Μαίρη Πισκουλιάν Ιούλιος- Σεπτέμβριος 2019, τεύχος 101
Ο Μπαρούιρ Σεβάκ είναι ένας από τους μεγαλύτερους Αρμένιους ποιητές του 20ού αιώνα και ίσως ο πιο δημοφιλής στους Αρμένιους ανά τον κόσμο. Γεννήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 1924 στο Σοβεντασέν, ένα χωριό κοντά στο Αραράτ, με το όνομα Μπαρούιρ Γαζαριάν. Άρχισε να γράφει ποιήματα στα δεκατρία του και το 1942 πρωτοδημοσιεύτηκαν τρία από αυτά στο μηνιαίο περιοδικό «Σοβεταγκάν Κρακανουτιούν» (Σοβιετική Λογοτεχνία) με την υπογραφή «Μπαρούιρ Σεβάκ», συγγραφικό ψευδώνυμο εμπνευσμένο από τον Αρμένιο ποιητή Ρουπέν Σεβάκ. Το 1945 πήρε πτυχίο από τη Φιλολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του Γερεβάν και άρχισε μεταπτυχιακές σπουδές Αρμενικής Λογοτεχνίας στο Ινστιτούτο Λογοτεχνίας Μανούκ Αβεγκιάν της Αρμενικής Ακαδημίας Επιστημών. Ωστόσο, χρειάστηκε να διακόψει τις σπουδές του το 1948. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Το πρόσταγμα των αθανάτων». Παντρεύτηκε τη γλωσσολόγο Μάγια Αβακιάν και απέκτησε έναν γιο, τον Χράτσια. Το 1951 εγκαταστάθηκε στη Μόσχα για να φοιτήσει στο Ινστιτούτο Παγκόσμιας Λογοτεχνίας Μαξίμ Γκόρκι. Εκεί γνώρισε τη δεύτερη σύζυγό του Νέλλη Μεναγκαρισβίλι, με την οποία απέκτησε δύο ακόμα γιους, τον Αρμέν και τον Κοριούν. Τελείωσε τις σπουδές του το 1955 και εργάστηκε εκεί από το 1957 μέχρι το 1959 ως λέκτορας στην έδρα της Λογοτεχνικής Μετάφρασης.- Στα τέλη του 1959 ο Σεβάκ επέστρεψε στο Γερεβάν. Από το 1963 έως το 1971 εργάστηκε στο Ινστιτούτο Λογοτεχνίας Μανούκ Αμπεγιάν ως επιστημονικός συνεργάτης. Επίσης, χρημάτισε γραμματέας στο Συμβούλιο της Ένωσης Λογοτεχνών της Αρμενίας από το 1966 ως το 1971. Στα τέλη του 1968 εξελέγη αντιπρόσωπος στο Ανώτατο Σοβιέτ της Αρμενικής Δημοκρατίας. Τη δεκαετία του ’60 ο Σεβάκ έγινε η πιο δυνατή φωνή της αρμενικής ποίησης και τα άρθρα του σε λογοτεχνικά και δημόσια θέματα διαβάζονταν ευρέως. Το 1963 δημοσίευσε μια πρωτοποριακή συλλογή ποιημάτων με τίτλο «Ο Άνθρωπος και η Παλάμη». Αυτή η συλλογή σηματοδότησε την επιστροφή στον μοντερνισμό, που είχε διακοπεί με τον θάνατο του Τσαρέντς 25 χρόνια νωρίτερα. Το 1966 παρουσίασε μια διατριβή για τη ζωή και το έργο του Σαγιάτ Νοβά, του δημοφιλούς τροβαδούρου του 18ου αιώνα, που κράτησε τέσσερις ώρες. Το έργο του εκτιμήθηκε τόσο πολύ, ώστε μετά την έγκριση και δημοσίευση της διατριβής το 1969 του απονεμήθηκε ένας δεύτερος διδακτορικός τίτλος. Ο Μπαρούιρ Σεβάκ δεν ήταν αντίθετος με το καθεστώς, ωστόσο, όπως συνέβαινε με πολλούς διανοούμενους στη Σοβιετική Ένωση, μέρος του έργου του ερχόταν σε σύγκρουση με τη λογοκρισία. Αυτό έγινε ιδιαίτερα ξεκάθαρο όταν εκδόθηκε το 1969 η τελευταία του συλλογή ποιημάτων «Γενηθήτω φως». Εξαιτίας προβλημάτων λογοκρισίας, όλα τα αντίτυπα παρέμειναν ακυκλοφόρητα. Κανένα αντίτυπο δεν κυκλοφόρησε μέχρι και τον θάνατό του το 1971 σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Στη σύγκρουση σκοτώθηκε και η σύζυγός του, αλλά επέζησαν τα δύο παιδιά του. Οι συνθήκες του δυστυχήματος ήταν αδιευκρίνιστες και έδωσαν λαβή για υποψίες για εγκληματική ενέργεια από το σοβιετικό καθεστώς. Ο 47χρονος ποιητής και η σύζυγός του ενταφιάστηκαν στην πίσω αυλή του σπιτιού τους στο Τσαναχτσί, που αργότερα έγινε μουσείο. Το χωριό μετονομάστηκε «Ζανγκακαντούν» (Καμπαναριό) μετά την ανεξαρτησία της Αρμενίας, ως φόρος τιμής στο ποίημά του με τίτλο «Ασίγαστο Καμπαναριό». Το «Ασίγαστο Καμπαναριό» (1959) θεωρείται η πιο σημαντική του δημιουργία, καθώς αναβιώνει την τραγική μοίρα του σπουδαίου συνθέτη Γκομιντάς και αφιερώνεται στη μνήμη της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Το «Ασίγαστο Καμπαναριό» περιγράφει τη δύσκολη πορεία του αρμενικού λαού προς το υψηλό ιδανικό της κοινωνικής και πνευματικής απελευθέρωσης. Ο Μπαρούιρ Σεβάκ αφιέρωσε πολλά χρόνια της δημιουργικής ζωής του σε αυτό το ποίημα και, παρόλο, που οι αναγνώστες του το υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό, εκείνος δε σταμάτησε να το δουλεύει μέχρι τον πρόωρο θάνατό του.
|