Οβανές Γαζαριάν Ιούλιος- Οκτώβριος 2017, τεύχος 94
Το 1904 γεννιέται στη Σμύρνη ο Αγκόπ που ήταν το τρίτο από τα τέσσερα παιδιά του Αρτίν και της Τσαπίνας Παπαζιάν. Ο Κεβόρκ (ο άνθρωπος που έφερε πρώτος το παγωτό καϊμάκι στην Ελλάδα) και ο Μιράν ήρθαν μαζί του στην Ελλάδα ενώ ο τρίτος του αδερφός ο Βαχάν πέθανε στη Σμύρνη σε ατύχημα. Ο Αρτίν Παπαζιάν μεγαλοεισαγωγέας κρυστάλλων, με μεγάλη περιουσία, φρόντισε ο γιος του να λάβει την καλύτερη δυνατή μόρφωση, πρώτα στη σχολή Μπογιατζιάν και κατόπιν στη σχολή των Μεχιταριστών (Μχιταριάν) μοναχών. Η τεράστια περιουσία του βοήθησε ώστε να μεταφέρει με ασφάλεια την οικογένειά του το 1922 στην Ελλάδα, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, χωρίς ταλαιπωρία. Στην Αθήνα εγκαταστάθηκε στο Κουκάκι και ο Αγκόπ έγινε δεκτός στο Εθνικό Ωδείο το 1927. Εκεί σπούδασε φλάουτο, σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας, εξελίσσοντας το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του και αποφοιτώντας το 1933 με το βαθμό «Άριστα». Πολλοί από τους συμμαθητές του έγιναν διευθυντές ορχήστρας, συνθέτες και γνωστοί μουσικοί. Ο ίδιος δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει το μεγάλο του όνειρο, να ενταχθεί στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, λόγω του ότι δεν είχε ελληνική υπηκοότητα. Το 1929, σπουδαστής ακόμα στο Ωδείο, αναλαμβάνει να μετατρέψει σε οπερέτα την πασίγνωστη θεατρική κωμωδία «Τσαρσιλί Αρτίν Αγά» η οποία παρουσιάζεται το 1930 για πρώτη φορά στο θέατρο «Ολύμπια» της Αθήνας με τεράστια επιτυχία. Οι παραστάσεις συνεχίζονται με μεγάλη συχνότητα έχοντας ως αποκορύφωμα την παράσταση στο «Ρεξ» το 1957, σε σκηνοθεσία του πολύ καλού του φίλου Αρσαβίρ Καζαντζιάν, στην οποία πρωταγωνιστούσαν οι Νερεντιάν και Ατσαμπαχιάν, η σύζυγος του Αρσαβίρ, Τζαγίκ Καζαντζιάν –σπουδαία σοπράνο της Λυρικής-, στο πιάνο ο Αγκόπ Τζελαλιάν, ενώ παρουσιαζόταν και νούμερο με μπαλέτο από τις αδερφές Τακεσιάν. Να σημειωθεί, ότι επειδή την εποχή εκείνη το «Ρεξ» ήταν η έδρα της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών και πολλές φορές στις πρόβες τύχαινε να βρίσκεται εκεί ο Μάνος Χατζιδάκης ο οποίος ακούσε τη μουσική της παράστασης και από ένα κομμάτι της, εμπνεύστηκε την μουσική του γνωστού τραγουδιού «Κυρ-Αντώνη». Κατά τη διάρκεια της κατοχής μετακόμισε με την οικογένειά του στον Παράδεισο Αμαρουσίου και τον Ιούνιο του 1943 έγινε ένας από τους ιδρυτές του «Χαμασκαΐν» στην Ελλάδα. Ήδη από το 1936 είχε αναλάβει τη διεύθυνση της χορωδίας της «Στέγης Αρμενικής τέχνης και σκέψης», έναν προάγγελο του «Χαμασκαΐν». Το 1946 ιδρύει τη χορωδία του «Χαμασκαΐν» η οποία στην ακμή της το 1956 αριθμεί 120 άτομα, διατηρώντας τη διεύθυνσή της μέχρι και το 1971. Μετά το θάνατό του ως ένδειξη τιμής και αναγνώρισης δίνεται το όνομά του σ’ αυτήν. Άνθρωπος χαμηλών τόνων, αυστηρός και λιγομίλητος, ενέπνεε σεβασμό με τη συμπεριφορά και τις γνώσεις του. Η μουσική ήταν όλη του η ζωή. Ώρες ολόκληρες έγραφε συνθέσεις. Το 1953 στην 35η επέτειο της 28ης Μαϊου (ημέρα ανεξαρτησίας της Αρμενίας) στο τελευταίο μέρος της εκδήλωσης παρουσιάζει την κορυφαία ίσως εργασία του, την όπερα «Ναμούς» γνωστή και ως «Η πηγή της ευτυχίας», την οποία όμως δεν κατάφερε να παρουσιάσει έτσι όπως ακριβώς θα επιθυμούσε λόγω έλλειψης πόρων και ανθρώπινου δυναμικού. Να σημειώσουμε ότι το λιμπρέτο της είχε γράψει ο στενός του φίλος, ποιητής και τότε διευθυντής της εφημερίδας «Αζάτ Ορ» Βασκέν Γεσαγιάν. Τις δεκαετίες ’50 και ’60 δίδαξε στο αρμενικό σχολείο της Κοκκινιάς στη θέση του δασκάλου μουσικής. Η μουσική παιδεία που είχε λάβει ήταν κατά βάση ελληνική και ευρωπαϊκή, έχοντας πάρει ελάχιστα στοιχεία από την αρμενική, κυρίως από το μεγάλο συνθέτη της εποχής τον Αλεμσάχ. Παρόλα αυτά υπηρέτησε την αρμενική μουσική με πάθος και αφοσίωση μέχρι την τελευταία του πνοή. Το Καθολικάτο της Κιλικίας τον τίμησε με το παράσημο «Άγιος Μεσρώπ» για την προσφορά του στον αρμενικό πολιτισμό. Την ημέρα που η καρδιά του σταμάτησε να χτυπά, το ημερολόγιο έδειχνε 12 Ιανουαρίου 1984 και η ελληνοαρμενική παροικία έχανε έναν από τους πιο ταλαντούχους ανθρώπους της μουσικής και της τέχνης γενικότερα.
|