Η «αρμενική» Αθήνα |
Οβαννές Γαζαριάν Μάιος- Αύγουστος 2021, τεύχος 107 Πόσες και πόσες φορές έχουμε βρεθεί στο κέντρο της Αθήνας για ψώνια ή για δουλειές και έχουμε περπατήσει στους δρόμους της, είτε στους κεντρικούς, όπως η οδός Σταδίου, Πανεπιστημίου, Μητροπόλεως, είτε σε πιο μικρούς, σαν τη Βουλής ή την Απόλλωνος, ή ακόμα και σε πλατείες, όπως η πλατεία Κουμουνδούρου και η πλατεία Καρύτση. Ποτέ όμως δεν έχουμε σκεφτεί ότι περνάμε μπροστά από μέρη που έχουν σημαδέψει ή ακόμα και διαμορφώσει την ιστορία της αρμενικής κοινότητας της πόλης μας. Ας ανακαλύψουμε, λοιπόν, αυτές τις «κρυφές» τοποθεσίες και τις ιστορίες που τις συνοδεύουν. Πλατεία Καρύτση 8 Στη γραφική πλατεία Καρύτση υψώνεται το εμβληματικό κτήριο «Παρνασσός», που ανήκει στον ομώνυμο φιλολογικό σύλλογο. Είναι ένα από τα ιστορικότερα κτήρια της Αθήνας, χτισμένο το 1890, που έχει φιλοξενήσει δεκάδες εκδηλώσεις της αρμενικής κοινότητας, οι περισσότερες εκ των οποίων τις δεκαετίες ’50, ’60 και ’70. Λίγοι όμως, από τους χιλιάδες που μπήκαν σε αυτή την αίθουσα όλα αυτά τα χρόνια για να παρευρεθούν στις εκδηλώσεις, γνώριζαν ότι στο ίδιο κτήριο το 1896 είχε δώσει μια αξιομνημόνευτη διάλεξη ένας από τους μεγαλύτερους Αρμένιους ποιητές, ο Ντικράν Γεργκάτ. Κυνηγημένος από τους Τούρκους λόγω της επαναστατικής του δράσης, ο 26χρονος φιλέλληνας ποιητής φθάνει στην Αθήνα πραγματοποιώντας ένα μεγάλο όνειρό του. Η πνευματικότητα και η αγωνιστικότητά του προκαλεί μεγάλη εντύπωση στη διανόηση της εποχής και ένας αστερισμός με κύριους εκφραστές τους Παλαμά, Δροσίνη, Σουρή, Γεννάδιο και Πωπ τον περιβάλλουν με τη βαθιά τους εκτίμηση. Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1896 δίνει την προαναφερόμενη διάλεξη, όπου υπογραμμίζει το παρελθόν των δύο εθνών και παραλληλίζει τις φυλετικές και πολιτιστικές τους σχέσεις, προωθώντας νέες προοπτικές συνεργασίας για την αντιμετώπιση του κοινού εχθρού. Σε έναν λόγο που διατείνεται από ποιητικό πάθος, φιλοσοφικό πνεύμα και ιστορικά τεκμήρια, τάσσεται υπέρ της πολιτικής του ξεσηκωμού εναντίον της Τουρκίας και υπέρ της ιδέας μιας συνομοσπονδίας Αρμενίας-Ελλάδας, και τελειώνει λέγοντας: «Στα μέρη της Ανατολής -πάνω στα βουνά που είδαν τη γέννηση του Αρμένιου Τσιμισκή-, εναντίον των βαρβάρων, η Αρμενία, για μία ακόμη φορά, θα αναδειχθεί τείχος του ελληνισμού». Την επόμενη ημέρα όλες οι εφημερίδες απηχούν τον λόγο του. Ανακηρύσσεται μέλος του «Παρνασσού» και της πανίσχυρης, την εποχή εκείνη, «Εθνικής Εταιρείας».
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η αρμενική κοινότητα της Αθήνας και του Πειραιά αριθμούσε μόλις και μετά βίας 300 μόνιμους κατοίκους, παρουσιάζοντας ωστόσο αξιοσημείωτη, για το μέγεθός, της δραστηριότητα, μεταξύ των οποίων ήταν και η ίδρυση του συλλόγου «Γκατίλ» (σταγόνα), όπου εγγράφονται ως μέλη σχεδόν όλα τα άτομα της κοινότητας. Μέχρι το 1905 διοργανώθηκαν διάφορες γιορτές και εκδηλώσεις, από τις οποίες η πιο ενδιαφέρουσα πραγματοποιήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 1904, στην οδό Σταδίου 8, στον πάνω όροφο ενός καφενείου, με αφορμή την επέτειο της μάχης του «Αβαράιρ» μεταξύ Αρμενίων και Περσών, πιο γνωστή ως «Βαρτανάντς», από το όνομα του Αρμένιου στρατηγού Βαρτάν Μαμιγκονιάν. Η εκδήλωση, που ξεκίνησε στις 9 μ.μ., κράτησε έως τις 2 τα ξημερώματα και περιελάμβανε ομιλίες και ποιήματα, ενώ θεωρείται η πρώτη εντός κλειστού χώρου εκδήλωση Αρμενίων στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκειά της, κάποια στιγμή εμφανίζεται στο βήμα ο πρόεδρος του συλλόγου, ο Χμαγιάκ Αζαντιάν, ντυμένος με τη στολή του στρατηγού Βαρτάν, και λέει: «[...] Όλοι εμείς είμαστε ανάξιοι να φοράμε τη στολή του Βαρτάν αν δεν ασπαστούμε τους νόμους των επαναστατών που χρόνια τώρα πολεμούν πάνω στα βουνά μας» και, βγάζοντας τα ρούχα του Βαρτάν, φορούσε από κάτω τα στρατιωτικά ρούχα των φενταΐ (αντάρτες), έχοντας σταυρωτά τα φυσεκλίκια και κρατώντας όπλο στο χέρι. Οι παρευρισκόμενοι, ενθουσιασμένοι, χειροκροτούσαν για πολλή ώρα όρθιοι, και κατόπιν όλοι τον ασπάστηκαν και τον συνεχάρησαν. Οδός Απόλλωνος 27 Στον μικρό αυτό δρόμο, παράλληλο της οδού Μητροπόλεως, πίσω από το παλιό Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, συνέβη ένα περιστατικό που απασχόλησε για μήνες την ελληνική κοινή γνώμη. Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1890 και των αρχών του 1900 υπήρχε ένα ιδιαίτερα φιλαρμενικό κλίμα απέναντι στους κυνηγημένους πρόσφυγες των Χαμιτικών διώξεων. Το κλίμα αυτό κινδύνευσε να ανατραπεί εξαιτίας μιας σειράς, αρνητικών για τους Αρμένιους, δημοσιευμάτων σε ελληνικές εφημερίδες.
Ταυτόχρονα, δωροδοκώντας δημοσιογράφους, καταφέρνουν να στρέψουν την ελληνική κοινή γνώμη κατά των Αρμενίων με κατασκευασμένα άρθρα που τους παρουσιάζουν ως συνεργάτες των Βουλγάρων που έχουν σκοπό να πλήξουν την Ελλάδα. Πραγματοποιούνται αντιαρμενικές διαδηλώσεις που φθάνουν μέχρι το σημείο να λιθοβοληθεί η αρμενική εκκλησία της Αθήνας. Τα σχέδια των Τούρκων χαλάει ο Τασνάκ Σαρχάτ (Χαρουτιούν Αγκοπιάν), ο οποίος καταζητείται από την αστυνομία ύστερα από προτροπή των Τούρκων, που τον παρουσίαζαν ως πρωταίτιο της συνωμοσίας.
Το κλίμα έχει μεταστραφεί υπέρ των Αρμενίων από την ενημερωμένη πια κοινή γνώμη.
H μικρή αρμενική κοινότητα της Αθήνας των αρχών του 20ού αιώνα είχε, όπως προαναφέραμε, μια ιδιαίτερα αξιόλογη δραστηριότητα. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1900 εξελέγη μια ενοριακή επιτροπή που απαρτιζόταν από τους δρ. Καραμπέτ Αγαμπεκιάν (πρόεδρος), Αλεξάν Γιαζτζιάν (γραμματέας), Λεβόν Μπεορεκτζιάν (ταμίας), Καραμπέτ Μαντογιάν και Σαρκίς Μπαγντασαριάν. Κοντά στην επιτροπή δραστηριοποιούνται έντονα οι Στεπάν Γιαζτζιάν, Στεπάν Μανικιάν, Ζαντίγκ Μαντογιάν, Χμαγιάκ Αζαντιάν, Χαρουτιούν Καλογιάν και Μπογός Γκοντοσιάν. Αυτή, λοιπόν, η επιτροπή, λίγο καιρό μετά την εκλογή της, ενοικιάζει ένα οίκημα επί της οδού Κουμουνδούρου, όπου και θα λειτουργήσει η πρώτη αρμενική εκκλησία στην Αθήνα υπό τον ελληνομαθή ιερέα Καρεκίν Αρτζρουνί.
Στις 25 Μαρτίου 1923 κυκλοφόρησε η εφημερίδα «Νορ Ορ» (νέα ημέρα), πρόγονος της σημερινής «Αζάτ Ορ». Επίσημο όργανο του κόμματος Τασνακτσουτιούν. Τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας της στεγάστηκε στην οδό Περικλέους 16 και ήταν αρχικά εβδομαδιαία εφημερίδα. Λίγο καιρό μετά έγινε διημερήσια και από την 1η Ιανουαρίου 1924 μετατράπηκε σε καθημερινή απογευματινή, ενώ ταυτόχρονα μετακόμισε στην οδό Βουλής 20α, όπου και θα παραμείνει μέχρι την παύση της κυκλοφορίας της, τον Σεπτέμβριο του 1944. Στην ίδια διεύθυνση, τον Φεβρουάριο του 1945 θα επανεκδοθεί με τον τίτλο «Αζάτ Ορ», παραμένοντας μέχρι σήμερα το μοναδικό καθημερινό αρμενόγλωσσο έντυπο στην Ελλάδα. Με ιδρυτές τους Καπριέλ Λαζιάν, Αντόν Γκαζέλ, Αράμ Σιρινιάν και Μπογός Σεβατζιάν, η «Νορ Ορ» έπαιξε σημαντικό ρόλο στα εθνικά, δημόσια και κομματικά δρώμενα της αρμενικής κοινότητας, που τη θεωρούσε αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας και του εαυτού της. Τα γραφεία της ήταν επίσης χώρος συνάθροισης, όπου συγκεντρωνόταν κόσμος όλες τις ώρες της ημέρας, κυρίως τα βράδια, και μέσα σε ένα κλίμα ευχάριστης ατμόσφαιρας γίνονταν συζητήσεις, ανταλλαγές απόψεων και διαξιφισμοί. Όποιος ερχόταν παράγγελνε τον καφέ του στον Γιώργο στο κυλικείο του κτηρίου και έπαιρνε τη θέση του στη συζήτηση που ήδη βρισκόταν σε εξέλιξη. Και μέσα σε αυτό το πανδαιμόνιο, ο Αντόν Γκαζέλ, που ήταν ο συντάκτης της εφημερίδας, έπρεπε να γράψει το κύριο άρθρο, να κάνει διορθώσεις, να διαβάσει τα ρεπορτάζ και να μεταφράσει κείμενα. Τα κατάφερνε όμως όλα σωστά και στην ώρα τους.
Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξε η σκέψη για επανέκδοση μιας καθημερινής εφημερίδας. Ο τίτλος της νέας εφημερίδας έπρεπε να θυμίζει κάπως τον παλαιό, κι έτσι επιλέχθηκε το «Αζάτ Ορ» (ελεύθερη ημέρα). Πρωτοκυκλοφόρησε στις 25 Φεβρουαρίου 1945 και στεγάστηκε στην οδό Βουλής 20α, στα παλιά γραφεία της «Νορ Ορ». Το 1956, με την οικονομική κυρίως ενίσχυση του Αρμενικού Κυανού Σταυρού, θα αποκτήσει νέα ιδιόκτητα γραφεία στην πλατεία Μητροπόλεως, στον αριθμό 11, όπου θα παραμείνει μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80, οπότε και θα μετακομίσει σε διαφορετικά σημεία στον Νέο Κόσμο, αρχικά κοντά στο αρμενικό σχολείο και αργότερα κοντά στην εκκλησία, ώσπου να μεταφερθεί οριστικά στα σύγχρονα γραφεία της στη λεωφόρο Συγγρού.
Στις 7 Δεκεμβρίου του 1922, στελέχη του κόμματος Τασνακτσουτιούν συναντιούνται σε ένα καφενείο της πλατείας Κουμουνδούρου προκειμένου να σχεδιάσουν τον τρόπο ίδρυσης τοπικών κομματικών οργανώσεων σε όλους τους προσφυγικούς καταυλισμούς της Αττικής, όπου υπήρχε σημαντικός αριθμός Αρμενίων προσφύγων. Στην ιδρυτική αυτή συνάντηση συμμετέχουν οι Καπριέλ Λαζιάν, Αντόν Γκαζέλ, Καρεκίν Μαρκαριάν, Αράμ Σιρινιάν και ο αιδεσιμότατος Χαρουτιούν Ατζεμιάν. Δυστυχώς, δεν υπάρχει η ακριβής διεύθυνση του καφενείου όπου έγινε η συνάντηση. Από παλιές φωτογραφίες της πλατείας εικάζουμε ότι βρισκόταν είτε από την πλευρά προς του, Ψυρρή είτε από την πλευρά προς το Γκάζι, καθώς από την πλευρά που βρίσκονται σήμερα τα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ τότε υπήρχαν μόνο κατοικίες.
Ο γνωστός από τη δράση του στο Ερζερούμ και στη Μικρασιατική Εκστρατεία συνταγματάρχης Τορκόμ, στον οποίο αναφερθήκαμε και παραπάνω, μετά την εγκατάστασή του στην Ελλάδα, το 1927, εξέδωσε δύο εφημερίδες για μικρό διάστημα, την εβδομαδιαία «Γκιλίγκια» (Κιλικία) και τη γαλλόγλωσση μηνιαία «L’ Armenie», την οποία έστελνε τιμής ένεκεν σε διάφορες πρεσβείες (Πολωνίας, Τσεχίας, Γιουγκοσλαβίας κλπ.). Οι δύο αυτές εφημερίδες εκδίδονταν στη Στοά Φέξη 79, δίπλα στην πλατεία Ομονοίας. Στην ίδια στοά, στο νούμερο 29 λειτουργούσε ένα, από τα λιγοστά την εποχή εκείνη, βιβλιοπωλεία, που ανήκε στον Αντρανίκ Μπαρονιάν και θεωρούνταν από τα καλύτερα βιβλιοπωλεία της πόλης, ειδικά σε ό,τι αφορούσε τα ξενόγλωσσα βιβλία.
Το 1926 εκδόθηκε στην Αθήνα μια ιδιότυπη εφημερίδα που όμοιά της δεν υπήρξε ούτε πριν ούτε μετά. Ήταν η καθημερινή «Τελεφόν», που εκδόθηκε στα τουρκικά αλλά με αρμενικούς χαρακτήρες. Είχε συντάκτη τον Μπογός Σιραμπιάν, ενώ τα γραφεία της ήταν στην οδό Πραξιτέλους 38. Η εφημερίδα απευθυνόταν στους τουρκόφωνους Αρμένιους. Κάπως έτσι, λοιπόν, τελειώνει η βόλτα μας στην «αρμενική Αθήνα». Αν ποτέ βρεθούμε μπροστά σε κάποιο από αυτά τα σημεία, ας σταματήσουμε για μερικά λεπτά και ας αφήσουμε τη σκέψη μας να γυρίσει πίσω στον χρόνο, τότε που κάποιοι άνθρωποι έδιναν τον δικό τους αγώνα για να στήσουν αυτή την κοινότητα και, ηθελημένα ή άθελα, έγραφαν ιστορία. |