Χοβσέπ Πούσμαν |
Κείμενο: Ναρέ Γκαριμπιάν Μετάφραση: Μίκυ Μοβσεσιάν Απρίλιος - Ιούνιος 2013 τεύχος 77 Φως Ψηλαφητό Ο Χοβσέπ Πούσμαν υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους αρμενίους ζωγράφους. Γεννήθηκε το 1877 και έγινε γνωστός χάρη στην ιδιαίτερη τεχνοτροπία του να χρησιμοποιεί το χρώμα σαν να δουλεύει με το φως, το ψηλαφητό φως του Πούσμαν…
Ο Χοβσέπ Πούσμαν κατάφερε να συλλάβει την αντιφατική υπόστα-ση του φωτός, αέρινη με το προτέρημα της μονιμότητας, το οποίο καθορίζει με λεπτότητα τα περιγράμματα και τις αποχρώσεις και να γίνεται απτό. Είχε την ικανότητα να εκφράζει την ενδότερη υπόσταση κάθε ανθρώπινου μοντέλου ή αντικειμένου που απεικόνιζε. Το ψηλαφητό φως του Πούσμαν είναι εμφανές στις προσωπογραφίες και τις νεκρές φύσεις του. Ο Αρσάκ Τσομπανιάν, στενός φίλος του ζωγράφου, είχε αναφέρει ότι η τέχνη του είναι «εκφραστική, όπως η ευαίσθητη ποίηση». Το έργο του Χοβσέπ Πούσμαν είναι ξεχωριστό, διότι «χρησιμοποιεί το χρώμα σαν να δουλεύει με το φως και όχι με την μπογιά. Υπάρχει κάτι το πνευματικό στον τρόπο που χειρίζεται τους τόνους, διαφορετικό από οποιονδήποτε άλλο σύγχρονο ζωγράφο. Η μυστηριώδης γοητεία του χρώματος αναμιγνύεται και συνυφαίνεται σε μία σειρά πολύπλοκων και αξιόλογων σχημάτων. Διεισδύει σε κάθε έργο του, εντυπωσιάζοντας το θεατή, όπως το παιχνίδι του φωτός του ουράνιου τόξου, το στραφτάλισμα των λεπιών ενός φιδιού ή η πύρινη λάμψη συσσωρευμένων κοσμημάτων» (Το Αρμενικό Πνεύμα στην Τέχνη, περιοδικό: The Fine Arts Journal, Σεπτέμβριος 1919). Μία από τις προσωπογραφίες του Πούσμαν, γνωστή με το όνομα: «Το Νυφικό Πέπλο», παρουσιάζει μία όμορφη κοπέλα η οποία φέρει σάλι ζωηρού κόκκινου χρώματος, πασπαλισμένο με κόκκους κίτρινου και χρυσού. Το φως εκπέμπεται από τις πτυχές του ρούχου, καλύπτοντας τις σκούρες πλεξούδες της. Τα εκφραστικά της μάτια ατενίζουν ευθεία μπροστά. Τα κρεμεζιά της χείλη είναι παγωμένα. Είναι μία παράθεση φωτός, χρώματος και σύνθεσης. Στις προσωπογραφίες γυναικών, ο Πούσμαν ενέμενε προσεκτικά στις λεπτομέρειες της καταγωγής, των ενδυμάτων, του χτενίσματος και του βλέμματος. Κάθε μοντέλο γινόταν ένα διακριτικό έμβλημα της χώρας, το οποίο κατονομαζόταν στον τίτλο και απεικονιζόταν πολιτισμικά, με ιδιαίτερα χρώματα και ψυχή. «Ο Πούσμαν διάβαζε το Κοράνι και εξερευνούσε διεξοδικά διάφορες μορφές τέχνης» Ένας από τους αγαπημένους και σεβαστούς φίλους του Πούσμαν ήταν ο Αρσάκ Τσομπανιάν, έξοχος συγγραφέας, μεταφραστής, κριτικός της λογοτεχνίας και ακτιβιστής. Πίστευε ότι ο Πούσμαν ήταν ικανός να μεταφέρει με αυθεντικότητα στον καμβά τον πολιτισμό της Άπω Ανατολής και της Ασίας, πράγμα στο οποίο είχαν αποτύχει πολλοί διάσημοι ευρωπαίοι καλλιτέχνες. Ο Πούσμαν διάβαζε το Κοράνι και εξερευνούσε διεξοδικά διάφορες μορφές τέχνης, ερευνώντας βαθιά στην καρδιά του μη ευρωπαίου καλλιτέχνη, ανασκάπτοντας τα γνήσια χρώ-ματα, το μοναδικό άρωμα ζωής και τη συνδεδεμένη με τη γενναιοδωρία της φύσης νοοτροπία της ιδιαίτερης κουλτούρας του. Οι νεκρές φύσεις του Πούσμαν σε ανατολίτικο ύφος, ήταν συνθέσεις αντικειμένων της αρχαιότητας, αγαλμάτων του Βούδα, θεοτήτων, χαραγμένων φιγούρων Αγίων του 13ου και 14ου αιώνα της Γαλλίας, πιάτων από το Σουλταναμπάντ και βιβλίων, όλα με φόντο στοιχεία της βουδιστικής πνευματικής τέχνης, καθώς και παλιά χαλιά τοίχου και υφαντά από τη συλλογή του. «Τα Ρόδα του Χθες» είναι μια νεκρή φύση σε κίνηση. Σ’ αυτήν, μια ακτίνα φωτός απλώνεται απαλά πάνω στην παλαιά ταπισερί, φωτίζοντας ένα τουρκουάζ πιάτο που ακουμπά στον τοίχο και ένα μικρό αγαλματίδιο, ελαφρώς κρυμμένο στις σκιές, ενώ το μάτι οδηγείται στο κεντρικό σημείο, ένα γυάλινο βάζο με δύο μαραζωμένα τριαντάφυλλα, με τα πέταλα έτοιμα να πέσουν. Είχε αφιερώσει δύο έργα από τις νεκρές φύσεις του, στον πέρση ποιητή Ομάρ Καγιάμ. Το πρώτο με το όνομα «Παλιό Περσικό Βιβλίο» και το δεύτερο το «Βιβλίο του Ομάρ». Ο Χοβσέπ Πούσμαν γεννήθηκε στο Ντικραναγκέρντ της Δυτικής Αρμενίας, στις 9 Μαΐου του 1877. Σε νεαρή ηλικία, μετακόμισε με την οικογένειά του στην Κωνσταντινούπολη, όπου, στην ηλικία των έντεκα, έγινε δεκτός στην Αυτοκρατορική Ακαδημία καλών Τεχνών, για να σπουδάσει ζωγραφική και γλυπτική. Η οικογένεια Πούσμαν μετανάστευσε στην Αμερική το 1896, για να αποφύγει τις σφαγές του Χαμίτ. Εγκαταστάθηκαν στο Σικάγο, όπου είχαν μεταναστεύσει ήδη οι μεγαλύτεροι αδελφοί του και είχαν ιδρύσει την εταιρεία «Pushman Brothers of Chicago» εμπορίας ταπήτων Ανατολής. Ο Χοβσέπ δούλεψε για τα αδέλφια του στην οικογενειακή επιχείρηση, συνεχίζοντας παράλληλα τις σπουδές του στη ζωγραφική, ενώ δίδαξε και στην ακαδημία Σμιθ του Σικάγου. Έλαβε υψηλές διακρίσεις, βραβεία και το χρυσό μετάλλιο στο διαγωνισμό της ακαδημίας του 1903. Το 1910, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι μαζί με τη σύζυγό του Χούλια και τους γιους του, Αρσέν και Αρμάντ, με σκοπό να αφιερωθεί στη ζωγραφική, υπό την καθοδήγηση των μεγάλων δασκάλων της ακαδημίας Τζούλιαν. Το ιδιαίτερο ταλέντο του Πούσμαν, να δουλεύει με άριστη δεξιοτεχνία το φως και το χρώμα, έδωσε γρήγορα καρπούς, με πολυάριθμα βραβεία και αποδοχή στην Ετήσια Έκθεση Γάλλων Καλλιτεχνών στο Παρίσι, όπου οι πίνακές του κέρδισαν χάλκινα, αργυρά και χρυσά μετάλλια. Για μια ακόμα φορά, η ζωή της οικογένειας αναστατώθηκε με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Επέστρεψαν στο Σικάγο, όπου ο Πούσμαν ίδρυσε μια γκαλερί και άρχισε να προετοιμάζεται για τις μελλοντικές του εκθέσεις. Η πρώτη του έκθεση στο Ινστιτούτο Τέχνης του Μιλγουώκι το 1915, είχε μεγάλη επιτυχία, την οποία ακολούθησαν περιοδείες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Για λόγους υγείας και ανάπαυσης, η οικογένεια εγκαταστάθηκε για τρία χρόνια στο Ρίβερσαϊντ της Καλιφόρνιας. Το γραφικό ξενοδοχείο Mission Inn έγινε το επίκεντρο της καλλιτεχνικής ζωής του Πούσμαν και δύο έργα του, τα πορτραίτα των Ανν Ρίτσαρντσον και Χένρυ Μίλλερ, αδελφών ιδιοκτητών του ξενοδοχείου, είναι εκτεθειμένα σήμερα μόνιμα στο μουσείο που στεγάζεται σε αυτό. Με το πέρας του πολέμου, η οικογένεια Πούσμαν επέστρεψε στο Παρίσι, όπου βρίσκονταν όλα τους τα υπάρχοντα και οι πίνακες. Εκεί, ξανάρχισε την ενεργή καλλιτεχνική ζωή, με επιτυχημένες εκθέσεις στις γκαλερί Georges Petit και Bernheim Jeune. Στα χρόνια εκείνα, το σπίτι τους είχε μετατραπεί σε κέντρο της αρμενικής πολιτιστικής δραστηριότητας του Παρισιού. «Ο Χοβσέπ Πούσμαν ίδρυσε την «ομάδα Ανί» με σκοπό να βοηθήσει τους καλλιτέχνες της Αρμενίας» Πολλοί τους επισκέπτονταν σε εβδομαδιαία ή μηνιαία βάση, όπως διάφοροι ευυπόληπτοι συγγραφείς, ανάμεσά τους ο Αρσάκ Τσομπανιάν, η Ζαμπέλ Εσσαγιάν, ο Αλεξάντρ Σιρβανζάντε (Μοβσεσιάν), καθώς επίσης και ζωγράφοι που ζούσαν και δημιουργούσαν στο Παρίσι, όπως οι Σαρκίς Χατσατουριάν, Αλχαζιάν, Αταμιάν και Μαρτιρός Σαριάν. Ειδικά ο τελευταίος ήταν εντυπωσιασμένος από τις εκθέσεις του Πούσμαν στο Παρίσι και τη λεπτότητα των έργων του. Όταν έγινε έκκληση από την Αρμενία για υλικά ζωγραφικής με σκοπό να βοηθηθούν οι αρμένιοι καλλιτέχνες, ιδρύθηκε η «Ομάδα Ανί», υπό την έμπνευση και καθοδήγηση του Χοβσέπ Πούσμαν. Σκοπός της ένωσης ήταν να προμηθεύονται οι συνάδελφοι τους στο Ερεβάν τα απαραίτητα υλικά για τη ζωγραφική. Τα μέλη της «Ομάδας Ανί» ήταν οι Χούλια και Χοβσέπ Πούσμαν, Βαβά και Σαρκίς Χατσατουριάν, Εντγκάρ Τσαχίν, Εντβάρ Αταμιάν, Αλχαζιάν και Μαρντιρός Σαριάν. Το 1926, Ο Χοβσέπ Πούσμαν επέστρεψε στις ΗΠΑ, για να συνεχίσει το έργο του στη Νέα Υόρκη. Το όνομά του συνδέθηκε με τις αίθουσες τέχνης Grand Central Art Gelleries. Το περιοδικό Τάιμ στο τεύχος της 28ης Σεπτεμβρίου 1942 έγραφε ότι: «Το 1932, στη μεγάλη πτώση των οικονομικών δεικτών στην Αμερική, δεκαέξι πίνακες του Πούσμαν τέθηκαν προς πώληση στις εν λόγω γκαλερί του Μανχάταν. Σε εικοσιτέσσερις ώρες, είχαν πουληθεί και τα δεκαέξι έργα, σε τιμές από $3.500 έως $10.000, πράγμα που τον έκανε να θεωρείται ως ο πιο ακριβοπληρωμένος ζωγράφος ανά τετραγωνική ίντσα στις Ηνωμένες Πολιτείες». Ο Χοβσέπ Πούσμαν μοιράστηκε με τον Μαρντιρός Σαριάν το όνειρο του να χτίσει κάποτε το δικό του σπίτι στην Αρμενία. Σύντομα μετά από αυτό, ο Σαριάν έγραψε ένα γράμμα στις αρχές του Ερεβάν, συμβουλεύοντας να αγοράσουν τους πίνακες του Πούσμαν. Μετά το θάνατό του το 1966, οι γιοι του Πούσμαν, Αρσέν και Αρμάντ, δώρισαν τέσσερις πίνακες του πατέρα τους στην Εθνική Πινακοθήκη της Αρμενίας. Ο Πούσμαν είχε καταφέρει «να επιστρέψει» στην πατρίδα. Φανταστείτε μία νεκρή φύση με μια μικροσκοπική παλέτα ζωγράφου να ακουμπά σε ένα αρμενικό υφαντό χαλί, περιτριγυρισμένη από μια έκρηξη φωτός, σε άμεση σχέση με ένα κλωνάρι ροδιάς, μέσα σε ένα λεπτοκαμωμένο πήλινο βάζο. Ο Πούσμαν εναντίον της εταιρείας εκδόσεων τέχνης New York Graphic Society Inc . Το Εφετείο του Ανώτατου Δικαστηρίου της Νέας Υόρκης εξέτασε την υπόθεση του Πούσμαν εναντίον της εταιρείας εκδόσεων τέχνης New York Graphic Society Inc., στις 8 Δεκεμβρίου του 1941 και εξέδωσε την απόφασή του στις 15 Γενάρη του 1942. Ο Χοβσέπ Πούσμαν παρουσίασε τον πίνακά του «Όταν το Φθινόπωρο είναι εδώ» στις αίθουσες τέχνης Grand Central Art Gelleries, στη Νέα Υόρκη, με σκοπό να τον πουλήσει στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις προς $3.600. Το Πανεπιστήμιο του Ιλινόις, κατόπιν, πούλησε τα δικαιώματα αναπαραγωγής στην New York Graphic Society Inc., χωρίς την άδεια του Πούσμαν. Ο Πούσμαν κατέθεσε μήνυση ώστε να προλάβει την αναπαραγωγή του πίνακα. Η αρχική δικαστική απόφαση ήταν δυσμενής για τον Πούσμαν. Μετά το θάνατό του όμως το 1966, η υπόθεση επανήλθε και η απόφαση ανετράπη. Έτσι, η υπόθεση του Πούσμαν λειτούργησε ως δεδικασμένο για τη νομοθετική πράξη του 1976, περί πνευματικών δικαιωμάτων με την οποία τέθηκαν τα πρότυπα κατοχύρωσης για καλλιτέχνες και εκδότες. |