Χαμό Πεγκναζαριάν - ο πρώτος σκηνοθέτης του αρμενικού κινηματογράφου Εκτύπωση E-mail

Beknazarian

Ζακ Νταματιάν

Φέτος, ο καλλιτεχνικός κόσμος της Αρμενίας τιμά τα εκατό χρόνια από την ίδρυση του αρμενικού κινηματογράφου. Πρώτος σκηνοθέτης του υπήρξε ο Χαμό Πεγκναζαριάν, ένας εκ των κορυφαίων σε ολόκληρη τη Σοβιετική Ένωση. Ήταν ηθοποιός, σεναριογράφος και συνιδρυτής της Χάιφιλμ, μαζί με τον Τανιέλ Τιζνουνί.

Ο Πεγκναζαριάν γεννήθηκε το 1892 στο Γερεβάν. Το 1913, έχοντας αποφοιτήσει από τα γυμνάσια της γενέτειράς του και της Τασκένδης, μετακομίζει στη Μόσχα για σπουδές, και παίρνει το πτυχίο του στο Εμπόριο. Από το 1914 στρέφεται στην υποκριτική, ερμηνεύοντας με επιτυχία δεκάδες ρόλους στον ρωσικό κινηματογράφο. Παράλληλα ασχολείται με την πάλη και πραγματοποιεί παραστάσεις στο τσίρκο, με το ψευδώνυμο «Μαρόν». Στον ρωσικό Τύπο συχνά αναφέρεται ως «εμφανίσιμος Πεγκ». Το 1921 μεταβαίνει στην Τιφλίδα και συμμετέχει ενεργά στην ίδρυση του γεωργιανού κινηματογράφου, αναλαμβάνοντας παράλληλα διευθυντικό πόστο. Δύο χρόνια αργότερα, εγκαταλείποντας οριστικά την ηθοποιία, σκηνοθετεί την πρώτη του ταινία με τίτλο «Στον πυλώνα της ατιμίας», την οποία θα ακολουθήσουν άλλες δύο.

Το 1925, ύστερα από πρόσκληση του Τανιέλ Τιζνουνί, επιστρέφει στο Γερεβάν για να σκηνοθετήσει την πρώτη αρμενική ταινία, με τίτλο «Ναμούς» (τιμή), μια ιστορία αγάπης βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αλεξάντερ Σιρβανζατέ, Αρμένιου συγγραφέα από το Μπακού.

Στην ταινία συμμετέχουν σπουδαίοι ηθοποιοί της εποχής, λαμβάνοντας θετικές κριτικές και από τον ρωσικό Τύπο. Μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι, για πρώτη φορά, η Ανατολή απεικονίζεται στην πραγματική της διάσταση, χωρίς ψεύτικη λάμψη και ωραιοποιήσεις. Χρόνια μετά, κατά τη διάρκεια των σταλινικών διώξεων, ο εμπνευστής του εγχειρήματος Τανιέλ Τιζνουνί θα καταδικαστεί σε πενταετή κάθειρξη, με την κατηγορία της πρόκλησης εθνικών παθών μέσω του έργου του.

Το 1926, ο Πεγκναζαριάν σκηνοθετεί το «Σορ και Σορσόρ», την πρώτη αρμενική κωμωδία, και το «Ζαρέ», προβάλλοντας τη ζωή των Γεζίντι. Την ίδια χρονιά επισκέπτεται το σεισμόπληκτο Λενιναγκάν (Γκιουμρί) και ετοιμάζει το ντοκιμαντέρ «Σεισμός στο Λενιναγκάν».

Στην ταινία «Χασπούς», βασισμένη σε έργα των Ραφί και Βρτανές Παπαζιάν, για πρώτη φορά στην ιστορία του κινηματογράφου γίνεται αναφορά στην Περσία. Η συγκεκριμένη ταινία παρουσιάζει μια γενική απεργία που είχε πραγματοποιηθεί στη γειτονική χώρα στα τέλη του προηγούμενου αιώνα. Παρόμοια είναι η υπόθεση και στην αρμενοαζερική συμπαραγωγή «Το σπίτι πάνω στο ηφαίστειο». Αργότερα, ο Πεγκναζαριάν θα κινηματογραφήσει άλλες δυο ταινίες στο Μπακού. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι συνέβαλε και στην ίδρυση του κινηματογράφου του Αζερμπαϊτζάν.

Ο Πεγκναζαριάν στήνει στη Μόσχα την εταιρεία Βοστογκινό, με σκοπό την καταγραφή της ζωής μικρών πληθυσμιακών ομάδων της Σοβιετικής Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό κινηματογραφεί ταινίες και ντοκιμαντέρ για τους Τσετσένους και ιθαγενείς της Σιβηρίας.

Παράλληλα δείχνει ενδιαφέρον και ιδιαίτερη αγάπη για τον λαό της Αρμενίας. Περιφερόμενος στους δρόμους «αλιεύει» ταλέντα, και δεν διστάζει να εμπιστευθεί ρόλους σε ανθρώπους της διπλανής πόρτας.

Μέσα από τα ντοκιμαντέρ «Δέρμα», «Βαμβάκι» και «Χώρα Ναϊρί» παρουσιάζει στοιχεία από την παραγωγική διαδικασία και την καθημερινότητα των κατοίκων της χώρας.

Το 1935 σκηνοθετεί την πρώτη ομιλούσα αρμενική ταινία, με τίτλο «Μπέμπο», προσαρμόζοντας το ομότιτλο θεατρικό έργο του Καπριέλ Σουντουκιάν, που θεωρείται ο πατέρας του σύγχρονου αρμενικού θεάτρου. Η εν λόγω ταινία είχε διεθνή απήχηση και επιλέχθηκε για τα εγκαίνια του ιστορικού κινηματογράφου του Γερεβάν «Μόσκβα». Λέγεται ότι κατά τη διάρκεια της προβολής, κάποιοι θεατές συνόδευαν με ντουντούκ και τραγούδι το έργο.

Το 1938 ο Πεγκναζαριάν κινηματογραφεί το αμφιλεγόμενο   «Ζανκεζούρ». Το αρχικό σενάριο είχε γραφτεί από τον Άξελ Μπακούντς, αλλά είχε απορριφθεί ύστερα από πολιτικές παρεμβάσεις. Ο αντιφρονούντας συγγραφέας υπήρξε θύμα των σταλινικών διώξεων. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν μια καλογυρισμένη ταινία, ταυτισμένη με τις επιταγές της εξουσίας.

Το 1943, έχοντας καθιερωθεί ως ένας από τους κορυφαίους σκηνοθέτες της Σοβιετικής Ένωσης, ο Πεγκναζαριάν πραγματοποιεί το όνειρό του, να δημιουργήσει έργο αντλώντας τη θεματολογία του από την αρμενική ιστορία. Με τον μεγάλο πατριωτικό πόλεμο σε εξέλιξη και τον τουρκικό στρατό να καραδοκεί στα σύνορα προσμένοντας γερμανική νίκη, ευνοείται η καλλιτεχνική δημιουργία με πατριωτικό χαρακτήρα.

Έτσι, ο Πεγκναζαριάν επιλέγει το «Ταβίτ Πεγκ», βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του Ραφί, που αναφέρεται στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του Σιουνίκ ενάντια στην περσική κυριαρχία, με ηγέτη τον ομώνυμο ήρωα. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, πολλοί συντελεστές καλούνται στο μέτωπο. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης εξαίρει την ερμηνεία του Χρατσιά Νερσισιάν στον ρόλο του κεντρικού ήρωα, και του Αβέντ Αβεντισιάν, που υποδύεται τον προδότη μελίκ (τοπικός άρχοντας) Φρανκιούλ. Η πρεμιέρα της ταινίας λαμβάνει χώρα στην παγωμένη και εμπόλεμη Μόσχα.

Μεταπολεμικά, η δημιουργική πορεία του Πεγκναζαριάν συνεχίζεται με τις ταινίες «Αναχίντ», «Το κορίτσι της πεδιάδας του Αραράτ» και το ντοκιμαντέρ «Σοβιετική Αρμενία».

Το 1951 ξεκινά το κορυφαίο για πολλούς έργο του «Δεύτερο καραβάνι», που πραγματεύεται τη ζωή των επιζησάντων της Γενοκτονίας οι οποίοι επαναπατρίστηκαν στην Αρμενία με το περίφημο «νερκάγτ».

Ενώ ετοιμάζει την τελευταία σκηνή, έρχεται μήνυμα από τη Μόσχα ότι ο Στάλιν είναι δυσαρεστημένος με τον τίτλο και το περιεχόμενο της ταινίας. Τα γυρίσματα διακόπτονται απότομα και τα αρνητικά καταστρέφονται. Όπως σημειώνει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του, η οποία θα κυκλοφορήσει μετά θάνατον, τότε ήταν που έκλαψε για πρώτη φορά στην ενήλικη ζωή του. Την ίδια χρονιά, έπειτα από 26 χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας, εγκαταλείπει τη διευθυντική θέση στη Χάιφιλμ και με αίσθημα βαθιάς θλίψης εγκαταλείπει και την Αρμενία.

Το επόμενο έργο του θα είναι η «Είσοδος», το 1954, στο Ουζμπεκιστάν. Το 1959, στο Τατζικιστάν, σε συνεργασία με τον Εράσμ Καραμιάν σε σενάριο και σκηνοθεσία, γυρίζει την 30ή και μοναδική έγχρωμη ταινία του, με πρωταγωνιστή τον επίσης Αρμένιο Κουρκέν Τονούντς. Η κωμωδία αυτή, με τίτλο «Ο Ναστραδίν στο Χοτσέντ», αποτελεί το κύκνειο άσμα στην πλούσια καριέρα του.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του εγκαθίσταται στη Μόσχα και γράφει την αυτοβιογραφία του «Αναμνήσεις ηθοποιού και σκηνοθέτη». Φεύγει από τη ζωή τον Απρίλιο του 1965, και κηδεύεται στο Αρμενικό Νεκροταφείο της ρωσικής πρωτεύουσας, πλάι στη γυναίκα του Σοφία Βολχόβσκαγια Πεγκναζάροβα.

Τον επόμενο χρόνο, το στούντιο της Χάιφιλμ μετονομάζεται σε «Χαμό Πεγκναζαριάν» και το 2017 κυκλοφορεί γραμματόσημο  «Μεγάλοι Αρμένιοι, 125 χρόνια από τη γέννηση του Χαμό Πεγκναζαριάν». Ευρηματικός, πολυσχιδής, πρωτοπόρος, ο σπουδαίος αυτός καλλιτέχνης άφησε το δικό του στίγμα στον χώρο της έβδομης τέχνης, ως ηθοποιός, σεναριογράφος, σκηνοθέτης και θεμελιωτής του αρμενικού κινηματογράφου.

Πηγές: Wikipedia, Shoghakat TV, Առավոտ Լուսո, atieff.org, hayazg.info, encyclopedia.am, av production.am, rozachaca.wordpress.com, kinoasharkh.am

Share
 

Για να εξασφαλίσουμε τη σωστή λειτουργία του ιστότοπου, μερικές φορές τοποθετούμε μικρά αρχεία δεδομένων στον υπολογιστή σας, τα λεγόμενα «cookies». Οι περισσότεροι μεγάλοι ιστότοποι κάνουν το ίδιο. Περισσότερα...

"Δέχομαι"


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ


διαφήμιση στο αρμενικά

armenian community

Online Επισκέπτες

Έχουμε 6 επισκέπτες συνδεδεμένους