Χατσίκ Μουραντιάν* «Armenian Weekly» Μετάφραση: Μίκυ Μοβσεσιάν Μάιος- Ιούλιος 2018, τεύχος 97
Ο Αράμ Μανουκιάν (Σαρκίς Χοβανεσιάν) θα γελούσε με δυσπιστία αν κάποιος του έλεγε, στις 6 Μαρτίου του 1908, ότι μέσα σε μια δεκαετία θα ηγούταν επιτυχώς της άμυνας του Βαν εναντίον του οθωμανικού στρατού, θα έσωζε δεκάδες χιλιάδες Αρμενίων από άμεσο θάνατο, θα γινόταν προσωρινός κυβερνήτης του Βαν μετά την υποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων και θα ίδρυε την Πρώτη Αρμενική Δημοκρατία με την αποδυνάμωση της τσαρικής Ρωσίας. Εκείνη την ημέρα αναγγέλθηκε το τέλος της ζωής του Αράμ Μανουκιάν ως ελεύθερου ανθρώπου, αν όχι της ζωής του γενικώς. Η τουρκική αστυνομία τον συνέλαβε, αφού τον ανέσυρε μαζί με άλλους συντρόφους του από ένα πηγάδι βάθους 10 μέτρων, όπου κρυβόταν, και τον οδήγησε στον στρατιωτικό διοικητή για την ανάκριση και την επιβολή τελικά της κράτησής του στην απομόνωση. Ένας αλλόκοτος συνδυασμός καλοτυχίας, ψυχικού σθένους, εμπειρίας και ασίγαστου πάθους συνθέτει την ιστορία του Αράμ, του ανθρώπου που μετατράπηκε από άπειρο επαναστάτη σε ηγέτη ενός λαού και ίδρυσε ένα «σπίτι» για το λαό του ανάμεσα σε δύο αυτοκρατορίες, μετά τη μεσοβασιλεία περίπου μισού αιώνα.
Πρώιμη ζωή
Ο νεότερος από τα υπόλοιπα τέσσερα αδέρφια του, ο Σαρκίς Χοβανεσιάν, που ήταν περισσότερο γνωστός με το όνομα Σεργκέι, γεννήθηκε στις 19 Μαρτίου του 1879 στο Σουσί. Ήταν φοιτητής στη γενέτειρά του όταν η Αρμενική Επαναστατική Ομοσπονδία (Α.Ε.Ο.) συστάθηκε στην Τιφλίδα, στους κόλπους της οποίας προσχώρησε πολύ σύντομα. Το 1901 αποβλήθηκε από το αρμενικό σχολείο που πήγαινε λόγω επαναστατικής συμπεριφοράς, με αποτέλεσμα να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του στο Γερεβάν, σε ηλικία 24 ετών. Κατόπιν, μετέβη στο Μπακού, όπου υπηρέτησε το κόμμα. Συνέβαλε στη μάχη κατά της αντιαρμενικής πολιτικής της τσαρικής Ρωσίας και οργάνωσε εργατικές διαμαρτυρίες και συγκεντρώσεις των εργαζομένων στην αναπτυσσόμενη βιομηχανία πετρελαίου της πόλης. Η μικρή θητεία του Σεργκέι στο Μπακού τον βοήθησε να βελτιώσει τις οργανωτικές και ρητορικές του δεξιότητες και τον προετοίμασε για το «χωνευτήρι της επανάστασης» στο Καρς, όπου διαδραματιζόταν η εκπαίδευση των μελών της Οργάνωσης. Ταυτόχρονα, συνέβαλε στην ιδεολογική του διαμόρφωση. Ο Σιμόν Βρατσιάν, ηγέτης της Α.Ε.Ο., γράφοντας για τις συζητήσεις στη διάρκεια του 4ου διεθνούς συνεδρίου της Α.Ε.Ο. στη Βιέννη (1907), συνόψισε την ιδεολογική αφοσίωση του Αράμ: «Ήταν ένας πιστός σοσιαλιστής μαζί με εμάς, τους «αριστερούς»… Αλλά θα ήταν πρόθυμος να εγκαταλείψει το σοσιαλισμό και εμάς, αν ήταν απαραίτητο. Ήταν ένας Αρμένιος στα πρότυπα του Ροστόμ (Στεπάν Ζοριάν) και του Αγκόπ Ζαβριάν (Ζαβρίεφ), μέλη της ιδρυτικής γενιάς της Α.Ε.Ο. Σοσιαλιστής; Ναι, αλλά πριν και πάνω από όλα Αρμένιος». Η Α.Ε.Ο., ή Τασνακτσουτιούν, στο Καρς διαμεσολαβούσε ενός δύσκολου εγχειρήματος, το οποίο ο Αράμ υποστήριξε ένθερμα από το φθινόπωρο του 1903, μετά από μια σύντομη στάση στο Καντσάγκ. Ο χρονικογράφος Ρουπέν Μινασιάν είχε γράψει ότι από το «χωνευτήρι της επανάστασης» της επαρχίας του Καρς τα δόκιμα μέλη της Οργάνωσης είτε έβγαιναν έτοιμα, έχοντας σφυρηλατηθεί, είτε εγκατέλειπαν την ιδέα της επανάστασης, ανίκανα να αντέξουν τον ακραίο ιδεολογικό και σπαρτιάτικο τρόπο ζωής. Σε αυτό το σημείο, ο Σεργκέι διακρίθηκε για την αποτελεσματική του επικοινωνιακή ικανότητα ως ένας καλός προπαγανδιστής, υπηρετώντας το δίκτυο που οργάνωνε τη μετάβαση των ενόπλων επαναστατικών ομάδων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Α.Ε.Ο. στη Ρωσική αυτοκρατορία, προδιατεθειμένη να υποστηρίξει τους Αρμένιους, που διεξήγαγαν άνιση μάχη εναντίον του οθωμανικού στρατού στο Σασούν, έστελνε τη μια μετά την άλλη ομάδες Αρμενίων επαναστατών, αν και οι περισσότεροι σκοτώνονταν περνώντας τα σύνορα, πολύ πριν φτάσουν στο Σασούν. Ο Σεργκέι επιθυμούσε διακαώς να περάσει τα σύνορα και να συναντήσει τους Αρμένιους εκεί. Αργότερα, έγραψε: «Η άκαιρη εξέγερση στο Σασούν, οι αναρίθμητες αποτυχημένες προσπάθειες να προμηθευτούν οι μαχόμενοι με όπλα, καθώς κατατροπώνονταν όσοι επιχειρούσαν κάτι τέτοιο, και το μαρτύριο που ζούσαν οι στενοί μου φίλοι με είχαν ολοκληρωτικά απελπίσει. Βασανιζόμουν από τη σκέψη ότι όποιος πήγαινε εκεί θα σφαγιαζόταν, ενώ εγώ έμενα πίσω». Μέχρι ο Σεργκέι να καταφέρει να περάσει τα σύνορα, το Σασούν είχε πέσει στα χέρια των Οθωμανών. Έπρεπε, αναγκαστικά, να εγκατασταθεί στο Βαν.
Από το καμίνι στην κόλαση
Ένα ατυχές περιστατικό που συνέβη στη διάρκεια του ταξιδιού του Σεργκέι προς το Βαν, και πριν περάσει τα ιρανικά σύνορα, μαρτυρά αυτό ακριβώς που ο ίδιος περιγράφει ως «επαναστατική απειρία». Όσο περίμενε τη βοήθεια ενός Τούρκου οδηγού και τους συντρόφους του να διασχίσουν τον ποταμό Αραξή και να πάνε στο Ιράν, διέμενε σε ένα χωριό, στο σπίτι μιας οικογένειας Αρμενίων. Εκεί, αποφάσισε να αποσυναρμολογήσει τα μασούρια δυναμίτιδας που είχε μαζί του, θεωρώντας έτσι ασφαλέστερη τη μεταφορά τους με το άλογο. Απόθεσε, λοιπόν, τα εκρηκτικά πάνω στο τραπέζι κι άρχισε να αδειάζει τα μασούρια, εμπλέκοντας στη διαδικασία και την οικογένεια που τον φιλοξενούσε, ένα ζευγάρι με το παιδί τους. Ξαφνικά, αναφλέγηκε ένα μασούρι στα χέρια του Σεργκέι κι η φωτιά απλώθηκε σε ό,τι υπήρχε στο τραπέζι. Ο ίδιος ομολόγησε: «Αμέσως ρίχτηκα κάτω από το τραπέζι, όμως ο δάσκαλος και η γυναίκα του, όντας άπειροι, έμειναν στη θέση τους και εκτέθηκαν στην ισχυρή έκρηξη. Ο άντρας έχασε μερικά δάχτυλα και κάηκε στο πρόσωπο. Η δύσμοιρη σύζυγός του, και ιδίως το παιδί τους, τραυματίστηκαν χειρότερα. Ήξερα κάτι λίγα σχετικά με εκρηκτικά, και περισσότερο σε θεωρητική παρά σε πρακτική βάση, αφού σε δοκιμές που έκαναν άλλοι ήμουν παρών μία ή δυο φορές όλες κι όλες». Το συμβάν αυτό, που ο ίδιος αφηγείται με αμεσότητα και ειλικρίνεια, φανερώνει πραγματικά το πόσο απροετοίμαστος ήταν ακόμα όταν έφυγε από το Καρς για το Βαν. Ήταν, παρόλα αυτά, ένας «γεννημένος ηγέτης»! Οι αντίξοες συνθήκες του χειμώνα έθεταν μεγάλα εμπόδια στο ταξίδι του Σεργκέι και τον ανάγκασαν να μείνει για τέσσερις μήνες (Οκτώβρης 1904 – Γενάρης 1905) στο Μοναστήρι του Αγίου Θαδδαίου στο Βόρειο Ιράν, κοντά στα οθωμανικά σύνορα. Από το μοναστήρι έγραψε στον Γκομς (Βαχράμ Παπαζιάν), τον αρχηγό της Α.Ε.Ο. στο Βαν, δίνοντάς του εξηγήσεις: «Είμαι υποχρεωμένος να μείνω εδώ μέχρι την άνοιξη. Οι δρόμοι είναι θαμμένοι κάτω από το χιόνι». Αυτό το γράμμα, το παλαιότερο που έχουμε στην κατοχή μας από τον Σεργκέι, είναι υπογεγραμμένο με το όνομα «Αράμ». Είναι, επίσης, η πρώτη φορά που εμφανίζεται αυτό το ψευδώνυμο, οπότε και στο εξής θα αναφερόμαστε σε αυτόν ως Αράμ. Στην αναφορά του συνεχίζει: «Την άνοιξη ελπίζω ότι με την πρώτη ευκαιρία θα μπορούμε να στείλουμε ζυμάρι και μήλα». Δεν εννοούσε, βέβαια, ότι ενδιαφερόταν για μηλόπιτες. Στη γλώσσα των Τασνάκ, το «ζυμάρι» σήμαινε πυρίτιδα και τα «μήλα» σήμαιναν βόμβες. Περιέργως, σε αυτό το γράμμα, ο Αράμ αναφερόταν στην εμπειρογνωσία του στις επιχειρήσεις «ζυμαριού και μήλων», λίγες μόνον εβδομάδες μετά από την έκρηξη που είχε τραυματίσει τρία άτομα. Πιθανότατα, απλώς έκανε ότι γνωρίζει από εκρηκτικά. Ωστόσο, μια πιο εύλογη εξήγηση είναι ότι η «επαναστατική του απειρία», μόλις πριν περάσει τα σύνορα για την κόλαση του Γεργκίρ, τον έβαλε σε έντονες σκέψεις και αποφάσισε να εκμεταλλευτεί τη διαμονή του στο μοναστήρι του Αγίου Θαδδαίου, με σκοπό από τη μία να εκπαιδευτεί πάνω στη χρήση των εκρηκτικών -μιας και ένας από τους συντρόφους του ήταν αυθεντία σε αυτό– και από την άλλη να εντρυφήσει στα βιβλία και τις εγκυκλοπαίδειες του μοναστηριού, ώστε να εμβαθύνει τις γνώσεις του σε οτιδήποτε έκρινε σχετικό με την αποστολή του. Τα γράμματα που έστελνε ο Αράμ από το μοναστήρι υποστηρίζουν αυτήν την εκδοχή. Σε ένα από αυτά, προς τον Γκομς, αναλύει εκτενώς τα πλεονεκτήματα της εκτροφής αγγελιοφόρων περιστεριών και τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος είχε αρχίζει να το εφαρμόζει, αφού είχε διαβάσει για αυτά σε μια εγκυκλοπαίδεια. Γράφει συγκεκριμένα: «Υπάρχει ειδική βιβλιογραφία πάνω σε αυτό το θέμα. Αν θέλετε, μπορώ να σας στείλω τουλάχιστον ό,τι βρίσκεται στο εγκυκλοπαιδικό λεξικό, και το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένας αξιόπιστος οδηγός». Δεν είναι ξεκάθαρο το τι απέγινε η πρόταση του Αράμ, αλλά δύο μήνες μετά, στις αρχές του Φλεβάρη, και μετά από ένα ταραχώδες ταξίδι, ο Αράμ έφτασε τελικά στο Βαν, όπου τον υποδέχτηκε θερμά ο Γκομς. Ο τελευταίος εκθειάζει την εμπειρία του Αράμ, αναφερόμενος στο Μπακού, το Καρς και τις παραμεθορίους ανάμεσα στη Ρωσία και το Ιράν. Στα απομνημονεύματά του γράφει: «Την πρώτη φορά που τον συνάντησα, ένιωσα αμέσως ότι ο νεοαφιχθείς ήταν άτομο σοβαρό, ώριμο και ικανό». Στις αρχές του 20ού αιώνα, εκείνη η περιοχή έσφυζε από επαναστατική δραστηριότητα και ο Αράμ γρήγορα αξίωσε την υπόληψή του, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις των ντόπιων μελών του κόμματος, που έβλεπαν με καχυποψία τους επαναστάτες συντρόφους που έφταναν από τον Καύκασο. Σε λίγους μήνες, ο Αράμ έγινε ένας από τους πυλώνες της αποστολής Βαν της Α.Ε.Ο., επεκτείνοντας την επιρροή της Οργάνωσης και επιτυγχάνοντας συμμαχίες. Οι σύγχρονοί του επαινούν τις προσπάθειες του Αράμ να βρει κοινό έδαφος και να συνεργάζεται με άλλες ομάδες Αρμενίων, όπως τους Χιντσακιάν και, κυρίως, τους Αρμεναγκάν, αλλά και με ουδέτερους αρμενικούς κύκλους. Ο Γκομς παρατηρούσε ότι ο Αράμ ήταν άριστος στο να προκαλεί θετική εντύπωση, να κερδίζει τη συμπάθεια των άλλων και σταδιακά να τους φέρνει προς το μέρος του. Οι περιστάσεις συνεισέφεραν στην άνοδο του Αράμ. Ο Γκομς αποχώρησε από το Βαν σύντομα μετά από την άφιξη του Αράμ, αφήνοντας ένα κενό που αναπλήρωσε πρόθυμα ο τελευταίος. Παρόλα αυτά, ο Αράμ ήταν επιφορτισμένος κυρίως με τις διαδικασίες εξασφάλισης και προμήθειας όπλων από τη Ρωσία και τη μετέπειτα μεταφορά τους στο Βαν, προς εκπλήρωση του σχεδίου της Α.Ε.Ο. να εξοπλίσει τους Αρμένιους χωρικούς της περιοχής και να τους προετοιμάσει για την αυτοάμυνα ενάντια στις επιθέσεις και τις προσπάθειες εξόντωσής τους από τους Οθωμανούς. Αυτός ήταν, κατά βάση, ο ρόλος του εκεί, έως ότου έφυγε για το Τέταρτο Συνέδριο της Α.Ε.Ο., που έλαβε χώρα στη Βιέννη στις αρχές του 1907.
Η προδοσία
Τα γράμματα του Αράμ ήταν γεμάτα από οδηγίες σχετικά με τους αποτελεσματικότερους και ασφαλέστερους τρόπους μεταφοράς υλικών για την κατασκευή εκρηκτικών. Σε ένα γράμμα του προς τον Μαλχάς (Αρντασές Χοβσεπιάν), με ημερομηνία 11 Μαρτίου 1905, ο Αράμ του εξηγεί την τακτική που ακολουθούσε για να αποθαρρύνει περιστατικά προδοσίας και να εξασφαλίσει την ασφαλέστερη μεταφορά των προϊόντων. Παραδείγματος χάριν, τόσο οι πωλητές όσο και οι μεταφορείς δεν πληρώνονταν για την υπηρεσία που προσέφεραν, παρά μόνον την επόμενη φορά που επρόκειτο να προσφέρουν πάλι κάποια υπηρεσία. Έχοντας ανείσπρακτες οφειλές, που ορισμένες φορές ήταν σημαντικά υψηλές, οι ντόπιοι Κούρδοι και Τούρκοι προμηθευτές είχαν εύλογο συμφέρον να κρατήσουν τα στόματά τους κλειστά, με φόβο μη συλληφθούν οι επαφές τους και χάσουν τα χρωστούμενα. Αλλά η χείριστη προδοσία, μία από τις πιο βαρυσήμαντες στην αρμενική επαναστατική ιστορία, δεν προήλθε από Κούρδους ή Τούρκους, αλλά από έναν Αρμένιο επαναστάτη. Ο Ταβό είχε συνάψει σχέση με την Σατενίγκ, την αδερφή ενός συντρόφου του, του Αλές. Όταν η Σατενίγκ έμεινε έγκυος, ο Αλές απείλησε να σκοτώσει τον Ταβό, αν δεν επέλυε το ζήτημα η Οργάνωση. Ο Ταβό αρνήθηκε να παντρευτεί τη Σατενίγκ και κατηγόρησε τον Αράμ για την εγκυμοσύνη. Η Οργάνωση κατέστησε σαφές ότι ο Ταβό είτε έπρεπε να παντρευτεί την Σατενίγκ, είτε να υποστεί τις συνέπειες της πράξης του. Ο διαπληκτισμός οδήγησε τον Ταβό στο να διαπράξει το αδιανόητο. Πήγε στις οθωμανικές αρχές και αποκάλυψε πολλά σημεία όπου η Α.Ε.Ο. έκρυβε όπλα, με αντάλλαγμα την προστασία του. Η προδοσία έφερε τα πράγματα στο χείλος της καταστροφής. Ακολούθησε ένας κυκεώνας δράσεων, με την Α.Ε.Ο. να μεταφέρει τον οπλισμό σε νέα σημεία, τις οθωμανικές αρχές να ανακαλύπτουν τους επαναστάτες στην περιοχή και να θέτουν το Βαν υπό πολιορκία, τον Ντατζάντ Ντερλεμεζιάν, νεαρό μέλος της Α.Ε.Ο., να δολοφονεί τον Ταβό ακολουθώντας τις διαταγές της Οργάνωσης, 19 συντρόφους, μαζί τους ο Αράμ και ο Ντατζάντ, να κρύβονται σε ένα πηγάδι… Κι έτσι φτάνουμε στις 6 Μαρτίου του 1908.
Από την ελευθερία στην ανεξαρτησία
Αν δε γινόταν το πραξικόπημα των Νεοτούρκων τον Ιούλη του 1908, γνωστό και ως Επανάσταση των Νεοτούρκων, ο Αράμ πιθανότατα να είχε απαγχονιστεί, και θα έμενε σήμερα η μνήμη του πρωτίστως ως ενός επαναστάτη που διακίνησε εκατοντάδες κιλά εκρηκτικών και χιλιάδες όπλα από τη Ρωσική αυτοκρατορία στην Οθωμανική, για να υπερασπίσει τους Αρμένιους χωρικούς εναντίον την κουρδικής και τουρκικής καταδυνάστευσης. Το πραξικόπημα, όμως, έφερε μια σύντομη περίοδο ελευθερίας και οι ηγέτες της Α.Ε.Ο., σύμμαχοι των Νεοτούρκων στην επανάστασή τους, αποφυλακίστηκαν. Ο 30χρονος Αράμ ήταν ένας ελεύθερος άνθρωπος και, τελικά, ένας γεννημένος ηγέτης. Ηγήθηκε της άμυνας του Βαν ενάντια στον οθωμανικό στρατό, σώζοντας χιλιάδες Αρμένιους από βέβαιο θάνατο, και έγινε ιδρυτής της Πρώτης Αρμενικής Δημοκρατίας. Πέθανε από τύφο στο Γερεβάν, τον Γενάρη του 1919. Στην κηδεία του, η προσέλευση του κόσμου ήταν θεαματική και πρωτοφανής για τον αρμενικό λαό. Στον επικήδειο λόγο που απηύθυνε ο Νιγκόλ Αγπαλιάν, ηγέτης της Α.Ε.Ο. και υπουργός Παιδείας της Ανεξάρτητης Αρμενίας του 1918-1920, είπε χαρακτηριστικά: «Όταν πέσει η νύχτα, αποτραβηχτείτε στα πίσω διαμερίσματα της ψυχής σας, μιλήστε με τη συνείδησή σας και αναρωτηθείτε: Έχετε κάνει για το λαό των Αρμενίων όσα έκανε ο Αράμ; Έχετε θυσιαστεί ποτέ σε τέτοιο βαθμό; Έχετε αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή σας στον αρμενικό λαό, όπως έκανε ο Αράμ;»
Σημείωση: Το άρθρο αυτό είναι ένα απόσπασμα από ένα εκτενέστερο χειρόγραφο με τίτλο: «Να γίνεσαι Αράμ: Η ζωή και το έργο μιας επαναστατικής πολιτικής προσωπικότητας», το οποίο βρίσκεται υπό έκδοση. Η αλληλογραφία του Αράμ φυλάσσεται στα αρχεία της Α.Ε.Ο. στη Βοστώνη.
*Ο Δρ Χατσίκ Μουραντιάν είναι καθηγητής πανεπιστημίου και από το 2014 έχει διδάξει θέματα όπως ο ιμπεριαλισμός, η μαζική βία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ο αστικός χώρος και η διαμάχη στη Μέση Ανατολή και η συλλογική μνήμη στα Τμήματα Ιστορίας και Κοινωνιολογίας στο Rutgers και Worcester State University. Είναι κάτοχος διδακτορικού τίτλου στην Ιστορία από το Κέντρο Στράσλερ για τη μελέτη Ολοκαυτωμάτων και Γενοκτονιών του Πανεπιστημίου Κλαρκ. Ήταν ο αρχισυντάκτης του «Armenian Weekly» από το 2007 έως το 2014.
|