Ζανσέμ Οβαννές Σεμερτζιάν |
Ένας ζοφερός κόσμος Αντρανίκ Οβακιμιάν
«Γεννήθηκα στο Σελέζ, ένα χωριό της Προύσας που βρίσκεται πολύ κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί όπου γεννήθηκε και ο μεγάλος συγγραφέας μας Αγκόπ Οσαγκάν. Το 1919 οι ΄Ελληνες ελπίζοντας ότι θα πάρουν πίσω την Αγιά Σοφιά, απώθησαν τους Τούρκους περίπου μέχρι το χωριό μας. Εμείς φυσικά ήμασταν στο πλευρό των Ελλήνων, αλλά δυστυχώς άλλαξαν πολύ γρήγορα τα δεδομένα. Με τη βοήθεια των μεγάλων δυνάμεων, οι Τούρκοι αντεπιτέθηκαν το 1922 στους Έλληνες και τους Αρμένιους που ζούσαν γύρω από αυτές τις περιοχές. Τραπήκαμε όλοι σε φυγή. Στο δρόμο προς τη σωτηρία πολλοί έπεφταν μέσα στη θάλασσα για να γαντζωθούν ίσως σε κάποια βάρκα και να περάσουν στην αντίπερα όχθη. Εγώ ήμουν τότε τριών ετών. Ο ουρανός ήταν κατακόκκινος, η θάλασσα πρασινωπή, παντού έβλεπες αίματα, φλόγες, πυρκαγιά» Κάπως έτσι λοιπόν κατάφερε και ο Οβαννές Σεμερτζιάν -γνωστός αργότερα ως Ζανσέμ- να περάσει με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη. Εκεί μαθήτευσε στη σχολή Γκιουλμπενκιάν όπου από πολύ νωρίς ξεχώρισε για την κλήση του στη ζωγραφική. Το 1931, μετά το θάνατο του συζύγου της, η μητέρα του, σκοπεύοντας να γιατρέψει το σπασμένο πόδι του παιδιού της, μετακομίζει με την υπόλοιπη οικογένεια στη Γαλλία και εγκαθίσταται στο προάστιο Ισί λε Μουλινό, του Παρισιού. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, ο νεαρός Οβαννές θέλοντας να εμπλουτίσει τις γνώσεις του στη ζωγραφική, ξεκινά να παρακολουθεί μαθήματα στις ανεξάρτητες σχολές του Μονπαρνάς και του Μαραί. Μαθαίνει πολλά δίπλα στο συμπατριώτη του Αριέλ Ατζεμιάν, ενώ μεγάλη αποκάλυψη γι’ αυτόν αποτελούν τα έργα του Πικάσσο. Στο Λούβρο, έρχεται σε επαφή με ένα από τα έργα του Ντελακρουά και συγκλονίζεται. Το έργο αυτό μοιάζει να είναι βγαλμένο από τα τραγικά βιώματα των παιδικών του χρόνων. Πριν συμπληρώσει καλά - καλά τα δεκαέξι, γίνεται δεκτός στη φημισμένη Ecole des Arts Decoratifs (Ανώτατη Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών). Τα πρώτα χρόνια της καλλιτεχνικής του ζωής ασχολείται κυρίως με τις διακοσμητικές τέχνες, σχεδιάζοντας υφάσματα και έπιπλα αλλά το πραγματικό του πάθος παραμένει πάντα η ζωγραφική. Το 1944 παίρνει μέρος στο «Σαλόνι των Ανεξάρτητων Καλλιτεχνών», ενώ τη δεκαετία του ‘50 ακολουθεί η βράβευση και καταξίωση του σε Γαλλία, Ευρώπη αλλά και Μεξικό όπου κερδίζει το βραβείο Κομπαρεζόν (Comparaison). Ο κόσμος του Ζανσέμ μοιάζει πάντα θλιβερός. Στους πίνακές του διακρίνει κανείς, χλωμά, σκυθρωπά, ταλαιπωρημένα πρόσωπα, κουρελιασμένα ρούχα και αποστεωμένες φιγούρες. Ένας ζοφερός κόσμος που ο καλλιτέχνης αποδίδει με έργα υψηλής αισθητικής. Επηρεασμένος από τα ταξίδια του σε Βενετία, Ισπανία και Ελλάδα ζωγραφίζει επίσης παλιάτσους, αρλεκίνους, γόνδολες, ψαράδες και ταυρομάχους ενώ γοητεύεται και από την αιθέρια και αρμονική κίνηση του σώματος στον κλασικό χορό. Από πολύ μικρός ο καλλιτέχνης ονειρευόταν πάντα να αποδώσει στα έργα του τις ιστορίες που του διηγιόταν η μητέρα του, για τις διώξεις που υπέστησαν στα χωριά της Ανατολίας, τις κρεμάλες των συγγενών του και για την εξοντωτική πορεία που έκανε με τον πατέρα του ως τη Βαγδάτη. «Χρόνια ολόκληρα δεν τολμούσα καν να αγγίξω αυτό το θέμα. Θεωρούσα ότι είναι πολύ δύσκολο να εκφράσει κανείς την τραγικότητα όλων αυτών των γεγονότων μέσω της ζωγραφικής. Ξαφνικά, συνειδητοποίησα ότι γερνάω και σκέφτηκα ότι πρέπει πάση θυσία να ασχοληθώ με αυτό το θέμα», εξομολογείται ο ίδιος. Τότε ήταν που ο καλλιτέχνης ξεκίνησε να ζωγραφίζει μία σειρά από έργα που ονόμασε «Σφαγές» και εξέθεσε με μεγάλη επιτυχία στο Παρίσι και στην Αρμενία. «Βλέποντάς τα έργα μου στο Τζιτζερναγκαπέρτ, σκέφτηκα πως αυτά τα έργα ανήκουν σε αυτό το χώρο», εξηγεί ο ίδιος. Έτσι, τα δώρισε στο «Μουσείο της Γενοκτονίας» του Ερεβάν και γι’ αυτόν τον λόγο βραβεύτηκε με το παράσημο «Μεσρόπ Μαστότς». Ο Ζανσέμ - «miserablist» (ζωγράφος της δυστυχίας) σύμφωνα με τους γάλλους κριτικούς - έκανε δεκάδες ατομικές εκθέσεις σε Παρίσι, Νέα Υόρκη, Σικάγο, Λονδίνο, Τόκυο, Ρώμη, Βρυξέλλες, Λοζάνη, Βηρυτό και αλλού. Πολλά από τα έργα του φιλοξενούνται σήμερα σε μουσεία της Ευρώπης, των Η.Π.Α και της Αρμενίας, ενώ υπάρχουν και δύο μουσεία αφιερωμένα σ’ αυτόν στην Ιαπωνία. Το 2003 τιμήθηκε από τη Γαλλία για την προσφορά του στις τέχνες και τον πολιτισμό, με τον τίτλο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής (Legion d’honneur), ενώ το 2010 με αφορμή τα 90α του γενέθλια βραβεύτηκε από την Αρμενία για τη συμβολή του στη μακροημέρευση των αρμενο - γαλλικών σχέσεων. Ο Οβαννές Σεμερτζιάν έφυγε από κοντά μας πλήρης ημερών, πριν από λίγες ημέρες (27 Αυγούστου 2013), αφήνοντας πίσω του μια τεράστια κληρονομιά. |