Σος Βανί |
Μια ζωή αφιερωμένη στην παιδεία Οβαννές Γαζαριάν Oκτωβριος – Δεκέμβριος 2014 τεύχος 83
Υπάρχουν άνθρωποι που μοιάζουν με λουλούδια. Αν τους ξεριζώσεις από το χώμα που είδαν το πρώτο φως, αν τους κόψεις από τις ρίζες τους, σε όσο όμορφα βάζα κι αν τους βάλεις, όσο κι αν τους περιποιηθείς, όση αγάπη κι αν τους δείξεις είναι καταδικασμένοι να μαραζώσουν και στο τέλος να πεθάνουν. Μια τέτοια περίπτωση ανθρώπου ήταν ο Σος Βανί, κατά κόσμον Γκαραμπέτ Χοβαννεσιάν. Γεννήθηκε το 1895 στην επαρχία Σαντάγ του Βαν. Σε πολύ μικρή ηλικία έμεινε ορφανός, καθώς και οι δυο γονείς του, όπως και πολλά μέλη της οικογένειάς του, έπεσαν θύματα των Τούρκων. Πήγε στο δημοτικό σχολείο του χωριού του και ακολούθως στο γυμνάσιο «Αχταμάρ». Η έφεσή του στα γράμματα ώθησε τη διεύθυνση του σχολείου να τον στείλει στο αρμενικό Κεντρικό Λύκειο του Βαν. Αφού φοίτησε δυο χρόνια, μεταγράφηκε στο Κεντρικό λύκειο της πόλης Ανταπαζάρ όπου αποφοίτησε το 1913. Την επόμενη κιόλας χρονιά, η σχολή «Στεπανιάν» τον καλεί ως δάσκαλο της αρμενικής γλώσσας. Έτσι, αρχίζει η λαμπρή του σταδιοδρομία ως εκπαιδευτικού. Ταυτόχρονα λαμβάνει μέρος στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Αρμενίων, συμμετέχοντας σε διάφορες μυστικές οργανώσεις και αναλαμβάνοντας πάντα τις δυσκολότερες και πιο επικίνδυνες αποστολές. Η δράση του αυτή, σε συνδυασμό με την εκπαιδευτική του ιδιότητα, στην οποία έδινε όλη του τη ψυχή, κίνησε τις υποψίες της τουρκικής αστυνομίας, με αποτέλεσμα να είναι από τους πρώτους που συνέλαβε, το 1915. Στη φυλακή υποβλήθηκε σε απάνθρωπα βασανιστήρια για μεγάλο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί νεκρός από τους Τούρκους και να πεταχτεί σε ομαδικό τάφο. Μισοπεθαμένο τον βρίσκει μια γνωστή του, η οποία τον παίρνει σπίτι της και τον περιθάλπει. Μόλις αναρρώνει κάπως συλλαμβάνεται για δεύτερη φορά και στέλνεται στις πορείες θανάτου. Καταφέρνει να δραπετεύσει και στις αρχές του 1919 επιστρέφει στο Ανταπαζάρ, όπου για μερικούς μήνες διδάσκει σε αρμενικά σχολεία, ως το 1920, οπότε φεύγει αρχικά για την Κωνσταντινούπολη και καταλήγει στην πόλη Μπαντρμά όπου μένει μέχρι το 1922. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή καταφεύγει πρόσφυγας, μαζί με άλλους 100.000 ομοεθνείς του, στην Ελλάδα. Μόλις εγκαθίσταται στην Ελλάδα, ο Σος Βανί αρχίζει εκ νέου το εκπαιδευτικό του έργο, διδάσκοντας αρμενική γλώσσα και ιστορία στα μικρά προσφυγόπουλα στη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα, το Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη), τη Δράμα και σε άλλες πόλεις της Βορείου Ελλάδας. Το 1949 μετακομίζει στην Αθήνα και συγκεκριμένα στην Κοκκινιά. Με πάθος και αυταπάρνηση συνεχίζει το λειτούργημά του μέχρι και λίγο πριν τον θάνατό του, ως διευθυντής στο Ενωμένο Εθνικό Σχολείο του Δουργουτίου και στη σχολή «Ζαβαριάν» της Κοκκινιάς. Εξίσου σημαντικό είναι και το συγγραφικό του έργο. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους βουκολικούς και λαογραφικούς αρμενίους συγγραφείς, υιοθετώντας το ψευδώνυμο Σος Βανί, που προέρχεται από τα ονομαστά πλατάνια (σος) της ιδιαίτερης πατρίδας του (Βαν). Τα γραπτά του έχουν ως βασικό άξονα τη ζωή στο χωριό, τους απλούς ανθρώπους της επαρχίας, την ομορφιά της φύσης και τα ζώα, οικόσιτα και μη. Το πρώτο του βιβλίο το τύπωσε το 1912 σε ηλικία 17 ετών στο Ανταπαζάρ με τον τίτλο «Χαϊγκαγκάν Μπαρερκνέρ» (Αρμενικές Μελωδίες- Σκοποί). Ακολούθησαν, η συλλογή διηγημάτων «Άιν ορέν ι βερ, άιν ορέν αστίν» (από την ημέρα εκείνη, έως και σήμερα) το 1925, οι νουβέλες «Βαχακνατζνούντ» (Η Γέννηση του θεού Βαχάκ) το 1929, «Ανχανταγκάν» (Ατομικά) το 1932, «Τζαμτέλς Τζοβ ινγκάβ» (Η τρίχα μου έπεσε στη θάλασσα) το 1935 και το ταξιδιωτικό «Τζαντσνάνκ μερ Χαϊρενίκ» (Να γνωρίσουμε την πατρίδα μας) το 1938. Όλες αυτές οι εκδόσεις τυπώθηκαν στο τυπογραφείο της εφημερίδας «Νορ Ορ» στην Αθήνα. Το 1953 δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Αζάτ Ορ», το μυθιστόρημά του «Γκανατσέντς Χαρς» (Η νύφη των Γκανατσέντς). Επίσης, υπάρχει πλήθος ανέκδοτων γραπτών του που αναφέρονται στα βουνά, τις λίμνες, τους ποταμούς, τις σπηλιές, τη χλωρίδα και την πανίδα της Αρμενίας, όπως και λαϊκά γνωμικά, ανέκδοτα και αινίγματα. Ο Σος Βανί ποτέ δεν μπόρεσε να συμβιβαστεί με την ιδέα της προσφυγιάς. Η σκέψη του, η καρδιά του, η ψυχή του έμεινε για πάντα στο Βαν. Αρνήθηκε να ρίξει γέφυρες μεταξύ Σαντάγ και Αθήνας. Περιφερόταν σαν σκιά σε ξένους κι άγνωστους για αυτόν δρόμους. Αρνήθηκε να γίνει «εκπολιτισμένος πρωτευουσιάνος» και έμεινε πάντα το επαρχιωτόπουλο της πατρίδας του. Μόνο ως φυσική παρουσία βρισκόταν εδώ. Όλος ο εσωτερικός του κόσμος βρισκόταν στην πατρίδα του, ώσπου τα τελευταία χρόνια της ζωής του, διέγραψε τα πάντα γύρω του, μπήκε σ’ αυτόν τον εσωτερικό κόσμο, ψυχικά και σωματικά πλέον και βγήκε από εκεί μόνο όταν πήγε να συναντήσει γονείς και παλιούς φίλους στην αιωνιότητα. Το ημερολόγιο εκείνη την ημέρα έδειχνε 28 Μαΐου 1966, 48 χρόνια από την πρώτη ανεξαρτησία της πολυαγαπημένης του Αρμενίας. Υπάρχουν άνθρωποι που μοιάζουν με λουλούδια. Αν τους ξεριζώσεις από το χώμα που είδαν το πρώτο φως, αν τους κόψεις από τις ρίζες τους, σε όσο όμορφα βάζα κι αν τους βάλεις, όσο κι αν τους περιποιηθείς, όση αγάπη κι αν τους δείξεις είναι καταδικασμένοι να μαραζώσουν και στο τέλος να πεθάνουν. Μια τέτοια περίπτωση ανθρώπου ήταν ο Σος Βανί, κατά κόσμον Γκαραμπέτ Χοβαννεσιάν. Γεννήθηκε το 1895 στην επαρχία Σαντάγ του Βαν.
|