Σουσανίκ Κουργινιάν |
Αρπινέ Χαροϊάν - www.evnreport.com Λαμπρή εκπρόσωπος της αρμενικής προλεταριακής ποίησης, από τις πρώτες επαναστάτριες και φεμινίστριες, η Σουσανίκ Κουργινιάν ήταν κάποτε πολύ αγαπητή σε όλη τη Σοβιετική Αρμενία, και τα ποιήματά της, αφιερωμένα στους αγώνες της εργατικής τάξης, ήταν γνώριμα σχεδόν σε κάθε μαθητή. Η Σουσανίκ Ποπολιτζάντς γεννήθηκε το 1876 στο Αλεξαντραπόλ (σημερινό Γκιουμρί). Κόρη φτωχού τσαγκάρη, μεγάλωσε υπό δυσχερείς συνθήκες, αντιμετωπίζοντας δυσκολίες από πολύ μικρή. Το 1883, σε ηλικία επτά ετών, ο πατέρας της την πήγε σε ένα τοπικό μοναστήρι για να λάβει την πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Η επαναστατημένη ψυχή της, όμως, δεν μπόρεσε να συμμορφωθεί με τους αυστηρούς κανόνες των μοναχών. Την επόμενη χρονιά, η Σουσανίκ μπήκε στη σχολή θηλέων Αργκουτιάν. Όσο ήταν εκεί, αφοσιώθηκε πλήρως στην εκπαίδευσή της. Λόγω της ταπεινής καταγωγής της, ήταν ένθερμη υποστηρίκτρια της εργατικής τάξης. Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών εργαζόταν φτιάχνοντας αγγεία ή υφαντά, και κάποιες φορές που βοηθούσε τον πατέρα της απαιτούσε τον μισθό της μέχρι και την τελευταία δεκάρα! Το 1893, σε ηλικία 17 ετών, η Σουσανίκ έγινε μέλος του Αρμενικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Χιντσακιάν. Το κόμμα ιδρύθηκε το 1887 από μια ομάδα φοιτητών στη Γενεύη της Ελβετίας με αρχικό στόχο την ανεξαρτησία τής Αρμενίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η μαρξιστική ιδεολογία του κόμματος επηρέασε πολύ τη Σουσανίκ, η οποία σύντομα ασπάστηκε πλήρως τις σοσιαλιστικές ιδέες. Μήνες αργότερα οργάνωσε την πρώτη γυναικεία πολιτική ομάδα των Χιντσακιάν στον Καύκασο και μαζί με άλλες νεαρές γυναίκες εντάχθηκαν στο Αρμενικό Εθνικό Απελευθερωτικό Κίνημα στη Δυτική Αρμενία. Ωστόσο, η Σουσανίκ προοριζόταν να γίνει συγγραφέας. Ο Αβεντίκ Ισαακιάν, ένας σπουδαίος Αρμένιος συγγραφέας, έγραψε στα απομνημονεύματά του ότι η Σουσανίκ θα γίνει μια επίδοξη συγγραφέας, πολύ διαφορετική από τους άλλους. Το ταξίδι τής Σουσανίκ ως συγγραφέας δεν ήταν εύκολο στην παραδοσιακή και συντηρητική κοινωνία του Αλεξαντραπόλ. Στα τέλη του 19ου αιώνα, σε αντίθεση με την Κωνσταντινούπολη —όπου οι γυναίκες συγγραφείς, όπως η Σρπουχί Ντουσάπ, η Ζαμπέλ Γεσαγιάν, η Ζαρουή Καλεμκιαριάν και η Μαρί Μπεϊλιριάν, μπορούσαν να εκφραστούν ελεύθερα και να μιλήσουν δημόσια για τα γυναικεία ζητήματα—, οι γυναίκες στο Αλεξαντραπόλ έπρεπε να θυσιάσουν την ελευθερία τους και να φροντίσουν τις οικογένειές τους για να αποφύγουν τη σκληρή κριτική της κοινωνίας. Επομένως, ένα κορίτσι από τα κατώτερα στρώματα δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει συγγραφέας. Ήταν ένα αποκλειστικά αντρικό επάγγελμα… Το 1895 η Σουσανίκ εισήλθε στο ρωσικό γυμνάσιο. Την εποχή εκείνη, το Αλεξαντραπόλ βρισκόταν υπό την κυριαρχία της τσαρικής Ρωσίας και γινόταν προσπάθεια ρωσοποίησης των περισσότερων αρμενικών σχολείων. Το 1897 παντρεύτηκε τον αντιστασιακό σοσιαλιστή και έμπορο Αρσάκ Κουργινιάν, με τον οποίο απέκτησε τρία παιδιά. Οι επιστολές τής Σουσανίκ προς τον σύζυγό της από εκείνη την περίοδο αποκαλύπτουν πόσο ερωτευμένη ήταν με εκείνον, ο οποίος, παρά τις συντηρητικές απόψεις της κοινωνίας, στήριξε πολύ την καριέρα της ως συγγραφέα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1890, η Σουσανίκ άρχισε σταδιακά να εμφανίζεται στην αρμενική λογοτεχνική σκηνή και το 1899 δημοσίευσε το πρώτο της ποίημα σε περιοδικό στην Τιφλίδα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το μεγαλύτερο μέρος της ποίησής της ήταν λυρικό, αγγίζοντας θέματα όπως οι μακραίωνοι αγώνες του αρμενικού έθνους και τα όμορφα τοπία της πατρίδας της. Το 1903, για να αποφύγει τη σύλληψη, ήδη μητέρα δύο παιδιών, αποφάσισε να μετακομίσει στη Μόσχα, καθώς η τσαρική κυβέρνηση την κατασκόπευε για τις σοσιαλιστικές της ιδέες, αναγκάζοντάς την να εγκαταλείψει την Αρμενία. Στον δρόμο προς τη Μόσχα, ένα από τα παιδιά της αρρώστησε βαριά και η οικογένεια αποφάσισε να μείνει στο Ροστόφ-ον-Ντον. Στις αρχές του 20ού αιώνα, η πόλη ήταν ένα από τα πρώτα βιομηχανικά κέντρα της τσαρικής Ρωσίας, με αποτέλεσμα την απότομη αύξηση της εργατικής τάξης παράλληλα με τις κακές συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού. Από οικογένεια κατώτερης τάξης, η Σουσανίκ είχε ήδη αντιμετωπίσει την αδικία από νεαρή ηλικία, και γι’ αυτό ενστερνίστηκε αμέσως τα βάσανα της εργατικής τάξης και άρχισε να εκφράζει ενεργά τους αγώνες των εργατών. Η ποίησή της, αυτής της περιόδου, είναι τολμηρή και ειλικρινής. Περιέγραψε τις κακουχίες των εργαζομένων και αναφέρθηκε στον αγώνα τους ενάντια στις σκληρές συνθήκες εργασίας. Ωστόσο, μία από τις πιο σημαντικές πτυχές της ποίησής της είναι οι άμεσες εκκλήσεις της για τα δικαιώματα και την ενδυνάμωση των γυναικών. Μέσα από την επαναστατική ποίησή της απαίτησε ελευθερία για τις Αρμένισσες και έθεσε ζητήματα που αφορούσαν την εργαζόμενη γυναίκα. Σε πολλά ποιήματά της έθιξε τις κοινωνικές δομές και τους καθιερωμένους ρόλους των γυναικών στην οικογένεια και τις ενθάρρυνε να αγωνιστούν για τα δικαιώματά τους και να σπάσουν τις πατριαρχικές παραδόσεις. Στο ποίημά της «Επωλήθη» απεικονίζεται μια νεαρή κοπέλα της οποίας οι γονείς τη χρησιμοποίησαν σαν αντικείμενο και χωρίς τη συγκατάθεσή της, «πουλώντας» τη σε έναν πλούσιο. Το ποίημα σκιαγραφεί την οδυνηρή πραγματικότητα των νεαρών κοριτσιών και τις καταστροφικές συνέπειες της «συμφωνίας». Ένα άλλο παράδειγμα των αγώνων της για ισότητα είναι και το ποίημα «Θέλω να ζήσω», όπου εκφράζει άφοβα την επιθυμία της να σταθεί ισότιμα δίπλα στους άντρες. Παρόλο που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στη Ρωσία, η Σουσανίκ ήταν σε συνεχή επικοινωνία με την αρμενική διανόηση όχι μόνο της Αρμενίας αλλά και όλης της Διασποράς. Αντάλλαξε επιστολές με τους συγγραφείς Χοβανές Τουμανιάν, Αβεντίκ Ισαακιάν και Γαζαρός Αγαγιάν, με τους ηθοποιούς Βρτανές Παπαζιάν και Χοβανές Ζαριφιάν, με τον ιστορικό τέχνης Καρεκίν Λεβονιάν, και πολλούς άλλους. Είχε επαφές με τους Αρμένιους συγγραφείς και λογοτέχνες της Κωνσταντινούπολης και στενή συνεργασία με τη συγγραφέα και δημοσιογράφο Αρσακουή Τεοντίκ. Το 1910 η υγεία της Σουσανίκ άρχισε να επιδεινώνεται, με αποτέλεσμα να περάσει αρκετά χρόνια σε σανατόρια. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, επηρεασμένη πολύ από τις καταστροφικές συνέπειες της Γενοκτονίας των Αρμενίων, έγραψε πολλά ποιήματα και περιέγραψε τα βάσανα των προσφύγων. Αξίζει να σημειωθεί πως έγραψε και θεατρικά έργα. Τα γράμματά της προς τον Αρμένιο ηθοποιό Χοβανές Ζαριφιάν αποκαλύπτουν ότι υπήρξε προσπάθεια να ανέβει ένα από τα έργα της σε θεατρική σκηνή του Γερεβάν, ωστόσο αυτή δεν ευδοκίμησε. Το 1921 ο Αλεξάντρ Μιασνικιάν, ο πρώτος πρόεδρος της νεοσύστατης Σοβιετικής Αρμενίας, κάλεσε τη Σουσανίκ Κουργινιάν στην Αρμενία . Εκείνη πίστευε ολόψυχα ότι οι Μπολσεβίκοι θα έχτιζαν την Αρμενία και μετακόμισε αμέσως στο Γερεβάν. Ένθερμη υποστηρίκτρια της Ρωσικής Επανάστασης και της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, αναγνωρίστηκε ως ιδρύτρια της προλεταριακής ποίησης στην Αρμενία. Οι σοβιετικές αρχές συμπεριέλαβαν την ποίησή της στα σχολικά προγράμματα και υποστήριξαν το έργο της. Παρά τον σεβασμό στην ποίησή της, τα ποιήματα που αφορούσαν τους αγώνες των γυναικών παραμελήθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό και δεν αναγνωρίστηκαν ποτέ στο πλαίσιο της φεμινιστικής σκέψης των αρχών του 1900! Στην Αρμενία, η Σουσανίκ ζούσε σε πολύ κακές συνθήκες που εξασθένισαν περαιτέρω την υγεία της. Σε επιστολές προς την κόρη της παραπονιόταν συνεχώς για την οικονομική της κατάσταση και για την επιδείνωση της υγείας της, καταδικάζοντας τους σοβιετικούς αξιωματούχους που δεν τη φρόντιζαν σωστά. Το 1925 ταξίδεψε στη Μόσχα για να λάβει θεραπεία και στη συνέχεια επέστρεψε στο Γερεβάν. Πέθανε στις 24 Νοεμβρίου 1927, αφήνοντας πίσω της μια πλούσια κληρονομιά. Σήμερα, το σπίτι της Κουργινιάν είναι εγκαταλελειμμένο. Οι ιδιοκτήτες είναι άγνωστοι και το κράτος φαίνεται να μην ενδιαφέρεται για τη διατήρηση της περιουσίας της. Το αρχείο της, που περιλαμβάνει τα χειρόγραφά της, τις φωτογραφίες, τα προσωπικά έγγραφα και τα βιβλία της, φυλάσσεται στο Μουσείο Λογοτεχνίας και Τεχνών Γεγισέ Τσαρέντς στο Γερεβάν. Ο τάφος της, μαζί με ένα σεμνό άγαλμα, βρίσκεται στο πάρκο Κομιτάς, έξω από το Πάνθεον Κομιτάς. Υπάρχει επίσης μια βιβλιοθήκη στο Γερεβάν και ένα σχολείο στο Γκιουμρί που φέρουν το όνομά της. Η κληρονομιά της Κουργινιάν τιμάται ενίοτε από φεμινιστικές ομάδες, αλλά η ζωή και το έργο της παραμένουν άγνωστα στο ευρύ κοινό. |