Μινάς Τσεράζ |
![]() |
![]() |
Oκτωβριος – Δεκέμβριος 2014 τεύχος 83 Ο Μινάς Τσεράζ (1852-1929) ήταν δάσκαλος, δημοσιογράφος, λόγιος και πολιτικός. Γεννήθηκε στο Χασκιούγ (Χάσκιοϊ), ένα αρμενικό προάστιο της Κωνσταντινούπολης, και καταγόταν από μια οικογένεια αμιράδων από το χωριό Τσεράζ, κοντά στο Αγκν (Αγκίν). Σπούδασε στις σχολές Νερσεσιάν και Νουμπάρ Σαχναζαριάν όπου έμαθε γαλλικά και αγγλικά, καθώς και αρμενικά και τουρκικά. Για πολλά χρόνια δίδαξε ιστορία λογοτεχνίας και ξένες γλώσσες σε διάφορα σχολεία. Συμμετείχε ως γραμματέας και διερμηνέας στην αντιπροσωπεία του Αρμενικού Πατριαρχείου, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Μιγκιρντίτς Χριμιάν (1820-1907), στο συνέδριο του Βερολίνου το 1878 για την υπεράσπιση του Αρμενικού Ζητήματος. Το 1880, πήγε στο Λονδίνο ως προσωπικός απεσταλμένος του Πατριάρχη Νερσές Βαρζαμπετιάν για να συναντήσει τον βρετανό πρωθυπουργό Ουίλιαμ Γλαδστόουν και να ζητήσει τη μεσολάβησή του για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στις αρμενικές επαρχίες σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης του Βερολίνου. Το 1883, ο Τσεράζ ταξίδεψε στην Ιταλία και τη Γαλλία για τον ίδιο σκοπό. Υπηρέτησε ως διευθυντής στο νεόσυστατο Κεντρικό Λύκειο της Κωνσταντινούπολης (1886-89), αλλά διαισθανόμενος ότι η ζωή του στην Τουρκία κινδυνεύει, διέφυγε στο Λονδίνο όπου εξέδωσε την πολιτική εφημερίδα L’ Armenie-Armenia για να ευαισθητοποιήσει τους Ευρωπαίους στο Αρμενικό Ζήτημα. Το 1890 ίδρυσε έδρα αρμενικών σπουδών στο Βασιλικό Κολλέγιο του Λονδίνου. Το 1898 μετακόμισε στο Παρίσι, όπου συνέχισε την έκδοση της L’ Armenie μέχρι το 1906. Από το φύλλο της εφημερίδας αριθ. 206 της 1ης Δεκεμβρίου 1905 αλιεύσαμε με τη βοήθεια του αγαπητού φίλου, καθηγητή Ιωάννη Χασιώτη, το παρακάτω κείμενο στα γαλλικά για τον «Αρμενάκι». Το γνωστό νησιώτικο τραγούδι «Αρμενάκι είμαι κυρά μου», ένα ξενοδοχείο στη Σύρο, καθώς και πολλά επώνυμα «Αρμενάκης», δεν αποκλείεται να έχουν σχέση με τον ήρωα του διηγήματος που έγραψε ο Μινάς Τσεράζ.* Αρμενάκι Το «Μεντιτερανέο», ένα πλοίο της εταιρίας Φλώριο, που θα με μετέφερε από την Κωνσταντινούπολη στο Μπρίντιζι, έκανε στάση στο λιμάνι της Σύρας στις 22 Μαρτίου 1878. Ήταν τρεις το πρωί. Το νησί κοιμόταν σκεπασμένο με ένα λεπτό πέπλο ομίχλης. Το φεγγάρι έλαμπε στον ουρανό σαν πλατινένια μπάλα που κρεμόταν από μια ζαφειρένια οροφή. Ένα δάσος από κατάρτια ξεχώριζε μέσα από τα αφρισμένα κύματα και η πόλη που απλωνόταν αμφιθεατρικά, έμοιαζε με μια τεράστια κυψέλη με λευκές κηρήθρες. Με το ξημέρωμα πήδηξα σε μια από τις βάρκες που πλεύρισαν στο πλοίο μας και βγήκα στην ακτή που την έδερναν αλύπητα τα κύματα. Ο βαρκάρης, ένας Έλληνας που άκουγε στ’ όνομα Μιχάλης, πατώντας το πόδι του στη στεριά με τράβηξε με τα στιβαρά του μπράτσα. Εκτελούσε χρέη διερμηνέα σ’ αυτό το μακάριο νησί, όπου ένας ραγιάς από μια σκλαβωμένη χώρα, ανέπνευσε επιτέλους τον αέρα της ελευθερίας. Επισκεφθήκαμε μαζί την καινούργια πόλη της Ερμούπολης με τους πλακόστρωτους μαρμάρινους δρόμους, τα ωραία άσπρα σπίτια και τον καινούργιο καθεδρικό ναό του Αγ. Νικολάου, βυζαντινού ρυθμού. Σκαρφαλώσαμε μέσα από τα ανηφορικά δρομάκια της παλιάς πόλης για να θαυμάσουμε από την κορυφή του Άη Γιώργη τις Κυκλάδες που κολυμπούσαν σε μια χρυσαφένια κυματιστή θάλασσα. Οι εργάτες έπαιρναν τον δρόμο για το εργοστάσιο και τα παιδιά για το σχολείο. Οι γυναίκες έβγαζαν από τα παράθυρα τα όμορφα μελαχρινά ξεχτένιστα κεφάλια τους, για να αναπνεύσουν την πρωινή αύρα που φυσούσε από τη θάλασσα, το ίδιο ναζιάρα όπως αυτές. Αφού γυρίσαμε όλο το νησί, θυμήθηκα μια αγγλική παροιμία: τα πουλιά με το ίδιο φτέρωμα μαζεύονται στο ίδιο μέρος. – Μιχάλη, είπα στον ξεναγό μου, μήπως υπάρχουν Αρμένιοι στο νησί σας; – Μόνο ένας, αλλά είναι σχεδόν εξελληνισμένος. Τον φωνάζουμε «Αρμενάκι». Αν θέλετε μπορώ να σας πάω στο σπίτι του. Εξάλλου το πλοίο σας φεύγει στις δέκα, έχετε όλο τον χρόνο να τον δείτε και να τον ακούσετε. Θα σας διηγηθεί τον έρωτά του με την ωραία Κιρκάσια. Δεν χρειαζόταν και πολύ για να προκαλέσει την περιέργειά μου. Ακολούθησα λοιπόν το νεαρό παλληκάρι. Αφού διασχίσαμε μερικούς δρόμους της Ερμούπολης, χτύπησε την πόρτα ενός φροντισμένου σπιτιού με μαρμάρινη πρόσοψη. Ένας ωραίος μελαχρινός άνδρας που ξεχείλιζε από υγεία και δύναμη και φορούσε τα ελαφριά, λευκά ρούχα των βαρκάρηδων της Κωνσταντινούπολης, μας άνοιξε την πόρτα. – Κύριε Αρμενάκι, του είπε ο Μιχάλης, έφερα ένα συμπατριώτη σας που θέλει να σας γνωρίσει. Είπα καλημέρα στ’ αρμένικα και τον ρώτησα πώς πάει η υγεία του. Φάνηκε ενθουσιασμένος από τη συνάντησή μας. – Είναι η πρώτη φορά που βλέπω Αρμένιο εδώ και δεκαπέντε χρόνια, μου απάντησε ευγενικά. Τι κρίμα που δεν μπορείτε να μείνετε μαζί μας μερικές μέρες! Τέσσερις ώρες, αλλά περνούν σαν να είναι ένα λεπτό! – Δεν έχω καν τέσσερις ώρες. Έφαγα ήδη δύο για να γυρίζω το νησί. Έχω μόνο δυο ώρες στη διάθεσή μου και είμαι πολύ περίεργος να μάθω τις περιπέτειές σας! Με κάλεσε να καθίσω στον σοφά, πρόσφερε ένα ποτηράκι μαστίχα στον Μιχάλη και του είπε να με περιμένει στο λιμάνι. Μετά φώναξε τη γυναίκα και τα παιδιά του. Μια ξανθιά Κιρκάσια που ήταν ακόμη όμορφη, αν και κάπως παχουλή, εμφανίστηκε ακολουθούμενη από οκτώ αγόρια, μελαχρινά όπως ο πατέρας τους με έντονο τον αρμένικο τύπο. Της μίλησα στα τούρκικα και της μετέφερα τα νέα από την Κωνσταντινούπολη. Με ευχαρίστησε ευγενικά, με σύστησε στα οκτώ αγόρια της που γεννήθηκαν από το γάμο της με τον Αρμενάκι, δηλαδή σε λιγότερο από δεκαπέντε χρόνια, προσθέτοντας με πονηρό ύφος: – Το βλέπετε αν αγαπιόμαστε! Μου πρόσφερε γλυκό τριαντάφυλλο και μου ευχήθηκε καλό ταξίδι, καθώς ο σύζυγός της με έπαιρνε από το χέρι για να πάμε στο καφενείο «Η Ελλάς». Ο Αρμενάκις παράγγειλε μαστίχα Κυδωνίας και αυτό το ραχάτ-λοχούμ που φτιάχνουν τόσο υπέροχα οι ζαχαροπλάστες της Σύρου. Και τότε μόνο αποφάσισε να μου διηγηθεί την ιστορία της ζωής του.
«Το 1863 ήμουν είκοσι χρονών. Τ’ όνομά μου ήταν Αρμενάκ και ήμουν βαρκάρης στη σκάλα του Καντίκιοϊ. Είχα πολλές τουρκάλες πελάτισσες. Μου έλεγαν ότι ήμουν όμορφος και δυνατός και μου έλεγαν διάφορα γλυκόλογα. Κοκκίνιζα, αλλά έμενα αγνός, γεγονός που τις ερέθιζε περισσότερο. »Ζούσα με τον παντρεμένο αδελφό μου, σ’ ένα σπιτάκι στο Κιζίλ-Τοπράκ και περνούσα κάθε μέρα, πρωί-βράδυ, μπροστά από το κονάκι του Χουσρέφ Πασά, πρώην υπουργού Ναυτικών. Άκουγα μια γλυκιά γυναικεία φωνή να τραγουδάει τούρκικα τραγούδια πίσω από τα καφασωτά παράθυρα του χαρεμιού. Ήταν πάντα η ίδια φωνή και αντηχούσε συνέχεια στ’ αφτιά μου. Ένα περίεργο ρίγος με διαπερνούσε. Δεν τολμούσα να κοιτάξω ψηλά και περνούσα στα κλεφτά από τον δρόμο. »Ένα πρωινό, άνοιξε ξαφνικά το παράθυρο. Μια νεαρή γυναίκα, όμορφη σαν ουρί του παραδείσου, ξεπρόβαλε με τις μακριές χρυσαφένιες μπούκλες της και μου πέταξε ένα κόκκινο χαρτάκι, διπλωμένο. Το μάζεψα και το έβαλα στα πόδια, σαν να είχα κλέψει το μεγαλύτερο διαμάντι από το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Όταν έφτασα στο καϊκάκι μου, απομακρύνθηκα βιαστικά από την ακτή. »Φτάνοντας στ’ ανοιχτά, μακριά από κάθε ανθρώπινο βλέμμα, ξεδίπλωσα ευλαβικά το κόκκινο χαρτάκι. Είχε τέσσερις λέξεις γραμμένες με αραβικούς χαρακτήρες που θύμιζαν λεπτά ποδαράκια μύγας. Δεν γνώριζα τούρκικα. Αφού φύλαξα το χαρτί μια ολόκληρη εβδομάδα στην καρδιά μου, βρήκα τελικά το κουράγιο να το δείξω σ’ ένα δάσκαλο του αρμενικού σχολείου “Αραμιάν”. Χαμογέλασε και μου είπε ότι αυτές οι τέσσερις λέξεις σημαίνουν : Kul oldoum yana yana (Κάηκα, κάηκα, έγινα στάχτη). Με συμβούλεψε πατρικά να μην εμπιστεύομαι τις Τουρκάλες και μου απαρίθμησε τους κινδύνους στους οποίους θα μπορούσε να εκτεθεί ένας χριστιανός που φλερτάριζε μια μουσουλμάνα. Του απάντησα ότι δεν γνώριζα καν το πρόσωπο που μου είχε γράψει αυτές τις λέξεις και τον ευχαρίστησα για την εξυπηρέτηση. »Ήμουν μαγεμένος. Αυτό το μαργαριτάρι από το χαρέμι ενός πασά είχε ερωτευθεί ένα φτωχό βαρκάρη, που αναστέναζε γι’ αυτήν. »Παράγγειλα να ράψουν το κόκκινο χαρτάκι μέσα σ’ ένα φυλαχτό. Από τότε το φοράω στο στήθος μου». Ο Αρμενάκις σήκωσε το λεπτό και μαλακό του πουκάμισο από λινό ύφασμα Τραπεζούντας. Ένα τριγωνικό φυλαχτό από κόκκινο μαροκινό κρεμόταν πράγματι στον λαιμό του. Μου πρόσφερε ένα ραχάτ-λοχούμ, πήρε ένα καινούργιο ποτηράκι μαστίχας και συνέχισε την αφήγησή του: «Πέρασε ένας μήνας χωρίς κάτι το ιδιαίτερο. Συνέχιζα να περνάω δυο φορές την ημέρα κάτω από το παράθυρό της, μεθυσμένος από τα ολοένα και πιο λάγνα τραγούδια της. »Ένα πρωί, καθισμένος στη βάρκα, περίμενα να μου στείλει η τύχη κάποιον πελάτη, όταν εμφανίστηκε μια Τουρκάλα καλυμμένη με ένα χοντρό γιασμάκι κι ένα μαύρο φερετζέ. Ανέβηκε στο καϊκάκι και με πρόσταξε να την οδηγήσω στα ανοιχτά του Σαράι Μπουρνού». – Μια μεγάλη στεναχώρια με βαραίνει, είπε, και έχω ανάγκη να περάσω λίγες ώρες στον καθαρό αέρα πάνω στα κύματα. »Η φωνή αυτή δεν μου φαινόταν άγνωστη και το άρωμα αυτής της γυναίκας ήταν ολόιδιο με αυτό του κόκκινου χαρτιού. Σκέφθηκα άθελά μου την Κιρκάσια του Κιζίλ Τοπράκ. »Όταν η βάρκα έφτασε στο μεσοπέλαγος, σε ίση απόσταση από τις ακτές της Ρούμελης και της Ανατολίας, η άγνωστη γυναίκα διέκοψε τη σιωπή της». – Αρμενάκ, μου είπε με τη μελωδική φωνή της, τι έκανες το κόκκινο χαρτάκι που σου πέταξα; »Ήταν εκείνη! »Τα κουπιά έπεσαν από τα χέρια μου. Ήμουν αποσβολωμένος για ένα διάστημα. Όταν συνήλθα, απομάκρυνα το πουκάμισό μου και της έδειξα το κόκκινο φυλαχτό. »Ξέσπασε στα γέλια, έβγαλε τη μαντήλα και το πανοφώρι της και μπροστά στα έκθαμβα μάτια μου εμφανίστηκε ένα αλαβάστρινο άγαλμα, με ευρωπαϊκό ντύσιμο. Άκουσε, μου είπε, Τα ξέρω όλα. Η ελληνίδα μοδίστρα μου, στην οποία ανέθεσα να σε κατασκοπεύσει, μου είπε ότι είσαι Αρμένιος, ότι σε λένε Αρμενάκ και ότι είσαι ανύπαντρος. Είσαι ένα όμορφο παλικάρι, έχεις καλή καρδιά, είσαι δυνατός: είναι αυτά που χρειάζομαι για να είμαι ευτυχισμένη. Με λένε Μαχ-Τζεμάλ. Έχω μείνει αγνή, αυτός ο γέρο κόκορας Χουσρέφ Πασάς είναι άνδρας από ξύλο. Πήρα τα κοσμήματά μου, που είναι μεγάλης αξίας και μας φτάνουν για να ζήσουμε. Θα ήθελα να ασπασθώ τον χριστιανισμό και να γίνω γυναίκα σου. Θέλεις; Πες μου! »Αναποδογύρισα το ξύλινο σκαλιστό χώρισμα που χώριζε στα δύο τη βάρκα μου και ρίχτηκα στην αγκαλιά της. Ήταν ο πρώτος μου έρωτας. Η μέθη κράτησε για ώρες σ’ αυτό το καϊκάκι που λικνιζόταν πάνω στα κύματα. »Η Μαχ-Τζεμάλ ήταν η πρώτη που επανήλθε στην πραγματικότητα». – Λιοντάρι μου, μου είπε, πρέπει να σου θυμίσω ότι έφυγα κρυφά από το κονάκι, καλυμμένη με τη μαντήλα και το πανοφώρι μιας γριάς υπηρέτριας από το χαρέμι μας. Σύντομα θα διαπιστώσουν τη φυγή μου και θα αρχίσουν να με ψάχνουν. Αν μας πιάσουν, χαθήκαμε, θα μας σκοτώσουν και τους δύο. Κωπηλάτησε με όλη σου τη δύναμη. Να απομακρυνθούμε από την Κωνσταντινούπολη και ο Θεός των ερωτευμένων ας μας οδηγήσει στην ακτή μιας χριστιανικής χώρας. Αλήθεια, έχεις κάτι να βάλουμε στο στόμα; Αρχίζω να πεινάω και να διψάω. «Στο καϊκάκι μου είχα μόνο ένα μπουκάλι μαστίχα και μερικές ντουζίνες τσίρο. Περάσαμε το μπουκάλι από στόμα σε στόμα και φάγαμε με όρεξη το ξεραμένο στον ήλιο ψάρι. Και μετά άρχισα να τραβώ κουπί προς την κατεύθυνση των Δαρδανελλίων, χωρίς να απομακρυνθώ πολύ από την ακτή της Ρούμελης. »Η νύχτα ήταν γλυκιά και τα υπέροχα αστέρια φεγγοβολούσαν στον καθαρό ουρανό. Καθώς η θάλασσα ήταν ήρεμη, μπόρεσα να καλύψω μεγάλες αποστάσεις, ενθαρρυμένος από τα φιλιά της Μαχ-Τζεμάλ, η οποία, που και που, μου έβαζε στο στόμα το μπουκάλι με τη μαστίχα. Αυτή η διπλή μέθη με έκανε να χάσω το μυαλό μου, δεκαπλασιάζοντας τις δυνάμεις μου. Πάνω από μια φορά κόντεψα να σπάσω τα κουπιά και να αναποδογυρίσω το σκάφος. Μάλιστα, είχα σκεφτεί να πέσω στο νερό ανήμπορος να αντέξω την άπειρη ευτυχία μου. Αλλά η θέα της Μαχ-Τζεμάλ με συγκρατούσε, κι εγώ συνέχιζα να τραβάω κουπί, να κωπηλατώ, να κωπηλατώ. »Μετά από επτά ώρες, οι δυνάμεις μου άρχισαν να με εγκαταλείπουν. Η κατάσταση γινόταν κρίσιμη. Περίμενα ένα θαύμα, κοιτώντας με μάτια ορθάνοιχτα γύρω μου και με αφτιά τεντωμένα. »Λίγο μετά, διέκρινα στον ορίζοντα ένα ιστιοφόρο και άκουσα τους ναυτικούς να τραγουδούν ελληνικά τραγούδια. Είχαμε σωθεί! »Μάζεψα όσες δυνάμεις μου είχαν απομείνει για να φτάσω στο ελληνικό πλοίο. Η Μαχ-Τζεμάλ έσταζε στο στόμα μου τις τελευταίες σταγόνες μαστίχας και μου επαναλάμβανε συνεχώς : – Tchek, aslanim, tchek (Τράβα, λιοντάρι μου, τράβα). »Πλησίασα επιτέλους στο πλοίο, και εξήγησα στα ελληνικά την κατάστασή μας. Οι ναυτικοί συγκινημένοι από την ιστορία μας, μάς υποδέχθηκαν σαν αδέλφια. Έδεσαν το καϊκάκι μου στην πρύμνη του πλοίου, μας πρόσφεραν μια θέση στο τραπέζι τους, γιόρτασαν την ελευθερία μας τσουγκρίζοντας τα ποτήρια όπου άφριζε το ευγενές κρασί της Σαντορίνης και μας οδήγησαν θριαμβευτικά μέχρι το λιμάνι της Σύρας. Στη συνέχεια μετά από παράκληση της Μαχ-Τζεμάλ, πέταξαν στη θάλασσα, το γιασμάκι και τον φερετζέ της, τυλιγμένα γύρω από μια μεγάλη πέτρα. »Παρόμοια υποδοχή στη Σύρα. Οι γενναίοι αυτοί νησιώτες με φωνάζουν Αρμενάκι και μ’ αγαπούν πολύ, διότι λένε ότι έσωσα μια ψυχή, κλέβοντας μια μουσουλμάνα. Μάλιστα την ημέρα της άφιξής μας, η Μαχ-Τζεμάλ πήγε στην εκκλησία και βαφτίστηκε. Ο παπάς την ονόμασε Σοφία και ευλόγησε τον γάμο μας. Είναι πολύ ευσεβής, πιο ευσεβής και από τις χριστιανές εκ γενετής. Συχνάζει στην εκκλησία με τα παιδιά μας, σταυροκοπιέται συνεχώς και φιλάει όλες τις εικόνες. Σε δεκαπέντε χρόνια, μου χάρισε οκτώ παιδιά, όλα αγόρια. Τα είδατε. Θα γίνουν δυνατοί λεβέντες, όπως ο πατέρας τους και θα πολεμήσουν μια μέρα εναντίον των Τούρκων, υπό την ελληνική σημαία. »Στη Σύρα, η γυναίκα μου πούλησε τα χρυσαφικά της και αγόρασε ένα σπιτάκι που μένουμε και άλλα τρία με το εισόδημα των οποίων εξασφαλίσαμε τα προς το ζην. Με παρακάλεσε να κρατήσω τη στολή του βαρκάρη που τη βρίσκει πολύ ωραία. Πούλησα το καϊκάκι μου και αγόρασα ένα ιστιφόρο που εγώ ο ίδιος το οδηγώ για να κάνω διάφορες δουλειές στο λιμάνι. Δουλεύω όπως παλιά και είμαι τόσο ευτυχισμένος όσο ποτέ». Το «Μεντιτερανέο» έβγαλε το πρώτο δυνατό σφύριγμα. Είχε έρθει η ώρα της αναχώρησης. Έσφιξα με τα δυο χέρια τον Αρμενάκι που με συνόδεψε μέχρι την αποβάθρα. Βρήκαμε τη γυναίκα του, περιστοιχισμένη από τους γιους της που σπαρταρούσαν σαν τα ψαράκια στη στεριά. Είχαν έρθει να μου ευχηθούν καλό ταξίδι. Η όμορφη Κιρκάσια μου είπε χαμογελώντας : – Ο σύζυγός μου σας διηγήθηκε τις περιπέτειές μας, έτσι δεν είναι; Βλέπετε πόσο ευτυχισμένοι είμαστε σήμερα. Ε λοιπόν! Είστε νέος και σίγουρα όπως όλοι οι Αρμένιοι, αγαπάτε τις γυναίκες. Γιατί δεν παίρνετε το παράδειγμα του Αρμενάκι; Μετά την επιστροφή σας στην Κωνσταντινούπολη, προσπαθείστε να κλέψετε τη γυναίκα ενός γέρου πασά. Θα γίνει πολύ ευτυχισμένη! Το ίδιο κι εσείς. Μινάς Τσεράζ Μετάφραση: Σαρκίς Αγαμπατιάν * Για περισσότερα στοιχεία γύρω από τη ζωή και το έργο του Μινάς Τσεράζ βλέπε: Μινάς Τσεράζ (1852-1929), «Ανατολίτικες Νουβέλες», μετάφραση Λιλίτ Βαρτανιάν, έκδοση «Νέος Κύκλος Κωνσταντινουπολιτών», Αθήνα 2010. |