Μάικ Τσιλιγκιριάν
Ιανουάριος- Απρίλιος 2021, τεύχος 106
Ο πατέρας Νερσές Νσανιάν, με το κοσμικό όνομα Αγκόπ, γεννήθηκε το 1859 στη Σηλυβρία της Ραιδεστού, γενέτειρα του μεγάλου μας ποιητή Ρουπέν Σεβάκ. Ήταν το τέταρτο από τα έξι παιδιά του Νσαν και της Ανταράμ Ντονικιάν. Έλαβε τη βασική του εκπαίδευση στο αρμενικό σχολείο της πόλης. Από τα δεκατέσσερά του πήγε στο εργαστήριο του πατέρα του για να μάθει την τέχνη του μαραγκού. Λίγο πριν τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877, η οικογένεια του εγκαθίσταται στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάστηκε σε μια αγγλική εταιρεία κατασκευής καραβιών και αργότερα σε διάφορα εργαστήρια επίπλων. Με την αγάπη του για τη μουσική και με τις γνώσεις από την τέχνη του μαραγκού, ο Αγκόπ φτιάχνει ένα αυτοσχέδιο σάζι το οποίο κουρδίζει με τη βοήθεια ενός περαστικού τσιγγάνου, και προσπαθεί να μάθει τα βασικά της μουσικής τέχνης. Οι νέοι της κοσμοπολίτικης Πόλης ψυχαγωγούνταν στα καφενεία και στις πλατείες, όπου ντόπιοι και πλανόδιοι μουσικοί, παραμυθάδες και καραγκιοζοπαίχτες είχαν την τιμητική τους. Είναι η εποχή που θα γνωρίσει και θα λατρέψει την τέχνη των ασούγ (πλανόδιοι ποιητές-βάρδοι). Μαγεμένος από την ποίηση και τη μουσική τους, ο Αγκόπ σχεδόν κάθε βράδυ βρίσκεται στα καπηλειά και στα καφενεία, όπου γνώρισε τον ταλαντούχο τραγουδοποιό Ασίκ Μίχρι (Τσιμτσιμακατζακτσί Γουγκάς), ο οποίος ήταν μαθητής του διάσημου Αρμένιου βάρδου Ναμί. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μαθητεύει δίπλα στους πιο διάσημους μουσικούς, όπως τον Σερβερί Μπαμπά και τον Τοπκαπουκτσί ντερβίς Χαμπάρ. Τον καιρό εκείνο, ο Αγκόπ διδάσκεται και διασκεδάζει συγχρόνως, πολλές φορές μέχρι πρωίας. Ένα βράδυ, στο καπηλειό του Μπγικ Μοβσές, παίρνει το «βάπτισμα του πυρός» παρουσιάζοντας ένα από τα τραγούδια του. Ο δάσκαλός του Ασίκ Μίχρι τού δίνει τότε το προσωνύμιο «Αχτερί» (Αστρικός), το οποίο τον ακολουθεί για πάντα. Το 1884 επιστρέφει στη γενέτειρά του και παντρεύεται τη Σρπουί, κόρη του ιερέα της πόλης Τσορλού (Τυρολόη). Συνεχίζει την τέχνη του μαραγκού, γράφει τραγούδια και μουσική, αλλά τραγουδά μόνο σε οικογενειακές και φιλικές συναθροίσεις. Το 1893, με ομόφωνη απόφαση του λαϊκού συμβουλίου, οι Αρμένιοι της Σηλυβρίας του προτείνουν να αναλάβει καθήκοντα ιερέα της πόλης. Ο Αγκόπ μεταβαίνει στην ιερατική σχολή του Αρμάς, όπου μαθαίνει τους κανόνες της εκκλησίας, την τέλεση των μυστηρίων, τις θεολογικές προσεγγίσεις της εκκλησίας μας, γνωρίζει την αρμενική εκκλησιαστική μουσική, και, το σπουδαιότερο, μαθαίνει την αρμενική γλώσσα. Τον Σεπτέμβριο του 1894 χειροτονείται ιερέας από τον Αρχιμανδρίτη Ορμανιάν στην εκκλησία του Σουρπ Κεβόρκ (Αγίου Γεωργίου) της γενέτειράς του, όπου και του δόθηκε το όνομα Νερσές. Για πέντε χρόνια υπηρέτησε στη Σηλυβρία, και έπειτα, μαζί με την οικογένειά του, εγκαταστάθηκε στην Ανδριανούπολη, όπου ανέλαβε καθήκοντα σε μία από τις αρμενικές εκκλησίες της πόλης. Το σπίτι του πατέρα Νερσές ήταν ένα από τα 4000 που καταστράφηκαν στις 21 Αυγούστου 1905, κατά τη διάρκεια της φοβερής πυρκαγιάς στην Ανδριανούπολη. Έτσι, εγκαταλείπει την πόλη και πάει να μείνει στην Κομοτηνή. Το 1909 αναλαμβάνει καθήκοντα ιερέα στο Διδυμότειχο και υπηρετεί ως ιερέας για δεκατρία χρόνια. Τη δεκαετία του ’20 η περιοχή βρέθηκε στο επίκεντρο πολεμικών αναμετρήσεων. Τότε ήταν που ο πατέρας Νερσές, συνεργαζόμενος με τις αρμενικές οργανώσεις της Φιλιππούπολης, με ζήλο και αυταπάρνηση πρωτοστάτησε στην οργάνωση βοήθειας για τους πρόσφυγες και τους τραυματίες. Με κίνδυνο της ζωής του έκρυψε Αρμένιους στρατιώτες του οθωμανικού στρατού που είχαν λιποτακτήσει, κάποιες φορές και με δική του προτροπή. Μαρτυρίες λένε πως κάποτε έμεινε μία εβδομάδα μέσα στο σπίτι γιατί έδωσε τα μόνα ρούχα που είχε σε έναν Αρμένιο στρατιώτη από την Αμάσεια για να μπορέσει να κρυφτεί. Περιγράφοντας τη δράση του, ο Αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας Γεβόντ Τουριάν γράφει σε μια επιστολή: «[…] Ειδικότερα τα τελευταία τρία χρόνια που ο πόλεμος συνεχίζεται άγριος όσο ποτέ, ο πατέρας Νερσές έχει υποδείξει πατρική στοργή στους νέους μας. Με αυταπάρνηση παρείχε ασφάλεια σε χιλιάδες Αρμένιους στρατιώτες που λιποτάκτησαν από τον τουρκικό στρατό». Από το 1923 αναλαμβάνει την αρμενική εκκλησία της Αλεξανδρούπολης. Εκεί γνωρίζει τον δάσκαλο, μουσικό και ποιητή Κεβόρκ Γκαρβαρέντς, ο οποίος ενθουσιάζεται με τα τραγούδια του ιερέα και μεταφράζει ορισμένα στην αρμενική γλώσσα. Τα τραγούδια αυτά, πρωτότυπα και μεταφράσεις, με πρόλογο από τον Γκαρβαρέντς, εκδόθηκαν σε ένα μικρό βιβλιαράκι στη Θεσσαλονίκη από την εφημερίδα «Χοριζόν» το 1929 υπό τον τίτλο «Սազերգութիւն» (Τραγούδια για σάζι). O πατέρας Νερσές υπήρξε δεινός συζητητής, ξάφνιαζε με την ετοιμολογία και το χιούμορ του, ήταν βαθύτατα καλλιεργημένος άνθρωπος, αστείρευτη πηγή λαϊκών ιστοριών και παραμυθιών. Ο κόσμος τον αγάπησε για το ήθος, την αυτοθυσία και την πνευματική του προσφορά. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπηρέτησε στην εκκλησία της Παναγίας στη Θεσσαλονίκη. Ο «Αχτερί» έφυγε από τη ζωή στις 3 Ιουνίου του 1941, αφήνοντας ανεξίτηλο το ίχνος του στην ιστορία των αρμενικών κοινοτήτων της Θράκης. Εικάζουμε πως το μεγαλύτερο μέρος του πνευματικού και καλλιτεχνικού του έργου χάθηκε για πάντα ή βρίσκεται «κρυμμένο» σε κάποια βιβλιοθήκη.
Ντιβάν
Άνοιξε τα μάτια της ψυχής σου και τον Θεό σου δες, είναι αρκετό, Δες το ακριβοδίκαιο και μυστηριώδες θαύμα του, είναι αρκετό.
Η μάνα φύση είναι για σένα θεόσταλτο δίδαγμα, Αρκεί να δεις το Σύμπαν, με τόση σοφία πλασμένο.
Κι αν θες εσύ, γιατρέ, να μάθεις την ανθρώπινη καρδιά, Ψάξε και βρες τα λόγια του ποιητή, κι είναι αρκετό.
Μην ποθήσεις την ρηχή κι εφήμερη δόξα των πλουσίων, Περίμενε να δεις το άδοξο τέλος τους, είναι αρκετό.
Κι αν την ύπαρξη του Θεού αμφισβητήσεις ποτέ, Άνοιξε τα σπλάχνα σου Αχτερί και τη συνείδησή σου βρες, είναι αρκετό.
Σεμαΐ
Βαρέθηκα πια τη ζωή μου, τι λέτε, να πεθάνω; Να πάω ν΄αναπαυθώ στο μνήμα, τι λέτε;
Κι αν ο πόθος μου δεν βγει αληθινός και ζήσω τελικά, Σε μια γωνιά του καπηλειού να κάθομαι μονάχος, τι λέτε;
Θά΄θελα νύχτα μέρα να μεθοκοπώ Ώσπου ένα άθλιο ράκος να καταντήσω, τι λέτε;
Αποκτώντας μια υπερφυσική κι επουράνια δύναμη Να ισοπεδώσω όλη τη γη, τι λέτε;
Αχτέρ, δεν υποφέρεται αυτή η ζωή, κι ας σφάλλω με τα λόγια μου, Μήπως να μαρτυρήσω θυσιάζοντας την ψυχή μου, τι λέτε;
Μετάφραση τραγουδιών: Άρντα Τζελαλιάν
|