Ιβάν Αϊβαζόβσκι: Η Δημιουργία της Θάλασσας |
Χοβαννές Αϊβαζόβσκι
Περιοδικό “Ερεβάν”- Φλεβάρης 2012 Κείμενο: Σαχέν Χατσαντριάν, Ελεονόρα Μαλχασιάν Μετάφραση:Μίκυ Μοβσεσιάν Iανουάριος – Μάρτιος 2013 τεύχος 76 Ο Ρώσος αυτοκράτορας Νικόλαος ο 1ος ρώτησε κάποτε τον Ιβάν Αϊβαζόβσκι σε ένα συμπόσιο, ποια ήταν η κύρια πηγή έμπνευσης για τους πίνακές του. «Τα παιδικά μου όνειρα, Μεγαλειότατε. Δεν ξεχνώ ποτέ να ονειρεύομαι», αποκρίθηκε ο ζωγράφος για να λάβει την απάντηση: «Έχετε την άδειά μου, ονειρευτείτε!»
Ο Αϊβαζόβσκι άφησε μια κληρονομιά άνω των 6000 πινάκων. Προς τιμή της μνήμης του, την 1η Μαΐου του 2003, έγιναν τα αποκαλυπτήρια του μπρούντζινου αγάλματος του μεγάλου θαλασσογράφου στο Ερεβάν. Το άγαλμα φιλοτέχνησε, κατόπιν διαγωνισμού το 1987, ο Γιούρι Πετροσιάν. Ωστόσο, η επιχορήγηση του έργου διακόπηκε και το άγαλμα ολοκληρώθηκε το 2003, με χρηματοδότηση από τον Σενίκ Γκεβοργκιάν, τον πρόεδρο της Εταιρίας “Προμηθέας”, στην Αρμενία.
H γέννηση του Χοβαννές (Ιβάν) Αϊβαζόβσκι είναι επίσημα καταχωρημένη στο βιβλίο γεννήσεων και βαπτίσεων της εκκλησίας του Αγίου Σαρκίς της Θεοδοσίας, από τον ιερέα Μεγκερντίτς, στις 17 Ιουλίου του 1817. Ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειας ενός χρεοκοπημένου έμπορα, του Κεβόρκ Αϊβαζιάν, οι γονείς του οποίου είχαν μεταναστεύσει από την Τουρκία στην Πολωνία τον 18ο αιώνα. Τότε, η πολυπληθέστερη αρμενική κοινότητα σε όλη την Ευρώπη βρισκόταν στη νότια Πολωνία, όπου αρκετοί Αρμένιοι είχαν διαφύγει για να γλυτώσουν από τις σφαγές στην Ανί, την πρωτεύουσα της Δυναστείας των Πακραντουνί. Η οικογένεια Αϊβαζιάν μετακινήθηκε νοτιότερα, στη χερσόνησο της Κριμαίας και εγκαταστάθηκε στην παραθαλάσσια πόλη της Θεοδοσίας, στη Μαύρη θάλασσα. Εκεί ο Χοβανές έζησε μέχρι και την εφηβεία του. Μια διαδεδομένη συνήθεια των Αρμενίων της εποχής ήταν να αλλάζουν τα ονόματά τους στα αντίστοιχα ρωσικά. Ο πατέρας του Χοβαννές άλλαξε το μικρό του όνομα από Κεβόρκ σε Κωνσταντίν, ενώ το επίθετό του προφερόταν Γκαϊβαζόβσκι. Κάθε μέρα, μετά το σχολείο, o Χοβαννές κατέβαινε στη θάλασσα, σκαρφάλωνε σε έναν παλιό τοξωτό πέτρινο τοίχο και καθόταν εκεί για ώρες ονειροπολώντας. Παρατηρούσε τα καράβια να έρχονται και να φεύγουν λικνιζόμενα στα κύματα. Μια μέρα, εντυπωσιάστηκε από ένα όμορφο λευκό ιστιοφόρο. Πήδηξε κάτω και αναπαρήγαγε με ένα κομμάτι κάρβουνο, ό,τι είδε πάνω στον ξασπρισμένο πέτρινο τοίχο. Από εκείνη τη στιγμή, η φαντασία του Χοβαννές ήταν γεμάτη με υπέροχα οράματα. Οράματα ακτών που ποτέ δεν είχε δει, βάθη και θαύματα της θάλασσας, μακρινών λιμανιών και καραβιών. Πολύ σύντομα, ο τοίχος γέμισε από σκίτσα στρατιωτών και πλοιαρίων. Ο δήμαρχος της Θεοδοσίας, Αλεξάντερ Καζνατσέγιεφ, που αρεσκόταν να περιδιαβαίνει τους δρόμους της πόλης κάθε απόγευμα, έπεσε πάνω στον πέτρινο τοίχο, «βιτρίνα» του λαμπρού ταλέντου του αγνώστου καλλιτέχνη. Η ταυτότητα του Χοβαννές αποκαλύφθηκε σύντομα και έτσι, ο ίδιος με τον πατέρα του βρέθηκαν στην οικία του δημάρχου. Μετά από μακρά συζήτηση, ο Καζνατσέγιεφ ζήτησε από τον υπηρέτη του να φέρει το δώρο που προόριζε για το νεαρό καλλιτέχνη. Το αγόρι δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του, καθώς άνοιγε το κουτί. Περιείχε μολύβια, χρώματα, μελάνι και χαρτί. Ο δήμαρχος του είπε να χρησιμοποιήσει όσο περισσότερο χαρτί μπορούσε και υποσχέθηκε ότι θα κάλυπτε την εκπαίδευσή του, που κατά τη γνώμη του χρειαζόταν. Έστειλε ένα γράμμα στη διοίκηση της Ακαδημίας Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης, στο οποίο αναφερόταν στον ταλαντούχο γιο ενός αρμένιου εμπόρου. Αυτό ήταν και το κλειδί που άνοιξε τις πόρτες της Τέχνης για τον Χοβαννές. Η μοίρα του έστειλε έναν εκπληκτικό μέντορα, τον καθηγητή ζωγραφικής Μαξίμ Βορόμπιεφ. Νοιαζόταν για όλους τους σπουδαστές του και αποτελούσε πατρική φιγούρα για πολλούς από αυτούς. Συχνά οι νέοι καλλιτέχνες συγκεντρώνονταν στο ατελιέ του καθηγητή τους, όπου συζητούσαν για τέχνη, πολιτισμό και λογοτεχνία. Ένα από τα αγαπημένα βιβλία του Χοβαννές ήταν το κλασικό έργο του Αλεξάντερ Πούσκιν «Ευγένιος Ονέγκιν». Ο Αϊβαζόβσκι όχι μόνον είχε τη δυνατότητα να διαβάσει Πούσκιν, αλλά και την ευκαιρία να συναντήσει τον μεγάλο ποιητή, στη διάρκεια μιας έκθεσης της Ακαδημίας το 1836. Ωστόσο, αυτή δεν ήταν η πρώτη του συνάντηση με τον Πούσκιν. Όταν ο Χοβαννές ήταν 3 ετών, ο στρατηγός Νικολάι Ραντέβσκι έφτασε στην αποβάθρα της Θεοδοσίας, συνοδευόμενος από τα παιδιά του και έναν νεαρό άνδρα. Η αποβάθρα ήταν κατάμεστη από κόσμο που ήθελε να τιμήσει τους ήρωες του Πατριωτικού Πολέμου1 του 1812. Μία από τις κόρες του στρατηγού, που βάδιζε μέσα στο πλήθος, αναφώνησε: «Πούσκιν, κοίτα, κοίτα! Αυτό το αγόρι εκεί πέρα, σου μοιάζει τόσο πολύ!». Ο Πούσκιν κοίταξε στην κατεύθυνση που έδειξε το κορίτσι και είδε το παιδί που κρατούσε στα χέρια του ένας Αρμένιος. Όσο απίστευτο και αν ακούγεται, η εικόνα του μεγάλου ποιητή πάνω στο φόντο της θάλασσας έμεινε χαραγμένη στη μνήμη του τρίχρονου αγοριού για την υπόλοιπη ζωή του. Να έχεις ώστε να βοηθάς Μετά από την αποφοίτησή του από την Ακαδημία Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης, ο Αϊβαζόβσκι έλαβε μία υποτροφία για να ταξιδέψει στην Ιταλία, όπου επισκέφτηκε τη Ρώμη, τη Νάπολη και τη Φλωρεντία. Ο μεγάλος καλλιτέχνης όμως, ένιωσε ιδιαίτερη έλξη για το νησάκι του Αγίου Λαζάρου2, έδρα των μοναχών του τάγματος των Μεχιταριστών3. Εκτός του ότι ήταν μια ξεχωριστή «νησίδα» αρμενικού πολιτισμού, εκεί ζούσε και εργαζόταν ο αδερφός του Καπριέλ ο οποίος εξέδιδε το ιστορικό -λογοτεχνικό περιοδικό «Πασμαβέπ». Τότε ήταν που τα δύο αδέρφια αποφάσισαν να κάνουν το όνομά τους πιο εύηχο. Έτσι αργότερα, στην ιεραρχία της Αρμενικής Εκκλησίας ο Καπριέλ συστήθηκε ως Αϊβαζιάν και ο Χοβαννές απέκτησε την παγκόσμια φήμη του ως Αϊβαζόβσκι. Ωστόσο, μερικές φορές υπέγραφε κάποιους πίνακες και γράμματά του ως «Χοβαννές Αϊβαζιάν». Το 1842, ο Αϊβαζόβσκι δημιούργησε στην Ιταλία το αριστούργημά του «Χάος: Η δημιουργία του Κόσμου». Ο πίνακας προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση σε μια έκθεση στο Βατικανό και ο Πάπας Γρηγόριος ο 16ος τον αγόρασε. Ο διάσημος Ρώσος μυθιστοριογράφος και δραματουργός Νικολάι Γκόγκολ αστειεύτηκε γι’ αυτό, λέγοντας στο δημιουργό του έργου: «Ιβάν, το Χάος σου προκάλεσε πραγματικό χάος στο Βατικανό». Ο καλλιτέχνης είχε απεικονίσει τον Θεό, ως το φως που κατεβαίνει στη γη. Όταν το τάγμα των Μεχιταριστών γιόρτασε τη διακοσιοστή του επέτειο, ο Πάπας Λέων ο 13ος δώρισε τον πίνακα στον Άγιο Λάζαρο, όπου και παραμένει έως σήμερα. Ο Αϊβαζόβσκι επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη, όπου του απονεμήθηκε ο τίτλος του Ακαδημαϊκού και η θέση του ζωγράφου στο Αρχηγείο του Ναυτικού. Έλαβε επίσης, το αξίωμα του Προσωπικού Συμβούλου και έτσι εισήλθε στην υψηλή κοινωνία. Ωστόσο, η δόξα, ο πλούτος και η Αυλή δεν ξελόγιασαν τον καλλιτέχνη, που αποφάσισε να αφήσει την Αγία Πετρούπολη και να επανεγκατασταθεί στην ιδιαίτερή του πατρίδα, τη Θεοδοσία. Λίγο μετά την άφιξή του, οι κάτοικοι της πόλης έγιναν μάρτυρες μιας ασυνήθιστης σκηνής. Μία μοίρα έξι πολεμικών, με οδηγό το πλοίο «Οι Δώδεκα Απόστολοι», πλησίασε την προκυμαία της Θεοδοσίας, με σκοπό να συγχαρεί τον Αϊβαζόβσκι για τη δέκατη επέτειο του έργου του ως θαλασσογράφου. Ήταν ένα μοναδικό γεγονός στην ιστορία της τέχνης. Οι σύγχρονοι του Αϊβαζόβσκι έλεγαν ότι η θάλασσά του αποπνέει μία αίσθηση λύπης. Ίσως να ήταν τα χρώματα και οι φωτοσκιάσεις, οι τολμηρές και πλατιές πινελιές που μετέφεραν στον καμβά τα συνδεδεμένα με το πεπρωμένο του αρμενικού λαού αισθήματα και εμπειρίες. Ανεξάρτητα όμως από το πόσο δραματικά απεικονιζόταν η θάλασσα στους καμβάδες του, υπήρχε πάντα ένα φως που έφτανε από το βάθος της. Γενικά η ιδέα του φωτός παίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο στην τέχνη του Αϊβαζόβσκι. Δεν είναι μόνον ένα σύμβολο ζωής και ελπίδας αλλά και σύμβολο πίστης στο μέλλον του λαού του. Το 1845, ο καλλιτέχνης έγραψε ένα γράμμα στον Γκατογιγκός Νερσές Ασνταραγκετσί, στο Ετσμιατζίν, όπου εξέφραζε την επιθυμία να υπηρετήσει την Αρμενία και τον πολιτισμό της. Έμεινε πιστός στην υπόσχεσή του, έως τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Συνοδευόμενος από το γιο του Τσάρου, Μέγα Δούκα Κωνσταντίν Νικολάεβιτς, ο Αϊβαζόβσκι ταξίδεψε στην Ελλάδα και την Τουρκία, όπου γνώρισε τις αρμενικές παροικίες. Όταν έμαθε ότι ένα από τα σχολεία έκλεινε λόγω οικονομικών προβλημάτων, ο ζωγράφος χρησιμοποίησε το κύρος και τις διασυνδέσεις του ώστε να συγκεντρώσει τους απαραίτητους πόρους για την επαναλειτουργία του την επόμενη χρονιά. Μια παρόμοια περίπτωση συνέβη στη Σμύρνη. Στην Μπούρσα (Προύσα), κοντά στην Πόλη, ο ζωγράφος φιλοτέχνησε τον Άγιο Γρηγόριο το Φωτιστή για την Αρμενική Εκκλησία, όμως το έργο καταστράφηκε σε μία πυρκαγιά. Εκεί δημιούργησε επίσης έναν πίνακα για το αρμενικό ημερολόγιο που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Η γενναιοδωρία του Αϊβαζόβσκι δε γνώριζε όρια. Στη Θεοδοσία έχτισε ένα αρμενικό σχολείο και ένα τυπογραφείο. Βοήθησε τους συμπατριώτες του στην Τουρκία, συνεισφέροντας στην έκδοση βιβλίων σχετικών με την Ιστορία της Αρμενίας. Ακόμη, όσους είχαν ανάγκη στην Οδησσό, το Μινσκ, τη Στουτγάρδη και τη Φρανκφούρτη. Έκανε δωρεές στο ορφανοτροφείο της Νίκαιας της Γαλλίας και στους πλημμυροπαθείς της Φλωρεντίας. «Να έχεις για να μπορείς να βοηθήσεις» ήταν το σύνθημά του. Τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα Το 1895, ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίντ οργάνωσε σφαγές εναντίον των Αρμενίων, σκοτώνοντας εκατοντάδες χιλιάδες αθώους. Τότε, πολλά πολιτισμικά μνημεία καταστράφηκαν. Η καρδιά του Αϊβαζόβσκι ήταν «τρικυμιώδης». «Η δίχως προηγούμενο σφαγή των άμοιρων Αρμενίων συννέφιασε την καρδιά μου με βαθειά λύπη», έγραψε σ’ ένα γράμμα του προς τον Γκατογιγκός Χριμιάν στο Ετσμιατζίν. Ένα πρωινό, εξοργισμένος από τη βάναυση αντιμετώπιση του λαού του από τον Αβδούλ Χαμίντ, συγκέντρωσε όλα τα μετάλλια και τα βραβεία που είχε λάβει από την τουρκική κυβέρνηση και τα πήρε μαζί του στην παραλία. Στη θέα του διάσημου ζωγράφου, ο κόσμος μαζεύτηκε στην προκυμαία. Πλέοντας μακριά από την ακτή, ο Αϊβαζόβσκι τα πέταξε όλα στη θάλασσα. Μετά από αυτό, επέστρεψε και απομονώθηκε στο ατελιέ του. Ο πίνακάς του «Η σφαγή των Αρμενίων στην Τραπεζούντα» κρεμόταν ήδη στον τοίχο το επόμενο πρωί… Κάποτε, ο νεαρός Μαρντιρός Σαριάν συνάντησε τον γκριζομάλλη Αϊβαζόβσκι στο Νέο Ναχιτσεβάν4. Αργότερα, ο Σαριάν έγραψε στα απομνημονεύματά του για τη συνάντησή του με τον Αϊβαζόβσκι: «Η τέχνη του είναι η τέχνη της νίκης των λαών και της ανθρωπότητας. Ο Αϊβαζόβσκι είναι ένας καλλιτέχνης διψασμένος για ελευθερία, που ποτέ δεν έπαψε να τη δοξάζει. Σε όλες τις τρικυμίες του Αϊβαζόβσκι η θάλασσα αναπαριστά τη Μητέρα Φύση. Και, παραδόξως, η τρικυμία του Αϊβαζόβσκι προκαλεί μια ασυνήθιστη αγάπη προς τη φύση». Το σπίτι του μεγάλου Δασκάλου στη Θεοδοσία ήταν αληθινός τόπος προσκυνήματος. Μεγάλες μορφές του πολιτισμού μαζεύονταν εκεί. Οι Ρώσοι μουσικοί Σέρωφ και Ρούμπινσταϊν, οι ηθοποιοί Βαρλάμωφ και Σαζόνωφ, ο πολωνός βιολιστής Βιενιάβσκι, ο περίφημος σαιξπηρικός ηθοποιός Μπεντρός Αταμιάν, ο βιολιστής και καθηγητής στο Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης Χοβαννές Ναλμπαντιάν, ο συνθέτης Αλεξάντερ Σπεντιαριάν, με τον οποίο ο Αϊβαζόβσκι έπαιζε μερικές φορές βιολί. Όλοι αυτοί οι επιφανείς άνθρωποι έδιναν παραστάσεις στη Μεγάλη Σάλα της Αίθουσας Τέχνης της Θεοδοσίας. Ίσως ο γοητευτικός ήχος του βιολιού να θύμιζε στο ζωγράφο τη μακρινή του παιδική ηλικία. Μία από τις παιδικές του μνήμες ήταν συνδεδεμένη με τον Χαϊντάρ, έναν περιπλανώμενο μουσικό και παραμυθά, ο οποίος ήταν συχνά προσκεκλημένος στις δεξιώσεις του Γκαϊβαζόβσκι. Όταν ο Χαϊντάρ διασκέδαζε τους καλεσμένους, ο Χοβαννές δεν απομακρυνόταν από τη θήκη του βιολιού του. Μια μέρα ο Χαϊντάρ έδειξε στο αγόρι πώς να κρατάει το βιολί. Μερικές μέρες αργότερα, ο Χοβαννές έπαιζε ήδη το όργανο εξ ακοής και ήταν ιδιαίτερα καλός στις αρμενικές μελωδίες. Το 1848, ο Αϊβαζόβσκι παντρεύτηκε την Αγγλίδα Τζούλια Γκρέιβς. Απέκτησαν τέσσερις κόρες: Την Αλεξάνδρα, την Ελέν, τη Μαρία και τη Ζάννα. Μετά από 12 χρόνια γάμου, η Τζούλια εγκατέλειψε τον άντρα της και πήρε μαζί της τις κόρες τους. Δύο από αυτές παντρεύτηκαν αργότερα τους μαθητές του, Μιχαήλ Λάτρυ και Αλεξέι Γκάνζεν. Το 1881, ο ζωγράφος ξαναπαντρεύτηκε την Άννα Μπουρναζιάν, που ήταν 40 χρόνια νεότερή του. Ο ίδιος, ήδη στα 65, ήταν φλογερά ερωτευμένος με τη γυναίκα του. Σε ένα από τα γράμματά του, ομολόγησε: «Η ευαισθησία και η θαλπωρή της είναι απεριόριστες. Το σπίτι μου έχει ξαναζωντανέψει. Μετά το γάμο μου με αυτή τη γοητευτική γυναίκα, ήρθα ακόμα πιο κοντά στην Αρμενία». Το μεγάλο όνειρο του Αϊβαζόβσκι ήταν να δημιουργήσει μία ένωση αρμενίων καλλιτεχνών, να ενώσει δηλαδή όλους τους αρμενίους διανοούμενους του κόσμου. Έτρεφε όμως και ένα άλλο όνειρο, να επισκεφτεί την Αρμενία. Σε ένα γράμμα του προς τον Γκατογιγκός της Τιφλίδας, ο Αϊβαζόβσκι ομολογούσε: «Υποτίθεται ότι θα επισκεπτόμουν την αξιόλογη πατρίδα μου εδώ και πολύ καιρό, να θαυμάσω τα τοπία της, να κερδίσω την αγάπη και τις ευλογίες της Αγιοσύνης σας. Ωστόσο, ο βαρύς χειμώνας με κρατάει στην Τιφλίδα. Όμως, με την έλευση της Άνοιξης τον Απρίλη και με τις ευλογίες σας, θα εκπληρώσω μετά βεβαιότητας ό,τι υποσχέθηκα στον εαυτό μου καιρό πριν». Δυστυχώς, ο ζωγράφος δεν κατάφερε να επισκεφτεί τη γη των προγόνων του. Σύμφωνα με την επιθυμία του, ενταφιάστηκε στην εκκλησία του Αγίου Σαρκίς, όπου είχε βαπτιστεί και ανταλλάξει τους όρκους του γάμου του. Μια αρχαία αρμενική επιγραφή είναι χαραγμένη στην ταφόπλακα του μεγάλου καλλιτέχνη, μία φράση από την Ιστορία της Αρμενίας του Χορενατσί (5ος αιώνας): «Γεννημένος θνητός, άφησε αθάνατες αναμνήσεις». Το 2003, το μπρούντζινο άγαλμα του Χοβαννές (Ιβάν) Αϊβαζόβσκι στήθηκε στο κέντρο του Ερεβάν. Παιδί της Αρμενίας, κέρδισε παγκόσμια φήμη και έγινε ένα λατρεμένο σύμβολο του λαού του. Τι υπάρχει σε ένα όνομα; Τα επίθετα πολλών Αρμενίων που ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία προήλθαν από τα προσωπικά χαρακτηριστικά ή το επάγγελμά τους. Εδώ παρατίθενται μερικά πολύ κοινά επίθετα στην Αρμενία και τη Διασπορά. Ντεμιρτζιάν (ντεμιρτζί - σιδηρουργός), Τοπαλιάν (τοπάλ - κουτσός), Μπερμπεριάν (μπερμπέρ - κουρέας), Παπαζιάν (παπάζ - ιερέας), Γιουζμπασιάν (γιουζμπάσι - υπολοχαγός), Μαλαγιάν (μαλ - εμπόρευμα), Αϊβαζιάν (Αϊβάζ - φροντιστής, συντονιστής). Τον παλιό καιρό, τα επίθετα που άρχιζαν από «Αϊ» έπαιρναν μπροστά το γράμμα «h» (πνεύμα). Έτσι, προφέρονταν «Χάι», που στα αρμενικά σημαίνει: Αρμένιος. Επειδή στα ρώσικα, δεν υπάρχει το γράμμα «h», ο παππούς του Αϊβαζόβσκι πρόσθεσε το γράμμα «γκ» στο επίθετό του: Γκαϊβαζόβσκι. |