Μινάς Τσεράζ Εκτύπωση E-mail

Minas

Oκτωβριος – Δεκέμβριος 2014 τεύχος 83

Ο Μι­νάς Τσε­ράζ (1852-1929) ή­ταν δά­σκα­λος, δη­μο­σιο­γρά­φος, λό­γιος και πο­λι­τι­κός. Γεν­νή­θη­κε στο Χα­σκιούγ (Χά­σκιο­ϊ), έ­να αρ­με­νι­κό προ­ά­στιο της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, και κα­τα­γό­ταν α­πό μια οι­κο­γέ­νεια α­μι­ρά­δων α­πό το χω­ριό Τσε­ράζ, κο­ντά στο Α­γκν (Α­γκίν). Σπού­δα­σε στις σχο­λές Νερ­σε­σιάν και Νου­μπάρ Σα­χνα­ζα­ριάν ό­που έ­μα­θε γαλ­λι­κά και αγ­γλι­κά, κα­θώς και αρ­με­νι­κά και τουρ­κι­κά.

Για πολ­λά χρό­νια δί­δα­ξε ι­στο­ρί­α λο­γο­τε­χνί­ας και ξέ­νες γλώσ­σες σε διά­φο­ρα σχο­λεί­α. Συμ­με­τεί­χε ως γραμ­μα­τέ­ας και διερ­μη­νέ­ας στην α­ντι­προ­σω­πεί­α του Αρ­με­νι­κού Πα­τριαρ­χεί­ου, ε­πι­κε­φα­λής της ο­ποί­ας ή­ταν ο Μι­γκιρ­ντίτ­ς Χρι­μιάν (1820-1907), στο συ­νέ­δριο του Βε­ρο­λί­νου το 1878 για την υ­πε­ρά­σπι­ση του Αρ­με­νι­κού Ζη­τή­μα­τος. Το 1880, πή­γε στο Λον­δί­νο ως προ­σω­πι­κός α­πε­σταλ­μέ­νος του Πα­τριάρ­χη Νερ­σές Βαρ­ζα­μπε­τιάν για να συ­να­ντή­σει τον βρε­τα­νό πρω­θυ­πουρ­γό Ου­ί­λιαμ Γλαδ­στό­ουν και να ζη­τή­σει τη με­σο­λά­βη­σή του για την ε­φαρ­μο­γή των με­ταρ­ρυθ­μί­σε­ων στις αρ­με­νι­κές ε­παρ­χί­ες σύμ­φω­να με τους ό­ρους της Συν­θή­κης του Βε­ρο­λί­νου. Το 1883, ο Τσε­ράζ τα­ξί­δε­ψε στην Ι­τα­λί­α και τη Γαλ­λί­α για τον ί­διο σκο­πό. Υ­πη­ρέ­τη­σε ως διευ­θυ­ντής στο νε­όσυ­στατο Κε­ντρι­κό Λύ­κειο της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης (1886-89), αλ­λά διαι­σθα­νό­με­νος ό­τι η ζω­ή του στην Τουρ­κί­α κιν­δυ­νεύ­ει, διέ­φυ­γε στο Λον­δί­νο ό­που ε­ξέ­δω­σε την πο­λι­τι­κή ε­φη­με­ρί­δα L’ Armenie-Armenia για να ευαι­σθη­το­ποι­ή­σει τους Ευ­ρω­παί­ους στο Αρ­με­νι­κό Ζή­τη­μα. Το 1890 ί­δρυ­σε έ­δρα αρ­με­νι­κών σπου­δών στο Βα­σι­λι­κό Κολ­λέ­γιο του Λον­δίν­ου. Το 1898 με­τα­κό­μι­σε στο Πα­ρί­σι, ό­που συ­νέ­χι­σε την έκ­δο­ση της L’ Armenie μέ­χρι το 1906.

Α­πό το φύλ­λο της ε­φη­με­ρί­δας α­ριθ. 206 της 1ης Δε­κεμ­βρί­ου 1905 α­λιεύ­σα­με με τη βο­ή­θεια του α­γα­πη­τού φί­λου, κα­θη­γη­τή Ιω­άν­νη Χα­σιώ­τη, το πα­ρα­κά­τω κεί­με­νο στα γαλ­λι­κά για τον «Αρ­με­νά­κι». Το γνω­στό νη­σιώ­τι­κο τρα­γού­δι «Αρ­με­νά­κι εί­μαι κυ­ρά μου», έ­να ξε­νο­δο­χεί­ο στη Σύ­ρο, κα­θώς και πολ­λά ε­πώ­νυ­μα «Αρ­με­νά­κης», δεν α­πο­κλεί­ε­ται να έ­χουν σχέ­ση με τον ή­ρω­α του δι­η­γή­μα­τος που έ­γρα­ψε ο Μι­νάς Τσε­ράζ.*

Αρμενάκι

Το «Με­ντι­τε­ρα­νέ­ο», έ­να πλοί­ο της ε­ται­ρί­ας Φλώ­ριο, που θα με με­τέ­φε­ρε α­πό την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη στο Μπρί­ντι­ζι, έ­κα­νε στά­ση στο λι­μά­νι της Σύ­ρας στις 22 Μαρ­τί­ου 1878. 

Ή­ταν τρεις το πρω­ί. Το νη­σί κοι­μό­ταν σκε­πα­σμέ­νο με έ­να λε­πτό πέ­πλο ο­μί­χλης. Το φεγ­γά­ρι έ­λα­μπε στον ου­ρα­νό σαν πλα­τι­νέ­νια μπά­λα που κρε­μό­ταν α­πό μια ζα­φει­ρέ­νια ο­ρο­φή. Έ­να δά­σος α­πό κα­τάρ­τια ξε­χώ­ρι­ζε μέ­σα α­πό τα α­φρι­σμέ­να κύ­μα­τα και η πό­λη που α­πλω­νό­ταν αμ­φι­θε­α­τρι­κά, έ­μοια­ζε με μια τε­ρά­στια κυ­ψέ­λη με λευ­κές κη­ρή­θρες.

Με το ξη­μέ­ρω­μα πή­δη­ξα σε μια α­πό τις βάρ­κες που πλεύ­ρι­σαν στο πλοί­ο μας και βγή­κα στην α­κτή που την έ­δερ­ναν α­λύ­πη­τα τα κύ­μα­τα. Ο βαρ­κά­ρης, έ­νας Έλ­λη­νας που ά­κου­γε στ’ ό­νο­μα Μι­χά­λης, πα­τώ­ντας το πό­δι του στη στε­ριά με τρά­βη­ξε με τα στι­βα­ρά του μπρά­τσα. Ε­κτε­λού­σε χρέ­η διερ­μη­νέ­α σ’ αυ­τό το μα­κά­ριο νη­σί, ό­που έ­νας ρα­γιάς α­πό μια σκλα­βω­μέ­νη χώ­ρα, α­νέ­πνευ­σε ε­πι­τέ­λους τον α­έ­ρα της ε­λευ­θε­ρί­ας.

Ε­πι­σκε­φθή­κα­με μα­ζί την και­νούρ­για πό­λη της Ερ­μού­πο­λης με τους πλα­κό­στρω­τους μαρ­μά­ρι­νους δρό­μους, τα ω­ραί­α ά­σπρα σπί­τια και τον και­νούρ­γιο κα­θε­δρι­κό να­ό του Αγ. Νι­κο­λά­ου, βυ­ζα­ντι­νού ρυθ­μού. Σκαρ­φα­λώ­σα­με μέ­σα α­πό τα α­νη­φο­ρι­κά δρο­μά­κια της πα­λιάς πό­λης για να θαυ­μά­σου­με α­πό την κο­ρυ­φή του Ά­η Γιώρ­γη τις Κυ­κλά­δες που κο­λυ­μπού­σαν σε μια χρυ­σα­φέ­νια κυ­μα­τι­στή θά­λασ­σα.

Οι ερ­γά­τες έ­παιρ­ναν τον δρό­μο για το ερ­γο­στά­σιο και τα παι­διά για το σχο­λεί­ο. Οι γυ­ναί­κες έ­βγα­ζαν α­πό τα πα­ρά­θυ­ρα τα ό­μορ­φα με­λα­χρι­νά ξε­χτέ­νι­στα κε­φά­λια τους, για να α­να­πνεύ­σουν την πρω­ι­νή αύ­ρα που φυ­σού­σε α­πό τη θά­λασ­σα,  το ί­διο να­ζιά­ρα ό­πως αυ­τές.

Α­φού γυ­ρί­σα­με ό­λο το νη­σί, θυ­μή­θη­κα μια αγ­γλι­κή πα­ροι­μί­α: τα που­λιά με το ί­διο φτέ­ρω­μα μα­ζεύ­ο­νται στο ί­διο μέ­ρος.

– Μι­χά­λη, εί­πα στον ξε­να­γό μου, μή­πως υ­πάρ­χουν Αρ­μέ­νιοι στο νη­σί σας;

– Μό­νο έ­νας, αλ­λά εί­ναι σχε­δόν ε­ξελ­λη­νι­σμέ­νος. Τον φω­νά­ζου­με «Αρ­με­νά­κι». Αν θέ­λε­τε μπο­ρώ να σας πά­ω στο σπί­τι του. Ε­ξάλ­λου το πλοί­ο σας φεύ­γει στις δέ­κα, έ­χε­τε ό­λο τον χρό­νο να τον δεί­τε και να τον α­κού­σε­τε. Θα σας δι­η­γη­θεί τον έ­ρω­τά του με την ω­ραί­α Κιρ­κά­σια.  

Δεν χρεια­ζό­ταν και πο­λύ για να προ­κα­λέ­σει την πε­ριέρ­γειά μου. Α­κο­λού­θη­σα λοι­πόν το νε­α­ρό παλ­λη­κά­ρι.

Αφού δια­σχί­σα­με με­ρι­κούς δρό­μους της Ερ­μού­πο­λης, χτύ­πη­σε την πόρ­τα ε­νός φρο­ντι­σμέ­νου σπι­τιού με μαρ­μά­ρι­νη πρό­σο­ψη.

Έ­νας ω­ραί­ος με­λα­χρι­νός άν­δρας που ξε­χεί­λι­ζε α­πό υ­γεί­α και δύ­να­μη και φο­ρού­σε τα ε­λα­φριά, λευ­κά ρού­χα των βαρ­κά­ρη­δων της Κων­στα­ντινού­πο­λης, μας ά­νοι­ξε την πόρ­τα.

– Κύ­ριε Αρ­με­νά­κι, του εί­πε ο Μι­χά­λης, έ­φε­ρα έ­να συ­μπα­τριώ­τη σας που θέ­λει να σας γνω­ρί­σει.

Εί­πα κα­λη­μέ­ρα στ’ αρ­μέ­νι­κα και τον ρώ­τη­σα πώς πά­ει η υ­γεί­α του. Φά­νη­κε εν­θου­σια­σμέ­νος α­πό τη συ­νά­ντη­σή μας.

– Εί­ναι η πρώ­τη φο­ρά που βλέ­πω Αρ­μέ­νιο ε­δώ και δε­κα­πέ­ντε χρό­νια, μου α­πά­ντη­σε ευ­γε­νι­κά. Τι κρί­μα που δεν μπο­ρεί­τε να μεί­νε­τε μα­ζί μας με­ρι­κές μέ­ρες! Τέσ­σε­ρις ώ­ρες, αλ­λά περ­νούν σαν να εί­ναι έ­να λε­πτό!

– Δεν έ­χω καν τέσ­σε­ρις ώ­ρες. Έ­φα­γα ή­δη δύ­ο για να γυ­ρί­ζω το νη­σί. Έ­χω μό­νο δυο ώ­ρες στη διά­θε­σή μου και εί­μαι πο­λύ πε­ρί­ερ­γος να μά­θω τις πε­ρι­πέ­τειές σας!

Με κά­λε­σε να κα­θί­σω στον σο­φά, πρό­σφε­ρε έ­να πο­τη­ρά­κι μα­στί­χα στον Μι­χά­λη και του εί­πε να με πε­ρι­μέ­νει στο λι­μά­νι. Με­τά φώ­να­ξε τη γυ­ναί­κα και τα παι­διά του.

Μια ξαν­θιά Κιρ­κά­σια που ή­ταν α­κό­μη ό­μορ­φη, αν και κά­πως πα­χου­λή, εμ­φα­νί­στη­κε α­κο­λου­θού­με­νη α­πό ο­κτώ α­γό­ρια, με­λα­χρι­νά ό­πως ο πα­τέ­ρας τους με έ­ντο­νο τον αρ­μέ­νι­κο τύ­πο. Της μί­λη­σα στα τούρ­κι­κα και της με­τέ­φε­ρα τα νέ­α α­πό την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Με ευ­χα­ρί­στη­σε ευ­γε­νι­κά, με σύ­στη­σε στα ο­κτώ α­γό­ρια της που γεν­νή­θη­καν α­πό το γά­μο της με τον Αρ­με­νά­κι, δη­λα­δή σε λι­γό­τε­ρο α­πό δε­κα­πέ­ντε χρό­νια, προ­σθέ­το­ντας με πο­νη­ρό ύ­φος:

– Το βλέ­πε­τε αν α­γα­πιό­μα­στε!

Μου πρό­σφε­ρε γλυ­κό τρια­ντά­φυλ­λο και μου ευ­χή­θη­κε κα­λό τα­ξί­δι, καθώς ο σύ­ζυ­γός της με έ­παιρ­νε α­πό το χέ­ρι για να πά­με στο κα­φε­νεί­ο «Η Ελ­λάς».

Ο Αρ­με­νά­κις πα­ράγ­γει­λε μα­στί­χα Κυ­δω­νί­ας και αυ­τό το ρα­χάτ-λο­χούμ που φτιά­χνουν τό­σο υ­πέ­ρο­χα οι ζα­χα­ρο­πλά­στες της Σύ­ρου. Και τό­τε μό­νο α­πο­φά­σι­σε να μου δι­η­γη­θεί την ι­στο­ρί­α της ζω­ής του.

 

Syra

 

«Το 1863 ή­μουν εί­κο­σι χρο­νών. Τ’ ό­νο­μά μου ή­ταν Αρ­με­νάκ και ή­μουν βαρ­κά­ρης στη σκά­λα του Κα­ντί­κιο­ϊ. Εί­χα πολ­λές τουρ­κά­λες πε­λά­τισ­σες. Μου έ­λε­γαν ό­τι ή­μουν ό­μορ­φος και δυ­να­τός και μου έ­λε­γαν διά­φο­ρα γλυ­κό­λο­γα. Κοκ­κί­νι­ζα, αλ­λά έ­με­να α­γνός, γε­γο­νός που τις ε­ρέ­θι­ζε πε­ρισ­σό­τε­ρο.

»Ζού­σα με τον πα­ντρε­μέ­νο α­δελ­φό μου, σ’ έ­να σπι­τά­κι στο Κι­ζίλ-Το­πράκ και περ­νού­σα κά­θε μέ­ρα, πρω­ί-βρά­δυ, μπρο­στά α­πό το κο­νά­κι του Χουσ­ρέφ Πα­σά, πρώ­ην υ­πουρ­γού Ναυ­τι­κών. Ά­κου­γα μια γλυ­κιά γυ­ναι­κεί­α φω­νή να τρα­γου­δά­ει τούρ­κι­κα τρα­γού­δια πί­σω α­πό τα κα­φα­σω­τά πα­ρά­θυ­ρα του χα­ρε­μιού. Ή­ταν πά­ντα η ί­δια φω­νή και α­ντη­χού­σε συ­νέ­χεια στ’ α­φτιά μου. Έ­να πε­ρί­ερ­γο ρί­γος με δια­περ­νού­σε. Δεν τολ­μού­σα να κοι­τά­ξω ψη­λά και περ­νού­σα στα κλε­φτά α­πό τον δρό­μο.

»Έ­να πρω­ι­νό, ά­νοι­ξε ξαφ­νι­κά το πα­ρά­θυ­ρο. Μια νε­α­ρή γυ­ναί­κα, ό­μορ­φη σαν ου­ρί του πα­ρα­δεί­σου, ξε­πρό­βα­λε με τις μα­κριές χρυ­σα­φέ­νιες μπού­κλες της και μου πέ­τα­ξε έ­να κόκ­κι­νο χαρ­τά­κι, δι­πλω­μέ­νο. Το μά­ζε­ψα και το έ­βα­λα στα πό­δια, σαν να εί­χα κλέ­ψει το με­γα­λύ­τε­ρο δια­μά­ντι α­πό το αυ­το­κρα­το­ρι­κό θη­σαυ­ρο­φυ­λά­κιο. Ό­ταν έ­φτα­σα στο κα­ϊ­κά­κι μου, α­πο­μα­κρύν­θη­κα βια­στι­κά α­πό την α­κτή.

»Φτά­νο­ντας στ’ α­νοι­χτά, μα­κριά α­πό κά­θε αν­θρώ­πι­νο βλέμ­μα, ξε­δί­πλω­σα ευ­λα­βι­κά το κόκ­κι­νο χαρ­τά­κι. Εί­χε τέσ­σε­ρις λέ­ξεις γραμ­μέ­νες με α­ρα­βι­κούς χα­ρα­κτή­ρες που θύ­μι­ζαν λε­πτά πο­δα­ρά­κια μύ­γας. Δεν γνώ­ρι­ζα τούρ­κι­κα. Α­φού φύ­λα­ξα το χαρ­τί μια ο­λό­κλη­ρη ε­βδο­μά­δα στην καρ­διά μου, βρή­κα τε­λι­κά το κου­ρά­γιο να το δεί­ξω σ’ έ­να δά­σκα­λο του αρ­με­νι­κού σχο­λεί­ου “Α­ρα­μιάν”. Χα­μο­γέ­λα­σε και μου εί­πε ό­τι αυ­τές οι τέσ­σε­ρις λέ­ξεις ση­μαί­νουν : Kul oldoum yana yana (Κά­η­κα, κά­η­κα, έ­γι­να στά­χτη). Με συμ­βού­λε­ψε πα­τρι­κά να μην ε­μπι­στεύ­ο­μαι τις Τουρ­κά­λες και μου α­πα­ρίθ­μη­σε τους κιν­δύ­νους στους ο­ποί­ους θα μπο­ρού­σε να ε­κτε­θεί έ­νας χρι­στια­νός που φλερ­τά­ρι­ζε μια μου­σουλ­μά­να. Του α­πά­ντη­σα ό­τι δεν γνώ­ρι­ζα καν το πρό­σω­πο που μου εί­χε γρά­ψει αυ­τές τις λέ­ξεις και τον ευ­χα­ρί­στη­σα για την ε­ξυ­πη­ρέ­τη­ση.

»Ή­μουν μα­γε­μέ­νος. Αυ­τό το μαρ­γα­ρι­τά­ρι α­πό το χα­ρέ­μι ε­νός πα­σά εί­χε ε­ρω­τευ­θεί έ­να φτω­χό βαρ­κά­ρη, που α­να­στέ­να­ζε γι’ αυ­τήν.

»Πα­ράγ­γει­λα να ρά­ψουν το κόκ­κι­νο χαρ­τά­κι μέ­σα σ’ έ­να φυ­λα­χτό. Α­πό τό­τε το φο­ρά­ω στο στή­θος μου».

Ο Αρ­με­νά­κις σή­κω­σε το λε­πτό και μα­λα­κό του που­κά­μι­σο α­πό λι­νό ύ­φα­σμα Τρα­πε­ζού­ντας. Έ­να τρι­γω­νι­κό φυ­λα­χτό α­πό κόκ­κι­νο μα­ρο­κι­νό κρε­μό­ταν πράγ­μα­τι στον λαι­μό του.

Μου πρό­σφε­ρε έ­να ρα­χάτ-λο­χούμ, πή­ρε έ­να και­νούρ­γιο πο­τη­ρά­κι μα­στί­χας και συ­νέ­χι­σε την α­φή­γη­σή του:

«Πέ­ρα­σε έ­νας μή­νας χω­ρίς κά­τι το ι­διαί­τε­ρο. Συ­νέ­χι­ζα να περ­νά­ω δυο φο­ρές την η­μέ­ρα κά­τω α­πό το πα­ρά­θυ­ρό της, με­θυ­σμέ­νος α­πό τα ο­λο­έ­να και πιο λά­γνα τρα­γού­δια της.

»Έ­να πρω­ί, κα­θι­σμέ­νος στη βάρ­κα, πε­ρί­με­να να μου στεί­λει η τύ­χη κά­ποιον πε­λά­τη, ό­ταν εμ­φα­νί­στη­κε μια Τουρ­κά­λα κα­λυμ­μέ­νη με έ­να χο­ντρό για­σμά­κι κι έ­να μαύ­ρο φε­ρε­τζέ. Α­νέ­βη­κε στο κα­ϊ­κά­κι και με πρό­στα­ξε να την ο­δη­γή­σω στα α­νοι­χτά  του Σα­ρά­ι Μπουρ­νού».

– Μια με­γά­λη στε­να­χώ­ρια με βα­ραί­νει, εί­πε, και έ­χω α­νά­γκη να πε­ρά­σω λί­γες ώ­ρες στον κα­θα­ρό α­έ­ρα πά­νω στα κύ­μα­τα.

»Η φω­νή αυ­τή δεν μου φαι­νό­ταν ά­γνω­στη και το ά­ρω­μα αυ­τής της γυ­ναί­κας ή­ταν ο­λό­ι­διο με αυ­τό του κόκ­κι­νου χαρ­τιού. Σκέ­φθη­κα ά­θε­λά μου την Κιρ­κά­σια του Κι­ζίλ Το­πράκ.

»Ό­ταν η βάρ­κα έ­φτα­σε στο με­σο­πέ­λα­γος, σε ί­ση α­πό­στα­ση α­πό τις α­κτές της Ρού­με­λης και της Α­να­το­λί­ας, η ά­γνω­στη γυ­ναί­κα διέ­κο­ψε τη σιω­πή της».

– Αρ­με­νάκ, μου εί­πε με τη με­λω­δι­κή φω­νή της, τι έ­κα­νες το κόκ­κι­νο χαρ­τά­κι που σου πέ­τα­ξα;

»Ή­ταν ε­κεί­νη!

»Τα κου­πιά έ­πε­σαν α­πό τα χέ­ρια μου. Ή­μουν α­πο­σβο­λω­μέ­νος για έ­να διά­στη­μα. Ό­ταν συ­νήλ­θα, α­πο­μά­κρυ­να το που­κά­μι­σό μου και της έ­δει­ξα το κόκ­κι­νο φυ­λα­χτό.

»Ξέ­σπα­σε στα γέ­λια, έ­βγα­λε τη μα­ντή­λα και το πα­νο­φώ­ρι της και  μπρο­στά στα έκ­θαμ­βα μά­τια μου εμ­φα­νί­στη­κε έ­να α­λα­βά­στρι­νο ά­γαλ­μα, με ευ­ρω­πα­ϊ­κό ντύ­σι­μο.

Ά­κου­σε, μου εί­πε, Τα ξέ­ρω ό­λα. Η ελ­λη­νί­δα μο­δί­στρα μου, στην ο­ποί­α α­νέ­θε­σα να σε κα­τα­σκο­πεύ­σει, μου εί­πε ό­τι εί­σαι Αρ­μέ­νιος, ό­τι σε λέ­νε Αρ­με­νάκ και ό­τι εί­σαι α­νύ­πα­ντρος. Εί­σαι έ­να ό­μορ­φο πα­λι­κά­ρι, έ­χεις κα­λή καρ­διά, εί­σαι δυ­να­τός: εί­ναι αυ­τά που χρειά­ζο­μαι για να εί­μαι ευ­τυ­χι­σμέ­νη. Με λέ­νε Μαχ-Τζε­μάλ. Έ­χω μεί­νει α­γνή, αυ­τός ο γέ­ρο κό­κο­ρας Χουσ­ρέφ Πα­σάς εί­ναι άν­δρας α­πό ξύ­λο. Πή­ρα τα κο­σμή­μα­τά μου, που εί­ναι με­γά­λης α­ξί­ας και μας φτά­νουν για να ζή­σου­με. Θα ή­θε­λα να α­σπα­σθώ τον χρι­στια­νι­σμό και να γί­νω γυ­ναί­κα σου. Θέ­λεις; Πες μου!

»Α­να­πο­δο­γύ­ρι­σα το ξύ­λι­νο σκα­λι­στό χώ­ρι­σμα που χώ­ρι­ζε στα δύ­ο τη βάρ­κα μου και ρί­χτη­κα στην α­γκα­λιά της. Ή­ταν ο πρώ­τος μου έ­ρω­τας. Η μέ­θη κρά­τη­σε για ώ­ρες σ’ αυ­τό το κα­ϊ­κά­κι που λι­κνι­ζό­ταν πά­νω στα κύ­μα­τα.

»Η Μαχ-Τζε­μάλ ή­ταν η πρώ­τη που ε­πα­νήλ­θε στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα».

– Λιο­ντά­ρι μου, μου εί­πε, πρέ­πει να σου θυ­μί­σω ό­τι έ­φυ­γα κρυ­φά α­πό το κο­νά­κι, κα­λυμ­μέ­νη με τη μα­ντή­λα και το πα­νο­φώ­ρι μιας γριάς υ­πη­ρέ­τριας α­πό το χα­ρέ­μι μας. Σύ­ντο­μα θα δια­πι­στώ­σουν τη φυ­γή μου και θα αρ­χί­σουν να με ψά­χνουν. Αν μας πιά­σουν, χα­θή­κα­με, θα μας σκο­τώ­σουν και τους δύ­ο. Κω­πη­λά­τη­σε με ό­λη σου τη δύ­να­μη. Να α­πο­μα­κρυν­θού­με α­πό την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και ο Θε­ός των ε­ρω­τευ­μέ­νων ας μας ο­δη­γή­σει στην α­κτή μιας χρι­στια­νι­κής χώ­ρας. Α­λή­θεια, έ­χεις κά­τι να βά­λου­με στο στό­μα; Αρ­χί­ζω να πει­νά­ω και να δι­ψά­ω.

«Στο κα­ϊ­κά­κι μου εί­χα μό­νο έ­να μπου­κά­λι μα­στί­χα και με­ρι­κές ντου­ζί­νες τσί­ρο. Πε­ρά­σα­με το μπου­κά­λι α­πό στό­μα σε στό­μα και φά­γα­με με ό­ρε­ξη το ξε­ρα­μέ­νο στον ή­λιο ψά­ρι. Και με­τά άρ­χι­σα να τρα­βώ κου­πί προς την κα­τεύ­θυν­ση των Δαρ­δα­νελ­λί­ων, χω­ρίς να α­πο­μα­κρυν­θώ πο­λύ α­πό την α­κτή της Ρού­με­λης.

»Η νύ­χτα ή­ταν γλυ­κιά και τα υ­πέ­ρο­χα α­στέ­ρια φεγ­γο­βο­λού­σαν στον κα­θα­ρό ου­ρα­νό. Κα­θώς η θά­λασ­σα ή­ταν ή­ρε­μη, μπό­ρε­σα να κα­λύ­ψω με­γά­λες α­πο­στά­σεις, εν­θαρ­ρυ­μέ­νος α­πό τα φι­λιά της Μαχ-Τζε­μάλ, η ο­ποί­α, που και που, μου έ­βα­ζε στο στό­μα το μπου­κά­λι με τη μα­στί­χα. Αυ­τή η δι­πλή μέ­θη με έ­κα­νε να χά­σω το μυα­λό μου, δε­κα­πλα­σιά­ζο­ντας τις δυ­νά­μεις μου. Πά­νω α­πό μια φο­ρά κό­ντε­ψα να σπά­σω τα κου­πιά και να α­να­πο­δο­γυ­ρί­σω το σκά­φος. Μά­λι­στα, εί­χα σκε­φτεί να πέ­σω στο νε­ρό α­νή­μπο­ρος να α­ντέ­ξω την ά­πει­ρη ευ­τυ­χί­α μου. Αλ­λά η θέ­α της Μαχ-Τζε­μάλ με συ­γκρα­τού­σε, κι ε­γώ συ­νέ­χι­ζα να τρα­βά­ω κου­πί, να κω­πη­λα­τώ, να κω­πη­λα­τώ.

»Με­τά α­πό ε­πτά ώ­ρες, οι δυ­νά­μεις μου άρ­χι­σαν να με ε­γκα­τα­λεί­πουν. Η κα­τά­στα­ση γι­νό­ταν κρί­σι­μη. Πε­ρί­με­να έ­να θαύ­μα, κοι­τώ­ντας με μά­τια ορ­θά­νοι­χτα γύ­ρω μου και με α­φτιά τε­ντω­μέ­να.

»Λί­γο με­τά, διέ­κρι­να στον ο­ρί­ζο­ντα έ­να ι­στιο­φό­ρο και ά­κου­σα τους ναυ­τι­κούς να τρα­γου­δούν ελ­λη­νι­κά τρα­γού­δια. Εί­χα­με σω­θεί!

»Μά­ζε­ψα ό­σες δυ­νά­μεις μου εί­χαν α­πο­μεί­νει για να φτά­σω στο ελ­λη­νι­κό πλοί­ο. Η Μαχ-Τζε­μάλ έ­στα­ζε στο στό­μα μου τις τε­λευ­ταί­ες στα­γό­νες μα­στί­χας και μου ε­πα­να­λάμ­βα­νε συ­νε­χώς :

– Tchek, aslanim, tchek (Τρά­βα, λιο­ντά­ρι μου, τρά­βα).

»Πλη­σί­α­σα ε­πι­τέ­λους στο πλοί­ο, και ε­ξή­γη­σα στα ελ­λη­νι­κά την κα­τά­στα­σή μας. Οι ναυ­τι­κοί συ­γκι­νη­μέ­νοι α­πό την ι­στο­ρί­α μας, μάς υ­πο­δέ­χθη­καν σαν α­δέλ­φια. Έ­δε­σαν το κα­ϊ­κά­κι μου στην πρύ­μνη του πλοί­ου, μας πρό­σφε­ραν μια θέ­ση στο τρα­πέ­ζι τους, γιόρ­τα­σαν την ε­λευ­θε­ρί­α μας τσου­γκρί­ζο­ντας τα πο­τή­ρια ό­που ά­φρι­ζε το ευ­γε­νές κρα­σί της Σα­ντο­ρί­νης και μας ο­δή­γη­σαν  θριαμ­βευ­τι­κά μέ­χρι το λι­μά­νι της Σύ­ρας. Στη συ­νέ­χεια με­τά α­πό πα­ρά­κλη­ση της Μαχ-Τζε­μάλ, πέ­τα­ξαν στη θά­λασ­σα, το για­σμά­κι και τον φε­ρε­τζέ της, τυ­λιγ­μέ­να γύ­ρω α­πό μια με­γά­λη πέ­τρα.

»Πα­ρό­μοια υ­πο­δο­χή στη Σύ­ρα. Οι γεν­ναί­οι αυ­τοί νη­σιώ­τες με φω­νά­ζουν Αρ­με­νά­κι και μ’ α­γα­πούν πο­λύ, διό­τι λέ­νε ό­τι έ­σω­σα μια ψυ­χή, κλέ­βο­ντας μια μου­σουλ­μά­να. Μά­λι­στα την η­μέ­ρα της ά­φι­ξής μας, η Μαχ-Τζε­μάλ πή­γε στην εκ­κλη­σί­α και βα­φτί­στη­κε. Ο πα­πάς την ο­νό­μα­σε Σο­φί­α και ευ­λό­γη­σε τον γά­μο μας. Εί­ναι πο­λύ ευ­σε­βής, πιο ευ­σε­βής και α­πό τις χρι­στια­νές εκ γε­νε­τής. Συ­χνά­ζει στην εκ­κλη­σί­α με τα παι­διά μας, σταυ­ρο­κο­πιέ­ται συ­νε­χώς και φι­λά­ει ό­λες τις ει­κό­νες. Σε δε­κα­πέ­ντε χρό­νια, μου χά­ρι­σε ο­κτώ παι­διά, ό­λα α­γό­ρια. Τα εί­δα­τε. Θα γί­νουν δυ­να­τοί λε­βέ­ντες, ό­πως ο πα­τέ­ρας τους και θα πο­λε­μή­σουν μια μέ­ρα ε­να­ντί­ον των Τούρ­κων, υ­πό την ελ­λη­νι­κή ση­μαί­α.

»Στη Σύ­ρα, η γυ­ναί­κα μου πού­λη­σε τα χρυ­σα­φι­κά της και α­γό­ρα­σε έ­να σπι­τά­κι που μέ­νου­με και άλ­λα τρί­α με το ει­σό­δη­μα των ο­ποί­ων ε­ξα­σφα­λί­σα­με τα προς το ζην. Με πα­ρα­κά­λε­σε να κρα­τή­σω τη στο­λή του βαρ­κά­ρη που τη βρί­σκει πο­λύ ω­ραί­α. Πού­λη­σα το κα­ϊ­κά­κι μου και α­γό­ρα­σα έ­να ι­στι­φό­ρο που ε­γώ ο ί­διος το ο­δη­γώ για να κά­νω διά­φο­ρες δου­λειές στο λι­μά­νι. Δου­λεύ­ω ό­πως πα­λιά και εί­μαι τό­σο ευ­τυ­χι­σμέ­νος ό­σο πο­τέ».       

Το «Με­ντι­τε­ρα­νέ­ο» έ­βγα­λε το πρώ­το δυ­να­τό σφύ­ριγ­μα. Εί­χε έρ­θει η ώ­ρα της α­να­χώ­ρη­σης. Έ­σφι­ξα με τα δυο χέ­ρια τον Αρ­με­νά­κι που με συ­νό­δε­ψε μέ­χρι την α­πο­βά­θρα. Βρή­κα­με τη γυ­ναί­κα του, πε­ρι­στοι­χι­σμέ­νη από τους γιους της που σπαρ­τα­ρού­σαν σαν τα ψα­ρά­κια στη στε­ριά. Εί­χαν έρ­θει να μου ευ­χη­θούν κα­λό τα­ξί­δι. Η ό­μορ­φη Κιρ­κά­σια μου εί­πε χα­μο­γε­λώ­ντας :

– Ο σύ­ζυ­γός μου σας δι­η­γή­θη­κε τις πε­ρι­πέ­τειές μας, έ­τσι δεν εί­ναι; Βλέ­πε­τε πό­σο ευ­τυ­χι­σμέ­νοι εί­μα­στε σή­με­ρα. Ε λοι­πόν! Εί­στε νέ­ος και σί­γου­ρα ό­πως ό­λοι οι Αρ­μέ­νιοι, α­γα­πά­τε τις γυ­ναί­κες. Για­τί δεν παίρ­νε­τε το πα­ρά­δειγ­μα του Αρ­με­νά­κι; Με­τά την ε­πι­στρο­φή σας στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, προ­σπα­θεί­στε να κλέ­ψε­τε τη γυ­ναί­κα ε­νός γέ­ρου πα­σά. Θα γί­νει πο­λύ ευ­τυ­χι­σμέ­νη! Το ί­διο κι ε­σείς.

Μι­νάς Τσε­ράζ

Μετάφραση: Σαρκίς Αγαμπατιάν 

* Για πε­ρισ­σό­τε­ρα στοι­χεί­α γύ­ρω α­πό τη ζω­ή και το έρ­γο του Μι­νάς Τσε­ράζ βλέ­πε: Μι­νάς Τσε­ράζ (1852-1929), «Α­να­το­λί­τι­κες Νου­βέ­λες», με­τά­φρα­ση Λι­λίτ Βαρ­τα­νιάν, έκ­δο­ση «Νέ­ος Κύ­κλος Κων­στα­ντι­νου­πο­λι­τών», Α­θή­να 2010.

Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"

Kantsaran Banner

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ

typografia


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 51 επισκέπτες συνδεδεμένους