Στην Αναΐς Καζαντζιάν Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2015, τεύχος 86 Πως προέκυψε το ενδιαφέρον σας για την ζωγραφική; Από πού πήρατε τα πρώτα σας ερεθίσματα; Εκείνη την εποχή είχαν συγκεντρωθεί στην Αλεξάνδρεια, σπουδαίοι ζωγράφοι από όλα τα μέρη της γης και η ζωγραφική γνώριζε μεγάλη άνθιση. Η Αλεξάνδρεια ολόκληρη ήταν μια γκαλερί. Εγώ, από μικρός θυμάμαι, ότι σε κάθε βιτρίνα που έβλεπα έργα τέχνης σταματούσα για κάποιο λόγο και τα κοίταζα. Μου προκαλούσαν δυνατά συναισθήματα, αλλά χωρίς να ξέρω το γιατί. Μεγαλώνοντας, οι γονείς μου αποφάσισαν να με στείλουν κοντά στον θείο μου, για να μάθω την τέχνη της χρυσοχοΐας. Εκεί άρχισα να σχεδιάζω μοντέλα για κοσμήματα και να τα δίνω σε κάποια εργαστήρια. Ο διευθυντής της KODAK, ήταν φίλος του θείου μου και επισκεπτόταν συχνά το εργαστήριο. Βλέποντας τα σχέδια μου, με συμβούλεψε να πάω και να μάθω ακαδημαϊκό σχέδιο σε κάποια από τις ιδιωτικές σχολές. Έτσι και ξεκίνησα. Σπούδασα 3 χρόνια κοντά στον Σίλβιο Μπίκι. Αυτός με δίδαξε να σχεδιάζω με μολύβι και κάρβουνο, να χρησιμοποιώ γκουάς, παστέλ και λάδια, να ζωγραφίζω μοντέλα και «νεκρές φύσεις». Αμέσως μετά, στα 20 μου, μπήκα στην Σχολή Καλών Τεχνών της Αλεξάνδρειας όπου και σπούδασα για 5 χρόνια ακόμα. Τι αναμνήσεις έχετε από την σχολή; Στην σχολή υπήρχε μια φανταστική ατμόσφαιρα. Ζωγραφίζαμε όλοι μαζί στα εργαστήρια και στα διαλλείματα μαζευόμασταν και αναλύαμε τις τάσεις της ζωγραφικής. Θυμάμαι τότε μας είχαν συναρπάσει οι ιμπρεσιονιστές και αναρτιόμασταν πως μπορούσαν να ζωγραφίζουν αυτά τα μεγαλειώδη έργα. Και μετά την σχολή ; Ακλουθούν εκθέσεις , ταξίδια...; Μετά την Σχολή είσαι χαμένος. Εκεί που πιστεύεις ότι έχεις κάνει τα πάντα, ξαφνικά νοιώθεις ένα μηδενικό. Δεν ξέρεις από πού να αρχίσεις. Εγώ λοιπόν ξεκίνησα να κάνω διαφορετικά πράγματα. Σχεδίαζα έπιπλα, έφτιαχνα βιτρίνες, ασχολήθηκα και με την διαφήμιση. Τα έκανα όμως για βιοποριστικούς λόγους. Αυτά δεν έχουν σχέση με την ζωγραφική και την τέχνη. Η τέχνη σε γεμίζει σαν άνθρωπο. Είναι κάτι το διαφορετικό. Πως προέκυψε η Ελλάδα στην ζωή σας; Γιατί φύγατε από την Αλεξάνδρεια; Εκείνη την εποχή ήταν σαν να έπεσε κάποιο μικρόβιο μέσα στον κόσμο και ο καθένας έφευγε προς άλλη κατεύθυνση όπως για την Αυστραλία, την Αργεντινή και τον Καναδά. Εγώ λοιπόν είχα μια πρόταση να έρθω στην Ελλάδα για δουλειά, από μια Ελληνίδα πολύ φημισμένη στην Αλεξάνδρεια για την φινέτσα, το γούστο της στην διακόσμηση και στις παρουσιάσεις. Έτσι και ήρθα! Ποιες ήταν οι πρώτες σας εντυπώσεις από την Ελλάδα; Το 1962 λοιπόν με το που ήρθα στην Ελλάδα πήγαμε για μια εβδομάδα στην Ύδρα. Αυτό που θυμάμαι, είναι ότι εντυπωσιάστηκα από το τοπίο. Το τοπίο της Ελλάδας έχει μια τρομερή πλαστικότητα, έχει βουνά, έχει κοιλάδες. Κάτι που για μένα ήταν πρωτόγνωρο. Εγώ προερχόμουν βλέπετε από μια χώρα επίπεδη, μία έρημο. Θυμάμαι τότε έκανα συνεχώς βόλτες στην Ακρόπολη, την Πλάκα, τον Παρθενώνα... Και πότε κάνατε την πρώτη σας έκθεση στην Ελλάδα; Στην αρχή όταν ήρθα ξεκίνησα να φτιάχνω τις βιτρίνες επώνυμων καταστημάτων όπως, της Christian Dior, της Lancome, και της Schiaparelli. Έκανα τα πάντα. Από τον σχεδιασμό, την κατασκευή με διάφορα υλικά έως και το στήσιμο. Όλο αυτό το διάστημα δεν εγκατέλειψα όμως πότε την ζωγραφική. Ζωγράφιζα αδιάκοπα. Άρχισα λοιπόν σιγά σιγά να παίρνω μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και να πουλάω κάποια έργα μου. Έλαβα μέρος σε μια ομαδική έκθεση στο Ζάππειο και μετά, το 1964, έκανα την πρώτη μου ατομική έκθεση στην γκαλερί «Ζυγός». Θέλετε να αναφερθείτε λίγο στις επιρροές σας και σε κάποιους ζωγράφους που θαυμάζετε; Αυτήν την στιγμή δεν ξέρω αν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιους. Αυτά που έκαναν οι ιμπρεσιονιστές και οι παλαιότεροι τους, είναι φανταστικά έργα. Διάβασα κάποτε σε ένα βιβλίο, μια ιστορία που αναφερόταν στον Βαν Γκόγκ και τον Γκωγκέν. Ο Βαν Γκογκ ρώταγε τον Γκωγκέν, πώς μπορεί να δουλεύει κλεισμένος ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους και ο Γκωγκέν με την σειρά του ρώταγε τον Βαν Γκόγκ το αντίθετο. Πως μπορεί να δουλεύει έξω με όλες αυτές τις καιρικές συνθήκες, τον αέρα, την βροχή και το κρύο. Η διαφορά μεταξύ τους ήταν πως ο Βαν Γκόγκ ήταν πιο αυθόρμητος και έβαζε τα χρώματα πάνω στο τελάρο του καθοδηγούμενος από το συναίσθημα, ενώ ο Γκωγκέν ζωγράφιζε υπολογίζοντας το που θα βάλει τα «θερμά» και που τα «ψυχρά» του χρώματα. Δηλαδή δούλευε με μαθηματική ακρίβεια. Θεωρώ πως και οι δύο τρόποι είναι σωστοί. Αν με ρωτήσεις ποιόν προτιμώ, τώρα πια θα σου πω τον Γκωγκέν ενώ παλαιότερα σίγουρα θα σου έλεγα τον Βαν Γκόγκ, αφού κι εγώ σε όλη μου την ζωή, δουλεύω στην ύπαιθρο. Μιλήστε μας λίγο για αυτό. Προτιμάτε να ζωγραφίζετε έξω στην ύπαιθρο, παρά τις δυσκολίες που μπορεί να υπάρχουν; Ναι, βέβαια. Θέλω να ξέρω τι συμβαίνει εκεί έξω, μεταξύ βλέμματος και τοπίου. Παρατηρώντας το τοπίο εξασκείται το μάτι και ξυπνάνε τα συναισθήματά μου. Κάτι που θεωρώ σημαντικό στην ζωγραφική μου, είναι η ατμόσφαιρα. Αυτή που υπάρχει στο θέμα μου και πρέπει εγώ να μεταφέρω στον πίνακα. Είναι δύσκολο να το εξηγήσει κανείς με λόγια. Ξέρετε αν με ρωτούσατε τι είναι η τέχνη, δεν θα μπορούσα να σας δώσω μία απάντηση. Η τέχνη δεν εξηγείται. Το ίδιο ισχύει και με το συναίσθημα. Μπορείς να το νοιώσεις αλλά είναι δύσκολο να το εξηγήσεις. Ο αρμένικος πολιτισμός και η τέχνη έχουν επηρεάσει καθόλου την δουλειά σας; Στις εκθέσεις μου ανά τον κόσμο, πάντα με ρωτούσαν οι φίλοι αν θα πάω ποτέ να δουλέψω και στην Αρμενία. Τους απαντούσα πως θα πάω μόλις νοιώσω την ανάγκη. Τελικά για πρώτη φορά πήγα στην Αρμενία το 2000, με αφορμή τα 100 χρόνια από τον θάνατο του Αιβαζόφσκι. Συγκεντρωθήκαμε τότε στην Γιάλτα, Αρμένιοι καλλιτέχνες από όλον τον κόσμο. Ήταν μια φανταστική εμπειρία για μένα. Εκεί λοιπόν εργαστήκαμε όλοι και δωρίσαμε ο καθένας μας, από δύο έργα στο Mουσείο Αιβαζόφσκι. Μετά πήγαμε στο Ερεβάν και επισκεφθήκαμε πολλά μέρη της Αρμενίας. Μου άρεσε πολύ η πρωτεύουσα, αλλά εγώ ήθελα να πάω και στα χωριά, να νοιώσω τους ανθρώπους και να «μπω» στην ψυχή τους. Έτσι, αποφάσισα να ξαναπάω μόνος στην Αρμενία, ώστε να επισκεφθώ και πάλι τα μέρη που με είχαν αγγίξει. Εντυπωσιάστηκα πολύ με τα δύο εκκλησάκια στο Σεβάν και γι' αυτό έμεινα εκεί για 15 ημέρες. Μετά πήγα στο Τιλιτζάν. Έμεινα και εκεί αρκετά. Δούλεψα πολύ στο Σεβάν, το Τιλιτζάν και το Χόρ Βιράμπ, το οποίο με άγγιξε ιδιαίτερα. Συνολικά ζωγράφισα γύρω στα 50 έργα. Μάθαμε πως τον Σεπτέμβρη λάβατε μέρος με ένα τρίπτυχο, σε μια έκθεση Αρμενίων καλλιτεχνών που θα πραγματοποιήθεικε στο Τορόντο, αφιερωμένη στα 100 χρόνια της γενοκτονίας. Θέλετε να μας μιλήσετε λίγο για αυτό; Από μικρός άκουγα συνέχεια στο σπίτι τους γονείς μου και ιδιαίτερα την μητέρα μου, να μιλούν γι΄αυτά τα γεγονότα. Όλες τις ιστορίες που άκουγα τότε, τις είχα πάντα στο μυαλό μου και τις επεξεργαζόμουν, αλλά δεν μπορούσα να τις μεταφέρω στην δουλειά μου, διότι δεν ήταν δικα μου βιώματα. Όσο πλησίαζε η 100η επέτειος της γενοκτονίας, σκεφτόμουν πως έπρεπε οπωσδήποτε να κάνω κάτι. Κάποια μέρα λοιπόν στο Μόντρεαλ, ακούγοντας την είδηση πως κατέστρεψαν την αρμενική εκκλησία και μουσείο των Μαρτύρων της Γενοκτονίας στο Ντερ Ζόρ, γέμισε το μυαλό μου εικόνες από τις αφηγήσεις των γονιών μου. Και έτσι άρχισα να δουλεύω το πρώτο μου έργο. Στην έρημο του Ντερ Ζορ ...., όταν οι άνθρωποι ήταν απελπισμένοι και δεν υπήρχε καμιά ελπίδα σωτηρίας, οραματίζονται έναν άγγελο και τον ακολουθούν. Πίσω από τον άγγελο υπάρχει ένας ιερέας και ο λαός που τον ακολουθεί. Κάποιοι έχουν πέσει κάτω εξουθενωμένοι, άλλοι όμως συνεχίζουν. Όταν τελείωσα το έργο κατάλαβα πως αυτό που ήθελα να εκφράσω δεν είχε τελειώσει ακόμα. Και έτσι συνέχισα. Στο δεύτερο έργο, απεικονίζω έναν άνθρωπο που πεθαίνει στο δρόμο. Κάποιοι σταματούν και άλλοι συνεχίζουν. Η εκκλησία φλέγεται και το φόντο είναι κόκκινο. Και στο τρίτο, θέλω να δείξω ότι έχουν φτάσει ήδη κάπου, αλλά πλέον δεν έχει μείνει τίποτα. Οι μανάδες μαγειρεύουν, αλλά τα παιδιά είναι γυμνά. Ο ιερέας είναι εκεί, αλλά οι εκκλησίες είναι γκρεμισμένες. Η απόδοση είναι κάπως ρομαντική!. Υπάρχει αρκετός συμβολισμός και πολύ αλήθεια!. Τι μήνυμα θα στέλνατε στους νέους ανθρώπους που θέλουν να ασχοληθούν με την ζωγραφική. Δύσκολο να απαντήσει κανείς. Γιατί πλέον δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες και το κατάλληλο περιβάλλον. Στις ακαδημίες σήμερα σε αφήνουν ελεύθερο να κάνεις ότι νομίζεις. Εγώ δεν διαφωνώ με αυτό, αλλά η ακαδημαϊκή διδασκαλία δίνει την κατεύθυνση στους σπουδαστές. Παρόλα αυτά ακόμα και με την ανεργία που υπάρχει σήμερα, αν κάποιος έχει την θέληση και αγαπάει αληθινά την ζωγραφική, μπορεί!. |