Βαζκέν Εσαγιάν |
Σαρκίς Αγαμπατιάν* Τεύχος: Ιανουάριος-Μάρτιος 2012
ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟ
Ο Βαζκέν Εσαγιάν γεννήθηκε στο Ερζερούμ το 1908. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή κατέφυγε στην Ελλάδα με την οικογένειά του. Φοίτησε στο Γαλλικό Κολέγιο της Σύρου όπου έμαθε την ελληνική γλώσσα. Το 1926 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα κι επιδόθηκε με πραγματικό πάθος στη μελέτη της ελληνικής λογοτεχνίας. Το 1949 εξέδωσε την «Ανθολογία της Νεολληνικής Ποιήσεως» υπό τον τίτλο Ελεναγκάν Κναρ (Ελληνική Λύρα) με εκπληκτικές μεταφράσεις από το έργο 98 νεοελλήνων ποιητών. Μεταφράσεις του με σχετικά βιογραφικά και κριτικά άρθρα, δημοσιεύθηκαν στο εξαίρετο φιλολογικό περιοδικό Αρεβακάλ (Χάραμα) καθώς και στην εφημερίδα Νορ Ορ (Νέα Ημέρα). Η ποίησή του είναι αυθόρμητη, τρυφερή και νοσταλγική, διαποτισμένη πάντα από μια βαθιά μελαγχολία. Έχει ανέκδοτες δυο ποιητικές συλλογές κι αρκετές μεταφράσεις από ξένους ποιητές και πεζογράφους. Υπήρξε από τους ιδρυτές της καθημερινής αρμενόγλωσσης Αζάτ Ορ (Ελεύθερη Ημέρα) το 1945, ενώ από το 1950 και μέχρι το θάνατό του το 1978 ήταν ο αρχισυντάκτης της.
Zητήσαμε από τον Αγκόπ Τζελαλιάν, επίλεκτο μέλος της αρμενικής κοινότητας, να μας σταχυολογήσει μερικές πτυχές της προσωπικότητάς του: Ο Βαζκέν Εσαγιάν υπήρξε ένα πραγματικό σύμβολο αυτοθυσίας, ένας μοναδικός άνθρωπος που άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στον ημερήσιο αρμενικό Τύπο της αρμενικής κοινότητας της Ελλάδος. Συνεργάστηκα μαζί του από το 1956 μέχρι το θάνατό του το 1978 και τον θυμάμαι να γράφει με σχολαστικότητα τα κείμενά του. Αν δεν του άρεσε κάτι, δεν το διόρθωνε. Το ξανάγραφε. Ήταν ένας ακούραστος «εργάτης» του Τύπου, που κοιμόταν ελάχιστα, πολλές φορές μάλιστα στα γραφεία της εφημερίδας, σ’ ένα ανήλιο υπόγειο. Ένας απόλυτος ασκητής που αγάπησε μια γυναίκα στη ζωή του και έμεινε πιστός σ’ αυτήν, παρά το γεγονός ότι η τελευταία δημιούργησε δική της οικογένεια. Ήταν η περίπτωση του αυθεντικού διανοούμενου που θυσίασε τη δημιουργία του για την καθημερινή πνευματική τροφή. Γι’ αυτόν η εφημερίδα ήταν λογοτεχνία. Ο Κούλης Αλέπης είχε γράψει ένα βιβλίο με τίτλο Άνθη από κήπους ξένους που ήταν μεταφράσεις ξένης ποίησης. Μια μέρα ο Κωστής Παλαμάς(1) τον οποίο θαύμαζε, του ρίχνει την ιδέα να δοκιμάσει να μεταφράσει αρμενική ποίηση λέγοντάς του ότι πρόκειται για μια πολύ σπουδαία ποίηση και ότι αξίζει τον κόπο να εντρυφήσει σ’ αυτήν. Πήγε στην αρμενική εφημερίδα Νορ Ορ και αναζήτησε τον Β. Εσαγιάν. Γνωρίστηκαν κι έγιναν φίλοι. Καρπός της συνεργασίας τους υπήρξε η Αρμενική Μούσα, μια συλλογή αρμενικών ποιημάτων που μεταφράστηκαν στα ελληνικά. Όπως μου αποκάλυψε ο ποιητής Νίκος Σημηριώτης, σύχναζαν στ’ «Αρμένικα», στην παραγκούπολη του Δουργουτίου πίνοντας ουζάκια και δοκιμάζοντας αρμένικους μεζέδες. Ο Β. Εσαγιάν αν και δεν είχε τίτλους σπουδών ήταν ένας πηγαίος διανοούμενος. Δεν ήταν τυχαίο που ο Νικηφόρος Βρεττάκος έκανε παρέα μαζί του. Εμπνεύστηκε από την αρμενική πραγματικότητα κι αγάπησε τους Αρμενίους. Ένας άλλος ποιητής, ο Νίκος Σημηριώτης, ανηψιός του ομότεχνού του, ακαδημαϊκού Άγγελου Σημηριώτη, που εμπνεύστηκε από την αρμενική ποίηση κι ακολούθησε πρακτικά το παράδειγμα του Αλέπη μαθαίνοντας την αρμενική γλώσσα, είχε διατυπώσει την άποψη ότι η αρμενική γλώσσα είναι η πιο αρμονική και γλυκειά γλώσσα του κόσμου. Η μαρτυρία του για την αρμενική γλώσσα έχει μεγάλη βαρύτητα καθώς ήταν ευρυμαθέστατος και πολύγλωσσος. Παραθέτουμε ένα ανέκδοτο κείμενο του ποιητή, «Ο Νίκος Σημηριώτης και τ’ αρμενικά»: Από νέος – θα ήμουν 25 ετών – είχα γράψει μια μελέτη για την παγκόσμια ποίηση. Μου είχε ιδιαίτερα κινήσει το ενδιαφέρον της μουσικότητας στην ποίηση κι είχα βγάλει το συμπέρασμα πώς σ’ όποια γλώσσα κι αν γράφεται, προϋπόθεση για την ομορφιά ενός ποιήματος είναι η μουσικότητά του. Επειδή ξέρω πολλές γλώσσες, είχα συγκεντρώσει αρκετά ποιήματα που ξεχώριζαν για τη μουσικότητά τους, κι αναζητούσα κι άλλα για να κάνω μια μελέτη. Έτσι μπόρεσα να βρω και μερικά αρμενικά ποιήματα και συζητώντας με τον Κούλη Αλέπη, ανακάλυψα πώς εκείνος είχε μάθει αρμενικά. Με σύστησε στον Αρμένιο διανοούμενο Εσαγιάν, ο οποίος φρόντισε πρόθυμα να με μυήσει στην αρμενική γλώσσα. Έτσι καταπιάστηκα να μεταφράσω το ποίημα του Βαχάν Ντεριάν, το Μορανάλ (Να ξεχνάς), που με είχε γοητέψει με τη μουσικότητά του. Όταν συμπλήρωσα και τις μεταφράσεις των υπόλοιπων ξενόγλωσσων ποιημάτων, παρουσίασα την εργασία μου σε μια διάλεξη στη Στέγη Γραμμάτων, με πολύ μεγάλη επιτυχία. Οι μεταφράσεις μου δημοσιεύτηκαν σε διάφορα λογοτεχνεικά περιοδικά, και ολόκληρη η μελέτη αυτή δημοσιεύτηκε πριν 3 χρόνια στο περιοδικό «Ιατρολογοτεχνική Στέγη». Προσεχώς, μαζί με πολλές άλλες μεταφράσεις μου από 15 περίπου ξένες γλώσσες, θα εκδώσω μιαν ανθολογία ξένων ποιητών. Το ιδιόχειρο της μετάφρασης του ποίηματος του Βαχάν Ντεριάν Μορανάλ (Να ξεχνάς): Να ξεχνάς, να ξεχνάς κάθε τι, κι’ όλους, αχ! να ξεχνάς, να μην κλαις κι αγαπάς και πονάς! Να ξεχνάς!
Στο βαρύ, τον πικρό σου καημό, στην αχλύ της νυχτιάς, μη θα βρεις μιαν αχτίδα χρυσή λησμονιάς; Κάπου απ’ όλους μακρυά να περνάς κι όλους, αχ! Να ξεχνάς, να ’ναι πέτρα η καρδιά σου όπου πας, μη λυγάς!
Να ξεχνάς, να ξεχνάς κάθε τι, κι όλους πια να ξεχνάς, να μην κλαις και ποθείς και πονάς, να περνάς!...
Καθώς κι ένα απόσπασμα από το γνωστό Ποίημα για τους Αρμενίους πρόσφυγες που έγραψε ο Βούλγαρος ποιητής Πέγιο Γιαβόρωφ σε μετάφραση Ν. Σημηριώτη:
Και πίνουν, και λένε τραγούδια θλιμμένα … Συντρίμμια τρανής, πονεμένης γενιάς, μιας σκλάβας μητέρας παιδιά σκορπισμένα και θύματα κάποιας παλιάς λεβεντιάς. Μακρυά απ’ την πατρίδα, διωγμένοι και μόνοι, ξυπόλητοι πάνε στα ξένα, γυμνοί, και πίνουν-περνούν στο μεθύσι κ’ οι πόνοι, και μες στα τραγούδια η ψυχή τους θρηνεί.
Ο Κούλης Αλέπης, ο σημαντικός αυτός ποιητής, θα βρίσκεται πάντα στις καρδιές των Αρμενίων. Χάρις στην Αρμενική Μούσα, το διαμάντι του, (πρωτοεκδόθηκε το 1938 και επανεκδόθηκε το 1939 και το 1957) και χάρις στον Βαζκέν Εσαγιάν που τον βοήθησε στη μετάφραση, η αρμενική ποίηση έγινε για πρώτη φορά γνωστή στην Ελλάδα και η κριτική υποδέχθηκε με επαίνους και ευμενείς κρίσεις την άγνωστη για τους Έλληνες λυρική ποίηση των Αρμενίων. Ο Βαζκέν Εσαγιάν, πάντα ευγενικός και χαμογελαστός, συνεσταλμένος και προσηνής, θυμάμαι πόσο είχε χαρεί με τα δυο βιβλία που είχαμε εκδώσει στα ελληνικά για την ιστορία της Αρμενίας και το Αρμενικό Ζήτημα στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Ο θάνατός του, το 1978, μας βύθισε όλους σε μεγάλη θλίψη, καθώς πέθανε, όπως δεν του άρμοζε, από μια χρόνια ασθένεια που τον βασάνιζε, μόνος κι αβοήθητος στο σπίτι του.
(1)Ο Κωστής Παλαμάς είχε εμπνευστεί από τους πύρινους λόγους του Ντικράν Γεργκάτ, εξ ου και το κείμενό του με ημερομηνία 26 Δεκεμβρίου 1914, Στον Ντικράν Γεργκάτ, βλ. «Αρμενική Ανθολογία», σελ. 231.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ένθετο ετήσιο περιοδικό της εφημερίδας «Αζάτ Ορ» που ήταν αφιέρωμενο στα 65 χρόνια της.
|