολάβηση της βασίλισσας Σοφίας –την οποία είχα γνωρίσει στην Ελλάδα σε μικρή ηλικία– συναντήθηκα με τον Σαλβατόρ Νταλί.
Αυτή ακριβώς θα ήταν και η επόμενη ερώτηση μου. Γνωρίζουμε ότι είχατε στενή σχέση με τον Σαλβατόρ Νταλί. Πράγματι, όπως σας είπα, με την μεσολάβηση της βασίλισσας Σοφίας γνώρισα τον Νταλί δίπλα στον οποίο μαθήτευσα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ήταν, πράγματι εμπειρία ζωής το να βρεθώ κοντά σε έναν τόσο μεγάλο καλλιτέχνη, αποκομίζοντας τεχνικές και εμπειρίες τις οποίες δεν θα μπορούσα να αποκτήσω με κανέναν άλλο τρόπο. Πώς θα μπορούσατε να εξηγήσετε το ότι εσείς, που είστε τόσο κοντά στην θεολογική σκέψη και στην χριστιανική τέχνη, ταυτόχρονα παρουσιάζετε έναν σουρεαλισμό ο οποίος παραπέμπει σε μια νεωτεριστική επαναστατικότητα, δημιουργώντας μιαν αντίφαση θα λέγαμε. Είναι αλήθεια ότι η φιλοσοφική μου προσέγγιση είναι πολύ κοντά στον χριστιανισμό, όμως ο καθημερινός αγώνας του ανθρώπου για επιβίωση και δημιουργία πραγματικά με συναρπάζει και με προκαλεί στο να τον παρουσιάσω μέσα από την τέχνη μου. Για παράδειγμα, έχω ένα έργο που φαίνεται ένας άνθρωπος με ένα σουρωτήρι στο κεφάλι του και με αυτό θέλω να δείξω ότι οι άνθρωποι σουρώνουν ή πιο σωστά, φιλτράρουν κάθε σκέψη ή πράξη, αφήνοντας να περάσουν μέσα τους τα καλά και τα σωστά, ενώ τ’ άχρηστα και επιβλαβή μένουν στο σουρωτήρι και τα πετάμε. Είναι θέμα αλληγορίας.
Έχετε ασχοληθεί επίσης με την συντήρηση και αποκατάσταση ζωγραφικών έργων, μια ιδιαίτερα δύσκολη και απαιτητική εργασία. Θα μπορούσατε να μας πείτε λίγα λόγια γι’ αυτό; Ξεκίνησα να ασχολούμαι με την συντήρηση πολλά χρόνια πριν και το 1980 μου προτάθηκε ν’ αναλάβω την αναπαλαίωση και τον καθαρισμό του έργου του Λεονάρντο ντα Βίντσι «Ο μυστικός δείπνος» μαζί με άλλους πέντε καλλιτέχνες. Καταλαβαίνετε ότι μια τέτοια εργασία σε έναν τόσο σπουδαίο πίνακα είναι ταυτόχρονα πρόκληση και τιμή. Αποδέχθηκα την πρόταση, γιατί είχα μελετήσει πολύ τα έργα του Ντα Βίντσι και ήμουν σίγουρος για την επιτυχία της εργασίας, κάτι που τελικά έγινε. Να σας αναφέρω ότι χρησιμοποιήσαμε χρώματα τα οποία τα χρησιμοποιούσε και ο ίδιος ο Ντα Βίντσι δηλαδή από φυτά, αυγά και άλλα φυσικά προϊόντα. Βέβαια, σήμερα με την βοήθεια της τεχνολογίας η εργασία αυτή γίνεται πολύ πιο εύκολα, χωρίς να υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα ζημιάς του έργου. Αμέσως μετά το τέλος του «μυστικού δείπνου» ζήτησε να με γνωρίσει ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ που είχε παρακολουθήσει την δουλειά που είχα κάνει. Πράγματι, πήγα για μια εβδομάδα στο Βατικανό, όπου εκτός από τον Πάπα συναντήθηκα με αξιόλογους μοναχούς και είχαμε μια εποικοδομητική ανταλλαγή απόψεων. Κατόπιν επέστρεψα στην Μαδρίτη, όπου δίδαξα σε διάφορες σχολές.
Πιστεύετε ότι έχετε επιρροές από τον Αρμενικό πολιτισμό και την Αρμενική τέχνη γενικότερα; Οπωσδήποτε κάποιες επιρροές, έστω και ασυναίσθητα, έχω λάβει. Στο έργο μου άλλωστε νομίζω ότι είναι εμφανές τόσο στην τεχνοτροπία όσο και στη σύλληψη.
Ποια είναι τα σχέδια σας για το μέλλον; Δεν έχω κάποιο συγκεκριμένο στόχο ή σχέδιο για το μέλλον. Πιστεύω στα απρόοπτα και στις εκπλήξεις και η ζωή μου είναι γεμάτη απ’ αυτά. Πορεύομαι στον δρόμο που χαράσσει ο Κύριος για εμένα. Αυτό που θέλω και επιδιώκω πάντα, είναι να βοηθάω και να είμαι ωφέλιμος στους ανθρώπους. Για παράδειγμα να σας πω, ότι πριν δύο μήνες σε μια εκκλησία στην Βαλένθια, χάρισα ένα έργο που είχε την Παναγία. Το έργο αυτό μπήκε σαν δώρο σε δημοπρασία, τα κέρδη της οποίας θα πήγαιναν σε άτομα με ειδικές ανάγκες. Αυτό με χαροποιεί περισσότερο απ’ όλα. Ακόμα και ένας διαφορετικός λόγος που θα ακουστεί, μια νέα ιδέα, κάτι πρωτότυπο τέλος πάντων που θα παρουσιάσεις, είναι δώρο για κάποιους ανθρώπους.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να επανέλθω στην γνωριμία σας με τον Νταλί, καθώς δεν γνωρίζουμε πολλούς που είχαν στενή σχέση μαζί του και λίγα λόγια παραπάνω γι’ αυτόν πιστεύω θα ενδιέφεραν τους αναγνώστες μας. Όλοι λένε ότι ο Νταλί σαν καλλιτέχνης ήταν εκκεντρικός. Εγώ επικροτώ αυτή του την εκκεντρικότητα, γιατί με αυτήν παρουσιαζόταν μια αστείρευτη καλλιτεχνική δημιουργία. Σε πολλούς μπορεί να φαινόταν ακόμα και γελοίος, όμως αυτό ήταν μόνο ότι φαινόταν ή ότι άφηνε ο ίδιος να φαίνεται. Άλλωστε έναν καλλιτέχνη και μάλιστα τόσο υψηλού επιπέδου, οι άνθρωποι δεν μπορούν να τον καταλάβουν εύκολα και δεν είναι υποχρεωμένοι βέβαια να τον καταλάβουν. Όπως και να χει, εγώ τον Νταλί τον θεωρώ μια μεγαλοφυΐα, μια διάνοια από τις λίγες που έχουν εμφανιστεί στον καλλιτεχνικό χώρο.
|