Γκαρμπίς Φουρουτζιάν |
Μια πολυσχιδής καλλιτεχνική προσωπικότητα Βερζίν Καραμπετιάν Σημαντικό ρόλο για την πνευματική άνθηση και καλλιτεχνική δημιουργία των Αρμενίων στην ελληνική επικράτεια είχαν κάποιες σπουδαίες προσωπικότητες οι οποίες μέσα από το όραμα και το έργο τους συνέδραμαν στην ευδόκιμη πορεία και στη διατήρηση της ελληνοαρμενικής κοινότητας. Μία από αυτές τις σημαντικές προσωπικότητες ήταν ο Γκαρμπίς Φουρουτζιάν. Γιος του ψάλτη και ζωγράφου Μικιρντίτς Φουρουτζιάν και της δασκάλας Ζαμπέλ Σεντεφιάν, ο Γκαρμπίς ήρθε στον κόσμο το 1925 στην Αθήνα, κατά τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των Αρμενίων στην Ελλάδα, σε ένα σπίτι που χρησιμοποιούνταν ως σχολείο και εκκλησία αρμενοκαθολικών. Από μικρός έψελνε μαζί με τον πατέρα του στην αρμενοκαθολική εκκλησία του Φιξ και παρακολουθούσε μαθήματα βιολιού και μουσικής θεωρίας. Το μεγάλο ταλέντο του και στην υποκριτική ξετυλίχθηκε στην τελευταία τάξη του αρμενοκαθολικού δημοτικού σχολείου, με τον ρόλο που ενσάρκωσε στη θεατρική παράσταση. Σημαντικό κομμάτι στη ζωή του υπήρξε και ο αθλητισμός, με τη συμμετοχή του στον αθλητικό σύλλογο Χομενετμέν. Ήταν ενεργό μέλος στις ομάδες ποδοσφαίρου, βόλεϊ και κολύμβησης του συλλόγου, ενώ κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο στη σκυταλοδρομία στους πανελλαδικούς γυμναστικούς αγώνες στο Πανελλήνιο Στάδιο της Αθήνας. Η αθλητική του δραστηριότητα σταμάτησε δυστυχώς άδοξα εξαιτίας ενός ατυχήματος που προκάλεσε μια μικρή αναπηρία στο πόδι του και μια πολύ μεγαλύτερη πληγή στην ψυχή του. Με έντονη την αρμενική συνείδηση, υπήρξε για πολλά χρόνια βαθμοφόρος των Αρμενίων προσκόπων Ελλάδος και μέλος της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας, αρχικά στη νεολαία και αργότερα σε όποια άλλη θέση μπορούσε να προσφέρει. Η πιο σημαντική συνεισφορά του Γκαρμπίς Φουρουτζιάν ήταν η εθελοντική του προσφορά και αφοσίωση στον αρμενικό πολιτισμό της κοινότητάς μας. Με το βιολί και το μπουζούκι του —αυτοδίδακτος— πλαισίωσε πολλές φορές αρμενικά συγκροτήματα σε οπερέτες και μουσικές εκδηλώσεις, ενώ ήταν και μέλος της χορωδίας του πολιτιστικού συλλόγου Χαμασκαΐν, υπό τη διεύθυνση του συνθέτη και μαέστρου Αγκόπ Παπαζιάν. Ο μαέστρος αναφερόταν με θαυμασμό στο εξαίρετο αφτί και στη μουσική του δεκτικότητα, επισημαίνοντάς του ότι θα έπρεπε να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική και το θέατρο. Μέχρι το τέλος της ζωής του, η μεγάλη αγάπη του Γκαρμπίς Φουρουτζιάν παρέμεινε το θέατρο. Από το 1949 πρωταγωνίστησε και διέπρεψε σε πολλές αρμενικές θεατρικές παραστάσεις, όπως «Η αθάνατη φλόγα», «Μωρό μου», «Ντιουράν Ντιουράν», «Ο επιθεωρητής», «Τσαρσιλί Αρτίν Αγά» και πολλές άλλες, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του μεγάλου θεατρανθρώπου της κοινότητάς μας Αρσαβίρ Καζαντζιάν, λαμβάνοντας άριστες κριτικές από τον αρμενικό Τύπο της εποχής. Η πρώτη του επιτυχημένη σκηνοθετική απόπειρα ήταν το 1967, όταν ανέβασε την παράσταση «Μωρό μου» στην αίθουσα της αρμενοκαθολικής εκκλησίας, και μερικούς μήνες αργότερα στο θεατρόφιλο κοινό της Θεσσαλονίκης, με πολύ μεγάλη επιτυχία. Ακολούθησαν και άλλες, με τη δική του σκηνοθετική καθοδήγηση και την ανάλαφρη και συνάμα σύγχρονη προσέγγισή του, αναδεικνύοντας το φυσικό παίξιμο των ερασιτεχνών ηθοποιών. Παραστάσεις όπως «Φωνάζει ο κλέφτης», «Ζητείται ψεύτης», «Πόσο δύσκολο είναι να πεθαίνεις» επαινέθηκαν από τον Τύπο και καταχειροκροτήθηκαν από το αρμενικό κοινό. Το 1959, ο Γκαρμπίς παντρεύτηκε την Αναΐτ Μαργκοσιάν και απέκτησαν μαζί την Αλίς Φουρουτζιάν. Ο πατέρας, ως πολυδιάστατη καλλιτεχνική προσωπικότητα, καθοδήγησε και δίδαξε φωνητική στην προικισμένη κόρη του κατά τα πρώτα βήματά της, και έτσι εκείνη ακολούθησε στο μέλλον μια επιτυχημένη καριέρα στον χορό και στο τραγούδι. Η πολυσχιδής αυτή προσωπικότητα, εκτός από τη μουσική, το τραγούδι, την ηθοποιία και τη σκηνοθεσία, ασχολήθηκε με μεταφράσεις θεατρικών έργων, αλλά διέπρεψε και στη συγγραφή πολλών θεατρικών έργων και μονόπρακτων. Το 1975, βαθύτατα επηρεασμένος από τις πολιτικές εξελίξεις στην πατρίδα του —με τον έντονο αγώνα της Διασποράς για τη δικαίωση του αρμενικού λαού, για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων, και για τη διεκδίκηση των κατεχόμενων αρμενικών εδαφών από τους Τούρκους—, έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργο «Μάρτυρες ήρωες» (Նահատակ Հերոսներ). Έντονα επαναστατικό έργο με εμφανή τα στοιχεία της δικαίωσης και της διεκδίκησης, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά υπό την αιγίδα του πολιτιστικού συλλόγου Χαμασκαΐν, με δική του σκηνοθεσία. Πλήθος κόσμου, ανάμεσά τους και η αρμενική νεολαία, ενθουσιάστηκε και κυρίως ταυτίστηκε με το όραμά του και τον προσωπικό του αγώνα για μια ελεύθερη και ανεξάρτητη πατρίδα. Το 1977, με το επόμενο έργο του με τίτλο «Βάζκα», ένα έργο βαθύτατα επηρεασμένο από τη διατήρηση της αρμενικής ταυτότητας και συνείδησης, την οποία και υποστήριζε έντονα, προσπάθησε να αφυπνίσει το αρμενικό κοινό, κυρίως το νεαρό κόσμο. Δυστυχώς, αυτό το έργο δεν πρόλαβε να το παρουσιάσει στο κοινό. Το 1978 έγραψε το «Θύμα ή θύτης», ένα αστυνομικό έργο με σασπένς και ανατρεπτικό φινάλε, το 1983 το «Μια παράξενη ένωση», και άφησε μισοτελειωμένη μια αρμενική επιθεώρηση που σκιαγραφούσε με γλαφυρό τρόπο την πραγματικότητα της ελληνοαρμενικής κοινότητας εκείνης της εποχής. Τα επτά μονόπρακτα που έγραψε παρουσιάστηκαν ξεχωριστά και σε αρμενικές πολιτικές εκδηλώσεις αλλά και μέσω του συλλόγου Χαμασκαΐν, με την ένθερμη συμμετοχή της προνεολαίας και της νεολαίας του κόμματος «Τασνάκ», υπό τις δικές του σκηνοθετικές οδηγίες.Τον χαροποιούσε ιδιαίτερα να δουλεύει με τη νεολαία, τους «συνεχιστές» όπως τους αποκαλούσε, δίνοντάς τους την ευκαιρία να ανέβουν στη θεατρική σκηνή και σκηνοθετώντας περισσότερο τον ενθουσιασμό παρά το ταλέντο τους. Η πολυδιάστατη, πολυτάλαντη, ευφυής, με χιούμορ και ταγμένη στον σκοπό της προσωπικότητα έφυγε από τη ζωή το 1986. Τίποτα δεν είναι αιώνιο παρά μόνο η μνήμη, και ο Γκαρμπίς Φουρουτζιάν θα παραμείνει στη μνήμη και στις καρδιές μας, με τη μεγάλη συμβολή του στην αρμενική θεατρική σκηνή της Ελλάδας και με την παρακαταθήκη των αρμενικών έργων που άφησε. |