To Αρμενοχώρι της Θεσσαλονίκης |
![]() |
![]() |
Μάρντικ Μαρντικιάν Μάιος- Αύγουστος 2021, τεύχος 107 Μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922, η Ελλάδα κατακλύστηκε από ένα τεράστιο κύμα Ελλήνων –κατά κύριο λόγο– αλλά και έναν μεγάλο αριθμό Αρμενίων προσφύγων. Η περιοχή της Θεσσαλονίκης δέχτηκε ένα μεγάλο μέρος του κύματος αυτού, και προκειμένου να επιλυθεί το οξύ πρόβλημα της στέγασής τους, δημιουργήθηκαν προσωρινοί καταυλισμοί σε διάφορα σημεία της πόλης. Τότε, η αρμενική κοινότητα της Θεσσαλονίκης -αν και αποτελούνταν από λίγες μόνο οικογένειες-, μετά από συνεισφορά των μελών της, αγόρασε μια έκταση οκτώ περίπου στρεμμάτων, με σκοπό να δοθεί η δυνατότητα στους Αρμένιους πρόσφυγες να στήσουν τα πρόχειρα παραπήγματά τους σε ιδιόκτητο χώρο, χωρίς τον κίνδυνο εκδίωξης. Επιπλέον, η συγκατοίκηση πολλών οικογενειών στον ίδιο χώρο θα διευκόλυνε τη διατήρηση των εθίμων, της γλώσσας και της εθνικής τους συνείδησης. Η έκταση που αποκτήθηκε βρίσκεται στην πλαγιά ενός υψώματος έξω από τον κύριο αστικό ιστό της πόλης, στην περιοχή που ονομάζεται Ροδοχώρι. Σήμερα υπάγεται στον Δήμο Συκεών, που με τη σειρά του αποτελεί δήμο του ευρύτερου πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης. Η αγορά της έκτασης πραγματοποιήθηκε το 1924, και για λόγους νομικής κατοχύρωσης της ιδιοκτησίας, έγινε στο όνομα τριών μελών της κοινότητας, καθότι η Αρμενική Εκκλησία την εποχή εκείνη δεν ήταν νομικά αναγνωρισμένη. Από το 1924 μέχρι και το 1947 το Αρμενοχώρι αποτέλεσε καταφύγιο για άπορες αρμενικές προσφυγικές οικογένειες. Σε περιόδους αφίξεων μεγάλου αριθμού προσφύγων, ο αριθμός των φιλοξενούμενων ξεπερνούσε τα 2.000 άτομα. Με τη συνδρομή της αρμενικής κοινότητας Θεσσαλονίκης και των αρμενικών φιλανθρωπικών οργανώσεων που δρούσαν στην Ελλάδα, τοποθετήθηκαν κρουνοί για την υδροδότηση των κατοίκων και κατασκευάστηκε ένα στοιχειώδες αποχετευτικό δίκτυο. Όπως είναι αντιληπτό, οι συνθήκες διαβίωσης ήταν εξαιρετικά δύσκολες και αναπόφευκτα το Αρμενοχώρι λειτούργησε σαν μια κλειστή κοινωνία με μεγάλη αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της. Η επίλυση των διαφορών γινόταν μέσα στα όρια της κοινωνίας τους, χωρίς την παρέμβαση κρατικών αρχών και με αυτό τον τρόπο επιβίωσαν ακόμα και στη σκληρή και απάνθρωπη περίοδο της γερμανικής κατοχής που υπέφερε όλη η Ελλάδα. Οι άνδρες ήταν υποχρεωμένοι να διανύουν μεγάλες αποστάσεις προκειμένου να εργαστούν κυρίως ως εργάτες αλλά και ως έμπειροι τεχνίτες. Στην ίδια δοκιμασία υποβάλλονταν καθημερινά και τα παιδιά, που ήταν υποχρεωμένα να διανύουν με τα πόδια μια απόσταση 5-6 χιλιομέτρων προκειμένου να φτάσουν στο πλησιέστερο αρμενικό σχολείο. Αναφέρεται ότι δύο δάσκαλοι του σχολείου διέμεναν στον οικισμό και είχαν αναλάβει τη στοιχειώδη εκπαίδευση των παιδιών που για διάφορους λόγους δεν παρακολουθούσαν τα μαθήματα στο σχολείο. Η αντίστροφη μέτρηση για την παρουσία Αρμενίων στον οικισμό άρχισε στα τέλη του 1947, όταν υλοποιήθηκε η προσπάθεια προώθησης και εγκατάστασης αρμενικών οικογενειών από χώρες της Διασποράς στην τότε Σοβιετική Δημοκρατία της Αρμενίας. Τότε, το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων του Αρμενοχωρίου μετανάστευσε στη Σοβιετική Αρμενία, πιστεύοντας ότι θα βρει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Την εποχή εκείνη, η Ελλάδα βρισκόταν μέσα στη δίνη του εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Τότε, μεγάλος αριθμός κατοίκων της ελληνικής υπαίθρου μετακινήθηκε προς τα αστικά κέντρα με την ελπίδα ότι θα υπήρχε μεγαλύτερη ασφάλεια και περισσότερες ευκαιρίες εύρεσης εργασίας. Αυτό συνέβη και στην πόλη της Θεσσαλονίκης, και έτσι τα καταλύματα των Αρμενίων που είχαν αναχωρήσει καταλήφθηκαν από οικογένειες απόρων και άστεγων Ελλήνων. Οι τελευταίοι Αρμένιοι κάτοικοι του οικισμού εγκατέλειψαν τον χώρο λίγα χρόνια αργότερα, ευεργετημένοι από ειδικά στεγαστικά προγράμματα του Ο.Η.Ε. για την περίθαλψη Αρμενίων προσφύγων που υλοποιήθηκαν μεταξύ 1955 και 1965, στο πλαίσιο των οποίων τους παραχωρήθηκαν διαμερίσματα σε πολυκατοικίες μέσα στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Τότε, η αρμενική κοινότητα της Θεσσαλονίκης ξεκίνησε έναν μακροχρόνιο αγώνα για να κατοχυρωθεί η έκταση στην κυριότητα της Αρμενικής Εκκλησίας με δικαστική απόφαση. Η περίπτωση δεν ήταν απλή. Έπρεπε να εντοπιστούν οι κληρονόμοι των τριών μελών της κοινότητας στο όνομα των οποίων είχε γίνει η αγορά της έκτασης το 1924, και αυτοί με τη σειρά τους να μεταβιβάσουν το μερίδιο που τους αναλογούσε στην Αρμενική Εκκλησία. Η υπόθεση έκλεισε το 1978, οπότε και με δικαστική απόφαση το Αρμενοχώρι περιήλθε στην κυριότητα της Αρμενικής Εκκλησίας. Ωστόσο, η εν λόγω έκταση ήταν πλέον καταπατημένη από άπορες και άστεγες οικογένειες, που στο διάστημα που μεσολάβησε είχαν αντικαταστήσει τα πρόχειρα καταλύματα με μόνιμα αυθαίρετα κτίσματα, και μια αναγκαστική απομάκρυνσή τους ως εφαρμογή της δικαστικής απόφασης θα ήταν μεν σύννομη αλλά θα δημιουργούσε τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα. Η λύση που προτάθηκε προς την πολιτεία ήταν η ανταλλαγή του Αρμενοχωρίου με άλλο ακίνητο του Ελληνικού Δημοσίου παρόμοιας αξίας, πρόταση η οποία έγινε αποδεκτή από την τότε κυβέρνηση. Η διαδικασία ήταν χρονοβόρα, αλλά η προσπάθεια ευοδώθηκε το 1986, όταν και δημοσιεύτηκε το αντίστοιχο Φ.Ε.Κ., σύμφωνα με το οποίο η Αρμενική Εκκλησία παραχωρούσε στο Ελληνικό Δημόσιο την έκταση των 8 στρεμμάτων, και το Δημόσιο έδινε στην Εκκλησία ένα ακίνητο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, που επρόκειτο για το 50% ενός οικοπέδου το οποίο κατείχε εξ αδιαιρέτου με έναν ιδιώτη. Λίγα χρόνια αργότερα, στο οικόπεδο αυτό ανεγέρθη οικοδομή, μέρος της οποίας κατέχει η Αρμενική Εκκλησία. Όσον αφορά το Αρμενοχώρι, σήμερα υπάγεται στον Δήμο Συκεών, που επιχειρεί να ολοκληρώσει την ανάπλαση του χώρου. |