Εκτύπωση E-mail

Komitas 86


Κομιτάς Βαρταπέτ
Μια εξέχουσα μορφή της πρώιμης εθνομουσικολογίας

Μαρία Γ. Ανδρουλάκη

Ερευνήτρια-Μουσικολόγος στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας (Κ.Ε.Ε.Λ) της Ακαδημίας Αθηνών

Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2015, τεύχος 86

Το άρθρο αυτό συνιστά συμβολή στην ανάδειξη της προσωπικότητας του Κομιτάς Βαρταπέτ, ενός αξιόλογου ερευνητή της αρμενικής μουσικής και από τους πρώτους Αρμένιους με κλασική δυτική μουσική παιδεία, ο οποίος όμως δεν είναι γνωστός στη Δύση.

Το όνομα του Κομιτάς Βαρταπέτ δεσπόζει στον τομέα της εκκλησιαστικής αρμενικής μουσικής και της καταγραφής της δημοτικής μουσικής. Ωστόσο, η πιο σημαντική συνεισφορά του είναι ότι αφύπνισε το μουσικό ενδιαφέρον ακόμη και μεταξύ διαφορετικών εθνοτικών ομάδων. Οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν ότι η μουσική ήταν κάτι περισσότερο από μέσον ψυχαγωγίας και άρχισαν να ενδιαφέρονται για τα τραγούδια τους και να τα αναζητούν.

Αρμένιος ιερέας, διανοούμενος, τραγουδιστής, διευθυντής ορχήστρας, μουσικολόγος και εθνομουσικολόγος, ο Κομιτάς σε ένα διάστημα είκοσι ετών έχει να παρουσιάσει αξιόλογο έργο σε όλους τους τομείς της μουσικής, για την οποία το ενδιαφέρον του υπήρξε πολλαπλό. Τον ενδιέφερε όχι μόνο να καταγράψει για να διασώσει την εθνική μουσική κληρονομιά, αλλά και να καταστήσει τη μουσική αυτή διαθέσιμη, να την διαδώσει στο εξωτερικό ώστε να γίνει κτήμα όλων των Αρμενίων εντός και εκτός Αρμενίας. Για τον σκοπό αυτόν προσπάθησε να προωθήσει τα δημοτικά τραγούδια και τους δημοτικούς χορούς μέσω συναυλιών. Παράλληλα, προχώρησε σε εθνομουσικολογικές και ιστορικές μελέτες, σε μία προσπάθεια να απομονώσει, να ταυτοποιήσει και να καθορίσει το αυθεντικό αρμενικό μουσικό ύφος. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας έδειξε ότι είχε ένα ευρύ πεδίο γνώσεων, αφού ήταν ικανός να ξεχωρίζει το ύφος της γνήσιας αρμενικής μουσικής από τα μουσικά χαρακτηριστικά άλλων εθνοτικών ομάδων όπως ήταν οι Τούρκοι, οι Κούρδοι κ.ά .

Σύντομη βιογραφία

Ο Κομιτάς γεννήθηκε στην πόλη Κιουτάχεια της Τουρκίας στις 26 Σεπτεμβρίου 1869 από Αρμένιους γονείς και πήρε το όνομα Σογομόν. Ο πατέρας του, Κεβόρκ Σογομονιάν ήταν υποδηματοποιός και ταυτόχρονα τραγουδοποιός με πολύ καλή φωνή και διευθυντής χορωδίας στην τοπική αρμενική εκκλησία. Η μητέρα του Τακουή Χοβαννισιάν ήταν υφάντρα χαλιών και ξεχώριζε για τις μουσικές της ικανότητες καθώς έγραφε και μελοποιούσε τραγούδια πάνω στο σύγχρονο μουσικό ύφος . Το 1870 έχασε τη μητέρα του και μετά από δέκα χρόνια, σε ηλικία μόλις ένδεκα ετών έχασε και τον πατέρα του. Λίγο αργότερα, μία ευτυχής συγκυρία άλλαξε τη ζωή του: Το 1881 ο ιερέας της Κιουτάχειας Κεβόρκ Τερτσακιάν τοποθετήθηκε στη θέση του επισκόπου στο Ετσμιατζίν, έδρα της αρμενικής Αποστολικής εκκλησίας. Σύμφωνα με την επιθυμία του Αρμένιου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως του Καθολικού Κεβόρκ IV (1866-1882), ο οποίος το 1869 ίδρυσε την Ιερατική Σχολή Κεβορκιάν, ο Τερτσακιάν όφειλε να πάρει μαζί του ένα ορφανό παιδί για να φοιτήσει στη Σχολή. Επέλεξε τον Σογομόν για την εξαιρετική του φωνή. ΄Ετσι, το Σεπτέμβριο του 1881 ο Σογομόν ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ιερατική Σχολή. Το 1890 πήρε το χρίσμα του μοναχού και κατά το ακαδημαϊκό έτος 1892-1893 ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του καλλιέργησε το εξαιρετικό μουσικό του ταλέντο και τη σπάνια φωνή του και ειδικεύτηκε στη θεωρία και πράξη της αρμενικής ψαλτικής τέχνης. Μόλις έγινε κάτοχος του αρμενικού μουσικού συστήματος γραφής, άρχισε να καταγράφει δημοτικά τραγούδια από τους χωρικούς της πεδιάδας Αραράτ και παρά το γεγονός ότι δεν είχε καμία γνώση της ευρωπαϊκής μουσικής κατάφερε να τα εναρμονίσει για να τα παρουσιάσει σε συναυλίες με τη μαθητική χορωδία που ο ίδιος είχε συστήσει στην Ιερατική Σχολή.

Μετά την αποφοίτησή του δίδαξε μουσική στην Ιερατική Σχολή και διηύθυνε τη χορωδία του καθεδρικού ναού στην έδρα της Ιεράς Επισκοπής. Παράλληλα με τη διδασκαλία του στη Σχολή, οργάνωσε ορχήστρα λαϊκών οργάνων, επεξεργάστηκε δημοτικά τραγούδια και πραγματοποίησε έρευνα στον τομέα της αρμενικής εκκλησιαστικής μουσικής. Το 1894 δημοσίευσε την έρευνά του για τις αρμενικές εκκλησιαστικές μελωδίες και το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους χειροτονήθηκε ιερέας, μπαίνοντας έτσι στις τάξεις των αγάμων ιερέων της αρμενικής εκκλησίας και πήρε το όνομα Κομιτάς, στη μνήμη του περίφημου ποιητή και υμνογράφου Καθολικού Κομιτάς Αγτσετσί, που έζησε τον έβδομο αιώνα. Το 1895 χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης. ΄Ετσι, έγινε γνωστός με το όνομα Κομιτάς Βαρταπέτ, που σημαίνει αρχιμανδρίτης.

Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους αναχώρησε για την Τιφλίδα προκειμένου να φοιτήσει σε μουσικό κολλέγιο. Σπούδασε θεωρία της ευρωπαϊκής μουσικής και με δάσκαλο τον συνθέτη Μαγκάρ Γεκμαλιάν αρμονία, αποκτώντας έτσι τις βασικές τεχνικές γνώσεις, που πρέπει να έχει ένας μουσικολόγος και ένας συνθέτης. Στην Τιφλίδα παρέμεινε ένα χρόνο και κατόπιν, με την οικονομική στήριξη του Αλεξάντερ Μαντάσεβ (Μαντασιάν) μετέβη στο Βερολίνο, στο Ωδείο του Ρίχαρτ Σμιθ (Richard Schmidt), όπου σπούδασε πιάνο, τραγούδι, θεωρία και πράξη της ευρωπαϊκής μουσικής και σύνθεση. Τον ίδιο χρόνο ύστερα από κατατακτήριες εξετάσεις, έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο, όπου φοίτησε για τρία χρόνια (1896-1899) σπουδάζοντας μουσικολογία. Κατά τη διάρκεια των ακαδημαϊκών του σπουδών στη Γερμανία, είχε την ευκαιρία να γνωρίσει την ευρωπαϊκή μουσική και να πάρει μέρος σε συνέδρια. Μετά από πρόσκληση της Διεθνούς Μουσικής Εταιρείας (Internationale Musikgesellschaft), της οποίας υπήρξε ιδρυτικό μέλος, παρουσίασε μία σειρά από διαλέξεις αφιερωμένες στην αρμενική εκκλησιαστική και στη σύγχρονη αρμενική μουσική σε αντιδιαστολή με την τουρκική, αραβική και κουρδική. Μάλιστα, στο πρώτο τεύχος του περιοδικού της Εταιρείας αυτής συμπεριλαμβάνεται άρθρο του για τη μεταγραφή της αρμενικής εκκλησιαστικής μουσικής γραφής, το οποίο υπογράφει με το όνομα Κομιτάς Κεβορκιάν (Komitas Kevorkian).

Το Σεπτέμβριο του 1899, ο Κομιτάς επέστρεψε στο Ετσμιατζίν όπου συνέχισε να διδάσκει μουσική στην Ιερατική Σχολή. Σε μικρό χρονικό διάστημα κατάφερε να αναμορφώσει το σύστημα διδασκαλίας, οργάνωσε μικρή ορχήστρα και τελειοποίησε τη χορωδία. Για την προσφορά του ως δασκάλου και διευθυντού της εκκλησιαστικής χορωδίας τιμήθηκε με το ανθισμένο φελόνιο. Παράλληλα, αφοσιώθηκε στην αποκωδικοποίηση του αρμενικού συστήματος σημειογραφίας της εκκλησιαστικής μουσικής μελετώντας μεσαιωνικά αρμενικά χειρόγραφα και στην καταγραφή δημοτικής μουσικής με συστηματικότερο τρόπο αυτή τη φορά. ΄Ετσι, σε συνεργασία με τους συναδέλφους του στη Σχολή Μανούκ Απεγιάν, Γερβάντ Ντερ-Μινασσιάν, Καρεκίν Λεβονιάν συγκέντρωσε περί τα 1200 τραγούδια.

Κατά το διάστημα 1906-1907 ο Κομιτάς έδωσε μία σειρά από συναυλίες στο Παρίσι και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες προωθώντας την αρμενική μουσική που έτυχε θερμής υποδοχής από τον μουσικό τύπο του Παρισιού. ΄Ομως, το έργο του δεν είχε μόνο θαυμαστές, αλλά και επικριτές που τον κατηγόρησαν για την ενασχόλησή του με την κοσμική μουσική. Κατά την επιστροφή του στο Ετσμιατζίν το 1907, ήρθε αντιμέτωπος με τον συντηρητικό κλήρο και το 1909 υπέγραψε την παραίτησή του από την Αδελφότητα της Ιερατικής Σχολής Κεβορκιάν. Στο κείμενο της παραίτησής του γράφει χαρακτηριστικά: «Διψάω για πράγματα σπουδαία και εμποδίζομαι. Θέλω να αποδράσω, να κλείσω τα αυτιά μου για να μην ακούω, να κλείσω τα μάτια μου για να μη βλέπω, να δέσω τα πόδια μου για να μη δελεάζομαι και δεν μπορώ να το κάνω...». Ζήτησε την απαλλαγή του από τα καθήκοντα του ιερέα και την τοποθέτησή του ως ηγουμένου στη μονή του Σεβάν, αλλά το αίτημά του έμεινε χωρίς απάντηση.

Το 1910 εγκατέλειψε το Ετσμιατζίν για την Κωνσταντινούπολη, που την εποχή εκείνη ήταν ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα του αρμενικού πολιτισμού και ίδρυσε εκεί μεγάλη χορωδία την οποία ονόμασε «Κουσάν». Το όνειρό του ήταν να ιδρύσει ένα εθνικό ωδείο, αλλά αντιμετώπισε την αδιαφορία των τοπικών αρχών.

Ο Κομιτάς περνούσε τον χρόνο του ταξιδεύοντας και οργανώνοντας διαλέξεις για την αρμενική μουσική. Ενορχήστρωσε δημοτικά τραγούδια για συναυλίες και έγραψε ποικίλα άρθρα πάνω στην αρμενική μουσική. Παράλληλα διηύθυνε ορχήστρες ή πραγματοποιούσε εμφανίσεις ως σολίστ, καθώς έπαιζε εξαιρετικό φλάουτο και πιάνο και ήταν βαρύτονος τραγουδιστής με μεγάλη έκταση φωνής που κάλυπτε και τμήμα της περιοχής του τενόρου. Επίσης οργάνωσε χορωδία στη Σμύρνη, στο Κάιρο, στην Αλεξάνδρεια, πόλεις στις οποίες υπήρχαν Αρμένιοι, και με τις συναυλίες και τις ομιλίες του στο κοινό βοήθησε στην ενδυνάμωση του εθνικού αισθήματος της αρμενικής διασποράς στην εγγύς Ανατολή.

Το 1912 ολοκλήρωσε την αρμενική θεία λειτουργία για ανδρική χορωδία. Το 1913 ενώ κατευθυνόταν προς το Βατούμ, πέρασε από το Ετσμιατζίν, όπου όμως το Ιερατείο δεν του επιφύλαξε καθόλου καλή υποδοχή επιβεβαιώνοντας έτσι το βαθύ ρήγμα στις σχέσεις του με τον Κομιτάς εξ αιτίας της πορείας που ο ίδιος είχε επιλέξει στη μουσική. Στην Αρμενία παρέμεινε για δύο μήνες στη διάρκεια των οποίων κατέγραψε πάνω από 60 δημοτικά τραγούδια.

Το 1914 συμμετείχε με ανακοίνωση για την αρμενική δημοτική μουσική στο συνέδριο της Διεθνούς Μουσικής Εταιρείας στο Παρίσι (Internationale Musikgesellschaft). Στο πλαίσιο του ίδιου συνεδρίου οργάνωσε και ένα κοντσέρτο στην αρμενική εκκλησία του Παρισιού και ο ίδιος έδωσε την άδεια για την αναπαραγωγή του σε δίσκους γραμμοφώνου. Το εγχείρημά του έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής στο Παρίσι, ωστόσο όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, για ακόμη μια φορά ήρθε αντιμέτωπος με τη δυσμένεια του εκκλησιαστικού συμβουλίου, που τον επέκρινε για εξευτελισμό και χλευασμό των ιερών τραγουδιών που προορίζονται για τον ιερό οίκο του Θεού, τα οποία με τη διάθεσή τους μέσω της δισκογραφίας θα μπορούσαν να παίζονται οπουδήποτε, ακόμη και σε ακατάλληλα μέρη. Το εκκλησιαστικό συμβούλιο ζήτησε από τον επίσκοπο την επίπληξη του Κομιτάς. Τότε ο Κομιτάς για να υπερασπισθεί τη δουλειά του έδωσε συνέντευξη στον εκδότη της καθημερινής εφημερίδας της Κωνσταντινούπολης «Αζαταμάρντ», η οποία εμφανίστηκε στον τύπο με τον τίτλο «Ο θρίαμβος της αρμενικής μουσικής» (The Victory of Armenian Music). Στο άρθρο αυτό υπερασπίζεται ο ίδιος τη δουλειά του και τη συνεισφορά του στη γνωστοποίηση ανά τον κόσμο ότι υπάρχει ανεξάρτητη αρμενική μουσική, η οποία έχει μεγάλη καλλιτεχνική αξία, μεγαλύτερη από ό,τι η μουσική άλλων λαών της Ανατολής. Με τις διαλέξεις του, τονίζει, έκανε μεγάλους δασκάλους να συνειδητοποιήσουν ότι η αρμενική μουσική όχι μόνο δεν είναι μίζερη και μελαγχολική όπως, εξ αιτίας ανεπαρκών δειγμάτων που είχαν στη διάθεσή τους, νόμιζαν, αλλά αντανακλά δύναμη και ζωτική ενέργεια. Εμπεριέχει, όπως υποστηρίζει, τη φιλοσοφία και την ψυχή του λαού της, διότι η μουσική είναι η καθαρότερη αντανάκλαση ενός έθνους, η πιο φυσική και αληθινή σε όλες τις εκφάνσεις της, τόσο αληθινή και τόσο δυνατή, όσο μπορεί να είναι και ο ίδιος ο λαός που της έδωσε ζωή. Στη συνέχεια αναφέρεται στην απήχηση που είχε ο λόγος του στους συνέδρους, στους οποίους έδωσε το ερέθισμα για να αρχίσουν να αναζητούν πηγές προκειμένου να μελετήσουν την αρμενική μουσική, ενώ πολλοί από αυτούς άρχισαν να πηγαίνουν την Κυριακή σε αρμενικές εκκλησίες για να γνωρίσουν την αρμενική εκκλησιαστική μουσική.

΄Οταν κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, οι Νεότουρκοι εφάρμοσαν το απεχθές σχέδιο της εξόντωσης τμήματος του αρμενικού λαού, ο Κομιτάς μαζί με άλλους Αρμένιους διανοούμενους συνελήφθη στην Κωνσταντινούπολη το 1915 και εκτοπίστηκε στο εσωτερικό της χώρας. Αυτές οι εκτοπίσεις συνοδεύονταν από σφαγές. Πάνω από ένα εκατομμύριο Αρμένιοι ήταν τα θύματα αυτής της γενοκτονίας στην Τουρκία. Πολλοί από τους διανοούμενους συναδέλφους του σφαγιάστηκαν, γεγονός που άφησε ανεπανόρθωτο ψυχικό τραύμα στον Κομιτάς, ο οποίος έπαθε νευρικό κλονισμό. Με τη διαμεσολάβηση του Αμερικανού πρεσβευτή στην Τουρκία Χένρι Μόργκεντάου (1913-1916), ο Κομιτάς επέστρεψε από την εξορία και για πολύ μικρό χρονικό διάστημα φάνηκε να συνέρχεται, αλλά ο τρόμος που βίωσε, η σφαγή των στενών του φίλων και η γενοκτονία γενικότερα του αρμενικού λαού καθώς και η απώλεια των προς το ζην εξ αιτίας του πολέμου, επηρέασαν ανεπανόρθωτα την ευαίσθητη φύση του. Αρχικά νοσηλεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά το 1919 μεταφέρθηκε στο Παρίσι. Η βλάβη της υγείας του ήταν τέτοια που μέχρι το θάνατό του το 1935, παρέμεινε σε ψυχιατρική κλινική στα περίχωρα του Παρισιού. Το Μάιο του 1936 η στάχτη του μεταφέρθηκε στο Eρεβάν και ενταφιάστηκε στο Πάνθεον των Αρμενίων καλλιτεχνών, στο πάρκο που σήμερα φέρει το όνομά του.

O Κομιτάς ως εθνομουσικολόγος

Ο Κομιτάς θεωρείται ως ο ιδρυτής της αρμενικής εθνικής μουσικής και ως ο πλέον σημαντικός μουσικολόγος που έχει ασχοληθεί με την αρμενική μουσική. Αφιέρωσε τη ζωή του στην καταγραφή της αρμενικής εκκλησιαστικής και δημοτικής μουσικής. Για τη μελέτη της εκκλησιαστικής μουσικής επισκέφθηκε τα πιο απομακρυσμένα μοναστήρια που κατοικούνταν από πιστούς Αρμένιους Χριστιανούς. Από τις εκκλησίες στα βόρεια της Περσίας έφθασε μέχρι τα μοναστήρια των Μεχιταριστών μοναχών, που ύστερα από τον άγριο διωγμό που υπέστησαν στην Κιλικία, είχαν μεταναστεύσει στη Δύση ήδη από τον 17ο αιώνα. Συγκρίνοντας τη μουσική παράδοση των Αρμενίων της Ανατολής στην περιοχή του Βαν και του Ερεβάν και των Αρμενίων της Δύσης που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη και στις παροικίες τους στην Ιταλία και στην Αυστρία, διαπίστωσε την ύπαρξη ενός κοινού χαρακτηριστικού, το οποίο είχε εντοπίσει και σε μουσικά χειρόγραφα του 14ου αιώνα. Μάλιστα, πρόσεξε ότι η πιο γνήσια παράδοση που μπορούσε να συσχετισθεί με τη μουσική στα αρχαία αρμενικά χειρόγραφα, ήταν αυτή των Αρμενίων της Ανατολής, στα βόρεια του Ευφράτη και στην Περσία.

Ιδιαιτέρως τον απασχόλησε το σύστημα της αρμενικής εκκλησιαστικής γραφής, το οποίο ονομάζεται στα αρμενικά Χαζ (Khaz). Αντικρούοντας προηγούμενες θεωρίες σύμφωνα με τις οποίες το σύστημα αυτό συνιστά δάνειο από άλλους πολιτισμούς, προσπαθεί να αποδείξει την αυθεντικότητά του και την αρμενική καταγωγή του. Το σύστημα αυτό περιέγραψε ο Κομιτάς στη μελέτη του «Die armenische Kirchenmusik» (Η αρμενική εκκλησιαστική μουσική), όπου έχει συμπεριλάβει αποκωδικοποιημένες μελωδίες και έναν κατάλογο συμβόλων με την αντίστοιχη σημασία τους. Ο Κομιτάς σε άρθρο που έγραψε το 1910 αλλά δημοσιεύτηκε το 1914 στην Κωνσταντινούπολη ισχυρίζεται ότι ύστερα από εντατική δουλειά δεκαέξι και πλέον χρόνων ανακάλυψε το κλειδί για την αποκωδικοποίηση του συστήματος αυτού, ωστόσο παραδέχθηκε ότι είχε πολύ δρόμο να διανύσει ακόμη μέχρι την πλήρη αποκωδικοποίησή του, εργασία την οποία δυστυχώς δεν ολοκλήρωσε.

Ως μουσικός o Κομιτάς είχε άριστη γνώση της ανατολικής μουσικής ιδιαίτερα της αρμενικής και υπήρξε ο ιδρυτής της αρμενικής εθνικής μουσικής σχολής. Στις συνθέσεις του χρησιμοποίησε πολλές δημοτικές μελωδίες, τις οποίες επεξεργάστηκε δημιουργικά, αλλά συνέθεσε και δικά του έργα στο ύφος της δημοτικής μουσικής. Υπήρξε συνθέτης, σολίστ, ερευνητής, ωστόσο έμεινε στην Ιστορία για τη συνεισφορά του στην καταγραφή δημοτικών τραγουδιών που πραγματοποίησε στη στροφή του 19ου αιώνα, όταν στηννησε τη δεκαετία του 1890 από τον Γερζνγκιάν, τον Καρά-Μουρζά και τον Γεγκμαλιάν, που άρχισαν να συγκεντρώνουν δημοτικά τραγούδια, όμως η ανάπτυξη της Εθνομουσικολογίας στην Αρμενία συνδέθηκε με το όνομα του Κομιτάς. Η αφοσίωση του Κομιτάς στην αρμενική μουσική ήταν αξιοσημείωτη και η γνώση που διέθετε γι' αυτήν ασύγκριτη. Κατά την περίοδο 1885-1887 ενώ ακόμη φοιτούσε στην Ιερατική Σχολή, άρχισε να συγκεντρώνει αρμενικά δημοτικά τραγούδια από τους συμμαθητές του στη Σχολή. Από το 1890 μέχρι το 1913 κατέγραφε δημοτικά τραγούδια πραγματοποιώντας επιτόπια έρευνα στα χωριά της Αρμενίας. Τα καλοκαίρια παρέμενε για μήνες στα χωριά, συναναστρεφόταν τους χωρικούς, έπαιρνε μέρος στις καθημερινές τους ασχολίες και εμπλεκόταν στη ζωή τους. Σύμφωνα με τους συγχρόνους του κατέγραψε περίπου 4000 δείγματα αρμενικής, τουρκικής και κουρδικής μουσικής. Δεν κατέγραψε αστικά τραγούδια, μολονότι διασκεύασε κάποια από αυτά. Το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε στην αυθεντική και ντόπια παραδοσιακή αρμενική μουσική, που αντιπροσωπευόταν από τη μουσική των χωριών. Η αστική μουσική ακολουθούσε κατά την κρίση του αραβο-τουρκικούς μουσικούς δρόμους. Σε μία περίπτωση μόνο ενδιαφέρθηκε για την αστική μουσική και συγκεκριμένα για τα τραγούδια και τους αυτοσχεδιασμούς των κουσάν, καθώς διαπίστωσε ότι η μουσική τους είχε στοιχεία από το παραδοσιακό ύφος της αρμενικής μουσικής, και κατέγραψε τα τραγούδια τους σώζοντάς τα έτσι από τη λήθη.

Τα δείγματα αρμενικής μουσικής που κατέγραψε ο Κομιτάς, αντιπροσωπεύουν όλες τις κατηγορίες της παραδοσιακής μουσικής της Αρμενίας, τραγούδια γαμήλια, ερωτικά, μοιρολόγια, νανουρίσματα, εργατικά. Μεταξύ των τελευταίων συγκαταλέγονται παλιά τραγούδια της αγροτικής ζωής. Ο Κομιτάς έστρεψε την προσοχή του στην ανθρωπολογική, κοινωνιολογική, και ιστορική πλευρά της συγκριτικής μουσικολογίας. Ανέδειξε πλευρές ατομικής και συλλογικής δημιουργίας στη δημοτική μουσική, διατύπωσε τη σχέση ανάμεσα στο φυσικό μόχθο και τη μουσική ανταπόκριση και περιέγραψε το ρόλο της μουσικής μέσα στο κοινωνικό της πλαίσιο, αφήνοντας πίσω του σημαντικές εθνογραφικές μελέτες.

Κατά την καταγραφή των τραγουδιών χρησιμοποίησε αρχικά το σύστημα της αρμενικής σημειολογίας των νευμάτων, φυσικά όχι των μεσαιωνικών διότι αυτή η γραφή ήταν ήδη ξεχασμένη την εποχή του, αλλά της νεώτερης σημειογραφίας του 19ου αιώνα. Τα νεύματα ήταν ένας γρήγορος τρόπος γραφής, όπως η στενογραφία και μπορούσαν να γραφούν σε απλό χαρτί, χωρίς πεντάγραμμο, πάνω από το κείμενο. Ανάλογος ήταν ο τρόπος γραφής με τα πρώιμα ευρωπαϊκά νεύματα. Ωστόσο, το γεγονός ότι κατέγραφε τα τραγούδια στη συγκεκριμένη σημειολογία δεν βοήθησε στη διάσωσή τους καθώς ήταν πολύ λίγοι εκείνοι που γνώριζαν τα σύμβολα και τη σημασία τους. ΄Ετσι, όταν έπεσαν σε ακατάλληλα χέρια, δεν εκτιμήθηκαν όπως τους άξιζε. Μετά τη νοσηλεία του το 1916, τα βιβλία και τα άρθρα του συγκεντρώθηκαν και εναποτέθηκαν στο αρμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, τα προσωπικά του αντικείμενα πουλήθηκαν, αλλά το τραγικότερο είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος των μελωδιών που κατέγραψε και των μελετών του καταστράφηκαν ή διασκορπίστηκαν. Μόνο ένα μέρος από το έργο του σώζεται και φυλάσσεται σήμερα στο αρχείο του Ινστιτούτου Τέχνης της Αρμενικής Εθνικής Ακαδημίας και στο Μουσείο Λογοτεχνίας και Τέχνης στο Ερεβάν.

Η ενασχόληση του Κομιτάς με τη δημοτική μουσική έχει ιδιαίτερη σημασία για τους Αρμένιους, διότι πραγματοποιήθηκε σε μία εποχή που η επί μακρόν συμβίωση με τους Τούρκους και η καθυπόταξή τους στον ισλαμικό πολιτισμό, ήταν φανερό ότι είχε επηρεάσει όχι μόνο το δημοτικό τραγούδι και την αστική μουσική αλλά και την εκκλησιαστική μουσική. ΄Οταν λοιπόν ανακάλυψε ότι σε απομακρυσμένες περιοχές της Αρμενίας επιβιώνει ακόμη το γνήσιο παραδοσιακό ύφος, ένα ύφος απλό, περισσότερο διατονικό, με λιγότερα μελίσματα, τελείως διαφορετικό από το γνωστό ύφος της αραβο-τουρκικής μουσικής, κατάλαβε τη σημασία του για το αρμενικό έθνος. Αυτό το ύφος που κάνει την αρμενική μουσική να ξεχωρίζει από τη ρωσική, την τουρκική, την κουρδική, διασώθηκε αναλλοίωτο μέσα από το δημοτικό τραγούδι, που ο Κομιτάς αγωνίστηκε να το αναδείξει μέσα από συναυλίες, εναρμονίσεις, διασκευές, νέες συνθέσεις, να το διαδώσει σε όλους τους Αρμένιους και σ' αυτούς της διασποράς και να το καταστήσει προσιτό και στο μέλλον μέσα από τις χιλιάδες των μουσικών του καταγραφών αποδεικνύοντας έτσι ότι η Αρμενία έχει τη δική της αξιόλογη μουσική. Αλλά η ύπαρξη γνήσιου αρμενικού ύφους δεν ήταν αποκάλυψη μόνο για τους Αρμένιους αλλά και για τους Ευρωπαίους και αυτό φαίνεται από την απήχηση που είχαν στο εξωτερικό τα κοντσέρτα αρμενικής μουσικής και οι ερευνητικές του εργασίες που δημοσιεύθηκαν σε γερμανικά και γαλλικά περιοδικά.

Ο Κομιτάς έδωσε έμφαση στο τραγούδι των χωρικών, για τους οποίους πίστευε ότι ήταν φορείς ενός γνήσιου παραδοσιακού μουσικού ύφους. Αυτό βέβαια δεν αποτελεί έκπληξη για όσους ασχολούνται με τη δημοτική μουσική. Η εμμονή όμως του Κομιτάς με τη μουσική των αγροτών και οι λεπτομερειακές περιγραφές του έφεραν στο φως κάποια άγνωστα στοιχεία για τον τρόπο δημιουργίας τραγουδιών από τους χωρικούς. Το 1905 σε χωριό του Καυκάσου παρατήρησε την επιτέλεση ενός κυκλικού χορού με παράλληλη δημιουργία αυτοσχέδιου τραγουδιού, το οποίο άρχισε να δημιουργείται από μία απλή φράση, η οποία επαναλαμβανόταν αντιφωνικά και το τραγούδι αναπτυσσόταν σταδιακά με νέους στίχους, η τονικότητα μεταβαλλόταν για καλύτερο μελωδικό αποτέλεσμα και η μελωδία γινόταν όλο και πιο σύνθετη.

Ο Κομιτάς μέσα από μία αξιόλογη ανθρωπολογική μελέτη για το τραγούδι περιοχής της βορειο-ανατολικής Αρμενίας, που δημοσιεύτηκε το 1914 στην Κωνσταντινούπολη, περιγράφει με λεπτομέρεια τη συνεργατική διαδικασία οργώματος. Η ομάδα των ανδρών και των ζώων καθοδηγείται και ενισχύεται με διάλογο και αυτοσχέδιο τραγούδι. ΄Ενας αρχίζει το τραγούδι και μόλις φθάσει στην τελευταία συλλαβή, οι υπόλοιποι της ομάδας το συνεχίζουν ζωηρά.
Χαρακτηριστική είναι η χρήση του επιφωνήματος Χο! Κάποια στιγμή η μελωδία αλλάζει, γίνεται πιο ζεστή και το τραγούδι απευθύνεται στα ζώα και εκδηλώνει αγάπη και στοργή. Το τραγούδι του οργώματος που είναι γνωστό με το όνομα χοροβέλ, ξεκινάει με γνωστούς στίχους και αναπτύσσεται σταδιακά με νέους στίχους που προσαρμόζονται στις ανάγκες της περίστασης, στο χρόνο και στον τόπο.

Σ' αυτό το άρθρο οι μουσικές αναλύσεις διαπλέκονται με περιγραφές του φυσικού περιβάλλοντος και των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων στις οποίες η μουσική ενσωματώνεται. Δεδομένης δε της περιόδου στην οποία ο Κομιτάς έγραψε τη συγκεκριμένη μελέτη, το ενδιαφέρον που έδειξε για κοινωνικές και εξω-μουσικές δραστηριότητες που συγκροτούν το πλαίσιο της μουσικής επιτέλεσης ήταν κάτι ασυνήθιστο. Μάλιστα κατάφερε να συγκεντρώσει αρκετές εκδοχές του τελετουργικού αυτού τραγουδιού κατά το όργωμα.

O Κομιτάς άρχισε να ασχολείται με τη μουσική σε μία δύσκολη περίοδο της ευρωπαϊκής Ιστορίας και προσπάθησε να συνδυάσει τα μουσικά του ενδιαφέροντα με την ιδεολογία του. Αγωνίστηκε να φέρει στο φως την ξεχασμένη δημοτική μουσική της Αρμενίας και να αποκαλύψει στους Ευρωπαίους ότι υπάρχει ξεχωριστή αρμενική μουσική, η οποία είναι άξια προσοχής. Για πολλούς υπήρξε προπαγανδιστής αυτής της μουσικής. Τα κοντσέρτα για τη διάδοση της αρμενικής μουσικής, η ίδρυση χορωδιών σε πόλεις όπου υπήρχε Αρμενική διασπορά, η σύγκρουσή του με τον κλήρο, μαρτυρούν την αφοσίωσή του στο ιδεώδες του έθνους και στη μουσική.

Η απήχηση που έχει το έργο του στη σύγχρονη Μουσικολογία, στη διασκευή και στη σύνθεση είναι σήμερα πολύ μεγάλη στην Αρμενία όπως φαίνεται από τη βιβλιογραφία γύρω από το όνομά του και γύρω από ζητήματα που εκείνος άνοιξε, αλλά δεν πρόλαβε να κλείσει.

Σήμερα, ο Κομιτάς ζει μέσα από το έργο των Αρμενίων ερευνητών μουσικών, ποιητών και ζωγράφων που εμπνέονται από αυτόν και τον προσεγγίζουν με τον δικό του τρόπο ο καθένας, εκτιμώντας το ρόλο του και τη σημασία του στην Ιστορία της αρμενικής μουσικής.

Oι Αρμένιοι τιμώντας τον έχουν δώσει το όνομά του σε ένα Ωδείο, σε κουαρτέτο εγχόρδων, σε αίθουσα συναυλιών, σε ένα πάρκο, σε μία λεωφόρο και όποτε συγκεντρωθούν για να τιμήσουν τους νεκρούς της γενοκτονίας, τα τραγούδια που τραγουδούν είναι του Κομιτάς, του συνθέτη που μιλάει για την ψυχή του έθνους τους.

Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 42 επισκέπτες συνδεδεμένους